Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 12

Παράλογες ιστορίες, του Δανιήλ Χαρμς

επιλογή-μετάφραση : Γιώργος Μπλάνας

Ο γερμανικής καταγωγής Ρώσος ποιητής, διηγηματογράφος και δραματουργός Δανιήλ Χαρμς, ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της Ρωσικής Πρωτοπορίας, γεννήθηκε στην Πετρούπολη, στις 30 Δεκεμβρίου του 1905. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο περίφημο σχολείο του Τσάρσκογιε Σελό, όπου έστελναν τα παιδιά τους οι αριστοκρατικές οικογένειες, και συνέχισε στο πρότυπο Γερμανικό Λύκειο της Πετρούπολης, όπου έμαθε καλά τα αγγλικά και τα γερμανικά. Το 1925, μπήκε στο Κολλέγιο Ηλεκτροτεχνίας του Λένινγκραντ, αλλά αποβλήθηκε, επειδή δεν έδειχνε «επαρκή ζήλο για τις σοσιαλιστικές δραστηριότητες». Το 1926, γράφτηκε στο τμήμα κινηματογράφου του Ινστιτούτου Ιστορίας των Τεχνών του Λένινγκραντ. σύντομα συνδέθηκε με πρωτοποριακούς καλλιτέχνες της πρώτης και δεύτερης επαναστατικής γενιάς, όπως ο μεγάλος ζωγράφος Καζίμιρ Μάλεβιτς. Ψηλός, λιγνός, με μακριά μαλλιά και αγγλικό σακάκι -λόγω της ομοιότητάς του με τη φιγούρα του Σέρλοκ Χολμς- ζούσε σ’ ένα διαμέρισμα γεμάτο με βιβλία, αντικείμενα μαύρης μαγείας, αποκρυφιστικά σύμβολα κι ένα παλιό αρμόνιο στο οποίο έπαιζε Μπαχ και Μότσαρτ.  Το 1926 ίδρυσε την καλλιτεχνική ομάδα OBERIU [Ένωση Πραγματικής Τέχνης]. Η OBERIU αυτοπροσδιορίστηκε ως νέα εμπροσθοφυλακή της επαναστατικής αριστεράς στις καλές τέχνες, το θέατρο, τον κινηματογράφο, τη μουσική και τη λογοτεχνία. «Η τέχνη είναι ένα ντουλάπι κουζίνας», δήλωνε ο Χαρμς, «και τα ποιήματα δεν είναι ούτε πίτες ούτε ρέγκες». Οι δημόσιες εκδηλώσεις της ομάδας, που χαρακτηρίστηκαν από τον τύπο ως «καλλιτεχνικός χουλιγκανισμός», περιλάμβαναν αναγνώσεις ποιημάτων, θεατρικές παραστάσεις και ταχυδακτυλουργικές επιδείξεις. Σε «ταχυδακτυλουργίες που αποσπούν τον λαό από την οικοδόμηση του σοσιαλισμού» αναφερόταν και το κατηγορητήριο, με βάση το οποίο ο Χαρμς εξορίστηκε στο Κιουρσκ της Σιβηρίας, το 1931. Ανάμεσα στο  1933 και το 1939, δημιούργησε τα πιο χαρακτηριστικά κείμενά του: μικρές παράδοξες ιστορίες, οι οποίες σαρκάζουν την ανθρώπινη κατάσταση, σε μιαν εποχή, όπου η λογική δίνει τα παράλογα σπλάγχνα της. Αυτές οι ιστορίες, ενώ ξεκινούν μάλλον λογικά, παίρνουν εξωφρενικές διαστάσεις, οι οποίες οφείλονται στην προσπάθεια των ηρώων να εφαρμόσουν με αυστηρό τρόπο την τυπική λογική στην καθημερινή ζωή τους. Δυστυχώς όμως, αυτά τα κείμενα, προορίζονταν για το συρτάρι του γραφείου του συγγραφέα. Ώριμες στιγμές της λογοτεχνίας και του θεάτρου του παραλόγου, θα έπρεπε να μείνουν στο σκοτάδι, όταν τα ανάλογα κείμενα των Ευρωπαίων συγγραφέων βρίσκονταν ακόμα σε βρεφική ηλικία. Το 1941, και ενώ η Γερμανία είχε επιτεθεί στη Σοβιετική Ένωση, ο Χαρμς συλλαμβάνεται για δεύτερη φορά. Δηλώνει παράφρων και μεταφέρεται στο νοσοκομείο των φυλακών της Πετρούπολης. Εκεί, στις 2 Φεβρουαρίου του 1942, καθώς οι Γερμανοί πολιορκούν την πόλη, θα έχει έναν παράλογο θάνατο: τον ξέχασαν και πέθανε από πείνα.

Οι μεταφράσεις που δημοσιεύονται είναι οι πρώτες στην ελληνική.

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Η ΤΑΜΙΑΣ
Η Μάσα βρήκε ένα μανιτάρι, το έβγαλε από τη γη και το πήγε στην αγορά. Στην αγορά, η Μάσα έφαγε μια καρπαζιά και είδε πως είχαν ωριμάσει οι προϋποθέσεις για να φάει και μια κλωτσιά. Η Μάσα τρομοκρατήθηκε κι έφυγε τρέχοντας.
Η Μάσα χώθηκε στο κατάστημα του συνεταιρισμού και προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από το ταμείο. Όμως την είδε ο διευθυντής και της είπε:
«Τι κρατάς στο χέρι σου;»
«Ένα μανιτάρι», είπε η Μάσα.
«Για δες! Καλή είσαι εσύ! Σύνελθε τώρα! Τι θα έλεγες να σου βρω μια καλή δουλειά;»
«Καλά τώρα, δεν πρόκειται να μου βρεις εσύ δουλειά!» είπε η Μάσα.
«Θα σου βρω εδώ και τώρα!» είπε ο διευθυντής. Και της βρήκε της Μάσα δουλειά: να γυρίζει το χερούλι της μηχανής του ταμείου και ν’ ανοίγει το συρτάρι με τα χρήματα.
Και γύριζε η Μάσα το χερούλι πάνω-κάτω, ώσπου μια μέρα πέθανε ξαφνικά. Έφτασε η αστυνομία, έκανε έρευνες και είπε στον διευθυντή πως έπρεπε να πληρώσει πρόστιμο δεκαπέντε ρούβλια.
«Για ποιο πράγμα είναι το πρόστιμο;» ρώτησε ο διευθυντής.
«Για φόνο», απάντησαν οι αστυνομικοί.
Ο διευθυντής φοβήθηκε. Πλήρωσε βιαστικά και είπε:
«Εντάξει. Μόνο πάρτε αμέσως αποδώ την πεθαμένη ταμία».
Εκείνη την στιγμή πετάχτηκε ο βοηθός από το τμήμα μαναβικής:
«Περιμένετε μισό λεπτό. Δεν είναι αυτή η ταμίας. Αυτή γύριζε μόνο το χερούλι της μηχανής. Η ταμίας είναι εκείνη που κάθεται εκεί».
«Για μας το ίδιο είναι», είπαν οι αστυνομικοί. «Εμείς πρέπει να πάρουμε αποδώ μια ταμία κι αυτό θα κάνουμε».
Και πήγαν κοντά στην ταμία οι αστυνομικοί.
Η ταμίας ξάπλωσε στο πάτωμα, πίσω από το ταμείο, και είπε:
«Δεν πάω πουθενά».
«Γιατί δεν πας πουθενά, ανόητη γυναίκα;» είπαν οι αστυνομικοί.
«Γιατί θα με θάψετε ζωντανή», είπε η ταμίας.
Οι αστυνομικοί άρχισαν να προσπαθούν να τη σηκώσουν από το πάτωμα. Μα όσο κι αν προσπαθούσαν δεν τα κατάφερναν, γιατί ήταν εξαιρετικά εύσωμη.
«Πιάστε την από τα πόδια», είπε ο βοηθός από το τμήμα μαναβικής.
«Όχι!» είπε ο διευθυντής. «Αυτήν την ταμία την χρησιμοποιώ και σαν γυναίκα μου. Θα σας παρακαλέσω να μην γυμνώσετε τα πόδια της».
«Ακούσατε;» είπε η ταμίας. «Μην τολμήσετε να γυμνώσετε τα πόδια μου».
Οι αστυνομικοί φρόντισαν να πιάσουν την ταμία από τα χέρια, να την σύρουν και να την πετάξουν έξω από το κατάστημα του συνεταιρισμού.
Ο διευθυντής πρόσταξε τους βοηθούς να συγυρίσουν το μαγαζί και να επιστρέψουν στις δουλειές τους.
«Και μ’ αυτή την πεθαμένη τι θα κάνουμε;» είπε ο βοηθός από το τμήμα μαναβικής, δείχνοντας τη Μάσα.
«Έλα, Παναγία μου!» είπε ο διευθυντής. «Πώς τα καταφέραμε έτσι; Λοιπόν, για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε μ’ αυτήν την πεθαμένη γυναίκα».
«Και στο ταμείο ποιος θα καθίσει;» ρώτησε ο βοηθός.
Ο διευθυντής χτύπησε το κεφάλι του και με τα δυο του χέρια. Ύστερα σκόρπισε τα μήλα που βρίσκονταν πάνω στο ταμείο και είπε:
«Αυτό που έγινε είναι τερατώδες!»  
«Τερατώδες!» ακούστηκαν όλοι μαζί οι βοηθοί.
Ξαφνικά, ο διευθυντής έξυσε το μουστάκι του και είπε:
«Χα, χα! Δεν υπάρχουν αδιέξοδα για μένα! Θα βάλουμε την πεθαμένη στο ταμείο και δεν θα καταλάβει κανείς τίποτα».
Έβαλαν την πεθαμένη στο ταμείο, της έχωσαν κι ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δόντια, για να μοιάζει περισσότερο με ζωντανή, και για να είναι ακόμα πιο αληθοφανής της έδωσαν να κρατάει το μανιτάρι.
Η πεθαμένη καθόταν εκεί σχεδόν σαν ζωντανή, εκτός από το χρώμα του προσώπου της που ήταν αρκετά πράσινο και το ένα της μάτι που ήταν εντελώς κλειστό.
«Δεν πειράζει», είπε ο διευθυντής. «Θα στρώσει σιγά-σιγά».
Οι πελάτες απέξω ήδη χτυπούσαν τις πόρτες, αγριεμένοι, που δεν είχε ανοίξει ακόμα το κατάστημα. Ειδικά μια αντρογυναίκα με μεταξένιο πανωφόρι άρχισε να ξεφωνίζει. Κουνούσε απειλητικά την τσάντα της και κλωτσούσε το χερούλι της πόρτας με την φτέρνα της. Πίσω της, μια γριά με μαντήλι στο κεφάλι τσίριζε και βλαστημούσε κι έλεγε τον διευθυντή του καταστήματος του συνεταιρισμού τσιφούτικο παλιο-γουρούνι.
Ο διευθυντής άνοιξε τις πόρτες και υποδέχθηκε το κοινό. Το κοινό χύθηκε κατευθείαν προς το τμήμα κρεάτων και έπειτα προς τα εκεί που πουλούσαν ζάχαρη και πιπέρι. Η γριά όμως πήγε πρώτα προς το τμήμα ψαρικών και, περνώντας από το ταμείο, είδε την υπάλληλο και σταμάτησε.
«Χριστός και Παναγία!» είπε.
Η αντρογυναίκα με το μεταξένιο πανωφόρι είχε γυρίσει ήδη όλα τα τμήματα και κατευθυνόταν με ορμή προς το ταμείο. Μα μόλις αντίκρισε την ταμία, πάγωσε και βουβάθηκε κι έμεινε να κοιτάζει ασάλευτη. Ασάλευτοι και οι βοηθοί κοίταξαν τον διευθυντή. Κι ο διευθυντής, πίσω από το ταμείο, έριχνε λοξές ματιές, περιμένοντας να δει τι θα συμβεί.
Η αντρογυναίκα με το μεταξένιο πανωφόρι στράφηκε προς τους βοηθούς και είπε:
«Ποια είναι αυτή που βάλατε στο ταμείο;»
Και οι βοηθοί δεν απάντησαν, γιατί δεν ήξεραν τι να πουν.
Ούτε κι ο διευθυντής απάντησε.
Την ίδια στιγμή, άνθρωποι άρχισαν να καταφτάνουν απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Ο δρόμος μπροστά στο κατάστημα είχε ήδη γεμίσει. Οι διαχειριστές πετάγονταν από τα σπίτια και κυριαρχούσαν με την παρουσία τους. Σφυρίχτρες ακούγονταν. Με λίγα λόγια: πανικός κανονικός.
Το πλήθος ετοιμάστηκε να παραταχθεί έξω από το κατάστημα και να παραμείνει εκεί τουλάχιστον μέχρι το απόγευμα. Κάποιος, όμως, είπε πως από ένα παράθυρο, στην οδό Οζέρνι Περολόκ, έπεσε μια γριά. Κι έτσι το πλήθος μειώθηκε έξω από το κατάστημα, γιατί ήταν αρκετοί εκείνοι που πήγαν να δουν τι γινόταν στην Οζέρνι Περολόκ.


Η ΜΟΙΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ
Μια φορά ένας καθηγητής έφαγε κάτι με το οποίο βρισκόταν σε έντονη αντιπαράθεση και άρχισε να ξερνάει.  
Πήγε κοντά του η γυναίκα του και του είπε:
«Τι έπαθες;»
Αλλά ο καθηγητής είπε:
«Τίποτα».
Και η γυναίκα του έφυγε.
Ο καθηγητής ξάπλωσε στο ντιβάνι, έμεινε λιγάκι ξαπλωμένος, ένιωσε να συνέρχεται και είπε να πάει στη δουλειά του. Εκεί τον περίμενε μια έκπληξη: ο μισθός του ήταν πετσοκομμένος.  Αντί για 650 ρούβλια, πήρε μόνο 500. Ο καθηγητής άρχισε να τρέχει από τον ένα υπεύθυνο στον άλλο, χωρίς αποτέλεσμα. Πήγε στον διευθυντή και ο διευθυντής είπε πως δεν γνώριζε τίποτα. Ύστερα πήγε στον λογιστή και ο λογιστής του είπε να πάει στον διευθυντή. Κι ο καθηγητής πήρε το τραίνο να πάει στη Μόσχα.
Στον δρόμο αρρώστησε βαριά από γρίπη. Το τραίνο έφτασε στη Μόσχα κι εκείνος δεν μπορούσε ούτε να συρθεί μέχρι την πλατφόρμα.
Τον έβαλαν σ’ ένα φορείο και τον πήγαν στο νοσοκομείο.
Εκεί έμεινε τέσσερις μέρες και μετά πέθανε.
Το σώμα του το αποτέφρωσαν, έβαλαν την στάχτη σ’ ένα δοχείο και το έστειλαν στη γυναίκα του.
Λοιπόν, η γυναίκα του καθηγητή έτυχε να κάθεται και να πίνει καφέ. Ξαφνικά χτυπάει το κουδούνι.
«Τι είναι αυτό;»
«Ένα δέμα για σας».
Η γυναίκα του καθηγητή ευχαριστήθηκε πάρα πολύ. Όλα πάνω της χαμογελούσαν. Έβαλε στο χέρι του ταχυδρόμου ένα φιλοδώρημα και, σε λίγο, να που ξετύλιγε κιόλας το δέμα. Κοιτάζει και βλέπει ένα δοχείο σαν κι αυτά που βάζουν τις στάχτες των νεκρών. Κι ένα μήνυμα: «Ό,τι απέμεινε από το ταίρι σας».
Η γυναίκα του καθηγητή δεν κατάλαβε τίποτα. Κούνησε το δοχείο, το κράτησε μπροστά στο φως, διάβασε το μήνυμα έξι-επτά φορές... Τελικά κατάλαβε τι είχε συμβεί και αναστατώθηκε τρομερά.
Η γυναίκα του καθηγητή αναστατώθηκε τρομερά, έκλαψε τρεις ολόκληρες ώρες και ύστερα αποφάσισε να θάψει το δοχείο. Το τύλιξε σε μιαν εφημερίδα και πήγε στον Κήπο του Πρώτου Πενταετούς Πλάνου.
Διάλεξε ένα πολύ απόμερο μονοπάτι και άρχισε να σκάβει για να θάψει το δοχείο, όταν την πλησίασε ένας φύλακας.
«Ε!» της φώναξε. «Τι κάνεις εκεί;»
Εκείνη φοβήθηκε και είπε:
«Μερικά βατράχια ήθελα να πιάσω μ’ αυτό το δοχείο».
«Α, καλά!» είπε ο φύλακας. «Αυτό δεν πειράζει. Μόνο να προσέχεις να μην πατάς το χορτάρι».
Όταν έφυγε, η γυναίκα του καθηγητή έθαψε το δοχείο με την στάχτη, πάτησε καλά το χώμα σ’ εκείνο το σημείο και πήγε να κάνει μια βόλτα στον Κήπο.
Σε λίγο τη διπλάρωσε ένας ναυτικός.
«Έλα, πάμε να ρίξουμε έναν υπνάκο», της είπε.
«Και γιατί να κοιμηθούμε με το φως της μέρας;» αποκρίθηκε εκείνη.
Όμως ο ναυτικός δεν το έβαλε κάτω: «Πάμε να κοιμηθούμε...» και «Πάμε να κοιμηθούμε...»

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, σε λίγο η γυναίκα του καθηγητή νύσταξε πραγματικά.
Περπατούσε στον δρόμο και δεν έβλεπε μπροστά της από τη νύστα. Οι άνθρωποι έτρεχαν γύρω της σαν κόκκινα και πράσινα σημάδια. Και εκείνη απλά ένιωσε να βυθίζεται στον ύπνο.
Κι έτσι, κοιμήθηκε περπατώντας. Κι ονειρεύτηκε πως ερχόταν προς το μέρος της ο Λέων Τολστόι, κρατώντας στο χέρι ένα καθήκι.
«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε.
Κι εκείνος της έδειξε με το δάχτυλο το καθήκι και της είπε:
«Εδώ μέσα έχω κάνει κάτι της προκοπής και τώρα πάω να το δείξω στον κόσμο. Πρέπει να το δούνε όλοι».
Η γυναίκα του καθηγητή πήρε το βλέμμα της από το καθήκι και κοίταξε τον Τολστόι και είδε πως δεν ήταν πια ο Τολστόι,  αλλά μια καλύβα και μέσα στην καλύβα βρισκόταν μια κότα.
Η γυναίκα του καθηγητή προσπάθησε να πιάσει την κότα, αλλά εκείνη πήγε και χώθηκε κάτω από έναν καναπέ και την κοίταζε· μα τώρα ήταν λαγός.
Η γυναίκα του καθηγητή τρύπωσε κι αυτή κάτω από τον καναπέ, για να πιάσει τον λαγό, και ξύπνησε.
Ξύπνησε και κοίταξε γύρω της και είδε πως όντως βρισκόταν κάτω από έναν καναπέ.
Και βγήκε από τον καναπέ και είδε το δωμάτιο, όπου καθόταν στην αρχή. Πάνω στο τραπέζι βρισκόταν μισοτελειωμένος ο καφές της. Και πάνω στο τραπέζι βρισκόταν το μήνυμα: «Ό,τι απέμεινε από το ταίρι σας».
Η γυναίκα του καθηγητή έχυσε κι άλλα δάκρυα και κάθισε ν’ αποτελειώσει τον καφέ της, που είχε κρυώσει πια.
Ξαφνικά, κουδούνι.
«Τι να είναι;»;
Κάμποσοι άνθρωποι μπαίνουν μέσα και λένε:
«Πάμε».
«Πού;» ρωτάει η γυναίκα του καθηγητή.
«Στο ψυχιατρείο», απαντούν εκείνοι.
Η γυναίκα του καθηγητή άρχισε να ξεφωνίζει και στύλωσε τα πόδια, όμως οι άνθρωποι που είχαν μπει στο σπίτι την άρπαξαν και την πήγαν στο ψυχιατρείο.
Από τότε, σ’ ένα κρεβάτι, σε κάποιο ψυχιατρείο, κάθεται μια σχετικά φυσιολογική γυναίκα καθηγητή και κρατά ένα καλάμι του ψαρέματος και ψαρεύει στο πάτωμα ένα αόρατο ψάρι ή κάτι τέτοιο.
Αυτή η γυναίκα καθηγητή είναι μόνον ένα αξιοθρήνητο παράδειγμα του πόσοι δύστυχοι σ’ αυτόν τον κόσμο δεν κατέχουν στη ζωή τη θέση που θα έπρεπε να κατέχουν.

ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΣΟΦΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ
Κάποτε ήμουν πολύ σοφός γέροντας.
Τώρα δεν είμαι και τόσο εντάξει. Μπορεί να πει κανείς πως μάλλον δεν είμαι καθόλου εντάξει, πως δεν υπάρχω καθόλου, δηλαδή. Υπήρξε όμως μια εποχή που όλοι θέλατε να έρθετε σ’ εμένα κι ερχόσασταν καθένας φορτωμένος με το βάρος που τον συνέθλιβε και καθένας φορτωμένος με τις αμαρτίες που τον βασάνιζαν κι εγώ έλεγα στον καθένα: «Ησύχασε, γιε μου, γιατί κανένα βάρος δεν σε συνθλίβει και δεν βλέπω κανένα αμάρτημα να έχεις πράξει». Κι έφευγαν όλοι ευτυχισμένοι πιλαλώντας απ’ τη χαρά τους.
Ήμουν μέγας και τρανός. Οι άνθρωποι  ένοιωθαν δέος όταν μ’ έβλεπαν, και παραμέριζαν για να περάσω, και περνούσα μέσα απ’ το πλήθος, όπως γλιστρά το σίδερο πυρωμένο πάνω στα ρούχα.
Πολλές φορές έσκυβαν και μου φιλούσαν τα πόδια, μα δεν διαμαρτυρόμουν. Ήξερα πως το άξιζα. Γιατί να στερήσω τους ανθρώπους από την ευχαρίστηση να με τιμούν; Είχα εξαιρετικά σπαθάτο σώμα. Ακόμα κι εγώ ο ίδιος προσπάθησα κάποτε να φιλήσω τα πόδια μου. Κάθισα σ’ έναν πάγκο, έπιασα το δεξί μου πόδι και το τράβηξα προς το πρόσωπό μου. Κατάφερα να φιλήσω το μεγάλο δάχτυλο. Ήμουν ευτυχισμένος. Κατάλαβα την ευτυχία των άλλων.
Όλοι με λάτρευαν! Και όχι μόνον οι άνθρωποι. Το ίδιο έκαναν και τα ζώα. Ακόμα και τα έντομα έρχονταν μπροστά στα μάτια μου και κουνούσαν το πίσω μέρος του σώματός τους, σαν ουρά. Όσο για τις γάτες! Αυτές απλά με τιμούσαν σαν θεό και σπρώχνονταν κι εμπόδιζε η μια την άλλη, όταν εμφανιζόμουν στις σκάλες. Όλες ήθελαν να έρθουν να με προσκυνήσουν πρώτες.
Όντως, εκείνον τον καιρό ήμουν πολύ σοφός και καταλάβαινα αμέσως τα πάντα. Τίποτα δεν μπορούσε να με φέρει σε αμηχανία. Ένα λεπτό χρειαζόταν το κολοσσιαίο πνεύμα μου για να λύσει το πιο πολύπλοκο πρόβλημα, με τον απλούστερο τρόπο. Με πήγαν στο Κέντρο Μελέτης Νοημοσύνης και με έδειξαν στους επιστήμονες. Μέτρησαν το πνεύμα μου με ηλεκτρισμό και απλά τα έχασαν. «Δεν έχουμε ξαναδεί τέτοιο πράγμα», είπαν.
Παντρεύτηκα κάποτε, μα δεν είδα πολλές φορές τη γυναίκα μου. Με φοβόταν: το μεγαλείο του πνεύματός μου τη συνέτριβε. Όταν με έβλεπε άρχιζε να τρέμει. Κι όσο περισσότερο την κοίταζα, έχανε τον αυτοέλεγχό της, ώσπου στο τέλος την έπιανε λόξυγκας. Ζήσαμε μαζί πολύ καιρό, όμως στο τέλος εξαφανίστηκε... κάπου... τέλος πάντων. Δεν θυμάμαι πού ακριβώς.
Πραγματικά, η μνήμη είναι πολύ παράξενο πράγμα. Δύσκολα θυμάσαι και εύκολα ξεχνάς. Να τι γίνεται ως επί το πλείστον: απομνημονεύεις κάτι και ύστερα θυμάσαι κάτι εντελώς διαφορετικό. Ή απομνημονεύεις κάτι πολύ δύσκολα, αλλά με μεγάλη επιμέλεια, και ύστερα δεν μπορείς να θυμηθείς τίποτα. Γίνεται κι αυτό. Σας συμβουλεύω να σκεφτείτε λιγάκι το ζήτημα της μνήμης σας.
Πάντα πίστευα στο τίμιο παιχνίδι και δεν χτυπούσα ποτέ κανέναν χωρίς λόγο, επειδή όταν χτυπάς κάποιον χάνεις το μυαλό σου και μπορεί να το παραξηλώσεις. Τα παιδιά, για παράδειγμα, δεν πρέπει να τα χτυπάμε ποτέ με μαχαίρι ή με άλλο σιδερένιο πράγμα· τις γυναίκες όμως – το αντίθετο: δεν πρέπει να τις κλωτσάμε. Όσο για τα ζώα: λένε πως αντέχουν περισσότερο. Έκανα μερικά σχετικά πειράματα και είδα πως αυτό δεν αληθεύει πάντα.  
Χάρη στη λυγεράδα μου, κατάφερνα να κάνω πράγματα που δεν μπορούσε να τα κάνει κανένας. Για παράδειγμα, μπορούσα να βγάλω με το χέρι από μια σωλήνα αποχέτευσης με απίστευτα πολλές στροφές την καδένα του αδελφού μου, που του είχε πέσει εκεί κατά λάθος. Ή μπορούσα να μπω σ’ ένα σχετικά μικρό καλάθι και να κλείσω το καπάκι.
Ναι, όντως, ήμουν φαινόμενο!
Ο αδελφός μου ήταν το εντελώς αντίθετο: πρώτον, ήταν ψηλότερος και δεύτερον, πιο αργόστροφος.
Δεν είχαμε ποτέ στενή σχέση. Αν και, τέλος πάντων, είχαμε και μάλιστα στενή. Ναι, κάτι δεν διατύπωσα σωστά εδώ. Για να είμαι ακριβής, δεν είχαμε ποτέ στενή σχέση. Μάλλον άσχημα τα πηγαίναμε μεταξύ μας. Να πώς τα τσουγκρίσαμε. Ήμουν πίσω από ένα μαγαζί, όπου μοίραζαν ζάχαρη και στεκόμουν στην ουρά, προσπαθώντας να μην ακούω τι έλεγαν γύρω μου. Είχα λίγο πονόδοντο και δεν βρισκόμουν στην καλύτερη διάθεση. Έκανε πολύ κρύο. Όλοι φορούσαν χοντρές γούνες και πάλι πάγωναν. Κι εγώ χοντρή γούνα φορούσα, μα δεν πάγωνα, παρόλο που τα χέρια μου είχαν ξυλιάσει· έπρεπε να τα έχω έξω από τις τσέπες, για να προσέχω τη βαλίτσα που είχα ανάμεσα στα πόδια μου, μην πάει και τη χάσω. Ξαφνικά, κάποιος με χτύπησε στην πλάτη. Μέσα μου ξεχύθηκε ένα απερίγραπτο κύμα αγανάκτησης και άρχισα, γρήγορα σαν αστραπή, να σκέφτομαι πώς θα τιμωρούσα τον ένοχο. Την ίδια στιγμή, δέχτηκα ένα δεύτερο χτύπημα. Τέθηκα σε συναγερμό, μα αποφάσισα αντί να γυρίσω πίσω και να διαμαρτυρηθώ, να κάνω πως δεν κατάλαβα. Απλά, για λόγους ασφαλείας, πήρα τη βαλίτσα στο χέρι. Το τρίτο χτύπημα στην πλάτη ήρθε μετά από επτά λεπτά. Αυτή τη φορά γύρισα και είδα μπροστά μου έναν ψηλό μεσήλικα, που φορούσε ένα μάλλον φθαρμένο, αλλά όχι εντελώς για πέταμα, γούνινο στρατιωτικό αμπέχονο.
«Τι θέλεις από μένα;» τον ρώτησα με αυστηρή και λιγάκι μεταλλική φωνή.
«Κι εσύ γιατί δεν γυρίζεις όταν σε καλούν;» είπε.
Είχα αρχίσει να σκέφτομαι το περιεχόμενο της δικής του ερώτησης, όταν άνοιξε πάλι το στόμα του και είπε:
«Τι τρέχει μ’ εσένα; Δεν με αναγνωρίζεις ή συμβαίνει κάτι άλλο; Ο αδελφός σου είμαι».
Άρχισα πάλι να σκέφτομαι τα λόγια του, όταν ξανάνοιξε το στόμα του και είπε:
«Άκουσε, αδελφέ μου. Μου λείπουν τέσσερα ρούβλια για τη ζάχαρη και είναι κρίμα να χάσω τη θέση μου στην ουρά για να πάω να φέρω. Δάνεισέ μου πέντε και θα σου τα δώσω αργότερα».
Άρχισα να σκέφτομαι για ποιον λόγο του έλειπαν τέσσερα ρούβλια, αλλά εκείνος με άρπαξε από το μανίκι και είπε:
«Α, ωραία, θέλεις να δανείσεις στον αδελφό σου μερικά ρούβλια. Αυτό δεν σκέφτεσαι;» και λέγοντας αυτά, ξεκούμπωσε μόνος του τη γούνα μου, έχωσε το χέρι του στην εσωτερική τσέπη κι έπιασε το πορτοφόλι μου.
«Εδώ είμαστε», είπε. «Παίρνω το ποσό που σου είπα και -κοίτα!- ξαναβάζω το πορτοφόλι πίσω στο πανωφόρι σου». Και έσπρωξε το πορτοφόλι στην εξωτερική τσέπη της γούνας μου.
Φυσικά, με εξέπληξε αυτή η απρόσμενη συνάντηση με τον αδελφό μου.
«Μα πού ήσουν τόσον καιρό;»
«Εδώ», απάντησε ο αδελφός μου, δείχνοντας κάπου εκεί γύρω.
Άρχισα να σκέφτομαι πού να βρισκόταν αυτό το «εδώ», αλλά ο αδελφός μου με σκούντησε με τον αγκώνα και είπε:
«Δες, άνοιξαν τις πόρτες να μπούμε μέσα».
Μέχρι τις πόρτες φτάσαμε μαζί. Μέσα στο μαγαζί, όμως, είδα πως ήμουν μόνος, χωρίς τον αδελφό μου. Βγήκα από την ουρά μόνο για μια στιγμή, ίσα για να πεταχτώ μέχρι τον δρόμο έξω, να ρίξω μια ματιά. Κι έριξα μια ματιά κι ο αδελφός μου δεν ήταν πουθενά.
 
Όταν ξαναπήγα να πάρω τη σειρά μου, οι άλλοι δεν με άφησαν και μάλιστα με πέταξαν με σπρωξιές έξω, στον δρόμο. Συγκράτησα τον θυμό μου για τους αχρείους τρόπους τους και ξεκίνησα για το σπίτι. Εκεί ανακάλυψα πως ο αδελφός μου είχε πάρει όλα τα χρήματα από το πορτοφόλι μου. Αυτό με έκανε έξαλλο από θυμό κι έτσι δεν ξαναμιλήσαμε.
Άρχισα να ζω μόνος και να επιτρέπω την είσοδο μόνο σε αυτούς που έρχονταν για να με συμβουλευτούν. Ήταν πολλοί, όμως, και το πράγμα κατάντησε να μην βρίσκω ησυχία ούτε αργά το βράδυ. Μερικές φορές κουραζόμουν τόσο πολύ, που ξάπλωνα στο πάτωμα για ν’ αναπαυτώ λιγάκι. Ύστερα, πεταγόμουν πάνω κι άρχιζα να τρέχω γύρω-γύρω στο δωμάτιο για να ζεσταθώ. Μετά, καθόμουν στον καναπέ κι έλεγα να περάσουν όσοι περίμεναν να με δουν.
Έρχονταν μέσα ο ένας μετά τον άλλο· μερικές φορές, χωρίς ν’ ανοίξουν καν την πόρτα. Με διασκέδαζε να βλέπω τα βασανισμένα πρόσωπά τους. Τους μιλούσα, καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια για να μην γελάσω.
Κάποτε δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ και ξέσπασα σε δυνατά γέλια. Εκείνοι ταράχτηκαν κι έκαναν σαν τρελοί κι έτρεχαν να ξεφύγουν. Άλλοι έβγαιναν έξω από την πόρτα, άλλοι από το παράθυρο και κάποιοι από τους τοίχους κατευθείαν.  
Έμεινα μόνος, σηκώθηκα και στάθηκα στο ύψος του μεγαλείου μου, άνοιξα το στόμα και είπα:
«Πριν τιμ πραμ».
Μα εκείνη την στιγμή κάτι έσπασε μέσα μου, κι από τότε... καλύτερα είναι να θεωρείτε πως δεν υπάρχω.

ΓΕΓΟΝΟΣ
Η μητέρα, ο πατέρας και η παρθένα κόρη, που την έλεγαν Νατάσσα, κάθονταν στο τραπέζι κι έπιναν.
Αναμφίβολα, ο πατέρας ήταν αλκοολικός. Επιπλέον, ακόμα και η ίδια του η γυναίκα έμοιαζε να τον περιφρονεί. Όμως αυτό δεν τον εμπόδιζε να είναι καλός άνθρωπος. Χαμογελούσε ευχάριστα καθώς λικνιζόταν στην καρέκλα του. Η παρθένα κόρη, η Νατάσσα, φορούσε μια δαντελένια ποδιά και ήταν τρομερά ντροπαλή. Ο πατέρας έπαιζε ξεδιάντροπα με τη γενειάδα του, μα η παρθένα Νατάσσα χαμήλωνε το βλέμμα ντροπαλά, θέλοντας να δείξει πως η ντροπή ήταν δική της.
Η μητέρα, μια ψηλή γυναίκα με τα μαλλιά καμωμένα τεράστιες πλεξούδες, μιλούσε σαν άλογο. Η φωνή της ξεχυνόταν στην τραπεζαρία και αντηχούσε σε όλα τα δωμάτια, μέχρι την πίσω αυλή.
Μετά το πρώτο ποτήρι, απλώθηκε σιωπή, καθώς μασούσαν το λουκάνικό τους. Ένα λεπτό αργότερα, άρχισαν πάλι να μιλούν.
Ξαφνικά -και εντελώς απροσδόκητα- κάποιος χτύπησε την πόρτα. Ούτε ο πατέρας, ούτε η μητέρα, ούτε η παρθένα Νατάσσα, μπορούσαν να φανταστούν ποιος ήταν αυτός που χτυπούσε την πόρτα.
«Τι παράξενο!» είπε ο πατέρας. «Ποιος να είναι άραγε;»
Η μητέρα τον κοίταξε συγκαταβατικά και, παρόλο που δεν ήταν η σειρά της, έβαλε άλλο ένα ποτήρι, το κατέβασε μονοκοπανιά και είπε:
«Παράξενο».
Ο πατέρας δεν βλαστήμησε. Έβαλε κι αυτός ένα ποτήρι, το κατέβασε μονοκοπανιά και σηκώθηκε.
Ο πατέρας ήταν κοντός, το εντελώς αντίθετο από τη μητέρα. Η μητέρα ήταν ψηλή, γεμάτη, με φωνή αλόγου, κι ο πατέρας ήταν απλά ο άντρας της. Το κυριότερο, όμως: είχε φακίδες.
Βρέθηκε μ’ έναν σάλτο στην πόρτα και ρώτησε:
«Ποιος είναι;»
«Εγώ», είπε η φωνή πίσω από την πόρτα.
Την ίδια στιγμή, η πόρτα άνοιξε και μπήκε στο δωμάτιο μια παρθένα, μια Νατάσσα σαστισμένη και κοκκινισμένη. Σαν λουλούδι. Σαν λουλούδι.
Ο πατέρας ξανακάθισε στην καρέκλα του.
Η μητέρα έβαλε άλλο ένα ποτήρι.
Η παρθένα Νατάσσα και η άλλη, εκείνη που ήταν «σαν λουλούδι», ντράπηκαν πολύ και κοκκίνισαν. Ο πατέρας τις κοίταξε μα δεν βλαστήμησε. Αντιθέτως, έβαλε άλλο ένα ποτήρι, όπως είχε κάνει και η μητέρα.
Ο πατέρας άνοιξε μια κονσέρβα με πατέ καβουριού, για να διώξει την άσχημη γεύση από το στόμα του. Όλοι ήταν πολύ χαρούμενοι κι έτρωγαν μέχρι το πρωί. Όμως η μητέρα δεν μιλούσε και δεν σηκώθηκε καθόλου από την καρέκλα της. Αυτό ήταν πολύ άκομψο.
Μόλις ο πατέρας έπιασε να λέει ένα τραγούδι, κάτι χτύπησε το παράθυρο. Τότε η μητέρα πετάχτηκε όρθια και άρχισε να ουρλιάζει πανικόβλητη πως είδε κάποιον να κοιτάζει μέσα. Οι άλλοι προσπάθησαν να την πείσουν πως κάτι τέτοιο ήταν εντελώς αδύνατον, αφού βρίσκονταν στο τρίτο πάτωμα και για να κοιτάξει κάποιος μέσα θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον ο γίγαντας Γολιάθ.
Όμως η μητέρα δεν έλεγε ν’ αλλάξει γνώμη. Τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να την πείσει πως δεν κοίταξε μέσα κανείς από εκείνο το παράθυρο.
Για να την ηρεμήσουν, της έδωσαν άλλο ένα ποτό. Η μητέρα το ήπιε μονοκοπανιά. Ο πατέρας έβαλε κι αυτός άλλο ένα ποτήρι και το ήπιε.
Η Νατάσσα και η παρθένα, εκείνη που ήταν «σαν λουλούδι», κάθονταν και παρατηρούσαν τα διαδραματιζόμενα.
«Δεν μπορώ να είμαι ευτυχισμένη αν κάποιος μας κοιτάζει από το παράθυρο», είπε η μητέρα.
Ο πατέρας ήταν απελπισμένος· δεν ήξερε τι να κάνει για να ηρεμήσει τη μητέρα. Έτσι, κατέβηκε κάτω, στην αυλή, και προσπάθησε να κοιτάξει μέσα από το παράθυρο του πρώτου πατώματος. Φυσικά, στάθηκε αδύνατον. Όμως ούτε κι αυτό έπεισε τη μητέρα. Άλλωστε δεν τον είδε την ώρα που προσπαθούσε να φτάσει το παράθυρο του πρώτου πατώματος.
Τελικά, μη ξέροντας τι άλλο να κάνει και έχοντας περιέλθει σε βαθιά σύγχυση, ο πατέρας έτρεξε στην τραπεζαρία, γέμισε δυο ποτήρια και έδωσε το ένα στη μητέρα. Η μητέρα το άδειασε και είπε πως αν πίνει είναι μόνο και μόνο επειδή κάποιος τους κοιτάζει από το παράθυρο.
Ο πατέρας άνοιξε τα χέρια με απόγνωση.
«Δες εδώ», είπε στη μητέρα και άνοιξε το παράθυρο.
Ένας άντρας με βρώμικο παλτό κι ένα μεγάλο μαχαίρι στο χέρι προσπάθησε να μπει μέσα. Όταν ο πατέρας τον αντιλήφθηκε, έκλεισε το παράθυρο και είπε:
«Δεν υπάρχει κανείς εκεί έξω».
Όμως ο άνδρας με το βρώμικο παλτό ήταν εκεί έξω και κοίταζε μέσα. Και επιπλέον, άνοιξε το παράθυρο και εισέβαλε στο δωμάτιο.
Η μητέρα ταράχτηκε υπερβολικά απ’ αυτό το πράγμα. Άρχισε να κάνει σαν υστερική και μόνον αφού κατέβασε το ποτήρι, που έσπευσε να της φέρει ο πατέρας, και έφαγε ένα μικρό μανιτάρι, ηρέμησε.
Σύντομα, ηρέμησε και ο πατέρας. Ξανακάθισαν όλοι γύρω από το τραπέζι και άρχισαν να πίνουν.
Ο πατέρας πήρε τις εφημερίδες και άρχισε να τις ξεφυλλίζει, προσπαθώντας για κάμποση ώρα να καταλάβει τι έτρεχε και τι δεν έτρεχε. Όση ώρα κι αν τις ξεφύλλιζε, όμως, δεν θα έβγαζε άκρη. Κι έτσι τις έβαλε στην άκρη κι έβαλε άλλο ένα ποτήρι.
«Όλα καλά», είπε, «αλλά ξεμείναμε από πίκλες».
Η μητέρα έβγαλε κάτι σαν χλιμίντρισμα, που δεν ταίριαζε καθόλου στην περίσταση, και έκανε τις παρθένες να κοιτάξουν το τραπεζομάντιλο και να κρυφογελάσουν.
Ο πατέρας ήπιε άλλο ένα ποτηράκι και ξαφνικά άρπαξε τη μητέρα και την έβαλε πάνω στο ντουλάπι.
Οι μεγάλες, γκρίζες, λαμπερές πλεξούδες της μητέρας  λύθηκαν, το πρόσωπό της γέμισε κόκκινα στίγματα και -εν γένει- αναστατώθηκε πάρα πολύ.
Ο πατέρας συγύρισε το ζωνάρι του παντελονιού του κι άρχισε να βγάζει λόγο.
Μα, την ίδια στιγμή, άνοιξε στο πάτωμα μια μυστική καταπακτή και βγήκε από μέσα ένας καλόγερος.
Οι παρθένες ταράχτηκαν τόσο πολύ, που η μια τους άρχισε να ξερνάει. Η Νατάσσα της κρατούσε το μέτωπο και προσπαθούσε να την κρύψει από τα μάτια των άλλων.
Ο καλόγερος, αυτός που βγήκε από το πάτωμα, έβαλε σημάδι το αυτί του πατέρα και τον χτύπησε τόσο δυνατά, που άκουσαν όλοι τις καμπάνες που χτύπησαν μέσα στο κεφάλι του!
Εκείνος απλά ξανακάθισε, χωρίς να τελειώσει τον λόγο του.
Ύστερα ο καλόγερος πήγε κοντά στη μητέρα και με το χέρι ή το πόδι του -κάπως έτσι, από κάτω- της έδωσε μια δυνατή.
Η μητέρα άρχισε να τσιρίζει και να καλεί σε βοήθεια.
Τότε ο καλόγερος άρπαξε τις παρθένες από τις ποδιές τους, τις γύρισε στον αέρα και τις άφησε να σκάσουν στον τοίχο.
Έπειτα, χωρίς να τον καταλάβει κανείς, ξαναχώθηκε στο πάτωμα κι έκλεισε από πάνω του την καταπακτή.
Για αρκετή ώρα, ούτε ο πατέρας, ούτε η μητέρα, ούτε η παρθένα κόρη Νατάσσα γέμισαν τα ποτήρια τους. Αργότερα, όμως, όταν πήραν καθαρό αέρα, ήπιαν από ένα, συγυρίστηκαν, κάθισαν στο τραπέζι και άρχισαν να τρώνε σαλάτα.
Στο επόμενο ποτήρι είχαν αρχίσει κιόλας να κουβεντιάζουν ήσυχα-ήσυχα.
Ξαφνικά, ο πατέρας κοκκίνισε και άρχισε να ουρλιάζει:
«Ώστε έτσι, ε; Με περνάτε για κανένα παλιόμουτρο! Με κοιτάζετε σαν να είμαι ο διάολος μεταμορφωμένος! Δεν μου χρειάζεται η αγάπη σας! Εσείς είσαστε οι διάολοι!»
Η μητέρα και η παρθένα Νατάσσα βγήκαν τρέχοντας από το δωμάτιο και κλειδώθηκαν στην κουζίνα.
«Ύπαγε μεθύστακα! Ύπαγε σατανά!» μουρμούριζαν η μητέρα και η παρθένα Νατάσσα, πίσω από την κλειδωμένη πόρτα.
Και ο πατέρας έμεινε στην τραπεζαρία μέχρι το πρωί, οπότε πήρε την τσάντα του, έβαλε το άσπρο του καπέλο και πήγε ήσυχα-ήσυχα στη δουλειά του.  

ΕΝΑ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟ ΜΕΘΟΚΟΠΙ

Κάποτε, η Αντωνίνα Αλεξέγιεβνα χτύπησε τον άντρα της με την υπηρεσιακή σφραγίδα και του άφησε το μελανό αποτύπωμά της στο μέτωπο.
Θανάσιμα προσβεβλημένος ο Πιοτρ Λεωνίντοβιτς, ο άντρας της Αντωνίνας Αλεξέγιεβνα, κλειδώθηκε στο μπάνιο και κάθισε εκεί και δεν άνοιγε σε κανέναν.
Ωστόσο, οι ένοικοι της οικιακής κολεκτίβας, αισθάνθηκαν μεγάλη ανάγκη να καθίσουν εκεί όπου καθόταν ο Πιοτρ Λεωνίντοβιτς και αποφάσισαν να το κάνουν οπωσδήποτε, ακόμα και σπάζοντας την πόρτα του μπάνιου, αν δεν τους άνοιγε.
Ο Πιοτρ Λεωνίντοβιτς, βλέποντας πως χάνει το παιχνίδι, βγήκε από το μπάνιο και πήγε στο δωμάτιό του και ξάπλωσε στο κρεβάτι.
Όμως η Αντωνίνα Αλεξέγιεβνα ήταν αποφασισμένη να καταδιώξει τον άντρα της μέχρι τέλους. Άρχισε να κόβει σε μικρά κομματάκια την ταπετσαρία και να τα ρίχνει στον Πιοτρ Λεωνίντοβιτς, που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι.
Εξαγριωμένος ο Πιοτρ Λεωνίντοβιτς πετάχτηκε πάνω και βγήκε τρέχοντας στον διάδρομο, μέσα σ’ ένα σύννεφο από ψιλοκομμένη ταπετσαρία.  
Την ίδια στιγμή πετάχτηκαν έξω οι ένοικοι και, βλέποντας τι έκανε ο δύσμοιρος Πιοτρ Λεωνίντοβιτς, έπεσαν πάνω του και του έσκισαν το παλτό που φορούσε.
Ο Πιοτρ Λεωνίντοβιτς κατέφυγε στο γραφείο του διαχειριστή.
Στο μεταξύ, η Αντωνίνα Αλεξέγιεβνα είχε βγάλει όλα τα ρούχα της και είχε χωθεί σ’ ένα μπαούλο.
Δέκα λεπτά αργότερα, ο Πιοτρ Λεωνίντοβιτς επέστρεψε, ακολουθούμενος από τον διαχειριστή.
Μη βρίσκοντας τη σύζυγο στο δωμάτιο, ο Πιοτρ Λεωνίντοβιτς και ο διαχειριστής αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία του διαθέσιμου χώρου και να πιουν λίγη βότκα. Ο Πιοτρ Λεωνίντοβιτς ανέλαβε να τρέξει στο μπακάλικο της γωνιάς και να φέρει ποτό.
Όταν βγήκε από το δωμάτιο, η Αντωνίνα Αλεξέγιεβνα πετάχτηκε από το μπαούλο και στάθηκε ολόγυμνη μπροστά στον διαχειριστή.
Ο ταραγμένος διαχειριστής τινάχτηκε από την καρέκλα του κι έτρεξε προς το παράθυρο, μα βλέποντας την σφριγηλή διάπλαση της εικοσιεξάχρονης γυναίκας, αφέθηκε στην άγρια παραφορά.
Εκείνη την στιγμή, επέστρεψε ο Πιοτρ Λεωνίντοβιτς κρατώντας ένα λίτρο δυνατή βότκα.
Βλέποντας όσα διαδραματίζονταν στο δωμάτιό του, ο Πιοτρ Λεωνίντοβιτς έσμιξε τα φρύδια.
Όμως το ταίρι του, η Αντωνίνα Αλεξέγιεβνα, του έδειξε την υπηρεσιακή σφραγίδα και ο Πιοτρ Λεωνίντοβιτς ησύχασε αμέσως.
Η Αντωνίνα Αλεξέγιεβνα εξέφρασε την επιθυμία να πάρει μέρος στο μεθοκόπι, με τον απαράβατο όρο πως θα διατηρούσε τη γύμνια της και πως θα καθόταν πάνω στο τραπέζι, στο οποίο πρότεινε να τοποθετήσουν τους μεζέδες που θα συνόδευαν τη βότκα. Οι άνδρες κάθισαν στις καρέκλες, η Αντωνίνα Αλεξέγιεβνα κάθισε πάνω στο τραπέζι, και το μεθοκόπι άρχισε.
Δεν θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε απολύτως υγιεινό το να κάθεται μια γυμνή γυναίκα πάνω στο τραπέζι που τρώνε δύο άνδρες. Επιπλέον, η Αντωνίνα Αλεξέγιεβνα ήταν γυναίκα με αφράτο σώμα και, βέβαια, όχι ιδιαιτέρως καθαρό, αφού η υπόθεση είχε πάρει μια κολασμένη τροπή.
Τέλος πάντων, δεν άργησαν να ζαβλακωθούν και οι τρεις από το ποτό και να πέσουν για ύπνο: οι άνδρες στο πάτωμα και η Αντωνίνα Αλεξέγιεβνα πάνω στο τραπέζι.
Κι έτσι αποκαταστάθηκε η τάξη -μετά σιωπής- στην οικιακή κολεκτίβα.


ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Άμπραμ Ντεμιάνοβιτς Πεντοπάσωφ ούρλιαξε και σκέπασε μ’ ένα μαντίλι τα μάτια του. Μα ήταν πολύ αργά. Η στάχτη και η σκόνη είχαν σκεπάσει τα μάτια του Άμπραμ Ντεμιάνοβιτς. Έκτοτε, τα μάτια του πονούσαν και έβγαζαν συνεχώς σιχαμερές τσίμπλες, ώσπου ο Άμπραμ Ντεμιάνοβιτς τυφλώθηκε.
Αφού η τύφλωση είναι αναπηρία, τον έδιωξαν από τη δουλειά του και του πέταξαν το άθλιο ξεροκόμματο του ποσού των τριάντα έξι ρουβλίων τον μήνα.
Είναι φανερό πως αυτά τα χρήματα δεν έφταναν στον Άμπραμ Ντεμιάνοβιτς για να ζήσει. Ένα κιλό ψωμί κοστίζει ένα ρούβλι και δέκα καπίκια· κι ένα πράσο, πενήντα οκτώ καπίκια.
Κι έτσι, ο βιομηχανικός ανάπηρος άρχισε να συγκεντρώνει όλο και περισσότερο την προσοχή του στους σκουπιδοτενεκέδες.
Για έναν τυφλό ήταν πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει τα βρώσιμα αποφάγια από τα φλούδια και τις βρωμιές.
Άσε που ήταν σχεδόν ακατόρθωτο να εντοπίσει τον σκουπιδοτενεκέ στην αυλή κάποιου συμπολίτη του. Να τον δει δεν μπορούσε, και ήταν τουλάχιστον άκομψο να ρωτήσει: «Θα μπορούσατε να με οδηγήσετε στον σκουπιδοτενεκέ σας;»
Το μόνο που έμενε ήταν η μυρωδιά.
Μερικοί σκουπιδοτενεκέδες ζέχνουν τόσο πολύ, που τους αντιλαμβάνεσαι από μίλια μακριά. Άλλοι όμως είναι απολύτως αδύνατον να εντοπιστούν.
Φυσικά, είσαι τυχερός αν πέσεις σε κανέναν καλόκαρδο διαχειριστή. Οι περισσότεροι, όμως, σε διώχνουν με τρόπο που σου κόβει αυτόματα την όρεξη.
Κάποτε, ο Άμπραμ Ντεμιάνοβιτς χώθηκε στον σκουπιδοτενεκέ κάποιου κι ενώ βρισκόταν εκεί μέσα τον δάγκωσε ένας ποντικός και βγήκε έξω αμέσως, κι εκείνη τη μέρα δεν έφαγε τίποτα. Ένα πρωί όμως κάτι πετάχτηκε από το δεξί του μάτι.
Ο Άμπραμ Ντεμιάνοβιτς έτριψε το μάτι και ξαφνικά είδε φως. Και ύστερα κάτι πετάχτηκε από το αριστερό του μάτι και είδε επίσης φως.
Κι από κείνη τη μέρα η ζωή ήταν μόνο κατηφόρα για τον Άμπραμ Ντεμιάνοβιτς.
Όλοι τον ήθελαν κοντά τους.
Για τον Λαϊκό Σύνδεσμο Βαριάς Βιομηχανίας ο Άμπραμ Ντεμιάνοβιτς ήταν ένας μικρός θρύλος.
Κι έτσι έφτιαξε τη ζωή του μια χαρά ο Άμπραμ Ντεμιάνοβιτς.


ΕΝΑΣ ΙΠΠΟΤΗΣ
Ο Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς Αλεξέγιεφ ήταν πραγματικός ιππότης. Να, για παράδειγμα, σε μια περίπτωση, βλέποντας από το τραμ μια κυρία να παραπατά στο κράσπεδο του πεζοδρομίου και να πέφτει από την τσάντα της ένα γυάλινο αμπαζούρ -το οποίο προφανώς έσπασε- και θέλοντας να βοηθήσει την κυρία, αποφάσισε να θυσιαστεί και, πηδώντας από το τραμ που είχε αναπτύξει ταχύτητα, έπεσε κι έκανε τη μούρη του λιώμα σε μια πέτρα. Μιαν άλλη φορά, βλέποντας μια κυρία, που προσπαθούσε να σκαρφαλώσει έναν φράχτη, να έχει παγιδευτεί -καθώς το πουκάμισό της πιάστηκε σ’ ένα καρφί, και δεν μπορούσε να πάει ούτε εμπρός ούτε πίσω- ταράχτηκε τόσο πολύ, που από την ταραχή του έσπασε δύο μπροστινά δόντια με την γλώσσα του. Με λίγα λόγια, ο Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς ήταν πραγματικά ο πιο ευγενής ιππότης, και όχι μόνο για τις κυρίες. Ο Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς μπορούσε να θυσιάσει με πρωτόγνωρη ευκολία τη ζωή του για να υπερασπίσει την τιμή του, τον τσάρο και την πατρίδα, όπως απέδειξε το ’14, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος με τους Γερμανούς. Τότε, πετάχτηκε στον δρόμο από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου, κραυγάζοντας: «Για την πατρίδα!» Σαν από θαύμα, ο Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς την γλύτωσε με ασήμαντες απώλειες, και σύντομα -ασυνήθιστα ένθερμος πατριώτης καθώς ήταν- έφυγε για το μέτωπο.
Εκεί, διακρίθηκε για το πρωτάκουστα υψηλό ηθικό του και πάντα μα πάντα πρόφερε τις λέξεις «λάβαρο», «σάλπισμα», ακόμα και «επωμίδες», μ’ ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό του.
Το ’16, ο Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς πληγώθηκε στ’ αχαμνά και τον απομάκρυναν από το μέτωπο.
Ως πρώτου βαθμού ανάπηρος, δεν μπορούσε πλέον να υπηρετήσει κι έτσι εκμεταλλεύτηκε τον άπλετο χρόνο που είχε, θέτοντας τον πατριωτισμό του στην υπηρεσία των εφημερίδων.
Κάποτε, ψιλοκουβεντιάζοντας με τον Κωνσταντίν Λεμπέντεφ, ο Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς κατέληξε με τη συνηθισμένη φράση του: «Υπέφερα για την πατρίδα και τσάκισα τ’ αχαμνά μου, αλλά επιβίωσα με τη δύναμη που μου έδινε η πίστη στο πισινό μου υποσυνείδητο».
«Και έγινες εντελώς βλάκας!» είπε ο Κωνσταντίν Λεμπέντεφ. «Τις μεγαλύτερες υπηρεσίες στην πατρίδα τις προσφέρουν μόνο οι φιλελεύθεροι».
Για κάποιον λόγο, οι λέξεις αυτές εντυπώθηκαν με τόση δύναμη στο μυαλό του Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς, ώστε το ’17, χαρακτήριζε ήδη τον εαυτό του έναν «φιλελεύθερο, του οποίου τ’ αχαμνά υπέφεραν για χάρη της γης του».
Ο Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς υποδέχθηκε με ενθουσιασμό την Επανάσταση, παρά το γεγονός πως του στέρησε τη σύνταξή του. Για κάμποσο καιρό, ο Κωνσταντίν Λεμπέντεφ του έδινε καλαμοσάκχαρο, σοκολάτα, λίπος και πλιγούρι. Όμως, όταν ο Κωνσταντίν Λεμπέντεφ έφυγε ξαφνικά -ποιος ξέρει για πού- ο Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς έπρεπε να βγει στους δρόμους και να ζητιανέψει. Στην αρχή, άπλωνε το χέρι και έλεγε:
«Δώστε ό,τι έχετε ευχαρίστηση, ο θεός να σας έχει καλά. Τ’ αχαμνά μου πέρασαν τα πάνδεινα για χάρη της πατρίδας».
Όμως αυτό δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Τότε, ο Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς αντικατέστησε τη λέξη «πατρίδα» με τη λέξη «επανάσταση». Μα ούτε κι αυτό είχε επιτυχία. Ύστερα, συνέθεσε ένα επαναστατικό τραγούδι και μόλις έβλεπε να έρχεται κανένα άτομο που θα μπορούσε -κατά την γνώμη του- να δώσει ελεημοσύνη, έκανε ένα υπερήφανο βήμα μπροστά, έριχνε πίσω το κεφάλι με αξιοπρέπεια και άρχιζε να τραγουδάει:

Εμπρός! Στα οδοφράγματα τρέξτε να συνταχθούμε
Για την ελευθερία μας, αν πρέπει, ας χαθούμε!

Και, χτυπώντας τις φτέρνες με καμάρι, όπως κάνουν οι Πολωνοί, ο Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς πρότεινε το καπέλο του και έλεγε:
«Ό,τι έχετε ευχαρίστηση, ο θεός να σας έχει καλά».
Αυτό το κόλπο έπιασε και ο Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς σπάνια έμεινε μια μέρα χωρίς φαγητό.
Όλα πήγαιναν μια χαρά, ώσπου -το ’22- ο Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς έτυχε να γνωρίσει κάποιον Ιβάν Ιβάνοβιτς Πουζίργιωφ, που ασχολιόταν με το εμπόριο ηλιέλαιου. Ο Πουζίργιωφ προσκάλεσε τον Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς σ’ ένα καφενείο, τον κέρασε πραγματικό καφέ και, την ώρα που ο ίδιος μασουλούσε τα βουτήματα, του εξέθεσε διεξοδικά κάποιο είδος περίπλοκης δραστηριότητας, από την οποία ο Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς δεν κατάλαβε παρά μόνον ότι έπρεπε να κάνει κάτι, για το οποίο ο Πουζίργιωφ θα τον αντάμειβε με τα πλουσιότερα τρόφιμα. Ο Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς συμφώνησε, και ο Πουζίργιωφ, για ν’ ανταμείψει πάραυτα την άμεση ανταπόκρισή του, του πέρασε κάτω από το τραπέζι δύο κουτιά τσάι κι ένα πακέτο τσιγάρα πολυτελείας.
Κατόπιν τούτου, ο Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς πήγαινε κάθε πρωί να συναντήσει τον Πουζίργιωφ στην αγορά και, παραλαμβάνοντας κάποιο είδος εγγράφων με ακατάληπτες υπογραφές κι ένα σωρό σφραγίδες, έπαιρνε ένα έλκηθρο -τον χειμώνα- ή μιαν άμαξα -το καλοκαίρι- και άρχιζε να επισκέπτεται διάφορα ιδρύματα, να δείχνει τα έγγραφα, να παραλαμβάνει, ως αντιπρόσωπος του Πουζίργιωφ,   κάτι σαν μεγάλα κιβώτια, να τα φορτώνει στο έλκηθρο ή στην άμαξα και να τα πηγαίνει, αργά το απόγευμα, στο σπίτι του Πουζίργιωφ.
Μια φορά όμως, μόλις σταμάτησε το έλκηθρό του μπροστά στο σπίτι του Πουζίργιωφ, τον πλησίασαν δύο άνδρες, ο ένας από τους οποίους φορούσε στρατιωτικό αμπέχονο, και τον ρώτησαν:
«Ονομάζεσαι Αλεξέγιεφ;»
Ύστερα τον έβαλαν σ’ ένα αυτοκίνητο και τον πήγαν στη φυλακή.
Στη διάρκεια της ανάκρισης, ο Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς δεν μπορούσε να καταλάβει το παραμικρό. Έτσι, έλεγε και ξανάλεγε πως είχε υποφέρει τα πάνδεινα για χάρη της επαναστατικής πατρίδας του. Αυτό δεν τον απάλλαξε από δέκα χρόνια εξορίας στις βόρειες περιοχές της πατρίδας του.
Το ’28, επιστρέφοντας στο Λένινγκραντ, άρχισε ν’ ασκεί την παλιά του τέχνη: στάθηκε στη γωνία της οδού Βολοντάρσκι, τίναξε πίσω το κεφάλι με αξιοπρέπεια, χτύπησε τις φτέρνες και τραγούδησε:

Εμπρός! Στα οδοφράγματα τρέξτε να συνταχθούμε
Για την ελευθερία μας, αν πρέπει, ας χαθούμε!

Μα δεν πρόλαβε να τραγουδήσει τον επαναστατικό του ύμνο δεύτερη φορά. Τον έβαλαν σ’ ένα σκεπαστό φορτηγό, που χάθηκε κάπου προς την κατεύθυνση του υπουργείου των ναυτικών. Έκτοτε, δεν τον είδε κανείς.
Να, λοιπόν, η σύντομη ιστορία του άξιου ιππότη και πατριώτη Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς Αλεξέγιεφ.


ΙΒΑΝ ΓΙΑΚΟΦΛΕΒΙΤΣ ΜΠΟΜΠΩΦ
Ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς Μπομπώφ ξύπνησε όσο πιο ευδιάθετος θα μπορούσε να ξυπνήσει ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς Μπομπώφ. Έβγαλε το κεφάλι απ’ την κουβέρτα, κοίταξε πάνω κι εντόπισε αμέσως την οροφή. Την οροφή αυτή τη διακοσμούσε ένας μεγάλος γκρίζος λεκές με πρασινωπές άκρες. Αν έκλεινες το ένα μάτι και κοιτούσες προσεκτικά, ο λεκές έπαιρνε τη μορφή ενός ρινόκερου ζεμένου σε χειράμαξα, αν και κάποιοι ισχυρίζονταν πως έμοιαζε περισσότερο με γιγαντιαίο δίπατο τραμ. Εν πάση περιπτώσει, το πιθανότερο ήταν ν’ ανακαλύψεις ακόμα και ολόκληρη πόλη σ’ εκείνον τον λεκέ.
Ιβάν Γιακόφλεβιτς κοίταξε την οροφή, αν και όχι προς το μέρος του λεκέ. Γενικά κοίταξε, χωρίς να σταθεί το βλέμμα του κάπου συγκεκριμένα. Κι αφού κοίταξε, χαμογέλασε κι έτριψε τα μάτια του. Ύστερα τα γούρλωσε και σήκωσε τα φρύδια τόσο ψηλά, που το μέτωπό του γέμισε πτυχές σαν ακορντεόν. Και δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει το μέτωπό του πάλι μέτωπο, αν δεν μισόκλεινε ξαφνικά τα μάτια, κι αν δεν ξανακουκουλωνόταν με την κουβέρτα, σαν να είδε κάτι που τον έκανε να ντραπεί. Τόσο γρήγορη ήταν η κίνησή του, ώστε τα γυμνά του πόδια ξεσκεπάστηκαν και μια μύγα, χωρίς να χάσει καιρό, πήγε και θρονιάστηκε στο μεγάλο δάχτυλο του αριστερού. Ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς κούνησε το δάχτυλό του και η μύγα πέταξε και πήγε και κάθισε στην φτέρνα του. Τότε ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς άρπαξε την κουβέρτα και με τα δυο του πόδια: με το ένα την άρπαξε από πάνω και με το άλλο από κάτω. Κι αφού την άρπαξε, την τράβηξε και ξεσκέπασε το κεφάλι του. «Άντε πηδήξου!» είπε και ξεφύσηξε με θυμό. Συνήθως, όποτε κατάφερνε να κάνει κάτι ή αντίθετα, όταν αποτύγχανε εντελώς, ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς έλεγε πάντα «Άντε πηδήξου!» Φυσικά, όχι αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσουν οι από γύρω, αλλά σιγανά, ίσα που ν’ ακουστεί από τον ίδιο του τον εαυτό. Κι έτσι, αφού είπε «Άντε πηδήξου!» ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς ανακάθισε στο κρεβάτι και άπλωσε το χέρι του στην καρέκλα, όπου βρίσκονταν το παντελόνι, το πουκάμισο και τα εσώρουχά του. Όσο για το παντελόνι, ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς το ήθελε πάντα με ρίγες. Ήρθε όμως κάποια εποχή που ήταν αδύνατο να βρει. Πήγε στο κατάστημα της Λενινγκραντοντέζντα,* στο τοπικό πολυκατάστημα, στα καταστήματα του κέντρου, στο Γκόστινι Ντβορ*  – γύρισε όλα τα μαγαζιά της Πετρούπολης... Όργωσε την όχθη του Όχτα,** μα παντελόνι με ρίγες δεν βρήκε πουθενά. Και το παλιό του ήταν τόσο φθαρμένο, που δεν φοριόταν πια. Το είχε μπαλώσει κάμποσες φορές, μα στο τέλος ούτε το μπάλωμα έσωζε την κατάσταση. Ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς πήρε πάλι σβάρνα τα καταστήματα και αφού δεν βρήκε ούτε αυτή τη φορά παντελόνι με ρίγες, αποφάσισε ν’ αγοράσει ένα καρό. Μα ούτε και καρό παντελόνι βρήκε να πουλάνε. Τότε, ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς αποφάσισε ν’ αγοράσει ένα γκρίζο, μα γκρίζο δεν βρήκε πουθενά. Ούτε και μαύρο υπήρχε στο νούμερό του. Τότε, ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς είπε ν’ αγοράσει ένα μπλε παντελόνι, αλλά όσο έψαχνε για μαύρο, τα μπλε και τα καφέ πουλήθηκαν όλα. Τελικά, ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς δεν είχε άλλη λύση από ένα πρασινοκίτρινο τουΐντ παντελόνι. Στο κατάστημα, ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς διαπίστωσε πως το παντελόνι δεν είχε καθόλου ζωηρό χρώμα και πως τα κίτρινα στίγματα δεν φαίνονταν καν. Όμως, όταν πήγε στο σπίτι του, διαπίστωσε και κάτι άλλο: το ένα μπατζάκι είχε απόχρωση αρκετά ανεκτή, αλλά το άλλο ήταν απλά τουρκουάζ, με αποτέλεσμα να λάμπουν εκτυφλωτικά τα κίτρινα στίγματα. Ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς προσπάθησε να γυρίσει το παντελόνι τα μέσα έξω, τότε όμως και τα δύο μπατζάκια παρουσίαζαν μιαν απόχρωση κίτρινου υφάσματος κεντημένου με μπιζέλια και ήταν τόσο κραυγαλέα, που και μόνο να παρουσιαζόταν κάποιος στην σκηνή, μετά από μια κινηματογραφική προβολή, το κοινό θα τον γιουχάριζε το λιγότερο μισή ώρα. Επί δύο ημέρες ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς δεν αποφάσιζε να φορέσει το καινούργιο παντελόνι, μα όταν το παλιό σκίστηκε τόσο πολύ, ώστε ακόμα και από μεγάλη απόσταση μπορούσε κανείς να δει πως τα εσώρουχά του έχριζαν εσπευσμένα μανταρίσματος, δεν είχε άλλη λύση. Την πρώτη φορά που το φόρεσε, βγήκε έξω εξαιρετικά προσεκτικά. Πρόβαλε το κεφάλι του από την εξώπορτα, κοίταξε δεξιά αριστερά και μόνον όταν σιγουρεύτηκε πως δεν ερχόταν κανείς, βγήκε στον δρόμο και κατευθύνθηκε με γρήγορο βήμα προς το γραφείο του. Ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησε ήταν ένας πλανόδιος πωλητής μήλων με το καλάθι του στο κεφάλι. Δεν είπε τίποτα όταν συνέλαβε με την άκρη του ματιού του τον Ιβάν Γιακόφλεβιτς και μόνον όταν ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς τον προσπέρασε, σταμάτησε και -δεδομένου ότι το καλάθι δεν του επέτρεπε να γυρίσει το κεφάλι- γύρισε ολόκληρος και ακολούθησε με το βλέμμα τον Ιβάν Γιακόφλεβιτς. Και ίσως να είχε κουνήσει το κεφάλι, αν δεν ήταν εκείνο το καλάθι που λέγαμε. Ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς κορδώθηκε, θεωρώντας το συναπάντημά του με τον πλανόδιο πωλητή καλό οιωνό. Δεν είχε δει την αντίδραση του μικρεμπόρου και πείστηκε πως το παντελόνι του δεν ήταν τόσο γελοίο όσο νόμιζε. Και να που φάνηκε ένας υπάλληλος γραφείου -όπως άλλωστε και ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς- μ’ έναν χαρτοφύλακα στη μασχάλη. Ο υπάλληλος γραφείου βάδιζε γρήγορα, χωρίς να κοιτάζει γύρω του. Μάλλον το πεζοδρόμιο κοίταζε. Φτάνοντας στο ίδιο επίπεδο με τον Ιβάν Γιακόφλεβιτς, έριξε μια ξαφνική ματιά στο παντελόνι του και σταμάτησε απότομα. Το ίδιο έκανε και ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς. Ο υπάλληλος γραφείου κοίταξε τον Ιβάν Γιακόφλεβιτς, όπως άλλωστε και ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς τον υπάλληλο γραφείου.
«Με συγχωρείτε», είπε ο υπάλληλος γραφείου. «Μήπως θα μπορούσατε να μου πείτε πως να πάω στην... εθνική... τράπεζα;»
«Για να πάτε εκεί, πρέπει να πάρετε αυτόν τον δρόμο... να περάσετε τη γέφυρα... όχι, εννοώ, πρέπει να πάτε πρώτα έτσι κι έπειτα έτσι...» είπε ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς.
Ο υπάλληλος γραφείου τον ευχαρίστησε και απομακρύνθηκε βιαστικά. Ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς προχώρησε μερικά μέτρα, μα βλέποντας πως αυτή τη φορά δεν ερχόταν προς το μέρος του ένας υπάλληλος γραφείου, αλλά μία υπάλληλος γραφείου, κατέβασε το κεφάλι και πήγε τρέχοντας στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς έφτασε στο γραφείο καθυστερημένος και κακοδιάθετος. Φυσικά, οι συνάδελφοί του εστίασαν την προσοχή τους στο πράσινο παντελόνι με τα διαφορετικά σε απόχρωση μπατζάκια, αλλά προφανώς, υποθέτοντας πως αυτή ήταν η αιτία της κακής του διάθεσης, έκριναν σκόπιμο να μην τον επιβαρύνουν με ερωτήσεις. Ο Ιβάν Γιακόφλεβιτς υπέφερε τα πάνδεινα επί δύο εβδομάδες, φορώντας το πράσινο παντελόνι, ώσπου ένας από τους συναδέλφους του, κάποιος Απόλλων Μαξίμοβιτς Σίλωφ, του πρότεινε ν’ αγοράσει ένα ριγέ παντελόνι από τον ίδιο τον Απόλλωνα Μαξίμοβιτς, αφού του Απόλλωνα Μαξίμοβιτς του περίσσευε ένα ριγέ παντελόνι.

Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΜΥΣΙΝ

Είπαν στον Μύσιν: «Έλα, Μύσιν, σήκω τώρα!»
Και είπε ο Μύσιν: «Δεν σηκώνομαι». Και συνέχισε να μένει ξαπλωμένος στο πάτωμα.
Τότε ήρθε ο Καλούγκιν και του είπε: «Αν δεν σηκωθείς, Μύσιν, θα σε σηκώσω με το ζόρι».
«Όχι», είπε ο Μύσιν, συνεχίζοντας να κείτεται στο πάτωμα.
Η Σελίζνεβα πήγε κοντά στον Μύσιν και του είπε: «Μύσιν, είσαι μονίμως ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στο πάτωμα του διαδρόμου και μας εμποδίζεις να κινηθούμε».
«Εμποδίστηκα και θα εμποδίσω», είπε ο Μύσιν.
«Λοιπόν, τι θα έλεγες...» είπε ο Κορσούνωφ, όμως ο Καλούγκιν τον διέκοψε και είπε:
«Τι καθόμαστε και το κουβεντιάζουμε τόση ώρα! Να καλέσουμε την πολιτοφυλακή!»
Πήραν την πολιτοφυλακή και ζήτησαν να πάει αμέσως στο σπίτι ένας πολιτοφύλακας.
Ο πολιτοφύλακας έφτασε μετά από μισή ώρα μαζί με τον διαχειριστή.
«Τι γίνεται εδώ;» ρώτησε ο πολιτοφύλακας.
«Πώς θα σου φαινόταν...» είπε ο Κορσούνωφ, αλλά ο Καλούγκιν τον διέκοψε και είπε:
«Η κατάσταση έχει ως εξής. Αυτός ο πολίτης είναι συνέχεια ξαπλωμένος στον διάδρομο και μας εμποδίζει να κινηθούμε. Προσπαθήσαμε να του το εξηγήσουμε, αλλά...»
Στο σημείο αυτό τον διέκοψε η Σελίζνεβα, η οποία είπε:
«Του ζητήσαμε να φύγει, αλλά δεν φεύγει».
«Ναι», είπε ο Κορσούνωφ.
Ο πολιτοφύλακας πήγε πάνω από τον Μύσιν.
«Γιατί έχεις ξαπλώσει εδώ, πολίτη;» τον ρώτησε. «Ξεκουράζομαι», είπε ο Μύσιν.
«Δεν είμαι μέρος εδώ για ξεκούραση, πολίτη. Πού μένεις;»
«Εδώ», είπε ο Μύσιν.
«Πού είναι το δωμάτιό σου;» ρώτησε ο πολιτοφύλακας.
«Τον έχουν χρεώσει σ’ αυτό το σπίτι, αλλά δεν έχει δωμάτιο», είπε ο Καλούγκιν.
«Περίμενε μισό λεπτό, πολίτη», είπε ο πολιτοφύλακας. «Θέλω να κουβεντιάσω μαζί του. Πολίτη, που κοιμάσαι;»
«Εδώ», είπε ο Μύσιν.
«Επιτρέψτε μου...» είπε ο Κορσούνωφ, αλλά ο Καλούγκιν τον διέκοψε και είπε:
«Ούτε κρεβάτι έχει. Και ξαπλώνει έτσι πάνω στο γυμνό πάτωμα».
«Παραπονιούνται πολύ καιρό γι’ αυτόν», είπε ο διαχειριστής.
«Είναι εντελώς αδύνατον να περάσουμε από τον διάδρομο», είπε η Σελίζνεβα. «Δεν γίνεται να περνάω πάνω από έναν άντρα συνέχεια. Κι απλώνει χέρια και πόδια επίτηδες και κάθεται εκεί ανάσκελα και κοιτάζει πάνω. Έρχομαι στο σπίτι κουρασμένη από τη δουλειά. Έχω ανάγκη από λίγη ξεκούραση».
«Και μπορώ να προσθέσω...» είπε ο Κορσούνωφ, αλλά ο Καλούγκιν τον διέκοψε και είπε:
«Είναι εδώ ξαπλωμένος ακόμα και το βράδυ. Σκουντουφλάμε πάνω του μέσα στο σκοτάδι. Εγώ τις προάλλες έπεσα πάνω του κι έσκισα την κουβέρτα μου».
«Οι τσέπες του είναι γεμάτες με πινέζες και του πέφτουν και δεν μπορεί κανείς να περπατήσει ξυπόλυτος στον διάδρομο. Όλο και κάποια θα καρφωθεί στο πόδι του», είπε η Σελίζνεβα.
«Προχθές ήθελαν να τον κάψουν με κηροζίνη», είπε ο διαχειριστής.
«Τον ραντίσαμε με κηροζίνη...» είπε ο Κορσούνωφ, αλλά ο Καλούγκιν  τον διέκοψε και είπε:
«Μόνο τον ραντίσαμε, για να τον τρομάξουμε, αλλά δεν θα του βάζαμε φωτιά».
«Όχι, βέβαια! Εγώ δεν θ’ άντεχα να δω έναν άντρα να καίγεται μπροστά μου», είπε η Σελίζνεβα.
«Μα, γιατί αυτός ο πολίτης ξαπλώνει στον διάδρομο;» ρώτησε ξαφνικά ο πολιτοφύλακας.
«Αυτό είναι μυστήριο!» είπε ο Κορσούνωφ, αλλά ο Καλούγκιν  τον διέκοψε και είπε:
«Ίσως επειδή δεν έχει πού αλλού να ξαπλώσει. Το δικό μου δωμάτιο είναι αυτό, το δικό της είναι εκείνο, και του Μύσιν ο διάδρομος».
«Και πάλι δεν είναι σωστό», είπε ο πολιτοφύλακας. «Όλος ο κόσμος ξαπλώνει στο δωμάτιό του».
«Μα δεν έχει άλλο δωμάτιο από τον διάδρομο», είπε ο Καλούγκιν.
«Σωστά», είπε ο Κορσούνωφ.
«Κι έτσι πάει και ξαπλώνει εκεί», είπε η Σελίζνεβα.
«Δεν είναι σωστό, δεν είναι σωστό», είπε ο πολιτοφύλακας και έφυγε μαζί με τον διαχειριστή.
Ο Κορσούνωφ έσκυψε πάνω από τον Μύσιν.
«Λοιπόν, τι λες;» ούρλιαξε. «Πώς σου φάνηκε αυτό;»
«Μισό λεπτό», είπε ο Καλούγκιν. Και πλησιάζοντας τον Μύσιν του είπε:
«Άκουσες τον πολιτοφύλακα; Σήκω πάνω αμέσως!»
«Δεν πρόκειται να σηκωθώ», είπε ο Μύσιν, ξαπλωμένος με την άνεσή του στο πάτωμα.
«Τώρα θα το κάνει επίτηδες και συνέχεια και για πάντα!» είπε η Σελίζνεβα.
«Σίγουρα» είπε ο Καλούγκιν κάπως εκνευρισμένος.
Και ο Κορσούνωφ είπε: «Δεν αμφιβάλω γι’ αυτό. Είναι ολοφάνερο!»


ΠΕΡΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ
Όλοι γνωρίζουμε πόσο επικίνδυνο είναι να καταπίνουμε πέτρες. Ένας φίλος μου έφτασε στο σημείο να επινοήσει την έκφραση «Ε-κατα-πέ», που σημαίνει: «Είναι επικίνδυνο να καταβροχθίζουμε πέτρες». Πολύ χρήσιμη επινόηση. Το «Ε-κατα-πέ» απομνημονεύεται εύκολα κι όταν παραστεί ανάγκη μπορούμε να το θυμηθούμε αμέσως.
Αυτός ο φίλος μου, που λέτε, ήταν θερμαστής σε μιαν ατμομηχανή. Έκανε δρομολόγια στη Γραμμή του Νότου ή στη Μόσχα. Τον έλεγαν Νικολάι Ιβάνοβιτς Σερπούκωφ και κάπνιζε τσιγάρα με τριάντα πέντε καπίκια το πακέτο, γιατί -έλεγε συνέχεια- του έφερναν λιγότερο βήχα, ενώ αυτά που έκαναν πέντε ρούβλια -επέμενε- του έγδερναν τον λαιμό.
Και μια μέρα, ο Νικολάι Ιβάνοβιτς έτυχε να μπει στο εστιατόριο του ξενοδοχείου Γιεφροπέισκαγια. Και κάθισε ο Νικολάι Ιβάνοβιτς σ’ ένα τραπέζι και στο διπλανό τραπέζι κάθονταν κάτι ξένοι και μασουλούσαν μήλα.
Και τότε σκέφτηκε ο Νικολάι Ιβάνοβιτς:
«Έτσι αξίζει» -σκέφτηκε ο Νικολάι Ιβάνοβιτς- «αυτή είναι ζωή!»
Και δεν πρόλαβε να τελειώσει την σκέψη του, όταν φανερώθηκε μπροστά του μια νεράιδα και του είπε:
«Τι θέλεις, καλέ μου άνθρωπε;»
Βέβαια, σ’ ένα εστιατόριο επικρατεί πάντα κάποια φασαρία από την οποία  μπορεί -ούτως ειπείν- να προκύψει μια μικρόσωμη κυρία. Ακόμα και οι ξένοι σταμάτησαν να μασουλούν τα μήλα τους.
Όσο για τον ίδιο τον Νικολάι Ιβάνοβιτς, πήρε την κατάσταση στα χέρια του με αστόχαστη ευκολία και, για να την ξαποστείλει, της είπε:
«Συγχωρείστε με, αλλά δεν επιθυμώ το παραμικρό».
«Δεν καταλαβαίνεις», είπε η άγνωστη κυρία. «Εγώ» -είπε- «είμαι αυτό που λένε νεράιδα. Μπορώ να σου δώσω ό,τι επιθυμήσεις στο άψε σβήσε».
Ο Νικολάι Ιβάνοβιτς έτυχε να παρατηρήσει πως κάποιος πολίτης με γκρίζο δίκοχο άκουγε με περιέργεια τη συνομιλία τους. Ο αρχιμάγειρας εισέβαλε στην αίθουσα από την ορθάνοιχτη πόρτα και πίσω του χίμηξε κάποιος άλλος με το τσιγάρο στο στόμα.
«Φτου σου, ρε διάολε!» σκέφτηκε ο Νικολάι Ιβάνοβιτς. «Δεν λέγεται τι θα γίνει».
Και πραγματικά δεν λέγεται τι έγινε. Ο αρχιμάγειρας άρχισε να πηδάει πάνω στα τραπέζια, οι ξένοι μάζευαν τα χαλιά - ένας θεός ξέρει γιατί! Έκαναν όλοι ό,τι τους κατέβαινε!
Ο Νικολάι Ιβάνοβιτς πετάχτηκε στον δρόμο, χωρίς να πάρει το καπέλο του από το βεστιάριο, και άρχισε να τρέχει κατά την οδό Λασάλ, μονολογώντας: «Ε-κατα-πέ, είναι επικίνδυνο να καταβροχθίζουμε πέτρες». Σίγουρα δεν είχε ξαναγίνει τέτοιο πράγμα!
Και φτάνοντας στο σπίτι του, ο Νικολάι Ιβάνοβιτς είπε στη γυναίκα του: «Μην ανησυχήσεις, Γιεκατερίνα Πέτροβνα· μην τρομάξεις. Απλά, δεν υπάρχει ισορροπία στον κόσμο. Ένα-ενάμισι κιλό λάθος έγινε σ’ ολόκληρο το σύμπαν, αλλά είναι πραγματικά εντυπωσιακό, Γιεκατερίνα Πέτροβνα, πέρα για πέρα εντυπωσιακό!»
Αυτό ήταν όλο.

ΠΑΚΙΝ ΚΑΙ ΡΑΚΟΥΚΙΝ

«Σταμάτα να ρουφάς τη μύτη σου!» είπε ο Πακίν στον Ρακούκιν.
Ο Ρακούκιν ρούφηξε τη μύτη του κι έριξε μιαν άγρια ματιά στον Πακίν.
«Τι κοιτάζεις; Δεν είδες αρκετά;» ρώτησε ο Πακίν.
Ο Ρακούκιν δάγκωσε τα χείλια του, χώθηκε αγανακτισμένος στην περιστρεφόμενη πολυθρόνα του, και άρχισε να κοιτάζει αλλού. Ο Πακίν έπαιξε έναν σκοπό με τα δάχτυλα στο γόνατό του και είπε:
«Τι βλάκας! Πόσο θα ’θελα να είχα τώρα ένα γερό ξύλο να του το κοπανήσω στο κεφάλι».
Ρακούκιν σηκώθηκε και πήγε να βγει από το δωμάτιο, αλλά ο Πακίν πετάχτηκε πάνω, του έκοψε τον δρόμο και είπε:
«Περίμενε μισό λεπτό! Πού διάβολο πηγαίνεις; Καλύτερα να μείνεις εδώ. Έχω κάτι να σου δείξω. Κάθισε κάτω, λοιπόν».
Ρακούκιν σταμάτησε και κοίταξε με δυσπιστία τον Πακίν.
«Τι, δεν με πιστεύεις;» ρώτησε ο Πακίν.
«Σε πιστεύω», είπε ο Ρακούκιν.
«Τότε κάθισε σ’ αυτήν την πολυθρόνα», είπε ο Πακίν.
Και ο Ρακούκιν κάθισε πάλι στην περιστρεφόμενη πολυθρόνα του.
«Λοιπόν», είπε Πακίν, «γιατί κάθεσαι σ’ αυτήν την πολυθρόνα, σαν τον χαζό;»
Ρακούκιν τέντωσε τα πόδια του και άρχισε να παίζει γρήγορα τα βλέφαρά του.
«Μην παίζεις τα βλέφαρά σου», είπε Πακίν.
Ο Ρακούκιν σταμάτησε να παίζει τα βλέφαρά του και, καμπουριάζοντας, έγειρε το κεφάλι στον ώμο.
«Κάθισε ίσια», είπε ο Πακίν.
Ο Ρακούκιν, καμπουριασμένος όπως ήταν, φούσκωσε την κοιλιά του και τέντωσε τον λαιμό του.
«Ε!» είπε ο Πακίν. «Θα σου ’δινα μια ξανάστροφη κατευθείαν στο στόμα, μα δεν την χαραμίζω».
Τον Ρακούκιν τον έπιασε λόξιγκας, πήρε μια βαθειά ανάσα και ύστερα έβγαλε τον αέρα προσεκτικά από τα ρουθούνια του.
«Σταμάτα να ρουφάς τη μύτη σου!» είπε ο Πακίν.
Ο Ρακούκιν τέντωσε ακόμα περισσότερο τον λαιμό του κι άρχισε πάλι να παίζει τα βλέφαρά του με απίστευτη ταχύτητα.
Ο Πακίν είπε:
«Ρακούκιν, αν δεν σταματήσεις αμέσως να παίζεις τα βλέφαρά σου, θα σου δώσω μια γερή κλοτσιά στο στήθος».
Ο Ρακούκιν, προκειμένου να μην παίζει τα βλέφαρα, έτριξε τα δόντια, τέντωσε ακόμα πιο πολύ τον λαιμό του και έριξε το κεφάλι πίσω.
«Ε, είσαι απαίσιος, δεν μπορώ ούτε να σε βλέπω», είπε ο Πακίν. «Σαν κότα είναι η μούρη σου, μ’ έναν κατάμαυρο λαιμό από την βρώμα».
Την ίδια στιγμή, το κεφάλι του Ρακούκιν άρχισε να υποχωρεί όλο και περισσότερο, ώσπου τελικά χαλάρωσε η αντίσταση του λαιμού και έπεσε στην πλάτη του.
«Τι στο διάβολο!» φώναξε ο Πακίν. «Τι είδος ταχυδακτυλουργικό κόλπο υποτίθεται πως κάνεις;»
Κοιτάζοντας τον Ρακούκιν από τη θέση του Πακίν, νόμιζες πως δεν είχε κεφάλι. Το καρύδι στον λαιμό του Ρακούκιν πετάχτηκε τόσο πολύ, που θα έλεγες πως ήταν η μύτη του.
«Ε, Ρακούκιν!» είπε ο Πακίν.
Ο Ρακούκιν σώπαινε.
«Ρακούκιν!» επανέλαβε ο Πακίν.
Ο Ρακούκιν δεν απάντησε και συνέχισε να μένει ακίνητος.
«Αυτό ήταν», είπε ο Πακίν. «Ο Ρακούκιν τα τίναξε».
Σταυροκοπήθηκε και βγήκε από το δωμάτιο πατώντας στα δάχτυλα.
Ένα τέταρτο της ώρας αργότερα, μια μικρή ψυχή πετάχτηκε από το σώμα του Ρακούκιν κι έριξε ένα μοχθηρό βλέμμα εκεί που καθόταν ο Πακίν. Τότε όμως, η ψηλή μορφή του αγγέλου του θανάτου βγήκε πίσω από το ντουλάπι και, πιάνοντας από το χέρι την ψυχή του Ρακούκιν, την οδήγησε κάπου, περνώντας μέσα από σπίτια και τοίχους. Η ψυχή του Ρακούκιν άρχισε να τρέχει πίσω από τον άγγελο του θανάτου, ρίχνοντας συνεχώς μοχθηρές ματιές πίσω της. Μα ο άγγελος του θανάτου τάχυνε το βήμα του και η ψυχή του Ρακούκιν, πότε πηδώντας και πότε παραπατώντας, χάθηκε στο βάθος του δρόμου.

ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΜΙΑΣ ΥΠΕΡΟΧΗΣ ΜΕΡΑΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ Μια συμφωνία

Δεν είχε καλά-καλά λαλήσει ο πετεινός, όταν ο  Τιμοφέι πήδησε από το παράθυρό του στην στέγη και κοψοχόλιασε τους περαστικούς. Ο Χαρίτων, ο αγρότης, σταμάτησε, έπιασε μια πέτρα και την εκσφενδόνισε καταπάνω στον Τιμοφέι. Ο Τιμοφέι εξαφανίστηκε· κάπου.
«Τι κατεργάρης!» φώναξε το ανθρώπινο κοπάδι, και κάποιος Ζουντώφ πήρε φόρα και κοπάνησε το κεφάλι του σ’ έναν τοίχο.
«Ωχ!» κραύγασε μια αγρότισσα με φουσκωτά μάγουλα. Όμως ο Κομάρωφ της έδωσε δυο αστραπιαία χαστούκια και η γυναίκα έτρεξε ουρλιάζοντας να χωθεί στο σπίτι. Ο Φετελιούσιν που έτυχε να περνάει αποκεί, γέλασε. Ο Κομάρωφ πήγε κοντά του και του είπε:
«Όσο για σένα, κρεατόμαζα!» και τον χτύπησε στο στομάχι. Ο Φετελιούσιν στηρίχτηκε σ’ έναν τοίχο και τον έπιασε λόξυγκας. Ο Ρομάσκιν έφτυσε από το παράθυρό του, προσπαθώντας να πετύχει τον Φετελιούσιν. Την ίδια στιγμή, όχι πολύ μακριά, μια γυναίκα με μεγάλη μύτη χτυπούσε το παιδί της με μια σκάφη, και μια νεαρή χοντρή μητέρα έτριβε το πρόσωπο της χαριτωμένης κορούλας της στα τούβλα ενός τοίχου. Ένα μικρό σκυλί, που είχε σπάσει το ποδαράκι του, ήταν ξαπλωμένο στο πεζοδρόμιο. Ένα αγοράκι έτρωγε κάτι αηδιαστικό από ένα πτυελοδοχείο. Η ουρά για ζάχαρη στο μπακάλικο ήταν πολύ μεγάλη. Οι γυναίκες βλαστημούσαν δυνατά κι έσπρωχναν η μια την άλλη με τις τσάντες τους. Ο Χαρίτων ο αγρότης, έχοντας κατεβάσει κάμποσο πράσινο οινόπνευμα, στεκόταν μπροστά στις γυναίκες με το παντελόνι ξεκούμπωτο και έλεγε προστυχιές.
Έτσι ξεκίνησε μια υπέροχη μέρα του καλοκαιριού.

ΠΕΡΙ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΝ
No. 2

Εδώ έχουμε ένα μπουκάλι βότκα, του θανατηφόρου είδους. Και πίσω από το μπουκάλι βλέπουμε τον Νικολάι Ιβάνοβιτς Σερπούκωφ.
Από το μπουκάλι αναδύονται τοξικοί καπνοί. Κοιτάξτε πώς τους αναπνέει ο Νικολάι Ιβάνοβιτς Σερπούκωφ. Προσέξτε τώρα πώς γλύφει τα χείλη του και στριφογυρίζει τα μάτια του. Προφανώς, της έχει ιδιαίτερη αδυναμία, κυρίως επειδή είναι του θανατηφόρου είδους.
Παρατηρείστε, όμως, πως πίσω από τον Νικολάι Ιβάνοβιτς δεν υπάρχει τίποτα. Όχι ντουλάπι, όχι  σιφονιέρα ή τέλος πάντων κανένα παρόμοιο αντικείμενο, αλλά απολύτως τίποτα· ούτε αέρας. Το πιστεύετε ή όχι -κατά τα κέφια σας- αλλά πίσω από τον Νικολάι Ιβάνοβιτς δεν υπάρχει καν ένα διάστημα δίχως αέρα, ένα διάστημα με αιθέρα, από αυτόν που -όπως λένε- γεμίζει το σύμπαν. Για να το θέσουμε απερίφραστα, δεν υπάρχει τίποτα.
Φυσικά, αυτό είναι ολότελα ασύλληπτο.
Μα δεν μας κόφτει αυτό, αφού το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι η βότκα και ο Νικολάι Ιβάνοβιτς Σερπούκωφ.
Κι έτσι, ο Νικολάι Ιβάνοβιτς παίρνει το μπουκάλι στο χέρι και φέρνει το στόμιο στη μύτη του και μυρίζει και κινεί τα χείλη του σαν κουνέλι.
Τώρα ήρθε η ώρα να πούμε πως, όχι μόνο πίσω από τον Νικολάι Ιβάνοβιτς, αλλά και μπροστά του, όπως κάθεται, μπροστά στο στήθος του και παντού γύρω του, δεν υπάρχει τίποτα. Πλήρης απουσία κάθε ύπαρξης ή, όπως λέει ένα παλιό ευφυολόγημα, απουσία κάθε είδους παρουσίας.
Τέλος πάντων, ας ασχοληθούμε μόνο με τη βότκα και τον Νικολάι Ιβάνοβιτς. Φανταστείτε πως ο Νικολάι Ιβάνοβιτς περιεργάζεται το μπουκάλι, το φέρνει στα χείλη του, το αναποδογυρίζει και κατεβάζει στα γρήγορα -φανταστείτε- όλο το περιεχόμενο.
Στα γρήγορα! Ο Νικολάι Ιβάνοβιτς κατέβασε τη βότκα του και τώρα το μπουκάλι είναι άδειο. Στα γρήγορα, εντάξει! Πώς μπόρεσε;
Και τώρα έχουμε να πούμε το εξής: είναι γεγονός πως όχι μόνο πίσω από τον Νικολάι Ιβάνοβιτς, όχι απλά μπροστά και γύρω του, αλλά ακόμα και μέσα του, δεν υπήρχε τίποτα, τίποτα.
Φυσικά, όλα ήταν όπως ακριβώς αναφέραμε, και -ως εκ τούτου- ο Νικολάι Ιβάνοβιτς ο ίδιος βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτης ανυπαρξίας. Έτσι είναι. Όμως, στην πραγματικότητα, η ουσία του πράγματος είναι πως ο Νικολάι Ιβάνοβιτς ούτε υπήρξε ούτε υπάρχει. Να τι ακριβώς συμβαίνει.
Θα αναρωτηθείτε ίσως: και η βότκα τι έγινε; Συγκεκριμένα: πού πήγε, αν την ήπιε ένας ανύπαρκτος Νικολάι Ιβάνοβιτς; Ας πούμε πως η βότκα παρέμεινε. Τότε, πού είναι; Εδώ ήταν και, ξαφνικά, δεν είναι εδώ. Ξέρουμε, λες, πως ο Νικολάι Ιβάνοβιτς δεν υπήρξε. Λοιπόν, πώς εξηγείται;
Στο σημείο αυτό αρχίζουμε να χανόμαστε σε εικασίες.
Εν πάση περιπτώσει, για ποιο πράγμα μιλάμε; Σίγουρα είπαμε πως μέσα, αλλά και έξω, από τον Νικολάι Ιβάνοβιτς δεν υπάρχει τίποτα. Αν, λοιπόν, και μέσα και έξω δεν υπάρχει τίποτα, ούτε και το μπουκάλι υπήρξε. Έτσι δεν είναι;
Από την άλλη, όμως, προσέξτε το εξής: αν λέμε πως δεν υπάρχει τίποτα ούτε μέσα ούτε έξω, τότε εγείρεται το ερώτημα: μέσα και έξω από τι; Εν τούτοις, δεν είναι προφανές πως κάτι υπάρχει; Ή μήπως δεν υπάρχει; Τότε, γιατί συνεχίζουμε να λέμε «μέσα» και «έξω»;
Προφανώς, στο σημείο αυτό, βρισκόμαστε μπροστά σε αδιέξοδο. Και δεν ξέρουμε τι να πούμε.
Αντίο προς το παρόν.

ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΠΕΣΕ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΕΙ ΠΙΣΤΟΣ...

Ένας άνθρωπος έπεσε να κοιμηθεί πιστός και ξύπνησε άθεος.
Ευτυχώς, αυτός ο άνθρωπος είχε ζυγαριά στο δωμάτιό του, επειδή ζυγιζόταν πάντα πριν πέσει για ύπνο και αμέσως μόλις ξυπνούσε. Έτσι, το προηγούμενο βράδυ είχε ζυγιστεί και ήταν εβδομήντα πέντε κιλά. Το επόμενο πρωί, όμως, που ξύπνησε άθεος, ζυγίστηκε και ήταν εβδομήντα ένα κιλά και πεντακόσια γραμμάρια.
«Άρα», συμπέρανε, «η πίστη μου ζύγιζε περίπου τρία κιλά και πεντακόσια γραμμάρια».  

ΑΝΤΡΕΪ ΣΕΜΙΟΝΟΒΙΤΣ

Ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς έφτυσε μέσα σ’ ένα φλιτζάνι με νερό. Το νερό μαύρισε αμέσως. Ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς γούρλωσε τα μάτια και κοίταξε προσεκτικά το φλιτζάνι. Το νερό ήταν κατάμαυρο. Η καρδιά του Αντρέι Σεμιόνοβιτς άρχισε να χτυπάει σαν τρελή.
Εκείνη την στιγμή ξύπνησε ο σκύλος τού Αντρέι Σεμιόνοβιτς. Ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς πήγε στο παράθυρο και βυθίστηκε στις σκέψεις του.
Ξαφνικά, κάτι πολύ μεγάλο και πολύ μαύρο πέρασε μπροστά από το πρόσωπό του και πέταξε έξω από το παράθυρο. Ήταν ο σκύλος του Αντρέι Σεμιόνοβιτς, που πέταξε έξω και πήγε και στάθηκε σαν κοράκι στην στέγη του απέναντι κτηρίου. Ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς κάθισε κατάχαμα κι άρχισε να ουρλιάζει.
Έτρεξε μέσα αμέσως ο σύντροφος Ποπουγκάγιεφ.
«Τι έπαθες; Είσαι άρρωστος;» ρώτησε ο σύντροφος Ποπουγκάγιεφ.
Ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς ησύχασε κι έτριψε τα μάτια του.
Ο σύντροφος Ποπουγκάγιεφ έριξε μια ματιά στο φλιτζάνι, πάνω στο τραπέζι.
«Τι έριξες εδώ μέσα;» ρώτησε τον Αντρέι Σεμιόνοβιτς.
«Δεν ξέρω», είπε ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς.
Ο Ποπουγκάγιεφ εξαφανίστηκε την ίδια στιγμή. Ο σκύλος μπήκε, πετώντας από το παράθυρο, προσγειώθηκε στη συνηθισμένη του γωνιά και συνέχισε να κοιμάται.
Ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς πήγε στο τραπέζι και ήπιε μια γουλιά από το κατάμαυρο νερό. Και η ψυχή του Αντρέι Σεμιόνοβιτς ξαναγύρισε στη θέση της πεντακάθαρη.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

«Πιείτε ξίδι, κύριοι», είπε ο Σουγιέφ.
Δεν του απάντησε κανείς.
«Κύριοι!» φώναξε ο Σουγιέφ. «Σας προτείνω να πιείτε ξίδι!»
Ο Μακαρόνωφ σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και είπε:
«Χαιρετίζω την ιδέα του Σουγιέφ. Ας πιούμε ξίδι».
«Εγώ δεν πρόκειται να πιω ξίδι», είπε ο Ραστοπιάκιν.
Ξαφνικά, απλώθηκε σιωπή κι όλοι κοίταξαν τον Σουγιέφ. Το πρόσωπό του είχε πετρώσει. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι σκεφτόταν.
Πέρασαν τρία λεπτά. Ο Σουτσκώφ έπνιξε έναν βήχα. Ο Ρίβιν έξυσε το σαγόνι του. Ο Καλτάγιεφ έλυσε την γραβάτα του. Ο Μακαρόνωφ έπαιξε τη μύτη και τ’ αυτιά του. Και ο Ραστοπιάκιν ξαναβυθίστηκε στην πολυθρόνα του, κοιτάζοντας αδιάφορα προς το τζάκι.
Πέρασαν επτά ή οκτώ λεπτά ακόμα.
Ο Ρίβιν σηκώθηκε και βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο.
Ο Καλτάγιεφ τον ακολούθησε με το βλέμμα.
Όταν έκλεισε η πόρτα, ο Σουγιέφ είπε:
«Άντε μπράβο! Ο επαναστάτης έφυγε. Στον διάβολο να πάει ο επαναστάτης!»
Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με έκπληξη και ο Ραστοπιάκιν σήκωσε το κεφάλι και κάρφωσε το βλέμμα του στον Σουγιέφ.
«Αυτός που επαναστατεί είναι κάθαρμα!» είπε ο  Σουγιέφ αυστηρά.
Ο Σουτσκώφ χώθηκε προσεκτικά κάτω από το τραπέζι και σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.
«Έχω όρεξη να πιω ξίδι», είπε σιγά ο Μακαρόνωφ και κοίταξε με προσδοκία τον Σουγιέφ.
Ο Ραστοπιάκιν έπαθε λόξυγκα από την αμηχανία και κοκκίνισε σαν παρθένα.
«Θάνατος στους επαναστάτες!» φώναξε ο Σουτσκώφ, αφήνοντας να φανούν τα μαύρα δόντια του.