Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 3

Πηνελόπη Τριαδά : "Ο Ξενιστής" (μτφρ.)

Ο Ξενιστής [The Host], Μυθιστόρημα, Stephenie Meyer, μτφρ. Πηνελόπη Τριαδά, Εκδόσεις Πλατύπους, 2009 [Εκδόσεις Little, Brown and Company Hachette Book Group, 2008]

Εμφύτευση

Το όνομα του Θεραπευτή ήταν Περνάει από Βαθιά Νερά.
Επειδή ήταν ψυχή, ήταν από τη φύση του πολύ καλός: συμπονετικός, υπομονετικός, ειλικρινής, ενάρετος, και γεμάτος αγάπη. Η αγωνία ήταν ένα ασυνήθιστο συναίσθημα για τον Περνάει από Βαθιά Νερά.
Ο εκνευρισμός ήταν ακόμη πιο σπάνιος. Ωστόσο, επειδή ο Περνάει από Βαθιά Νερά ζούσε μέσα σε ένα ανθρώπινο σώμα,  ο εκνευρισμός ήταν μερικές φορές αναπόφευκτος.
Καθώς οι ψίθυροι των φοιτητών Θεράπευσης δημιουργούσαν ένα βουητό στην άλλη άκρη του χειρουργείου, τα χείλη του ήταν σφιγμένα σε μια λεπτή γραμμή. Η έκφραση έμοιαζε ανάρμοστη σε ένα πρόσωπο που πιο συχνά χαμογελούσε.
Ο Ντάρεν, ο τακτικός βοηθός του, είδε τη γκριμάτσα και χάιδεψε τον ώμο του.
«Απλά είναι περίεργοι, Περνάει από Βαθιά Νερά», είπε ήσυχα.
«Μια εμφύτευση δεν είναι  μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ή προκλητική διαδικασία. Ακόμα και μια ψυχή στο δρόμο θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει σε κατάσταση ανάγκης. Δεν έχουν να μάθουν τίποτα παρατηρώντας σήμερα». Ο Περνάει από Βαθιά Νερά αιφνιδιάστηκε όταν άκουσε τον έντονα δηκτικό τόνο να παραμορφώνει τη συνήθως ήρεμη φωνή του.
«Πρώτη φορά βλέπουν ενήλικα άνθρωπο», είπε ο Ντάρεν.
Το ένα φρύδι του Περνάει από Βαθιά Νερά σηκώθηκε. «Είναι τυφλοί και δεν βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου; Δεν έχουν καθρέφτες;»
«Ξέρεις τι εννοώ –έναν άγριο άνθρωπο. Χωρίς ψυχή ακόμα. Κάποιον από τους στασιαστές».
Ο Περνάει από Βαθιά Νερά κοίταξε το αναίσθητο σώμα του κοριτσιού το οποίο ήταν ξαπλωμένο μπρούμυτα πάνω στο τραπέζι του χειρουργείου. Ένα κύμα οίκτου πλημμύρισε την καρδιά του καθώς θυμήθηκε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το άμοιρο, τσακισμένο σώμα της όταν οι Ερευνητές την έφεραν στις εγκαταστάσεις Θεράπευσης. Πόσο πόνο είχε υπομείνει…
Φυσικά τώρα ήταν τέλεια –τελείως θεραπευμένη. Το είχε φροντίσει ο Περνάει από Βαθιά Νερά.
«Μοιάζει ίδια με εμάς», μουρμούρισε ο Περνάει από Βαθιά Νερά στον Ντάρεν. «Όλοι μας έχουμε ανθρώπινα πρόσωπα. Και όταν ξυπνήσει, θα είναι μια από εμάς».
«Απλά είναι συναρπαστικό γι’ αυτούς, αυτό είναι όλο».
«Η ψυχή που θα εμφυτεύσουμε σήμερα αξίζει περισσότερο σεβασμό από το να κοιτάνε σαν χαζοί το σώμα του ξενιστή της. Ήδη θα έχει πάρα πολλά να αντιμετωπίσει καθώς θα εγκλιματίζεται. Δεν είναι δίκαιο να την αναγκάσουμε να περάσει και αυτό». Με τη λέξη «αυτό» δεν εννοούσε ότι θα την κοιτούσαν σαν χαζοί. Ο Περνάει Βαθιά Νερά άκουσε τον έντονα δηκτικό τόνο να επιστρέφει στη φωνή του.
Ο Ντάρεν τον χτύπησε  ξανά ελαφρά. «Όλα θα πάνε καλά. Η Ερευνήτρια χρειάζεται πληροφορίες και –»
Στη λέξη Ερευνήτρια, ο Περνάει από Βαθιά Νερά έριξε στον Ντάρεν ένα βλέμμα το οποίο μονάχα βλοσυρό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Ο Ντάρεν βλεφάρισε ταραγμένος.
«Λυπάμαι», απολογήθηκε αμέσως ο Περνάει από Βαθιά Νερά. «Δεν ήθελα να αντιδράσω τόσο αρνητικά. Μόνο που φοβάμαι γι’ αυτή την ψυχή».
Τα μάτια του κινήθηκαν στο δοχείο ψύξης που βρισκόταν πάνω στη βάση του δίπλα στο τραπέζι. Το φως ήταν ένα σταθερό, μουντό κόκκινο, που έδειχνε ότι ήταν κατειλημμένο και σε κατάσταση νάρκης.
«Αυτή η ψυχή επιλέχθηκε συγκεκριμένα για την αποστολή», είπε με ήρεμη φωνή ο Ντάρεν. «Είναι σπάνια στο είδος μας –πιο γενναία από τους περισσότερους. Οι ζωές της μιλούν από μόνες τους. Νομίζω ότι θα γινόταν εθελόντρια, αν ήταν δυνατόν να τη ρωτήσουμε».
«Ποιος από εμάς δεν θα δεχόταν να γίνει εθελοντής αν μας είχε ζητηθεί να κάνουμε κάτι για το γενικότερο καλό; Αλλά πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο τώρα;  Άραγε αυτό εξυπηρετεί το γενικότερο καλό; Το ζήτημα δεν είναι η προθυμία της, αλλά τι είναι σωστό να ζητήσουμε από κάθε ψυχή να υπομείνει».
Οι φοιτητές Θεράπευσης συζητούσαν κι εκείνοι για τη ναρκωμένη ψυχή. Ο Περνάει από Βαθιά Νερά άκουγε καθαρά τους ψιθύρουςֹ οι ενθουσιασμένες τους φωνές είχαν αρχίσει τώρα να υψώνονται, να γίνονται πιο δυνατές.
«Έχει ζήσει σε έξι πλανήτες».
«Εγώ άκουσα ότι ήταν εφτά».
«Άκουσα ότι ποτέ δεν έζησε δυο περιόδους στο ίδιο είδος ξενιστή».
«Γίνεται αυτό;»
«Έχει υπάρξει σχεδόν τα πάντα. Λουλούδι, Αρκούδα, Αράχνη –»
«Φύκι, Νυχτερίδα –»
«Ακόμα και Δράκος!»
«Δεν το πιστεύω –όχι εφτά πλανήτες».
«Τουλάχιστον εφτά. Ξεκίνησε από την Πηγή».
«Αλήθεια; Την Πηγή;»
«Ησυχία παρακαλώ!» τους διέκοψε ο Περνάει από Βαθιά Νερά. «Αν δεν μπορείτε να παρατηρήσετε με επαγγελματικότητα και ησυχία, τότε θα αναγκαστώ να σας ζητήσω να απομακρυνθείτε».
Αμήχανοι, οι έξι φοιτητές απόμειναν σιωπηλοί και απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλον.
«Ας τελειώνουμε λοιπόν, Ντάρεν».
Τα πάντα ήταν έτοιμα. Δίπλα στο κορίτσι ήταν τοποθετημένα τα κατάλληλα φάρμακα. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της μαζεύτηκαν κάτω από ένα χειρουργικό σκούφο, αποκαλύπτοντας τον λεπτοκαμωμένο λαιμό της. Βαθιά ναρκωμένη, ανάσαινε αργά. Το μαυρισμένο από τον ήλιο δέρμα της δεν είχε σχεδόν κανένα σημάδι που να μαρτυρά το….ατύχημά της.
«Ξεκίνα την αλληλουχία τήξης τώρα, σε παρακαλώ, Ντάρεν».
Ο γκριζομάλλης βοηθός περίμενε ήδη δίπλα στο δοχείο ψύξης, με το χέρι του να ακουμπά το πληκτρολόγιο. Έστριψε τον διακόπτη ασφαλείας και τα δάχτυλά του άρχισαν να κινούνται γρήγορα πάνω στο πληκτρολόγιο.  Το κόκκινο φως πάνω στον μικρό γκρίζο κύλινδρο άρχισε να πάλλεται, αναβοσβήνοντας όλο και πιο γρήγορα καθώς περνούσαν τα δευτερόλεπτα, αλλάζοντας χρώμα.
Ο Περνάει από Βαθιά Νερά συγκεντρώθηκε στο αναίσθητο σώμαֹ έσπρωξε το νυστέρι μέσα από το δέρμα μέχρι τη βάση του κρανίου του σώματος με μικρές, ακριβείς κινήσεις, και, πριν πλατύνει τη σχισμή, ψέκασε το φάρμακο που έκανε απόσταξη την περίσσεια ροή αίματος. Το νυστέρι σκάλιζε με λεπτότητα κάτω από τους μύες του λαιμού, με προσοχή για να μην τους κάνει ζημιά, αποκαλύπτοντας τα ωχρά οστά στην κορυφή της σπονδυλικής στήλης.
«Η ψυχή είναι έτοιμη, Περνάει από Βαθιά Νερά», τον πληροφόρησε ο Ντάρεν.
«Κι εγώ το ίδιο. Φέρτην».
Ο Περνάει από Βαθιά Νερά ένιωσε τον Ντάρεν δίπλα του, και ήξερε χωρίς να κοιτάξει ότι ο βοηθός του θα ήταν έτοιμος και θα περίμενε με το χέρι του τεντωμένοֹ δούλευαν μαζί εδώ και πολλά χρόνια. Ο Περνάει από Βαθιά Νερά κρατούσε την οπή ανοιχτή.
«Στείλτην σπίτι», ψιθύρισε.
Το χέρι του Ντάρεν φανερώθηκε, με την ασημένια λάμψη μιας ψυχής που ανακτούσε τις αισθήσεις της στη χούφτα του.
Κάθε φορά που ο Περνάει από Βαθιά Νερά έβλεπε μια εκτεθειμένη ψυχή, έμενε κατάπληκτος από την ομορφιά της.
Η ψυχή έλαμπε στα λαμπερά φώτα του χειρουργείου, πιο φωτεινή από το ασημένιο εργαλείο που κρατούσε στο χέρι του και το οποίο αντανακλούσε το φως. Σαν μια ζωντανή κορδέλα, σφάδαζε και αναδευόταν, τεντωνόταν, χαρούμενη που είχε απελευθερωθεί από το δοχείο ψύξης. Τα λεπτά, φτερωτά εξαρτήματά της, σχεδόν χίλια, κυμάτιζαν απαλά σαν ανοιχτόχρωμα ασημένια μαλλιά αγγέλου. Παρόλο που όλες τους ήταν όμορφες, αυτή φάνηκε ιδιαίτερα χαριτωμένη στον Περνάει από Βαθιά Νερά.
Δεν ήταν ο μόνος που αντέδρασε έτσι. Άκουσε τον απαλό αναστεναγμό του Ντάρεν, άκουσε τα μουρμουρητά θαυμασμού των φοιτητών.
Απαλά, ο Ντάρεν τοποθέτησε το μικρό, γυαλιστερό πλάσμα μέσα στη σχισμή που είχε ανοίξει ο Περνάει από Βαθιά Νερά στο λαιμό του ανθρώπου. Η ψυχή γλίστρησε απαλά μέσα στο άνοιγμα, και άρχισε να ελίσσεται προσπαθώντας να προσαρμοστεί μέσα στην ξένη ανατομία. Ο Περνάει από Βαθιά Νερά θαύμασε την επιδεξιότητα με την οποία έγινε κυρίαρχος του νέου της σπιτιού. Τα εξαρτήματά της πλέχτηκαν γύρω από τα νευρικά κέντρα, ενώ άλλα επιμηκύνθηκαν φτάνοντας πιο βαθιά απ’ όσο μπορούσε να δει, πάνω και κάτω από τον εγκέφαλο, τα οπτικά νεύρα, τα κανάλια του αυτιού. Ήταν πολύ γρήγορη, πολύ αποφασιστική στις κινήσεις της. Σύντομα, μονάχα ένα μικρό τμήμα του γυαλιστερού της σώματος ήταν ορατό.
«Μπράβο», της ψιθύρισε, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να τον ακούσει. Το κορίτσι ήταν εκείνο που είχε τα αυτιά, και ακόμα κοιμόταν βαθιά.
Η ολοκλήρωση της διαδικασίας ήταν υπόθεση ρουτίνας. Καθάρισε και θεράπευσε την πληγή, εφάρμοσε την αλοιφή που σφράγιζε την τομή που είχε κλείσει μετά την τοποθέτηση της ψυχής, και μετά πασπάλισε τη σκόνη που μαλακώνει την ουλή πάνω στη γραμμή που είχε αφήσει στον λαιμό της.
«Τέλειο, ως συνήθως», είπε ο βοηθός ο οποίος, για κάποιον λόγο που ο Περνάει από Βαθιά Νερά δεν μπορούσε να φανταστεί, ποτέ δεν άλλαξε το όνομα του ανθρώπινου ξενιστή του, του Ντάρεν.
Ο Περνάει από Βαθιά Νερά αναστέναξε. «Λυπάμαι για τη σημερινή δουλειά».
«Κάνεις το καθήκον σου ως Θεραπευτής».
«Αυτή είναι η σπάνια περίπτωση που η θεραπεία γίνεται τραύμα».
Ο Ντάρεν άρχισε να καθαρίζει τον χώρο εργασίας. Έδειχνε να μην ξέρει πώς να απαντήσει. Ο Περνάει από Βαθιά Νερά εκτελούσε την Αποστολή του. Αυτό ήταν αρκετό για τον Ντάρεν.
Αλλά δεν ήταν αρκετό για τον Περνάει από Βαθιά Νερά, ο οποίος ήταν αληθινός Θεραπευτής μέχρι και το τελευταίο του κύτταρο. Κοίταξε με αγωνία το σώμα της γυναίκας, βυθισμένο σε έναν γαλήνιο ύπνο, γνωρίζοντας ότι αυτή η γαλήνη θα κατέρρεε αμέσως όταν θα ξυπνούσε. Η αθώα ψυχή που είχε μόλις τοποθετηθεί μέσα της θα ήταν αναγκασμένη να υπομείνει όλον εκείνο τον τρόμο του θανάτου του νεαρού κοριτσιού.
Έγειρε πάνω από τη γυναίκα, ψιθυρίζοντας στο αυτί της, ενώ ευχόταν μέσα από την καρδιά του ότι η ψυχή μέσα της θα μπορούσε να την ακούσει τώρα.
«Καλή τύχη, μικρή περιπλανήτρια, καλή τύχη. Πόσο πολύ εύχομαι να μην την είχες ανάγκη».

H έκδοση είναι προγραμματισμένη να κυκλοφορήσει το χειμώνα του 2009

Η Πηνελόπη Τριαδά είναι μεταφράστρια αγγλόφωνης και ιταλικής λογοτεχνίας.