Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 6

Πηνελόπη Τριαδά : "Αγώνες πείνας" (μτφρ.)

Αγώνες πείνας [The Hunger Games], Μυθιστόρημα, Suzanne Collins, μτφρ. Πηνελόπη Τριαδά, Εκδόσεις Πλατύπους, 2009 [Scholastic Press, 2008]

Κεφάλαιο 1

   Όταν ξυπνάω, η άλλη πλευρά του κρεβατιού είναι κρύα. Τα δάχτυλά μου τεντώνονται, αναζητώντας τη ζεστασιά της Πριμ για να βρουν, ωστόσο, μόνο το σκληρό κάλυμμα του στρώματος. Πρέπει να είχε εφιάλτες και πήγε να κοιμηθεί με τη μητέρα μας. Φυσικά και είχε εφιάλτες. Σήμερα είναι η μέρα του θερισμού.
Ανασηκώνομαι στηρίζοντας το βάρος μου στον ένα μου αγκώνα. Το φως στην κρεβατοκάμαρα είναι αρκετό για να τις δω. Η μικρή μου αδελφή, η Πριμ, κοιμάται κουλουριασμένη στο πλάι, χωμένη μέσα στο σώμα της μητέρας μου, με τα μάγουλά τους κολλημένα. Κοιμισμένη, η μητέρα μου φαίνεται νεότερη, ταλαιπωρημένη βέβαια, αλλά όχι τόσο καταβεβλημένη. Το πρόσωπο της Πριμ είναι φρέσκο σαν δροσοσταλίδα, όμορφο σαν πρίμουλα από την οποία και πήρε το όνομά της. Και η μητέρα μου ήταν όμορφη κάποτε. Τουλάχιστον, έτσι μου λένε.
Καθισμένη στα γόνατα της Πριμ, φύλακας άγγελός της, βρίσκεται η ασχημότερη γάτα του κόσμου. Με πατικωμένη μύτη, το μισό αυτί της να λείπει και μάτια στο χρώμα σάπιας κολοκύθας. Η Πριμ την ονόμασε Νεραγκούλα, θεωρώντας  ότι το μουντό κίτρινο τρίχωμά της θύμιζε το ανοιχτόχρωμο λουλούδι. Με μισεί. Ή, τουλάχιστον, δεν με εμπιστεύεται. Παρόλο που έχουν περάσει χρόνια, νομίζω ότι ακόμα  θυμάται ότι προσπάθησα να την πνίξω μέσα σε ένα κουβά όταν η Πριμ την έφερε σπίτι. Δεν ήταν παρά ένα κοκαλιάρικο γατάκι με κοιλιά πρησμένη από τα σκουλήκια, γεμάτη ψείρες. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμουν ήταν άλλο ένα στόμα να ταΐζω. Αλλά η Πριμ με παρακάλεσε τόσο πολύ, μέχρι και τα κλάματα έβαλε, ώστε αναγκάστηκα να την αφήσω να μείνει. Τελικά δεν υπήρξε πρόβλημα. Η μητέρα μου ξεφορτώθηκε τα σκουλήκια και είναι καλή κυνηγός ποντικιών. Κατά καιρούς πιάνει και αρουραίους. Μερικές φορές όταν γδέρνω ένα θήραμα, δίνω στην Νεραγκούλα τα εντόσθια. Έχει σταματήσει πια να μου γρυλίζει.
Εγώ της δίνω εντόσθια κι εκείνη έχει κόψει το γρύλισμα. Αυτό είναι το κοντινότερο σημείο που θα φτάσουμε στην αγάπη.
Κατεβάζω τα πόδια μου από το κρεβάτι και γλιστράω στις κυνηγετικές μου μπότες. Το μαλακό τους δέρμα έχει πάρει το σχήμα των ποδιών μου. Βάζω το παντελόνι μου, μια μπλούζα, διπλώνω τη μακριά σκούρα πλεξούδα μου μέσα σε ένα καπέλο, και αρπάζω την κυνηγητική μου τσάντα. Στο τραπέζι, σκεπασμένο με ένα ξύλινο μπολ για να προστατεύεται τόσο από τα πεινασμένα ποντίκια όσο και από τις γάτες, βρίσκεται ένα τέλειο μικρό κομμάτι κατσικίσιο τυρί τυλιγμένο με φύλλα βασιλικού. Το δώρο της Πριμ σε μένα για τη μέρα του θερισμού. Βάζω το τυρί προσεκτικά στην τσέπη μου καθώς γλιστράω έξω.
Το μέρος που μένουμε στην Επαρχία 12, με το παρατσούκλι, Ραφή, συνήθως είναι γεμάτο ανθρακωρύχους που αυτή την ώρα πηγαίνουν να ξεκινήσουν την πρωινή βάρδια. Άνδρες και γυναίκες με καμπουριασμένους ώμους, πρησμένες αρθρώσεις, πολλοί από τους οποίους έχουν εδώ και καιρό πάψει να προσπαθούν να βγάλουν την καρβουνόσκονη μέσα από τα σπασμένα τους νύχια και τις ρυτίδες των βουλιαγμένων τους προσώπων. Αλλά σήμερα οι μαυρισμένοι από το κάρβουνο δρόμοι είναι άδειοι. Τα πατζούρια των γκρίζων σπιτιών είναι κλειστά. Ο θερισμός αρχίζει στις δυο. Κοιμηθείτε λοιπόν. Αν μπορείτε.
Το σπίτι μας είναι σχεδόν στην άκρη της Ραφής. Δεν έχω παρά να περάσω μερικές πύλες για να φτάσω στο άθλιο χωράφι που αποκαλείται Λιβάδι. Αυτό που χωρίζει το Λιβάδι από το δάσος, και μάλιστα περιβάλλει όλη την Επαρχία 12, είναι ένας συρματόπλεκτος φράχτης πάνω από τον οποίο έχει τοποθετηθεί αγκαθωτό σύρμα. Θεωρητικά, υποτίθεται ότι είναι ηλεκτροφόρος είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο για να κρατάει μακριά τα αρπακτικά που ζουν στο δάσος –αγέλες από αγριόσκυλα, μοναχικά κούγκαρ, αρκούδες– και που κάποτε απειλούσαν τους δρόμους μας. Αλλά εφόσον είμαστε τυχεροί αν έχουμε ηλεκτρισμό για δυο ή τρεις ώρες τα απογεύματα, συνήθως δεν κινδυνεύουμε αν τον αγγίξουμε. Όπως και να ‘χει, πάντοτε πριν τον περάσω περιμένω για λίγο μήπως αφουγκραστώ τον βόμβο που σημαίνει ότι ο φράχτης είναι ζωντανός. Αυτή τη στιγμή, είναι άψυχος σαν πέτρα. Καλυμμένη πίσω μια συστάδα θάμνων, σέρνομαι με την κοιλιά κάτω από μια τρύπα ενός μέτρου η οποία υπάρχει εδώ και χρόνια. Υπάρχουν κι άλλα αδύναμα σημεία στον φράχτη, αλλά αυτή βρίσκεται τόσο κοντά στο σπίτι που σχεδόν πάντα μπαίνω στο δάσος από ‘δω.
Όταν φτάνω στα δέντρα, βγάζω ένα τόξο κι ένα θηκάρι με βέλη μέσα από ένα κούφιο κορμό. Είτε έχει ρεύμα είτε όχι, ο φράχτης έχει καταφέρει να κρατήσει τα σαρκοβόρα μακριά από την Επαρχία 12. Μέσα στο δάσος περιφέρονται ελεύθερα, και υπάρχουν κι άλλοι κίνδυνοι όπως δηλητηριώδη φίδια, λυσσασμένα ζώα, και ουσιαστικά κανένα μονοπάτι που να μπορείς να ακολουθήσεις. Υπάρχει όμως και φαγητό αν ξέρεις πώς να το βρεις. Ο πατέρας μου ήξερε και μου έμαθε τον τρόπο πριν η έκρηξη στο ορυχείο τον κάνει κομματάκια. Δεν έμεινε τίποτα για να θάψουμε. Ήμουν έντεκα χρονών τότε. Πέντε χρόνια μετά, ακόμα ξυπνάω ουρλιάζοντάς του να τρέξει μακριά.
Παρόλο που η παραβίαση του φράχτη είναι παράνομη και το λαθραίο κυνήγι επιφέρει τις σοβαρότερες ποινές, πολύ περισσότερος κόσμος θα το ρίσκαρε αν είχε όπλα. Αλλά οι περισσότεροι δεν είναι αρκετά τολμηροί για να το διακινδυνεύσουν μόνο με ένα μαχαίρι. Το τόξο μου δεν είναι κάτι που συναντάς συχνά, κατασκευάστηκε από τον πατέρα μου μαζί με μερικά άλλα που φυλάω καλά κρυμμένα στο δάσος, προσεκτικά τυλιγμένα με αδιάβροχα καλύμματα. Ο πατέρας μου θα μπορούσε να βγάλει καλά χρήματα αν τα πουλούσε, αλλά αν το μάθαιναν οι αξιωματούχοι θα τον εκτελούσαν δημοσίως για υποκίνηση εξέγερσης. Οι περισσότεροι Ειρηνοποιοί κάνουν τα στραβά μάτια στους λίγους από εμάς που κυνηγάμε επειδή κι εκείνοι πεινάνε για φρέσκο κρέας όπως ο καθένας. Μάλιστα, είναι από τους καλύτερους πελάτες μας. Αλλά η ιδέα ότι κάποιος μπορεί να εξοπλίζει τη Ραφή είναι κάτι που δεν θα επέτρεπαν ποτέ.
Το φθινόπωρο, μερικές γενναίες ψυχές τρυπώνουν στο δάσος για να μαζέψουν μήλα. Δεν απομακρύνονται, όμως, ποτέ από το Λιβάδι. Βρίσκονται πάντα αρκετά κοντά ώστε αν εμφανιστεί κίνδυνος να καταφύγουν μέσα στην ασφάλεια της Επαρχίας 12. «Επαρχία 12. Το μέρος όπου μπορείτε να λιμοκτονήσετε με ασφάλεια», μουρμουρίζω. Μετά ρίχνω μια γρήγορη ματιά πάνω από τον ώμο μου. Ακόμα κι εδώ, στη μέση του πουθενά, ανησυχείς μήπως σε ακούσει κανείς.
Όταν ήμουν πιο μικρή, τρόμαζα πολύ τη μητέρα μου με όλα αυτά που ξεφούρνιζα για την Επαρχία 12, για τους ανθρώπους που κυβερνούν τη χώρα μας, το Πάνεμ, από τη μακρινή πόλη που ονομάζεται Πρωτεύουσα. Με τον καιρό κατάλαβα ότι αυτό θα μας έβαζε σε μεγάλους μπελάδες. Έμαθα λοιπόν να συγκρατώ τη γλώσσα μου και να καλύπτω το πρόσωπό μου με μια μάσκα αδιαφορίας έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς να διαβάσει τις σκέψεις μου. Να κάνω τη δουλειά μου ήσυχα στο σχολείο. Να συζητώ μονάχα για επιφανειακά θέματα στην αγορά. Να συζητώ μονάχα για το εμπόριο στο Παζάρι,  το οποίο είναι η μαύρη αγορά όπου βγάζω τα περισσότερα χρήματα. Ακόμα και στο σπίτι, όπου είμαι λιγότερο ευχάριστη, αποφεύγω να συζητήσω δύσκολα θέματα. Όπως ο θερισμός, ή η έλλειψη φαγητού, ή οι Αγώνες Πείνας. Ίσως η Πριμ να επαναλάμβανε τα λόγια μου κάπου και τότε που θα καταλήγαμε;
Στο δάσος περιμένει το μόνο άτομο με το οποίο μπορώ να είμαι ο εαυτός μου. Ο Γκέιλ. Νιώθω τους μύες του προσώπου μου να χαλαρώνουν, το βήμα μου να γίνεται πιο ταχύ καθώς σκαρφαλώνω στους λόφους για να φτάσω στο μέρος μας,  μια βραχώδη προεξοχή που κοιτάζει σε μια κοιλάδα. Μια συστάδα θάμνων τον προστατεύει από τα αδιάκριτα βλέμματα. Καθώς τον φαντάζομαι εκεί, να με περιμένει, ένα χαμόγελο χαράζεται στο πρόσωπό μου. Ο Γκέιλ λέει ότι δεν χαμογελώ ποτέ, εκτός κι αν είμαι στο δάσος.
«Γεια σου, Κάτνιπ», λέει ο Γκέιλ. Το πραγματικό μου όνομα είναι Κάτνις, αλλά όταν συστήθηκα πρώτη φορά ίσα που του το ψιθύρισα. Έτσι λοιπόν νόμιζε ότι είπα Κάτνιπ. Μετά όταν ένας τρελός λύγκας άρχισε να με ακολουθεί στο δάσος ψάχνοντας για αποφάγια, έγινε το επίσημο παρατσούκλι  του για μένα. Τελικά αναγκάστηκα να σκοτώσω τον λύγκα επειδή τρόμαζε τα θηράματα. Σχεδόν το μετάνιωσα επειδή δεν ήταν άσχημη παρέα. Πέτυχα, ωστόσο, καλή τιμή για το τομάρι του.
«Κοίταξε τι σκότωσα». Ο Γκέιλ κρατά ψηλά ένα καρβέλι ψωμί με ένα βέλος καρφωμένο μέσα του, κι εγώ γελάω. Είναι αληθινό ψημένο ψωμί, όχι τα άνοστα, σκληρά καρβέλια που φτιάχνουμε από τις μερίδες σιταριού που μας μοιράζουν. Το παίρνω στα χέρια μου, τραβάω το βέλος, και πλησιάζω την τρυπούλα στην κόρα κοντά στη μύτη μου, εισπνέοντας την ευωδιά που κάνει το στόμα μου να γεμίσει σάλια. Ένα τόσο ωραίο ψωμί είναι για ειδικές περιστάσεις.
«Μμμ, είναι ακόμα ζεστό» λέω. Πρέπει να πήγε στο φούρνο από τα χαράματα για να το ανταλλάξει με κάτι άλλο.  «Τι σου κόστισε;»
«Έναν σκίουρο μόνο. Νομίζω ότι ο γέρος ήταν στις καλές του σήμερα το πρωί», λέει ο Γκέιλ. «Μέχρι και καλή τύχη μού ευχήθηκε».
«Όλοι μας νιώθουμε πιο κοντά ο ένας στον άλλον σήμερα, έτσι δεν είναι;» λέω, χωρίς καν να κάνω τον κόπο να του ρίξω κάποιο ειρωνικό βλέμμα. «Η Πριμ μάς άφησε ένα τυρί». Το βγάζω.
Το πρόσωπό του φωτίζεται όταν βλέπει τη λιχουδιά. «Σ’ ευχαριστώ, Πριμ. Θα κάνουμε αληθινό τσιμπούσι». Ξαφνικά μιλά με την προφορά της Πρωτεύουσας καθώς μιμείται την Έφι Τρίνκετ, την μόνιμα και αδικαιολόγητα ευδιάθετη εκείνη γυναίκα που έρχεται μια φορά το χρόνο για να διαβάσει τα ονόματα που επιλέγονται στον θερισμό. «Παραλίγο να το ξεχάσω! Χαρούμενοι Αγώνες Πείνας!» Τραβάει μερικά βατόμουρα από τους θάμνους γύρω μας. «Και μακάρι οι πιθανότητες – » Μου πετάει ένα βατόμουρο το οποίο διαγράφει ένα ημικύκλιο στον αέρα.
Το πιάνω με το στόμα μου και σπάω τη λεπτεπίλεπτη φλούδα με τα δόντια μου. Η γλυκόξινη γεύση εκρήγνυται πάνω στη γλώσσα μου. «– να είναι πάντα με το μέρος σου!» συμπληρώνω με το ίδιο μπρίο. Είμαστε αναγκασμένοι να αστειευόμαστε γι’ αυτό επειδή η εναλλακτική λύση είναι να πεθάνουμε από το φόβο μας. Άλλωστε, η προφορά της Πρωτεύουσας είναι τόσο επιτηδευμένη, ώστε σχεδόν τα πάντα ακούγονται αστεία.
Παρακολουθώ τον Γκέιλ να βγάζει το μαχαίρι του και να κόβει το ψωμί σε φέτες. Θα μπορούσε να είναι αδελφός μου. Ίσια μαύρα μαλλιά, σταρένιο δέρμα, μέχρι και το ίδιο γκρίζο χρώμα ματιών έχουμε. Αλλά δεν είμαστε συγγενείς, τουλάχιστον όχι στενοί. Οι περισσότερες οικογένειες που δουλεύουν στα ορυχεία έχουν αυτήν ακριβώς την εμφάνιση.
Αυτός είναι ο λόγος που η μητέρα μου και η Πριμ, με τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά τους και τα γαλάζια μάτια τους, φαίνονται παράταιρες. Και είναι. Οι γονείς της μητέρας μου ανήκαν σε μια μικρή τάξη εμπόρων που εξυπηρετούσε αξιωματούχους, Ειρηνοποιούς, και μερικούς πελάτες από τη Ραφή. Είχαν ένα φαρμακείο στην καλύτερη περιοχή της Επαρχίας 12. Επειδή σχεδόν κανείς δεν έχει λεφτά για γιατρούς, το ρόλο του θεραπευτή μας παίζουν οι φαρμακοποιοί. Ο πατέρας μου γνώρισε τη μητέρα μου επειδή στις κυνηγητικές του εξορμήσεις μερικές φορές μάζευε θεραπευτικά βότανα και τα πουλούσε στο μαγαζί της για να κατασκευαστούν φάρμακα. Θα πρέπει να τον αγαπούσε πολύ για να αφήσει το σπίτι της για τη Ραφή. Προσπαθώ να το θυμάμαι αυτό όταν το μόνο που βλέπω όταν την κοιτάζω είναι η γυναίκα που καθόταν άπραγη, ανέκφραστη και απρόσιτη, ενώ τα παιδιά της είχαν μείνει πετσί και κόκαλο. Προσπαθώ να τη συγχωρήσω για χάρη του πατέρα μου. Για να είμαι ειλικρινής, όμως, δεν είμαι τύπος που συγχωρεί εύκολα.
Ο Γκέιλ απλώνει στις φέτες του ψωμιού το μαλακό τυρί, τοποθετώντας με προσοχή ένα φύλλο βασιλικού πάνω στην κάθε μια ενώ εγώ μαζεύω βατόμουρα από τους θάμνους. Χωνόμαστε σε μια κόγχη στα βράχια. Από αυτό το μέρος, είμαστε αόρατοι βλέπουμε όμως πεντακάθαρα την κοιλάδα, η οποία ξεχειλίζει από καλοκαιρινή ζωντάνια, πρασινάδες που μπορούμε να μαζέψουμε, ρίζες να τραβήξουμε, και ψάρια που ιριδίζουν κάτω από το φως του ηλίου. Η μέρα είναι λαμπερή, ο ουρανός γαλάζιος και το αεράκι απαλό. Το φαγητό είναι υπέροχο, έτσι όπως το τυρί ποτίζει το ζεστό ψωμί και τα βατόμουρα σκάνε μέσα στο στόμα μας. Όλα θα ήταν υπέροχα αν βρισκόμασταν στ’ αλήθεια σε διακοπές, αν αυτή η αργία σήμαινε ότι θα είχα ολόκληρη τη μέρα ελεύθερη για να τριγυρίζω στα βουνά με τον Γκέιλ, κυνηγώντας για το αποψινό δείπνο. Αντί γι’ αυτό, όμως, θα πρέπει να σταθούμε στην πλατεία στις δυο περιμένοντας να φωνάξουν τα ονόματά μας.
«Θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε», λέει χαμηλόφωνα ο Γκέιλ.
«Τι;» ρωτάω.
«Να φύγουμε από την επαρχία. Να το σκάσουμε. Να ζήσουμε στο δάσος. Εγώ κι εσύ, θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε», λέει ο Γκέιλ.
Δεν ξέρω πώς να απαντήσω. Η ιδέα είναι τόσο παράλογη.
«Αν δεν είχαμε τόσα πολλά παιδιά», προσθέτει γρήγορα.
Δεν είναι δικά μας παιδιά, φυσικά. Αλλά είναι σαν να ήταν. Τα δυο μικρότερα αδέρφια του Γκέιλ και η αδερφή μου, η  Πριμ. Και είναι και οι μητέρες μας, γιατί πως θα κατάφερναν να ζήσουν χωρίς εμάς; Ποιος θα γέμιζε αυτά τα στόματα που συνεχώς ζητάνε κι άλλο; Καθώς κυνηγάμε και οι δυο μας καθημερινά, έρχονται νύχτες που αναγκαζόμαστε να ανταλλάξουμε το θήραμά μας με λαρδί ή κορδόνια ή μαλλί, νύχτες που πηγαίνουμε για ύπνο με τα στομάχια μας να γουργουρίζουν.
«Δεν θέλω να αποκτήσω ποτέ παιδιά», λέω.
«Εγώ ίσως. Αν δεν ζούσα εδώ», λέει ο Γκέιλ.
«Ζεις όμως», λέω, εκνευρισμένη.
«Ξέχνα το», μου απαντά το ίδιο απότομα.
Η συζήτηση φαίνεται τελείως λάθος. Να φύγουμε; Πως θα μπορούσα να αφήσω την Πριμ, που είναι το μοναδικό πρόσωπο στον κόσμο που είμαι σίγουρη ότι αγαπώ; Και ο Γκέιλ είναι αφοσιωμένος στην οικογένειά του. Δεν μπορούμε να φύγουμε, γιατί λοιπόν να κάνουμε τον κόπο να το συζητάμε; Και ακόμα κι αν φεύγαμε… ακόμα κι αν φεύγαμε… πως έφτασε η συζήτηση στο αν θα κάνουμε παιδιά; Ποτέ δεν υπήρξε καμία ρομαντική διάθεση ανάμεσα σ’ εμένα και τον Γκέιλ. Όταν γνωριστήκαμε, ήμουν ένα κοκαλιάρικο δωδεκάχρονο κορίτσι, και παρόλο που ήταν μονάχα δυο χρόνια μεγαλύτερος, έμοιαζε ήδη με άντρα. Πέρασε πολύς καιρός ακόμα και για να γίνουμε φίλοι, να σταματήσουμε τους μεταξύ μας ανταγωνισμούς για τα θηράματα και να αρχίσουμε να βοηθάμε ο ένας τον άλλον.
Άλλωστε, αν θέλει παιδιά, ο Γκέιλ δεν θα δυσκολευτεί να βρει γυναίκα. Είναι όμορφος, είναι αρκετά δυνατός για να δουλέψει στα ορυχεία, και μπορεί να κυνηγήσει. Μπορείς να καταλάβεις ότι τα κορίτσια τον θέλουν από τον τρόπο που ψιθυρίζουν όταν περνάει από δίπλα τους στο σχολείο. Ζηλεύω, αλλά όχι για το λόγο που θα πίστευαν κάποιοι. Είναι δύσκολο να βρεις καλούς συντρόφους στο κυνήγι.
«Τι θέλεις να κάνουμε;» ρωτάω. Μπορούμε να κυνηγήσουμε, να ψαρέψουμε, ή να μαζέψουμε πρασινάδες.
«Ας ψαρέψουμε στη λίμνη. Μπορούμε να αφήσουμε τα καλάμια μας και να πάμε  στο δάσος για πρασινάδες. Να βρούμε κάτι ωραίο για απόψε», λέει.
Απόψε. Μετά το θερισμό, υποτίθεται ότι όλοι πρέπει να γιορτάζουν. Και πολλοί το κάνουν, από ανακούφιση επειδή, για άλλη μια χρονιά, τα παιδιά τους τη γλίτωσαν. Δυο οικογένειες, όμως, θα κλείσουν τα παντζούρια τους, θα κλειδώσουν τις πόρτες τους, και θα προσπαθήσουν να βρουν τρόπο να επιβιώσουν τις επίπονες εβδομάδες που θα ακολουθήσουν.
Τα πάμε καλά. Τα αρπακτικά μάς αγνοούν αφού μια τέτοια μέρα υπάρχουν ευκολότερα και πιο νόστιμα θηράματα. Λίγο πριν το μεσημέρι, έχουμε μια ντουζίνα ψάρια, μια τσάντα πρασινάδες και, το καλύτερο απ’ όλα, ένα γαλόνι φράουλες. Βρήκα αυτό το σημείο με τις φραουλιές πριν από μερικά χρόνια, αλλά ο Γκέιλ ήταν εκείνος που σκέφτηκε να βάλουμε ένα δίχτυ γύρω τους για να μην πλησιάζουν τα ζώα.
Επιστρέφοντας στο σπίτι, περνάμε από το Παζάρι, τη μαύρη αγορά που λειτουργεί μέσα σε μια εγκαταλειμμένη αποθήκη όπου κάποτε φυλούσαν το κάρβουνο. Όταν σκέφτηκαν ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα να μεταφέρουν το κάρβουνο απευθείας από τα ορυχεία στα τρένα, το Παζάρι άρχισε σταδιακά να καταλαμβάνει το χώρο. Τα περισσότερα μαγαζιά είναι κλειστά αυτή την ώρα της ημέρας του θερισμού, αλλά η μαύρη αγορά έχει ακόμα αρκετό κόσμο. Δεν δυσκολευόμαστε να ανταλλάξουμε έξι από τα ψάρια μας για καλό ψωμί και τα άλλα δυο για αλάτι. Η Γκρίζι Σι, η κοκαλιάρα γριά που πουλά γαβάθες με ζεστή σούπα την οποία σερβίρει από μια μεγάλη κατσαρόλα, παίρνει τις μισές μας πρασινάδες με αντάλλαγμα μερικά κομμάτια παραφίνη.  Ίσως να πετυχαίναμε καλύτερη συμφωνία αλλού, αλλά προσπαθούμε να τα έχουμε καλά με την Γκρίζι Σι. Είναι η μοναδική που αγοράζει συστηματικά τα αγριόσκυλα που πιάνουμε. Δεν τα κυνηγάμε σκόπιμα, αλλά αν σου επιτεθούν και σκοτώσεις ένα δυο σκυλιά, το κρέας είναι κρέας. «Όταν μπει στη σούπα, θα το ονομάσω βοδινό», λέει η Γκρίζι Σι με ένα κλείσιμο του ματιού. Κανείς στη Ραφή δεν θα έλεγε όχι σε ένα καλό πόδι αγριόσκυλου, ωστόσο οι Ειρηνοποιοί που έρχονται στο Παζάρι έχουν την οικονομική δυνατότητα να είναι πιο επιλεκτικοί.
Όταν τελειώνουμε τις συναλλαγές μας στην αγορά, πηγαίνουμε στην πίσω πόρτα του σπιτιού του δημάρχου για να πουλήσουμε τις μισές φράουλες, καθώς ξέρουμε ότι τους έχει ιδιαίτερη αδυναμία και μπορεί να πληρώσει την τιμή που ζητάμε. Την πόρτα ανοίγει η κόρη του δημάρχου, η Μαντζ. Είναι στην τάξη μου στο σχολείο. Ως κόρη του δημάρχου θα περίμενες να είναι ψηλομύτα, όμως είναι καλή. Απλά είναι κλειστός άνθρωπος. Όπως εγώ. Καθώς καμιά μας δεν έχει φίλους, καταλήγουμε να κάνουμε πολλή παρέα στο σχολείο. Τρώμε μαζί, καθόμαστε δίπλα δίπλα στις συνελεύσεις, συμμετέχουμε μαζί στις αθλητικές δραστηριότητες. Σπάνια μιλάμε, κάτι που βολεύει και τις δυο μας μια χαρά.
Σήμερα, η άχρωμη σχολική της ποδιά έχει αντικατασταθεί από ένα ακριβό λευκό φόρεμα, και τα ξανθά της μαλλιά είναι σηκωμένα ψηλά με ένα ροζ φιόγκο. Ρούχα του θερισμού.
«Ωραίο φόρεμα», λέει ο Γκέιλ.
Η Μαντζ του ρίχνει ένα βλέμμα, προσπαθώντας να καταλάβει αν της κάνει στ’ αλήθεια κομπλιμέντο ή αν την ειρωνεύεται. Είναι πραγματικά ωραίο φόρεμα, αλλά υπό κανονικές περιστάσεις δεν θα το φορούσε ποτέ. Πιέζει τα χείλη της και μετά χαμογελά. «Αν τελικά καταλήξω να πάω στην Πρωτεύουσα, θέλω να είμαι ωραία, σωστά;»
Τώρα είναι η σειρά του Γκέιλ να την κοιτάξει μπερδεμένος. Το εννοεί; Ή του κάνει πλάκα; Μαντεύω το δεύτερο.
«Δεν θα πας στην Πρωτεύουσα», λέει ο Γκέιλ ψύχραιμα. Τα μάτια του καρφώνονται σε μια μικρή, κυκλική καρφίτσα που στολίζει το φόρεμά της. Αληθινό χρυσάφι. Ωραία δουλεμένο. Θα εξασφάλιζε ψωμί σε μια οικογένεια για μήνες. «Πόσες φορές είναι καταχωρημένο το όνομά σου; Πέντε; Εγώ είχα έξι όταν ήμουν μόλις δώδεκα».
«Δεν φταίει αυτή», λέω.
«Όχι, δεν φταίει. Απλά έτσι είναι», λέει ο Γκέιλ.
Η έκφραση της Μαντζ γίνεται πιο απόμακρη. Βάζει τα λεφτά για τις φράουλες στη ζώνη μου. «Καλή τύχη, Κάτνις».
«Και σ’ εσένα», λέω, και η πόρτα κλείνει.
Περπατάμε προς τη Ραφή σιωπηλοί. Δεν μ’ αρέσει η μπηχτή που έριξε ο Γκέιλ στην Μαντζ, αλλά φυσικά έχει δίκιο. Το σύστημα του θερισμού δεν είναι δίκαιο, αφού τα χειρότερα πρέπει να τα υπομείνουν οι φτωχοί. Γίνεσαι υποψήφιος για τον θερισμό όταν γίνεσαι δώδεκα χρονών. Εκείνη τη χρονιά, το όνομά σου μπαίνει μια φορά. Στα δεκατρία, δυο φορές. Και ούτω καθεξής μέχρι να γίνεις δεκαοχτώ, την τελευταία χρονιά της υποψηφιότητάς του, οπότε και το όνομά σου μπαίνει στη γυάλα εφτά φορές. Αυτό ισχύει για όλους τους πολίτες και στις δώδεκα επαρχίες ολόκληρης της χώρας του Πάνεμ.
Αλλά εδώ υπάρχει μια παγίδα. Πες ότι είσαι φτωχός και πεινάς όπως εμείς. Μπορείς να επιλέξεις να προσθέσεις το όνομά σου περισσότερες φορές με αντάλλαγμα πεσσούς. Κάθε πεσσός αξίζει την προμήθεια σιταριού και λαδιού που λαμβάνει ένα άτομο για ένα χρόνο. Μπορείς να το κάνεις και για κάθε μέλος της οικογένειάς σου. Έτσι, στην ηλικία των δώδεκα, είχα βάλει το όνομά μου τέσσερις φορές. Μία φορά, επειδή ήμουν αναγκασμένη, και τρεις φορές για πεσσούς για να τους ανταλλάξω με σιτάρι και λάδι για τον εαυτό μου, την Πριμ, και τη μητέρα μου. Μάλιστα, αναγκάστηκα να κάνω το ίδιο κάθε χρόνο. Και οι υποψηφιότητες είναι αθροιστικές. Τώρα λοιπόν, στην ηλικία των δεκάξι, το όνομά μου θα μπει στον θερισμό είκοσι φορές. Ο Γκέιλ, που είναι δεκαοχτώ και που εδώ και εφτά χρόνια έχει να ταΐσει μια πενταμελή οικογένεια, θα δει το όνομά του να συμμετέχει σαράντα δυο φορές.
Μπορεί να καταλάβει κανείς για ποιο λόγο κάποιος όπως η Μαντζ, που ποτέ δεν χρειάστηκε πεσσό, τον εκνευρίζει. Οι πιθανότητες να τύχει το όνομά της είναι ελάχιστες σε σύγκριση με εκείνες που έχουμε εμείς που ζούμε στη Ραφή. Δεν είναι μηδαμινές, ωστόσο είναι ελάχιστες. Και παρόλο που οι κανόνες τέθηκαν από την Πρωτεύουσα, όχι από τις επαρχίες, και σίγουρα όχι από την οικογένεια της Μαντζ, είναι δύσκολο να μην αγανακτείς με εκείνους που δεν αναγκάστηκαν ποτέ να πάρουν πεσσούς.
Ο Γκέιλ ξέρει ότι ο πραγματικός στόχος της οργής του δεν είναι η Μαντζ. Άλλες μέρες, βαθιά στο δάσος, τον έχω ακούσει να λέει ότι οι πεσσοί δεν είναι παρά άλλο ένα μέσο για να προκαλούν δυστυχία στην επαρχία μας. Ένας τρόπος για να φυτέψουν μίσος ανάμεσα στους πεινασμένους εργάτες της Ραφής και σ’ εκείνους που γενικώς έχουν το φαγητό τους εξασφαλισμένο και να διασφαλίζουν έτσι ότι ποτέ δεν θα υπάρξει εμπιστοσύνη μεταξύ μας. «Συμφέρει την Πρωτεύουσα να σπέρνει διχόνοια ανάμεσά μας», θα έλεγε αν δεν υπήρχε κανείς άλλος τριγύρω για να τον ακούσει εκτός από εμένα. Αν σήμερα δεν ήταν η μέρα του θερισμού. Αν ένα κορίτσι με μια χρυσή καρφίτσα και χωρίς πεσσούς δεν είχε κάνει αυτό που είμαι σίγουρη ότι θεώρησε ως ένα αθώο σχόλιο.
Καθώς περπατάμε, στρέφω το βλέμμα μου στο πρόσωπο του Γκέιλ το οποίο είναι καλυμμένο ακόμα από την πέτρινη έκφρασή του. Η οργή του μου φαίνεται άσκοπη, παρόλο που δεν το λέω ποτέ. Δεν είναι ότι δεν συμφωνώ μαζί του. Συμφωνώ. Αλλά τι νόημα έχει να φωνάζεις για την Πρωτεύουσα στη μέση του δάσους; Δεν αλλάζει τίποτα. Δεν φέρνει δικαιοσύνη. Δεν γεμίζει τα στομάχια μας. Και μάλιστα, διώχνει τα θηράματα που βρίσκονται τριγύρω. Ωστόσο, τον αφήνω να φωνάξει. Καλύτερα να το κάνει στο δάσος παρά μέσα στην επαρχία.
Ο Γκέιλ κι εγώ μοιράζουμε τα λάφυρά μας, αφήνοντας δυο ψάρια, ένα δυο καρβέλια καλό ψωμί, πρασινάδες, ένα τέταρτο φράουλες, αλάτι, παραφίνη, και μερικά χρήματα για τον καθένα.
«Θα σε δω στην πλατεία», λέω.
«Να φορέσεις κάτι όμορφο», λέει άτονα.
Στο σπίτι, βρίσκω τη μητέρα και την αδελφή μου έτοιμες να φύγουν. Η μητέρα μου φοράει ένα όμορφο φόρεμα από την εποχή που δούλευε στο φαρμακείο. Η Πριμ φορά τα ρούχα που είχα φορέσει στον πρώτο θερισμό, μια φούστα και μια πτυχωτή μπλούζα. Είναι λίγο μεγάλη για εκείνη, αλλά η μητέρα μου τη στερέωσε με καρφίτσες. Ωστόσο, στο πίσω μέρος δυσκολεύεται να κρατήσει τη μπλούζα μέσα από τη φούστα.
Με περιμένει μια λεκάνη με ζεστό νερό. Βγάζω από πάνω μου τη σκόνη και τον ιδρώτα από το δάσος και λούζω και τα μαλλιά μου. Προς μεγάλη μου έκπληξη, η μητέρα μου μού έχει ετοιμάσει ένα από τα ωραία της φορέματα. Ένα ανοιχτό γαλάζιο κομμάτι με ασορτί παπούτσια.
«Είσαι σίγουρη;» ρωτάω. Προσπαθώ να πάψω να απορρίπτω τις προσφορές της για βοήθεια. Για ένα διάστημα, ήμουν τόσο θυμωμένη, που δεν της επέτρεπα να κάνει τίποτα για μένα. Και αυτό είναι κάτι ξεχωριστό. Τα ρούχα της από το παρελθόν της είναι πολύτιμα για εκείνη.
«Φυσικά. Και να σηκώσουμε τα μαλλιά σου επάνω», λέει. Την αφήνω να τα στεγνώσει με την πετσέτα και να τα στερεώσει στο κεφάλι μου σε μια πλεξούδα. Δυσκολεύομαι να αναγνωρίσω τον εαυτό μου στον ραγισμένο καθρέφτη που είναι στερεωμένος στον τοίχο.
«Είσαι πολύ όμορφη», λέει η Πριμ ψιθυριστά.
«Και δεν θυμίζω σε τίποτα τον εαυτό μου», λέω. Την αγκαλιάζω, επειδή ξέρω ότι οι επόμενες μερικές ώρες θα είναι τρομακτικές για εκείνη. Ο πρώτος της θερισμός. Είναι όσο πιο ασφαλής γίνεται, αφού το όνομά της έχει μπει μονάχα μια φορά. Δεν τη άφησα να πάρει πεσσούς. Αλλά ανησυχεί για μένα. Φοβάται ότι μπορεί να συμβεί το αδιανόητο.
Προστατεύω την Πριμ με όποιο τρόπο μπορώ, αλλά απέναντι στον θερισμό είμαι ανίσχυρη. Το στήθος μου ξεχειλίζει από την ίδια αγωνία που νιώθω πάντα όταν υποφέρει, και απειλεί να καταγραφεί στο πρόσωπό μου. Παρατηρώ ότι η μπλούζα της έχει βγει ξανά από τη φούστα της στο πίσω μέρος και πιέζω τον εαυτό μου να μείνει ήρεμος. «Βάλε μέσα την ουρίτσα σου, παπάκι», λέω, χώνοντας πάλι μέσα τη μπλούζα.
Η Πριμ γελάει και κακαρίζει.
Της απαντώ κι εγώ με ένα κακάρισμα γελώντας ανάλαφρα. Το είδος του γέλιου που μόνο η Πριμ μπορεί να μου αποσπάσει. «Έλα, ας φάμε», λέω και της δίνω ένα πεταχτό φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της.
Το ψάρι και οι πρασινάδες ήδη μαγειρεύονται, αλλά αυτό θα είναι το δείπνο μας. Αποφασίζουμε να φυλάξουμε τις  φράουλες και το ψωμί για το απογευματινό γεύμα, για να είναι κάτι ξεχωριστό, λέμε. Έτσι, πίνουμε γάλα από την κατσίκα της Πριμ, την Λαίδη, και τρώμε το σκληρό ψωμί που έχει φτιαχτεί από το σιτάρι που έχουμε πάρει από τους πεσσούς, παρόλο που καμιά μας δεν έχει πραγματική όρεξη.
Στη μια, ξεκινάμε για την πλατεία. Η παρουσία είναι υποχρεωτική εκτός κι αν είσαι ετοιμοθάνατος. Αυτό το απόγευμα, οι αξιωματούχοι θα περάσουν να ελέγξουν αν στ’ αλήθεια ισχύει κάτι τέτοιο. Αν δεν ισχύει, θα φυλακιστείς.
Είναι πολύ άσχημο που κάνουν τον θερισμό στην πλατεία – είναι ένα από τα λίγα ευχάριστα μέρη στην Περιφέρεια 12. Η πλατεία είναι περιτριγυρισμένη από καταστήματα, και τις μέρες που έχει υπαίθρια αγορά, ειδικότερα αν ο καιρός είναι καλός, θυμίζει γιορτή. Αλλά σήμερα, παρά τα ανοιχτόχρωμα λάβαρα που κρέμονται από τα κτίρια, υπάρχει μια αίσθηση βλοσυρότητας. Τα τηλεοπτικά συνεργεία, κουρνιασμένα σαν γεράκια πάνω στις στέγες, χειροτερεύουν την ατμόσφαιρα.
Ο κόσμος περιμένει σιωπηλός στις ουρές για να γράψει το όνομά του. Επίσης, ο θερισμός είναι μια καλή ευκαιρία για να κρατά η Πρωτεύουσα λογαριασμό σχετικά με τον πληθυσμό. Άτομα από δώδεκα μέχρι δεκαοχτώ χρονών οδηγούνται σε φραγμένους με σκοινί χώρους και τοποθετούνται σύμφωνα με την ηλικία, οι μεγαλύτεροι μπροστά, οι μικρότεροι, όπως η Πριμ, προς τα πίσω. Τα μέλη των οικογενειών τους στέκονται περιμετρικά, σφίγγοντας γερά ο ένας το χέρι του άλλου. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι, που δεν έχουν κανένα αγαπημένο τους πρόσωπο να κινδυνεύει, ή που δεν ενδιαφέρονται πια, οι οποίοι γλιστρούν μέσα στο πλήθος, βάζοντας στοιχήματα για τα δυο παιδιά που θα επιλεγούν. Στοιχηματίζουν για τις ηλικίες τους, για το αν θα είναι από τη Ραφή ή από τους εμπόρους, για το αν θα λυγίσουν και θα βάλουν τα κλάματα. Ο περισσότερος κόσμος αρνείται  να έχει πάρε δώσε με τους κομπιναδόρους αλλά προσεκτικά, πολύ προσεκτικά. Τα ίδια αυτά άτομα συνήθως είναι πληροφοριοδότες, και ποιος από εμάς δεν έχει παραβιάσει το νόμο; Εμένα θα έπρεπε να έχουν εκτελέσει εκατοντάδες φορές επειδή κυνηγάω, αλλά με προστατεύει η όρεξη εκείνων που κυβερνούν. Ωστόσο, δεν μπορούν να ισχυριστούν όλοι το ίδιο.
Όπως και να ‘χει, ο Γκέιλ κι εγώ συμφωνούμε ότι αν έπρεπε να επιλέξουμε ανάμεσα στην πείνα και σε μια σφαίρα ως τρόπο θανάτου, η σφαίρα θα ήταν πολύ πιο γρήγορη.
Ο κόσμος που συρρέει κάνει τον χώρο όλο και πιο στενό και κλειστοφοβικό.  Η πλατεία είναι αρκετά μεγάλη, αλλά όχι αρκετά μεγάλη για να χωρέσει τα οχτώ χιλιάδες άτομα που αποτελούν τον πληθυσμό της Περιφέρειας 12. Οι αργοπορημένοι καθοδηγούνται προς τους παρακείμενους δρόμους, όπου μπορούν να παρακολουθήσουν το γεγονός στις οθόνες καθώς μεταδίδεται ζωντανά από την κρατική τηλεόραση.
Καταλήγω να στέκομαι μέσα σε μια ομάδα δεκαεξάχρονων από τη Ραφή.  Ανταλλάσσουμε κοφτά νεύματα και μετά επικεντρώνουμε την προσοχή μας στην πρόχειρη σκηνή που έχει στηθεί μπροστά στο Κτίριο της Δικαιοσύνης. Έχει τρεις καρέκλες, μια εξέδρα, και δυο μεγάλες γυάλες, μια για τα αγόρια και μια για τα κορίτσια. Κοιτάζω τα χαρτάκια μέσα στη γυάλα των κοριτσιών. Είκοσι από αυτά γράφουν το όνομα Κάτνις Έβερντιν με καθαρά γράμματα.
Στις δυο από τις τρεις καρέκλες κάθονται ο πατέρας της Μαντζ, δήμαρχος Άντερσι, ένας ψηλός άντρας με φαλάκρα, και η Έφι Τρίνκετ, η συνοδός της Περιφέρειας 12, που μόλις έφτασε από την Πρωτεύουσα, με το τρομακτικά λευκό της χαμόγελο, τα ροζ μαλλιά της, και το πράσινο κοστούμι της. Μουρμουρίζουν κάτι ο ένας στον άλλον και μετά κοιτάζουν ανήσυχοι την κενή καρέκλα.
Καθώς το ρολόι της πόλης σημαίνει δυο, ο δήμαρχος ανεβαίνει στο βήμα και αρχίζει να διαβάζει. Είναι η ίδια ιστορία κάθε χρόνο. Αφηγείται την ιστορία του Πάνεμ, της χώρας που αναγεννήθηκε μέσα από τις στάχτες ενός μέρους που κάποτε λεγόταν Βόρεια Αμερική. Απαριθμεί τις καταστροφές, τις ξηρασίες, τις καταιγίδες, τις φωτιές, τις θάλασσες που έχουν καταπιεί ένα μεγάλο μέρος της ξηράς, τον κτηνώδη πόλεμο για τις ελάχιστες πηγές συντήρησης που είχαν απομείνει. Το αποτέλεσμα ήταν το Πάνεμ, μια λαμπερή Πρωτεύουσα περιτριγυρισμένη από δεκατρείς επαρχίες, η οποία εξασφάλισε ειρήνη και ευημερία στους πολίτες της. Μετά ήρθαν οι Σκοτεινές Μέρες, η εξέγερση των επαρχιών εναντίον της Πρωτεύουσας. Οι δώδεκα ηττήθηκαν, η δέκατη τρίτη αφανίστηκε. Η Συνθήκη της Προδοσίας μάς έδωσε τους νέους νόμους που μας εγγυούνταν την ειρήνη και, ως μια ετήσια υπενθύμιση ότι οι Σκοτεινές Μέρες δεν πρέπει να επαναληφθούν ποτέ, μάς έδωσε τους Αγώνες Πείνας.
Οι κανόνες των Αγώνων Πείνας είναι απλοί. Ως τιμωρία για την εξέγερση, κάθε μια από τις δώδεκα επαρχίες πρέπει να προσφέρει ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, που αποκαλούνται φόροι υποτέλειας, για να συμμετάσχουν στους Αγώνες. Οι είκοσι τέσσερις φόροι υποτέλειας θα φυλακιστούν σε μια αχανή υπαίθρια αρένα που μπορεί να περιέχει οτιδήποτε, από μια καυτή έρημο μέχρι μια παγωμένη έκταση. Για ένα διάστημα αρκετών εβδομάδων, οι συμμετέχοντες πρέπει να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Ο τελευταίος που θα μείνει ζωντανός είναι ο νικητής.
Η απομάκρυνση των παιδιών από τις επαρχίες μας, ο εξαναγκασμός τους να σκοτώνουν το ένα το άλλο ενώ εμείς παρακολουθούμε –αυτός είναι ο τρόπος της Πρωτεύουσας να μας υπενθυμίζει ότι βρισκόμαστε ολοκληρωτικά στο έλεός της. Ότι ελάχιστες πιθανότητες θα είχαμε να επιβιώσουμε από άλλη μια επανάσταση. Όποιες λέξεις κι αν χρησιμοποιούν, το πραγματικό μήνυμα είναι ξεκάθαρο. «Κοιτάξτε πως παίρνουμε τα παιδιά σας και τα θυσιάζουμε ενώ εσείς δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα γι’ αυτό. Αν σηκώσετε έστω κι ένα δάχτυλο, θα καταστρέψουμε μέχρι και τον τελευταίο από εσάς. Όπως ακριβώς κάναμε στην Επαρχία Δεκατρία».
Για να κάνει την κατάσταση τόσο ταπεινωτική όσο και βασανιστική, η Πρωτεύουσα απαιτεί από εμάς να αντιμετωπίζουμε τους Αγώνες Πείνας ως γιορτή, ένα αθλητικό γεγονός με το οποίο η μια επαρχία αγωνίζεται ενάντια στις άλλες. Ο τελευταίος που θα μείνει ζωντανός κερδίζει μια άνετη ζωή όταν επιστρέψει σπίτι του, και η επαρχία του θα λάβει βραβεία, που κατά κύριο λόγο αποτελούνται από φαγητό. Όλο το χρόνο, η Πρωτεύουσα θα προσφέρει στη νικήτρια επαρχία δώρα από σιτάρι και λάδι και ακόμα και λιχουδιές όπως ζάχαρη ενώ εμείς οι υπόλοιποι θα λιμοκτονούμε.
«Είναι ώρα για μετάνοια και για ευγνωμοσύνη», απαγγέλλει ο δήμαρχος.
Μετά διαβάζει τη λίστα των περασμένων νικητών της Επαρχίας 12. Σε εβδομήντα τέσσερα χρόνια, είχαμε ακριβώς δυο. Μονάχα ο ένας ζει ακόμα. Ο Χέιμιτς Άμπερναθι, ένας κοιλαράς μεσήλικας, που αυτή τη στιγμή φαίνεται να φωνάζει κάτι ακατάληπτο καθώς ανεβαίνει τρεκλίζοντας στη σκηνή, και σωριάζεται στην τρίτη καρέκλα. Είναι μεθυσμένος. Πολύ. Το πλήθος αντιδρά με ένα αδύναμο χειροκρότημα, αλλά εκείνος είναι μπερδεμένος και προσπαθεί να αγκαλιάσει την Έφι Τρίνκετ, ενώ εκείνη με το ζόρι καταφέρνει να τον αποφύγει.
Ο δήμαρχος μοιάζει αγχωμένος. Καθώς όλα αυτά μεταδίδονται από την τηλεόραση, αυτή τη στιγμή η Επαρχία 12 έχει γίνει ο περίγελος του Πάνεμ, και το ξέρει καλά. Προσπαθεί βιαστικά να τραβήξει την προσοχή και πάλι στον θερισμό παρουσιάζοντας στο κοινό την Έφι Τρίνκετ.
Λαμπερή και κεφάτη όπως πάντα, η Έφι Τρίνκετ ανεβαίνει με γρήγορο βήμα στην εξέδρα και εκφωνεί τη χαρακτηριστική της φράση «Χαρούμενοι Αγώνες Πείνας! Και είθε οι πιθανότητες να είναι πάντοτε υπέρ σας!» Τα ροζ μαλλιά της πρέπει να είναι περούκα επειδή οι μπούκλες της έχουν μετακινηθεί ελαφρά μετά τη συνάντησή της με τον Χέιμιτς. Αρχίζει να φλυαρεί για το πόσο μεγάλη τιμή είναι να βρίσκεται εκεί, παρόλο που όλοι ξέρουν ότι λαχταρά να τη στείλουν σε μια άλλη Επαρχία όπου θα υπάρχουν πραγματικοί νικητές, όχι μεθύστακες που σε παρενοχλούν μπροστά σε όλο το έθνος.
Μέσα στο πλήθος, εντοπίζω τον Γκέιλ να μου ανταποδίδει το βλέμμα με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο. Σε σχέση με τους άλλους θερισμούς, τουλάχιστον αυτός είναι κάπως διασκεδαστικός. Αλλά ξαφνικά σκέφτομαι τον Γκέιλ και το όνομά του που βρίσκεται σαράντα δυο φορές στη μεγάλη γυάλινη μπάλα και ότι οι πιθανότητες δεν είναι καθόλου υπέρ του. Καθόλου μάλιστα, σε σύγκριση με πολλά από τα άλλα αγόρια. Και ίσως να σκέφτεται το ίδιο πράγμα για μένα επειδή το πρόσωπό του σκοτεινιάζει και στρέφεται αλλού. Εύχομαι να μπορούσα να του ψιθυρίσω, «Όμως υπάρχουν χιλιάδες άλλα χαρτάκια».
Έχει έρθει η ώρα του κλήρου. Όπως πάντα, η  Έφι Τρίνκετ λέει «Προηγούνται οι κυρίες!» και πλησιάζει τη γυάλα με τα ονόματα των κοριτσιών. Βάζει μέσα το χέρι της, το βυθίζει βαθιά μέσα στη γυάλα, και τραβά ένα κομμάτι χαρτί. Το πλήθος κρατά την ανάσα του και μετά η σιωπή είναι τόσο απόλυτη που θα άκουγες ακόμα και μια καρφίτσα να πέφτει, και νιώθω ναυτία και ελπίζω με όλη μου την ψυχή να μην είμαι εγώ, να μην είμαι εγώ, να μην είμαι εγώ.
Η Έφι Τρίνκετ ανεβαίνει ξανά στο βήμα, ανοίγει το χαρτί, και με δυνατή φωνή διαβάζει το όνομα. Και δεν είμαι εγώ.
Είναι  η Πρίμροουζ Έβερντιν.

Η έκδοση είναι προγραμματισμένη να κυκλοφορήσει το καλοκαίρι του 2009.

Η Πηνελόπη Τριαδά είναι μεταφράστρια αγγλόφωνης και ιταλικής λογοτεχνίας.