Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 35

"Περιπατητικά" του Τζον Σακκή

demos-2005

Παίρνω το λεωφορείο 43-Masonic από το Lower Haight (γειτονιά του Σαν Φρανσίσκο) μέχρι την Parnassus Avenue, που περνάει δίπλα από το Πανεπιστήμιο UCSF, εκεί ψηλά στην ομίχλη του Σαν Φρανσίσκο. Έχω πει στον Δημοσθένη να με συναντήσει στη βάση του λόφου, ερχόμενος από το σπίτι της Susan Gevirtz, όπου φιλοξενείται-Οκτωβρης, 2007. Το πρόγραμμα της ημέρας είναι να κάνουμε έναν περίπατο.

Όπως γνωρίζει όποιος έχει επισκεφθεί και τις δύο πόλεις, οι ομοιότητες μεταξύ Σαν Φρανσίσκο και Αθήνας είναι εντυπωσιακές (με λίγη φαντασία φυσικά): τα λευκά κτίρια .Θυμάμαι τη συνάντηση που είχα με έναν υπάλληλο του δήμου στη Βόρεια Ελλάδα το 2001, όπου βρισκόμουν σε πολιτιστικό ταξίδι με τη χορηγία του ελληνικού κράτους. Με ρώτησε από πού ήμουν και, ακούγοντας την απάντησή μου, αναφώνησε «Σαν Φρανσίσκο, η Λευκή Πόλη!», ενώ εγώ σκεφτόμουν αντίστοιχα «Αθήνα, η λευκή πόλη». Χρόνια αργότερα, η «λευκή πόλη» έγινε ένα είδος ρεφρέν στο βιβλίο μου The Islands.), οι περίφημοι λόφοι (Twin Peaks / Bernal Heights / Ακρόπολη), τα διάσπαρτα γκράφιτι, το φοβερό φαγητό και τα στενά δαιδαλώδη σοκάκια.  Έτσι, όπως είναι φυσικό, ο Δημοσθένης και εγώ λέμε να πάμε για έναν χαλαρό περίπατο.

Κατεβαίνουμε την Parnassus Avenue περνώντας μπροστά από το UCSF, με κατεύθυνση το The Sunset (γειτονιά του Σαν Φρανσίσκο), χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Αυτό ήταν κάπως και το σχέδιο: απολαμβάνουμε τη συνομιλία, νιώθουμε τη ενέργεια της πόλης, την ακολουθούμε όπου μας οδηγεί.

Μικρή παρένθεση: υπάρχει μια σημαντική διαφορά στον τρόπο που περπατάνε οι Αμερικάνοι και οι Έλληνες, και αυτή σχετίζεται με τον χρόνο. Στους Έλληνες αρέσει να πηγαίνουν με το πάσο τους, κάτι που είναι μια χαρά, στην αρχή όμως μπορεί να αναστατώσει έναν Αμερικανό, μέχρι να συνηθίσει τον ρυθμό, το χαλαρό βάδισμα. Το να περπατάς με έναν Έλληνα σημαίνει να μαθαίνεις να πας πιο αργά, να συγχρονίζεις το βήμα σου, να κοιτάς γύρω, να σταματάς συχνά, και, στην περίπτωση του Δημοσθένη, να τραβάς συνεχώς φωτογραφίες, να σχολιάζεις και να συλλογίζεσαι. Και αν όλο αυτό ακούγεται κάπως ρομαντικό, είναι! Είναι το απόλυτο κλισέ, αλλά το θέμα δεν είναι το σημείο Α ή Β, ή πόσο γρήγορα μπορείς να κινηθείς από το ένα στο άλλο για να φτάσεις στον προορισμό σου, το θέμα είναι ο ίδιος ο περίπατος. Και αυτό κάνουμε λοιπόν, περπατάμε.

Καταλήγουμε στο Park Chow για μεσημεριανό, όπου δουλεύει ένας φίλος μου. Παραγγέλνουμε στρείδια, πατάτες τηγανητές, σαλάτες και σάντουιτς. Έρχονται πρώτα οι πατάτες και τα στρείδια. Ο Δημοσθένης ανοίγει ένα στρείδι και μια μαύρη γλίτσα χύνεται έξω. Το στρείδι είναι χαλασμένο και η γλίτσα λασπώνει όλο το πιάτο. Το στέλνουμε πίσω, μας φέρνουν μια άλλη μερίδα, ο Δημοσθένης ανοίγει ένα άλλο στρείδι, αυτή τη φορά δεν έχει γλίτσα. Ανακουφισμένοι, τρώμε τα στρείδια, βουτώντας ψωμί στη σάλτσα. Ύστερα, τρώμε τις σαλάτες και τα σάντουιτς.

Στον γυρισμό προς το Lower Haight μέσα από το Golden Gate Park, προσπαθώ να πω στον Δημοσθένη λίγα λόγια για την ιστορία του πάρκου, τον William Hammond Hall που το σχεδίασε, την σχέση με το Central Park της Νέας Υόρκης, το γεγονός ότι η περιοχή ονομαζόταν παλαιότερα Outside Lands και δεν είχε τίποτα άλλο παρά αμμόλοφους, καθώς και το ότι διαθέτει ακόμα και σήμερα περιφραγμένα βουβάλια. Ο Δημοσθένης με κοιτάει με δυσπιστία. Αναρωτιέται, και δικαίως, πόσοι κάτοικοι γνωρίζουν ότι το Σαν Φρανσίσκο έχει βουβάλια. Του δείχνω το Japanese Tea Garden, το Μουσείο De Young, περνάμε μέσα από το Panhandle όπου έλαβε χώρα το Human Be-In (υπαίθρια εκδήλωση που γνωστοποίησε και έκανε δημοφιλή την κουλτούρα των χίπις) το 1967. Ενώ μιλάμε, παρατηρώ κάτι στο έδαφος, σκύβω να το μαζέψω, είναι ένα «twamp» (μια μικρή σακούλα μαριχουάνα που κοστίζει είκοσι δολάρια). Ο Δημοσθένης φαίνεται πάλι δύσπιστος. Του λέω πως δεν είναι και τόσο ασυνήθιστο, το Σαν Φρανσίσκο διαθέτει εξάλλου μια πολύ φιλελεύθερη πολιτική ως προς τη μαριχουάνα,
θα έπεσε από κάποιον που βγήκε από κάποιο φαρμακείο. Προχωράμε.

Όταν τελικά φτάνουμε στο Lower Haight, ο ήλιος έχει κρυφτεί προ πολλού πίσω από την ομίχλη που κατεβαίνει κάθε απόγευμα από το Ocean Beach. Κινούμαστε προς το Mad Dog In The Fog, ένα ιρλανδικό μπαρ στη διασταύρωση των οδών Haight και Fillmore για ένα ποτό μετά τη βόλτα μας. Παραγγέλνω μια μπύρα και ο Δημοσθένης νερό. Η τηλεόραση δείχνει ποδόσφαιρο. Βασικά, σχεδόν όλες οι τηλεοράσεις δείχνουν ποδόσφαιρο. Μιλάμε για τα τρέχοντα ποιητικά μας πρότζεκτ, τα βιβλία που ετοιμάζουμε, τα ταξιδιωτικά μας σχέδια (ο Δημοσθένης έχει πάντα πολλά τέτοια), τα τελευταία μας διαβάσματα, κλπ. Τελειώνω την μπίρα μου και συνοδεύω τον Δημοσθένη έξω από το μπάρ. Σταματάμε ένα ταξί και αποχαιρετιόμαστε. Ο Δημοσθένης αφήνει το πεζοδρόμιο, εγώ του λέω αντίο και αναρωτιέμαι πότε θα τον ξαναδώ. Οι μυς των ποδιών μου ακόμα συσπώνται από τον περίπατο. Σκέφτομαι πού θα πάω αργότερα απόψε, ποιον άλλον θα δω ή με ποιον θα μιλήσω.

Μτφρ. Γιάννης Δημητριάδης

*

demos-2008

I take the 43-Masonic from the Lower Haight up to Parnassus Ave. (below UCSF way up there in the San Francisco fog), I tell Demosthenes to meet me at the base of the hill (from Susan Gevirtz’s house where he is staying-October, 2007). I think the plan for the day is to go for a walk.

As anyone who has visited both cities knows, the similarities between SF and Athens are striking (with a little imagination): white buildings (I remember meeting with an official from the municipality in Northern Greece, I was on a cultural trip in 2001 sponsored by the Greek government, and this official asking me where I was from, me replying “San Francisco” and him exclaiming, “ah, San Francisco, The White City!”, and I’m thinking “Athens, the white city,” and then years later “the white city” becoming a refrain in my book The Islands), both cities have famous hills (Twin Peaks/ Bernal Heights/  Acropolis), the prolific graffiti, the amazing food, and those narrow labyrinthine streets. So naturally Demosthenes and I decide to go for a leisurely walk.

We head down Parnassus Ave. past UCSF toward The Sunset, not really going anywhere in particular, but that’s the idea anyhow, enjoying the conversation, feeling the energy of the city, following it wherever it takes us.

A quick aside: there is a marked difference in style between the way Americans walk and the way Greeks walk, that difference is duration. Greeks love to take their time, lots and lots of time, which is fine, more than fine even, but it can be jarring at first for an American, to get used to that rhythm, that leisurely gait, to walk with a Greek is to slow things down, get in step, look around; stop frequently, and in Demosthenes’ case to take photos constantly, to remark and reflect. And if all of this sounds a tad romantic, it is! It’s a total cliché, the point is not A or B, or how fast we can navigate between them to get to our destination, the point is the walk itself. Which is what we did, we walked.

We end up at Park Chow for lunch, a friend of mine works there, we order oysters and fries and some salads and sandwiches, the oysters and fries come first, Demosthenes opens one up, and black sludge spills out,  it’s a bad oyster,  it’s sludge now muddying the whole plate, we send them back, another batch of oysters is brought to our table, Demosthenes opens another one up, no sludge,  relieved, we both eat the plate, dipping bread in the sauce, then our salads then our sandwiches.

Walking back toward the Lower Haight through Golden Gate Park, I try my best to tell Demosthenes  about some of the history of the park, about William Hammond Hall and the Central Park connection, how this area used to be called the Outside Lands consisting of nothing but sand dunes,  about the Buffalo enclosure, he looks at me incredulously, as he should, not sure how many out of towners know that San Francisco has BUFFALO, I point out the Japanese Tea Garden, the De Young Museum,  we walk through the Panhandle where the Human Be-In happened in 1967. As we’re walking and talking I notice something on the ground, stoop down to pick it up, it’s a twamp, a little $20 sack of weed, again Demosthenes looks incredulous, I tell him how it’s not that bizarre actually, that SF has some of the more liberal marijuana policies in the country, and that someone probably dropped it after visiting a dispensary, and onward we walk.

When we finally get to the Lower Haight the sun is long gone, hidden behind that huge fog bank that rolls in from Ocean Beach every afternoon, we head to Mad Dog In The Fog, an Irish bar at Haight and Fillmore for a post walk drink, I order a beer, Demosthenes orders a water, there’s a soccer game on TV, in fact there’s a soccer game on almost all of the TVs, we talk about our current poetry activities, books forthcoming, travel plans (he always has many), readings etc., I finish my beer and walk Demosthenes outside, we hail a cab and say our goodbyes, Demosthenes pulling away from the curb, I’m waving goodbye and wondering when I’ll see him again, and the muscles in my legs are still twitching from our walk, and I’m wondering what I’ll be getting into later that night, I’m thinking about who else I might see, and talk with.

John Sakkis (Ποιητής, μεταφραστής, San Francisco, Η.Π.Α.)