Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 1

Πηνελόπη Τριαδά : “Ο συνεργάτης του εμπόρου” (μτφρ.)

The Merchant`s Partner (O Συνεργάτης του Εμπόρου), Μυθιστόρημα, Michael Jecks, μτφρ. Πηνελόπη Τριαδά, Εκδόσεις Ενάλιος, 2008 [Εκδόσεις Harper Collins, 2004]

Κεφάλαιο 1

Τα αισθήματα τρόμου και αποστροφής άρχισαν να εξαφανίζονται πολύ αργότερα, όταν ο χειμώνας είχε χαλαρώσει τη λαβή του και η άνοιξη είχε αγγίξει τη γη με τις καινούριες, πρασινοκίτρινες αποχρώσεις της αναγέννησης.

Ο ιππότης ήξερε πολύ καλά ότι δεν είχαν φύγει τελείως, απλώς είχαν αντικατασταθεί για λίγο από τις πραγματικές έγνοιες των χωρικών. Η έναρξη του νέου χρόνου έδιωξε τους φόνους από το μυαλό των ανθρώπων. Όλοι ήταν πάρα πολύ απασχολημένοι και δεν είχαν χρόνο να σκεφτούν, καθώς προετοίμαζαν τους αγρούς προσπαθώντας να εκμεταλλευτούν το φως της ημέρας που τώρα διαρκούσε περισσότερο. Αλλά οι φόνοι είχαν διαπραχθεί αργά το χειμώνα, και τα μακρά, παγωμένα απογεύματα είχαν δώσει στους παραμυθάδες το χρόνο που χρειάζονταν για να σκεφτούν και να διανθίσουν τα γεγονότα. Με τα πρόσωπά τους φωτισμένα από την άγρια κόκκινη λάμψη του τζακιού, οι οικογένειες άκουγαν με ενθουσιασμό γι' αυτούς ξανά και ξανά.
 

Δεν μπορούσε να κατηγορήσει τους ανθρώπους για το γεγονός ότι γοητεύονταν από τους φόνους -ήταν φυσικό σε μια τόσο ήσυχη, εξοχική κομητεία. Το Ντέβον δεν έμοιαζε με άλλα μέρη του βασιλείου, όπου οι άνθρωποι ζούσαν μέσα σε μια συνεχή αγωνία. Στα βόρεια σύνορα έτρεμαν κι άλλες επιθέσεις από τους Σκοτσέζους επιδρομείς, ενώ στην ακτή ο κόσμος ήταν τρομοκρατημένος από τις επιδρομές Γάλλων πειρατών. Εδώ η μοναδική έγνοια ήταν η πιθανότητα μιας τρίτης αποτυχημένης σοδειάς.

Όχι, δεν ήταν  παράξενο που οι άνθρωποι περίμεναν από μια τέτοια ιστορία, εκείνη της δολοφονημένης μάγισσας, για να ζωντανέψει τα βράδια τους, δεν ήταν παράξενο που ο καθένας είχε τη δική του άποψη για την αλήθεια που κρυβόταν πίσω από τους φόνους, ή ότι τώρα κάποιοι ζούσαν με το φόβο ότι το φάντασμά της θα ζητούσε εκδίκηση από το χωριό στο οποίο είχε δολοφονηθεί.

Καθώς το καλοσκεφτόταν τώρα, δεν ήταν σίγουρος πότε ξεκίνησαν όλα. Σίγουρα δεν ήταν την ημέρα που τον κάλεσε ο Τάνερ,  το πρωί της Τετάρτης, όταν είδε για πρώτη φορά το πτώμα με τον φίλο του τον Bάιλο. Ήταν πριν, ίσως το Σάββατο, όταν είχε πάει για κυνήγι και είδε για πρώτη φορά τις γυναίκες. Εκείνο το πρωινό που πέρασε κυνηγώντας με το γεράκι του παρέα με τον εφημέριο του Κρέντιτον.

«Κάνει παγωνιά, ε;» είπε πάλι ο Πίτερ Κλίφορντ.

Ο Βαλδουίνος χαμογέλασε, χωρίς να τον κοιτάξει. Το μυαλό του ήταν συγκεντρωμένο στη λεπτή φιγούρα που ήταν αρπαγμένη από το γάντι του, θαυμάζοντας την γκριζογάλανη πλάτη της  και το λευκό της στήθος με τη μαύρη ρίγα. Σκέφτηκε ότι έτσι όπως καθόταν έμοιαζε με Σύρια γυναίκα ευγενικής καταγωγής. Σίγουρη, δυνατή και κομψή, όχι χοντροκομμένη και βαριά σαν χωριάτισσα, αλλά λεπτοκαμωμένη και γρήγορη. Καθώς την παρατηρούσε, το καλυμμένο με την κουκούλα κεφάλι στράφηκε να τον κοιτάξει, λες και άκουγε τις σκέψεις του, με το κίτρινο, καμπυλωτό ράμφος ακίνητο και ελεγχόμενο. Δεν είχε κάτι το απειλητικό, παρά έδειχνε την ανεξαρτησία της, καθώς ήξερε ότι μπορούσε να είναι ελεύθερη όποτε το ήθελε: δεν ήταν σκυλί, δεν ήταν αφοσιωμένος υπηρέτης -και όπως όλοι οι γερακάρηδες, εκείνος το ήξερε.

Τα λόγια του ιερέα διέκοψαν τους συλλογισμούς του και, χαμογελώντας στραβά, στράφηκε πάλι προς τον εφημέριο της εκκλησίας του Κρέντιτον, με τις γωνίες του στόματός του να υψώνονται κάτω από το λεπτό μαύρο μουστάκι. «Συγνώμη, Πίτερ. Κρυώνεις;» ρώτησε ήρεμα.

«Αν κρυώνω;» Το πρόσωπο του Πίτερ Κλίφορντ είχε γίνει σχεδόν μπλε από την παγωνιά του πρωινού, καθώς κοιτούσε τον σύντροφό του με μισόκλειστα μάτια. «Πώς θα μπορούσα να κρυώνω με αυτόν τον εξαίσιο καιρό; Μπορεί να μην είμαι ιππότης, μπορεί αυτή την εποχή να έχω συνηθίσει να κάθομαι μέσα σε ένα ζεστό καθιστικό με μια φωτιά αναμμένη, μπορεί να είμαι λεπτότερος και μεγαλύτερος από εσένα, μπορεί να χρειάζομαι απελπισμένα μια κανάτα μπίρα με μπαχαρικά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι νιώθω την παγωνιά αυτού του ανέμου που διαπερνά το χιτώνα μου, όπως ο πολεμικός πέλεκυς το βούτυρο».

Ο Βαλδουίνος γέλασε και κοίταξε την περιοχή γύρω του. Είχαν αφήσει πίσω τους τα δάση και τώρα βρίσκονταν στην ανοιχτή, άγονη έκταση. Το αδύναμο, χειμωνιάτικο φως του ήλιου δεν είχε καθαρίσει ακόμα το πούσι από το έδαφος, και οι οπλές των αλόγων τους έμοιαζαν σχεδόν να τσαλαβουτάνε στην παχιά πάχνη κάτω από τα πόδια τους. Φτέρες και ρείκια σκέπαζαν τον λόφο και λαμπύριζαν κάτω από το γκρίζο πέπλο.

Είχαν φύγει από νωρίς, σχεδόν από την αυγή, για να φτάσουν εδώ. Ο Βαλδουίνος είχε σώσει τον  πετρίτη την περασμένη χρονιά, όταν ήταν νεαρός και άγριος, και ο Πίτερ ακόμα δεν είχε δει το πουλί να κυνηγά. Έτσι ο ιππότης είχε συμφωνήσει πρόθυμα να το φέρει και να δείξει τις ικανότητές του. Για εκείνον ήταν απόλυτη απόλαυση να βλέπει το ζώο να σκαρφαλώνει, για να επιπλεύσει, ψηλά και σιωπηλά, ελαφρύ σχεδόν όσο και ένα μόριο στάχτης.

Αυτή η περιοχή ήταν ιδανική για γεράκια, εδώ στον βαλτότοπο, μακριά από τα δάση. Οι αστούριοι, που είχαν πιο κοντά φτερά, ήταν πιο ικανοί στο κυνήγι της λείας τους και ήταν συνηθισμένοι από τους εκπαιδευτές τους να κυνηγούν ανάμεσα στα δέντρα ή σε άλλες περιοχές με εμπόδια. Ο γερακάρης χρησιμοποιούσε τα πουλιά του με τα μακριά φτερά σε ανοιχτές περιοχές όπου θα μπορούσαν να ανέβουν γρήγορα, να φτάσουν στο υψηλότερο δυνατό σημείο και να μείνουν εκεί κάνοντας γύρους πάνω από τη λεία τους, μέχρι να ορμήσουν σαν βέλη, σπάνια χάνοντας το στόχο τους.

Τυλίγοντας τον μανδύα του πιο σφιχτά γύρω από το σώμα του, ο Πίτερ Κλίφορντ έκανε έναν μορφασμό, ενώ ίππευαν ο ένας δίπλα στον άλλον. Το προηγούμενο βράδυ, μετά το γεύμα τους και με μια αρκετή ποσότητα από το καλό κρασί Μπορντό του Σερ Βαλδουίνου μέσα του, καθώς απολάμβαναν τη ζέστη δίπλα από τη μεγάλη φωτιά και συζητούσαν για τις τελευταίες επιθέσεις των Σκοτσέζων από το Βορρά, είχε σκεφτεί ότι θα ήταν ευχάριστο να πάει για κυνήγι. Τότε είχε φανταστεί μια ζεστή μέρα, με τον ουρανό καταγάλανο, το γεράκι να ορμά στους στόχους του... Σκυθρώπιασε. Το μόνο που ένιωθε τώρα ήταν κρύο: κρύο, υγρασία και δυστυχία. Ο χιτώνας και ο μανδύας του είχαν καλυφθεί από ένα λεπτό στρώμα ασημιάς υγρασίας, ο άνεμος περόνιαζε τα κόκαλά του, και ένιωθε λες και στο πρόσωπό του φορούσε μια μάσκα από πάγο. Δεν ήταν όπως το είχε φανταστεί.

Η αίσθηση παγωμένης δυσφορίας τονιζόταν από τη σχετική ηρεμία του άντρα που βρισκόταν δίπλα του. Ο Βαλδουίνος καθόταν ορθός και σε εγρήγορση, όπως το πουλί στη γροθιά του, ενώ ταλαντευόταν και λικνιζόταν από το αργό περπάτημα του αλόγου του. Αυτός ο ήσυχος, μορφωμένος και γεμάτος αυτοκυριαρχία ιππότης ήταν παράξενος άντρας, σκέφτηκε ο εφημέριος. Δεν έμοιαζε καθόλου με τους συνηθισμένους πολεμιστές που ο Πίτερ Κλίφορντ έβλεπε να περνούν από το Κρέντιτον. Στο παράστημα, φυσικά, ήταν λίγο πολύ ίδιος μ' εκείνους. Ψηλός και δυνατός, με πλατύ στήθος και ώμους πολεμιστή, ο Σερ Βαλδουίνος Φέρνσιλ είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τον Νορμανδό ιππότη, μέχρι και τη  μαχαιριά από τον κρόταφο ως το σαγόνι που έλαμπε κόκκινη από το κρύο, και κινούνταν με μια υπεροψία που ταίριαζε στη θέση του. Μονάχα το μαύρο, προσεκτικά ψαλιδισμένο γένι, που κάλυπτε τη γραμμή του σαγονιού του, έμοιαζε παράταιρο σε μια εποχή στην οποία οι άντρες συνήθιζαν να ξυρίζονται.

Με την κουκούλα του μανδύα του ιππότη να κρέμεται στην πλάτη του και τα σκούρα μάτια του να περιπλανιούνται ασταμάτητα πάνω στη γη, ο Πίτερ μπορούσε να τον φανταστεί να μελετά ένα πεδίο μάχης, αναζητώντας τα καλύτερα σημεία για να στήσει μια ενέδρα, τη γραμμή στο έδαφος για την επέλαση του ιππικού, τα καλύτερα σημεία για να τοποθετήσει τους τοξότες. Η έκφρασή του, όπως πάντα, ήταν παράξενα έντονη, λες και ο ιππότης είχε δει και είχε κάνει τόσα πολλά, που το πνεύμα του δε θα μπορούσε ποτέ να βρεθεί σε απόλυτη ηρεμία.

Η έκδοση είναι προγραμματισμένη να κυκλοφορήσει μέσα στο 2008 

Η Πηνελόπη Τριαδά είναι μεταφράστρια αγγλόφωνης και ιταλικής λογοτεχνίας.