Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 9

Παγκόσμια ιστορία της τρομοκρατίας Μέρος ΣΤ'

του Γιώργου Μπλάνα

 Ο ΒΛΑΧΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ, ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ Ο ΓΟΥΤΕΜΒΕΡΓΙΟΣ

Η ένταση του τρόμου που μπορεί να σπείρει ένα κείμενο εξαρτάται από το ύψος του συντάκτη του και το εύρος των αναγνωστών του. Στην πραγματικότητα, μοναχική ανάγνωση δεν υφίσταται παρά μόνο σαν φαντασιακή ανάληψη του προνομίου ενός εκλεκτού αναγνώστη. Το άνοιγμα στο κείμενο συνοδεύεται από το αίσθημα της παντοδυναμίας. Εγώ-αυτός που παραλαμβάνω το μήνυμα του άλλου, οφείλω να απαντήσω με την αποδοχή της αλήθειας που συμβαίνει ανάμεσα στα γράμματα, τις αράδες, τις παραγράφους. Αργά ή γρήγορα, ωστόσο, το κείμενο θα δείξει τα δόντια του. Τα πάντα, από τον τύπο της γραφής και τα υλικά της, μέχρι τις επιλεγμένες λέξεις και τα ρητορικά σχήματα, θα ζητήσουν να επιβάλουν το δικό τους φαντασιακό. Ο αναγνώστης θα αναγκαστεί να αποδεχθεί τους όρους του κειμένου ως πραγματικούς, αφού η γλώσσα ανοίγει τώρα μπροστά του τον άλλον συγγραφέα και τον άλλον αναγνώστη.  Ο άλλος συγγραφέας του χειρόγραφου κειμένου δεξιώνεται τον αναγνώστη στο προσωπικό γραφείο του. Εκεί θα συναντηθεί με τους λίγους αλλά εκλεκτούς άλλους αναγνώστες. Ο άλλος συγγραφέας του τυπωμένου κειμένου δεν επιτρέπει την είσοδο στον προσωπικό του χώρο παρά μόνο σαν μια αλυσίδα φανταστικών αναγωγών. Οι άλλοι αναγνώστες του τυπωμένου κειμένου έχουν αποβάλει κάθε κατηγόρημα εκτός από το ριζικό εκείνο της ύπαρξης. Χρειάζονται και εδώ κάποιες αναγωγές, για να μην νιώσει ο αναγνώστης μας εκτεθειμένος απέναντι στην ίδια την κατηγορία της ύπαρξης, στην άσπλαχνη γενικότητα που τον εκμηδενίζει, απαιτώντας την αποδοχή της καθολικής αλήθειας του κειμένου. Η τυπωμένη σελίδα διαθέτει εκ γενετής δημόσιο χαρακτήρα. Ο αναγνώστης διαβάζει, γνωρίζοντας πως το γραπτό έχει τυπωθεί σε εκατοντάδες, χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα, πολλά εκ των οποίων διαβάζονται την ίδια στιγμή που εκείνος διαβάζει το δικό του, από ανθρώπους εντελώς κλειστούς στην επικοινωνία μαζί του. Ποιοι είναι αυτοί; Τι σκέπτονται; Και τι θα πρέπει να σκεφτεί ο ίδιος για το κείμενο, ώστε να απαλύνει μέσα του τον τρόμο του άγνωστου άλλου;

Όμως η τρομοκρατία του τυπωμένου κειμένου δεν περιορίζεται στη συντριβή του αναγνώστη από τον απρόσωπο συνάδελφο του πλήθους. Είναι πιο περίπλοκη υπόθεση. Φυσικά, αφού μόνο με τον λόγο μπορείς να τρομοκρατήσεις πραγματικά. Με τα όπλα δεν τρομοκρατείς. Πραγματοποιείς τον τρόμο. Κι αφού το κείμενο δεν μπορεί παρά να σέρνεται πίσω από τα λόγια, σαν διαφημιστής που υπόσχεται μια καλή διαφήμιση, η οποία υπόσχεται ένα εξαιρετικό προϊόν, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Γουτεμβέργιος -όταν ανακάλυψε πως οι Κινέζοι είχαν ανακαλύψει μόνο την τυπογραφία των ξύλινων κειμένων και ξέχασε πως τα κινητά τυπογραφικά στοιχεία τα επινόησε ο Ολλανδός Κοστέρ- ανακάλυψε πως τα κινητά τυπογραφικά στοιχεία έδιναν στο κείμενο τη δυνατότητα να αναπτύσσει την ιλιγγιώδη ταχύτητα της προπαγάνδας.

Το δεύτερο -την προπαγανδιστική διάσταση του τυπωμένου κειμένου- δεν το ανακάλυψε ο πατριός της τυπογραφίας, αλλά η μητέρα της: η σκληρή, απαιτητική και άπιστη πολιτική. Αυτή θα δίδασκε στην τεχνική εφαρμογή του Γερμανού χρυσοχόου πώς να χορεύει το ίδιο καλά με τον μεγαλύτερο αδελφό της, τον λόγο, τον αρχαϊκό χορό της εξουσίας. Το 1454, οι ιερείς ανακάλυψαν πως ένας πιστός χριστιανός μπορούσε να γεμίσει την Ευρώπη με συγχωροχάρτια μέσα σε μια νύχτα. Έναν χρόνο μετά, ανακάλυψαν πως η Βίβλος μπορεί να πέσει στα χέρια καθενός. Περίεργα συναισθήματα σε περίεργες εποχές. Ο επόμενος χρόνος ήταν δίσεκτος και γεμάτος άγχος για την Ανατολική Ευρώπη. Είχαν περάσει μόνο τρία χρόνια από την άλωση της πρωτεύουσας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τα Βαλκάνια έμπαιναν σε μια περιπέτεια από την οποία δεν θα έβγαιναν ποτέ. Το καλοκαίρι, ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Ιωάννης Ουνιάδης κατατροπώνει τον στρατό των Τούρκων κοντά στο Βελιγράδι. Μια νίκη που άφησε στους Ευρωπαίους τη συνήθεια να χτυπούν τις καμπάνες τους μέρα μεσημέρι κάθε χρόνο την ίδια μέρα, και τον συνεχή φόβο των Τούρκων, οι οποίοι κατορθώνουν να αλώσουν την πόλη των Αθηνών. Μερικές μέρες αργότερα, κάποιος περίεργος Βλάχος πρίγκιπας σκοτώνει τον βασιλιά της Βλαχίας Βλαδισλάβο τον Δεύτερο και παίρνει τη θέση του. Ενώ ο γενναίος Λάζαρος Μπράνκοβιτς γίνεται βασιλιάς της Σερβίας, ο τρομερός σεισμός που συγκλονίζει τη Νεάπολη της Ιταλίας, σκοτώνει μερικές δεκάδες χιλιάδες αμαρτωλούς. Ωστόσο, το φθινόπωρο ιδρύεται στο Γκράιφσβαλντ της Γερμανίας το δεύτερο σε παλαιότητα ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο, ο Πορτογάλος  Κανταμόστο φτάνει στο Πράσινο Ακρωτήριο για να ανακαλύψει πως δεν υπάρχουν μόνο στη Μεσόγειο νησιά και πως η Μαύρη Ήπειρος δεν είναι όλη μαύρη. Άγχος, κινητικότητα, συνεχείς ανατροπές... αλλά ο κόσμος πολύ απείχε από το σημείο της απώλειάς του, αφού στη Νυρεμβέργη, την κοσμική πρωτεύουσα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το μόνο που σκοτίζει τους κατοίκους είναι η αδυναμία των εμπόρων να ταξιδέψουν προς την Ανατολή, δίχως να επιστρέψουν σακατεμένοι ή να μην επιστρέψουν καθόλου.
Εκεί, λοιπόν, στη Νυρεμβέργη, όπου ανθούσε η νέα τέχνη της τυπογραφίας, επτά χρόνια μετά, σε ένα περιβάλλον καθόλου διαφορετικό από εκείνο του θεοκατάρατου 1456, θα κυκλοφορήσει ένα οκτασέλιδο φυλλάδιο με τις φρικαλεότητες κάποιου Βλαντ Τσέπες ή Ντράκουλα, βασιλιά της Βλαχίας. Το φυλλάδιο αυτό, που γνωρίζουμε μόνο μία από τις πολλές επανεκδόσεις του, καμωμένη από τον τυπογράφο Αμβρόσιο Ούμπερ, το 1499, αποκαλύπτει στους Γερμανούς το ποιόν του περίεργου Βλάχου πρίγκιπα, που είχε σκοτώσει πριν από λίγους μήνες τον βασιλιά της Βλαχίας Βλαδισλάβο τον Δεύτερο. Φυσικά, για τον φόνο αυτόν οι Γερμανοί υπήκοοι γνώριζαν όχι περισσότερα απ’ όσα για τον αυτοκράτορα Ζαρά Γιακόμπ, που έκανε λαμπρή σταδιοδρομία αυτοκράτορα  στην Αιθιοπία. Ωστόσο η αφρικανική χώρα ήταν πολύ μακριά και πολύ πρωτόγονη για να θέσει σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή ασφάλεια. H χώρα του Ντράκουλα, όμως, ήταν δυο βήματα από την πύλη τής Ευρώπης και, κυρίως, παρεμβαλλόταν ανάμεσα σ’ εκείνη και την Ανατολή.

Να τι διάβασαν, το σωτήριο έτος1463, τα τέκνα της Ευρώπης.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΟΕΒΟΔΑ ΝΤΡΑΚΟΥΛΑ

Ο γέρος κυβερνήτης δολοφόνησε τον γέρο Ντράκουλ. Ο Ντράκουλα κι ο αδελφός του απαρνήθηκαν την πίστη τους, κι ορκίστηκαν να προστατεύουν και να σέβονται την χριστιανική πίστη.
Την ίδια χρονιά έγινε ηγεμόνας της Βλαχίας. Αμέσως πρόσταξε να δολοφονήσουν τον Λαδίσλαο, που ήταν ο ηγεμόνας αυτής της χώρας.
Λίγο αργότερα έβαλε να κάψουν τα χωριά και τα κάστρα στο Σιέμπενμπεργκεν, κοντά στο Χέρμανσταντ, κι έγιναν στάχτη τα χωριά και τα κάστρα στο Σιέμπενμπεργκεν, το Κάστνολτς, το Νέντορφ και το Χόζμενγκεν.
Έκαψε το Μπέκεντορφ στο Μπούρτζενλαντ. Τις γυναίκες, τους άνδρες και τα παιδιά, που δεν έκαψε επί τόπου, τους αλυσόδεσε και τους πήρε μαζί του στην Βλαχία, όπου τους παλούκωσε όλους.
Ο Ντράκουλα υπέγραψε ανακωχή και, στη διάρκειά της, πρόσταξε να παλουκώσουν όλους τους εμπόρους και τους αγωγιάτες του Μπούρτζενλαντ.
Ζήτησε να του φέρουν τους νέους κι όλους όσοι είχαν πάει στην Βλαχία από διάφορα μέρη για να μάθουν την γλώσσα και άλλα πράγματα. Τους συγκέντρωσε σε μιαν αίθουσα και τους έκαψε. Ήταν καμιά τετρακοσαριά.
Μαρτυρία. Αφάνισε όλα τα μέλη μιας μεγάλης φατρίας, από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο. Παιδιά, φίλους, αδελφούς κι αδελφές τους παλούκωσε όλους.
Μαρτυρία. Έβαλε να θάψουν γυμνούς μέχρι τον αφαλό κάποιους από τους άνδρες του και πρόσταξε να κάνουν πάνω τους σκοποβολή. Άλλους τους έψησε κι άλλους τους έγδαρε ζωντανούς.
Μαρτυρία. Έριξε στη φυλακή τον νεαρό Νταν κι έβαλε τους ιερείς να ψάλουν τη νεκρώσιμη ακολουθία του. Μόλις τελείωσαν, πρόσταξε να σκάψουν έναν τάφο σύμφωνα με τα χριστιανικά ήθη, και τον αποκεφάλισε δίπλα στον τάφο του.
Πεντακόσιοι πέντε πρεσβευτές στάλθηκαν στην Βλαχία από τον βασιλιά της Ουγγαρίας, τους Σάξονες και το Σιέμπενμπεργκεν. Ο Ντράκουλα τους άφησε να περιμένουν πέντε βδομάδες, κι έστησε παλούκια μπροστά στο μέρος όπου φιλοξενούνταν. Εκείνοι νόμισαν πως θα τους παλούκωνε. Ω, πόσο μεγάλη ήταν η αγωνία τους! Τους κράτησε εκεί τόσον καιρό, για να μην τον προδώσουν. Κι εκείνος έφυγε μαζί με όλον τον στρατό του και πήγε στο Μπούρτζενλαντ. Ένα πρωί, κατά τα χαράματα, έφτασε στα χωριά, στα κάστρα και στις πόλεις και χάλασε τα πάντα κι έκαψε όλα τα γεννήματα και τα σιτηρά. Κι έκαψε την πόλη του Κρονστάντ, και πήρε μαζί του αιχμαλώτους. Και τους μάζεψε κοντά στο παρεκκλήσι του Αγίου Ιακώβου, κι όταν ξημέρωσε, νωρίς το πρωί, τους παλούκωσε όλους: άνδρες, γυναίκες και παιδιά, νέους και γέρους. Και κάθισε να φάει σ’ ένα τραπέζι κάτω από τους παλουκωμένους, πράγμα που του άρεσε πολύ.
Πρόσταξε να κάψουν τον ναό του Αγίου Βαρθολομαίου κι ύστερα έκλεψε και πήρε μαζί του όλα τ’ άγια και τα δισκοπότηρα.
Έστειλε έναν από τους διοικητές του να κάψει ένα μεγάλο χωριό που ονομαζόταν Ζάιντεν, αλλά αυτός ο διοικητής δεν κατάφερε να το κάψει, γιατί οι χωρικοί αντιστάθηκαν. Όταν επέστρεψε στον ηγεμόνα του και του είπε, «Άρχοντά μου, δεν κατάφερα να εκτελέσω τη διαταγή σου», ο Ντράκουλα τον έπιασε και τον παλούκωσε.
Έβαλε να παλουκώσουν όλους τους εμπόρους και όσους είχαν πάει με εμπορεύματα από το Μπούρτζενλαντ προς τον Δούναβη, κοντά στη Βραΐλα. Και ήταν καμιά εξακοσαριά, και κατάσχεσε τα υπάρχοντά τους.
Πρόσταξε να φτιάξουν ένα μεγάλο καζάνι με χερούλια, σκεπασμένο μ’ ένα ξύλινο καπάκι που είχε τρύπες για να μπορεί ένας άνθρωπος να έχει έξω το κεφάλι. Ύστερα πρόσταξε ν’ ανάψουν από κάτω μεγάλη φωτιά, γέμισε το καζάνι με νερό κι έβαλε τους ανθρώπους να βράσουν. Παλούκωσε πολλούς, γυναίκες κι άνδρες, νέους και γέρους.
Ύστερα ξαναπήγε στο Σιέμπενμπεργκεν, στο Τάλματσι, κι έβαλε να πετσοκόψουν πολλούς ανθρώπους, και πήρε πολλούς αιχμαλώτους και τους πήγε στην Βλαχία και τους παλούκωσε με διάφορους απάνθρωπους τρόπους.
Σκαρφίστηκε μαρτύρια φοβερά και τρομερά, φρικιαστικά κι ανείπωτα. Παλούκωσε μανάδες με τα βρέφη τους και μικρά παιδιά ενός και δυο χρονών. Άρπαξε μωρά από τους μαστούς των μανάδων κι άρπαξε μάνες από τα μωρά τους. Πρόσταξε να κόψουν τους μαστούς των μανάδων και στη θέση τους να βάλουν τα κεφάλια των παιδιών τους, και τις παλούκωσε και τις έκανε πολύ να υποφέρουν. Όλοι του κόσμου οι τύραννοι και οι βασανιστές των χριστιανών, ο Ηρώδης, ο Νέρων, ο Διοκλητιανός και τόσοι άλλοι άπιστοι, δεν μπόρεσαν ποτέ να σκεφτούν και να πράξουν όσα μαρτύρια σκέφτηκε κι έπραξε αυτός. Κανείς δεν έκανε σε ανθρώπους τόσο κακό όσο αυτός ο τύραννος.
Παλούκωσε οριζόντια ένα σωρό ανθρώπους, νέους και γέρους, γυναίκες κι άνδρες. Κι οι άνθρωποι μπορούσαν να κουνάνε τα χέρια και τα πόδια, και διπλώνονταν και πηδούσαν σαν βατράχια. Ύστερα έβαλε να τους καρφώσουν τα χέρια και είπε πολλές φορές στην γλώσσα του: «Α, πόσο δίκαιη είναι η τιμωρία τους!» Ήταν άθεοι, Εβραίοι, χριστιανοί, αιρετικοί και Βλάχοι.
Έπιασε έναν Τσιγγάνο που είχε κλέψει. Τότε οι άλλοι Τσιγγάνοι πήγαν να παρακαλέσουν τον Ντράκουλα να τους τον δώσει πίσω. Ο Ντράκουλα τους είπε: «Πρέπει να κρεμαστεί, και θα τον κρεμάσετε εσείς». Κι εκείνοι είπαν: «Η κρεμάλα δεν είναι κάτι που συνηθίζουμε». Τότε ο Ντράκουλα έβαλε να βράσουν τον Τσιγγάνο σ’ ένα καζάνι και τους ανάγκασε να τον φάνε ολόκληρο, μέχρι και τα κόκαλα.
Ένας απεσταλμένος ευγενής πήγε και βρήκε τον Ντράκουλα να περπατάει ανάμεσα σε πλήθος παλουκωμένων και να τους κοιτάζει. Κι ήταν πολλοί, όσοι τα δέντρα ενός μεγάλου δάσους. Τότε τον ρώτησε γιατί περπατούσε μέσα σε τόση δυσοσμία. Ο Ντράκουλα τον ρώτησε αν εκείνος ένιωθε τη δυσοσμία. «Ναι», αποκρίθηκε ο άνδρας. Αμέσως, πρόσταξε να τον παλουκώσουν πολύ ψηλά, για να μην τον φτάνει η δυσοσμία.
Ένας ιερέας είχε κήρυττε πως οι αμαρτίες δεν θα συγχωρούνταν αν δεν επέστρεφε κανείς αυτά που είχε κλέψει. Τότε ο Ντράκουλα κάλεσε τον ιερέα να καθίσει στο τραπέζι του. Ο ηγεμόνας έτριβε το ψωμί του και το έριχνε στο πιάτο του ιερέα, ο οποίος πήρε λίγο απ’ αυτό το ψωμί με το κουτάλι του. Τότε ο πρίγκιπας άρχισε να του επαναλαμβάνει το κήρυγμά του για τις αμαρτίες, κ.λπ., κ.λπ. Ο ιερέας είπε: «Άρχοντά μου, έχετε δίκιο». Και ο Ντράκουλα του είπε: «Τότε γιατί παίρνεις το ψωμί που έκοψα;» Και τον παλούκωσε αμέσως.
Κάλεσε στο σπίτι του όλους τους άρχοντες και τους ευγενείς της χώρας του. Όταν τελείωσε το γεύμα, απευθύνθηκε στον μεγαλύτερο και τον ρώτησε πόσους βοεβόδες ή πρίγκιπες θυμόταν να έχουν βασιλέψει στη χώρα. Εκείνος του είπε όσους θυμόταν. Ύστερα ρώτησε και τους άλλους, νέους και γέρους, και ζήτησε από τον καθένα να του πει πόσους θυμόταν. Ένας είπε πενήντα, ένας άλλος τριάντα, κάποιος είκοσι, κάποιος δώδεκα, και κανένας δεν ήταν αρκετά νέος ώστε να θυμάται λιγότερους από επτά. Τότε παλούκωσε όλους αυτούς τους ευγενείς, που ήταν πεντακόσιοι.
Είχε μιαν ερωμένη, η οποία του ανήγγειλε πως ήταν έγκυος. Ο Ντράκουλα έβαλε να την εξετάσει μια άλλη γυναίκα, που δεν μπόρεσε να καταλάβει αν πράγματι εγκυμονούσε. Τότε πήρε την ερωμένη του και της άνοιξε την κοιλιά, απ’ το αιδοίο μέχρι το στέρνο, λέγοντας πως ήθελε να δει το μέρος, όπου βρισκόταν κάποτε ο ίδιος και τώρα ο καρπός του.
Συνέθλιψε ανθρώπους σε μυλόπετρες και λένε πως έκανε ένα σωρό άλλα απάνθρωπα πράγματα.
Το έτος 1460, ανήμερα του Αγίου Βαρθολομαίου, το πρωί, ο Ντράκουλα πήγε με τους άνδρες του στη χώρα που βρίσκεται πέρα από το δάσος και, όπως λένε, καταδίωξε όλους τους Βλάχους και των δύο φύλων κοντά στο χωριό του Αμλάς. Συγκέντρωσε όλους όσους κατάφερε να πιάσει και τους πετσόκοψε με σπαθιά και μαχαίρια. Πήρε μαζί του τον ιερέα κι εκείνους που δεν είχε σκοτώσει και τους παλούκωσε. Έκαψε όλο το χωριό και τα υπάρχοντα των ανθρώπων που, όπως λένε, Το σωτήριο έτος 1462 ο Ντράκουλα πήγε στη μεγάλη Νικόπολη, όπου σκότωσε πάνω από είκοσι πέντε χιλιάδες ανθρώπους κάθε λογής: χριστιανούς, ειδωλολάτρες, κ.λπ. Ανάμεσά τους βρίσκονταν οι ωραιότερες γυναίκες και κοπέλες, τις οποίες οι άνδρες της Αυλής του κράτησαν για τον εαυτό τους. Παρακάλεσαν τον Ντράκουλα να τους αφήσει να τις πάρουν ως νόμιμες γυναίκες. Ο Ντράκουλα, που δεν το ήθελε αυτό, πρόσταξε να τους πετσοκόψουν όλους: και τις γυναίκες και τους άνδρες της Αυλής του. Και το έκανε αυτό επειδή ήταν φόρου υποτελής στον Τούρκο σουλτάνο, ο οποίος απαιτούσε την καταβολή των φόρων. Αμέσως ο Ντράκουλα ενημέρωσε τον {τουρκικό} λαό πως επιθυμούσε να παραδώσει ο ίδιος τους φόρους στον σουλτάνο. Τότε ο λαός χάρηκε, και ο Ντράκουλα τους κάλεσε κατά ομάδες, και όλοι οι {Τούρκοι} διοικητές έσπευσαν να τον συναντήσουν. Κι εκείνος τους σκότωσε όλους. Επιπλέον, έκαψε όλη την περιοχή που ονομάζεται Βουλγαρία. Κι άλλους τους κρέμασε από τα μαλλιά κι άλλους τους έκαψε. Όλοι μαζί, είκοσι πέντε χιλιάδες ψυχές.
Πρεσβευτές από το Χέρμανσταντ είδαν στην Βλαχία τους νεκρούς και τους παλουκωμένους, που σχημάτιζαν ολόκληρο δάσος, χώρια εκείνοι τους οποίους είχε ψήσει, βράσει και γδάρει.
Εξολόθρευσε ολόκληρη την περιοχή που ονομάζεται Φαγκαράς και οδήγησε στην Βλαχία γυναίκες, άνδρες και παιδιά, τους οποίους παλούκωσε.
Έκοψε με το ίδιο του το χέρι το κεφάλι πολλών από τους άνδρες του, που τον είχαν βοηθήσει να θάψει τον θησαυρό του.
Επίσης, αποκεφάλισε τους ευγενείς της χώρας του, πήρε τα κεφάλια τους και τα μαγείρεψε έτσι ώστε να μοιάζουν με καραβίδες. Κατόπιν κάλεσε σπίτι του τους φίλους τους και τους είπε: «Μόλις φάγατε τα κεφάλια των φίλων σας». Ύστερα τους παλούκωσε.
Είδε έναν χωρικό να δουλεύει φορώντας μια πολύ κοντή πουκαμίσα και τον ρώτησε: «Υπάρχει γυναίκα στο σπίτι σου;» Κι εκείνος απάντησε: «Μάλιστα». Ύστερα του είπε: «Φέρ’ τη να τη δω». Και ρώτησε τη γυναίκα: «Τι δουλειές κάνεις;» Και η γυναίκα αποκρίθηκε: «Πλένω, μαγειρεύω, γνέθω...» κ.λπ. Ο Ντράκουλα την παλούκωσε αμέσως, γιατί δεν είχε φτιάξει για τον άνδρα της μια πιο μακριά πουκαμίσα, ώστε να μην φαίνεται η κοιλιά του. Κι αμέσως του έδωσε μιαν άλλη γυναίκα, την οποία διέταξε να φτιάξει για τον άνδρα της μια πιο μακριά πουκαμίσα, αλλιώς, είπε, θα την παλούκωνε κι εκείνη.
Συνάντησε έναν ξυπόλυτο μοναχό και τον παλούκωσε μαζί με τον γάιδαρό του.
Στη χώρα του έφτασαν περίπου τριακόσιοι Τσιγγάνοι. Εκείνος πήρε τρεις από τους αρχηγούς τους, τους έψησε κι ανάγκασε τους υπόλοιπους να τους φάνε, λέγοντάς τους: «Ή θα φάτε ο ένας τον άλλον μέχρι τον τελευταίο ή θα πάτε να πολεμήσετε τους Τούρκους». Εκείνοι δέχθηκαν να πάνε όπου θα τους έστελνε. Τότε τους πήρε και τους έντυσε με αγελαδοτόμαρα. Το ίδιο και τ’ άλογά τους. Όταν συνάντησαν τους Τούρκους, τα άλογα των τελευταίων τρόμαξαν κι άρχισαν να τρέχουν προς ένα ποτάμι, γιατί δεν τους άρεσε η μυρωδιά. Καθώς οι Τσιγγάνοι τους καταδίωκαν, οι Τούρκοι έπεσαν στο νερό και πνίγηκαν.
Κάλεσε στο σπίτι του όλους τους φτωχούς της χώρας του κι αφού τους έβαλε να φάνε, τους έκαψε όλους σε μιαν αίθουσα. Ήταν διακόσια άτομα.
Έψησε μικρά παιδιά και ανάγκασε τις μανάδες τους να τα φάνε. Ύστερα έκοψε τα στήθη των γυναικών και ανάγκασε τους άνδρες τους να τα φάνε. Τέλος, παλούκωσε τους άνδρες.
Στη χώρα του πήγαν αρκετοί Ιταλοί. Όταν βρέθηκαν μπροστά του, έβγαλαν τα καπέλα τους κάτω από τα οποία φορούσαν έναν μπερέ ή έναν καφεκόκκινο σκούφο, τον οποίο δεν έβγαλαν. Τους ρώτησε γιατί δεν τον έβγαλαν, κι εκείνοι του απάντησαν: «Άρχοντά μου, έτσι είναι το έθιμό μας, και δεν τον βγάζουμε ούτε μπροστά στον αυτοκράτορα». Ο Ντράκουλα είπε: «Ωραία, λοιπόν, τότε κι εγώ θα επικυρώσω το έθιμό σας». Εκείνοι τον ευχαρίστησαν για την καλοσύνη του. Τότε πήρε κάτι γερά σιδερένια καρφιά και κάρφωσε τους σκούφους στο κεφάλι τους, προκειμένου να μην πέσουν. Μ’ αυτόν τον τρόπο επικύρωσε το έθιμό τους.
Ακούστε τώρα πώς ο γέρος ηγεμόνας της Ουγγαρίας αιχμαλώτισε τον Ντράκουλα. Ο ηγεμόνας της Ουγγαρίας έγραψε στον Ντράκουλα, λέγοντάς του πως ήθελε να του δώσει την κόρη του για γυναίκα. Ο Ντράκουλα έφτασε ντυμένος επίσημα, με εννιακόσιους ιππείς και έγινε δεκτός με τιμές και {ο ηγεμόνας} του έδωσε την κόρη του, αλλά μόνο για τους τύπους. Μόλις ολοκληρώθηκε η τελετή του γάμου, τον συνόδεψε ο κουνιάδος του με μεγάλη ακολουθία. Αφού έφτασαν στη χώρα του Ντράκουλα, στάθηκε και είπε: «Άρχοντα σύζυγε, αρκετά σας συνόδεψα». Και ο Ντράκουλα του απάντησε: «Μάλιστα, άρχοντά μου». Ήταν σίγουρος πως θα επέστρεφε στην πατρίδα του. Τότε τον περικύκλωσαν και τον αιχμαλώτισαν. Ακόμα ζει.

Ακόμα ζει. Ενώ, προφανώς, κάποιος θα έπρεπε να είχε ήδη απαλλάξει τον κόσμο από την φρίκη ενός τέτοιου τέρατος. Ακόμα ζει. Και δεν είναι διόλου απίθανο να ξεφύγει από τη φυλακή του και να κατακρεουργήσει τους πάντες. Γιατί, ενώ το φυλλάδιο δεν υπαινίσσεται καν οποιαδήποτε σχέση του με υπερφυσικών δυνάμεων μάγους και δαίμονες, ένας τέτοιος άνθρωπος, που λοιδορεί τον ίδιο τον θεό, δεν μπορεί παρά να έχει τις δυνάμεις του κακού με το μέρος του.  Η κατακλείδα αυτή δυναμιτίζει την σχέση του αναγνώστη με το κείμενο. Την ανατρέπει, χωρίς κανέναν θόρυβο, και κατορθώνει αυτό που ακόμα και σήμερα καταλογίζουμε στην βρώμικη πλευρά των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης: τρομοκρατεί τον αναγνώστη, εγκλωβίζοντάς τον ανάμεσα στην απόλαυση του κειμένου και τον ηθικό του στόχο• και τρομοκρατεί το ίδιο το θέμα του, εγκλωβίζοντάς το ανάμεσα στην εξουσία των λίγων και την εξουσία του όχλου. Εξαίρετη επικοινωνιακή επινόηση, της οποίας τους όρους και τη λειτουργία στηρίζει η -νέα τότε- δυνατότητα της μαζικής κυκλοφορίας.

Τετρακόσια ογδόντα τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1947, στην Ελλάδα, αυτή η επικοινωνιακή μέθοδος δεν θα έχει χάσει ούτε καν την παχύσαρκη και μέχρι αυτοαναίρεσης υπερβολική ρητορική της.

«Συνελήφθησαν τρεις κακούργοι του ΕΛΑΣ», διατυμπάνιζε στο φύλλο της Τετάρτης, 2 Ιουλίου 1947, της λαϊκής εφημερίδας «ΕΜΠΡΟΣ», συντάκτης που έφερε το -ειρωνικό ή απειλητικό μήπως;- όνομα Θ. Δράκος. «Η Γενική Ασφάλεια φιλοξενεί από της χθες τρεις από τους πλέον αιμοβόρους εκτελεστάς της εαμοκομμουνιστικής μαφίας. [...] Εξ αυτών ο πλέον εγκληματικός και ο πλέον αιμοδιψής είναι όπως παρουσιάζεται από τας πράξεις του ο Γ. Ειπίδης. Πρόκειται ασφαλώς περί παθολογικού και ανωμάλου εγκληματίου, ο οποίος ηρέσκετο να βασανίζει τα θύματά του. [...] Ο Ειπίδης εκτελούσε τα θύματά του κατά το ιδικόν του σύστημα: με τα δόντια του, τους έκοβε τον λάρυγγα, τους εβύζαινε το αίμα και τους ροκάνιζε τ’ αυτιά! [...] Επίσης ήτο τόσο άγριος βασανιστής ώστε αποσπούσε τα νεφρά των θυμάτων του διά μίας μαχαίρας, ενώ αυτά οδηγούντο προς ανάκρισιν...».

Ανάμεσα στα δύο κείμενα, που τα χωρίζουν πέντε αιώνες, υπάρχει μία διαφορά. Ο συντάκτης του γερμανικού φυλλαδίου, δεν φαίνεται να θέλει να κρύψει πως ο Βλάχος πρίγκιπας ενεργούσε προκειμένου να αποδώσει δικαιοσύνη, πράγμα που κάνει τις μαρτυρίες του κειμένου πιο αληθοφανείς. Εκεί που άλλοι πρίγκιπες θα χρησιμοποιούσαν πιο ανθρωπιστικές μεθόδους για να ελέγξουν, να τιμωρήσουν και να συνετίσουν τους υπηκόους τους, ο Ντράκουλα παρασύρεται από τη διεφθαρμένη φύση του και κολυμπά στο αίμα. Ποιες ήταν αυτές οι πιο ανθρωπιστικές μέθοδοι; Ο αποκεφαλισμός, το παλούκωμα επίσης, ο απαγχονισμός, ο λιθοβολισμός, η αιματηρή μαστίγωση και -αν πιστέψουμε το κατά το μάλλον ή ήττον ακριβές ημερολόγιο των αγγλικών φυλακών του New Gate- το κομμάτιασμα με τη βοήθεια τεσσάρων δυνατών αλόγων (ένα για κάθε μέλος). Κι όλα αυτά, δημόσια.

Ο συντάκτης της ελληνικής εφημερίδας, ισχυρίζεται πως οι φρικαλεότητες του κομμουνιστή οφείλονται στην παρανοϊκή προσωπικότητά του και όχι στην ιδεολογία του, πράγμα που δίνει στο κείμενο μιαν αντικειμενικότητα ανθρωπιστικού χαρακτήρα, αφήνοντας βέβαια να διαφανεί η «τρυφερότητα» των μεθόδων που χρησιμοποιούσε η «Πατρίδα», για να σώσει τους κομμουνιστές από την ολέθρια πλάνη τους. Ποιες ήταν αυτές οι μέθοδοι; Οι άγριες εκτελέσεις, οι βιασμοί, τα βασανιστήρια, οι εκτοπίσεις, οι καρναβαλικές δίκες. Και όλα αυτά απολύτως κρυφά.

Η διαφορά ανάμεσα στα δύο τρομοκρατικά κείμενα, προϋποθέτει το πνεύμα του Διαφωτισμού. Ο κόσμος του 1947 είναι αποτέλεσμα της «εξόδου του ανθρώπου από την πλάνη, για την οποία είναι ο ίδιος υπεύθυνος», όπως έλεγε ο Καντ, αλλά και της τρομοκρατίας της Γαλλικής Επανάστασης. Η ισορροπία ανάμεσα στην αποδοχή των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου και της αναγκαιότητας της βίας στην «διαπαιδαγώγηση» της κοινωνίας, είχε επιτευχθεί με την απόκρυψη ή μεταμόρφωση της βίας σε φυσικό δικαίωμα της κοινωνίας. Κάπως έπρεπε να επιβιώσει το κοινωνικό σύνολο από την αγριότητα ορισμένων ατόμων ή ομάδων.

Κατά τα λοιπά, ο τρομοκρατικός μηχανισμός που θέτουν σε λειτουργία τα κείμενά μας είναι ο ίδιος. Εν μέρει επειδή το φυλλάδιο για τον Ντράκουλα είναι η πρώτη εφαρμογή του και εν μέρει επειδή η αντίδραση του ανθρώπου απέναντι στη βία της εξουσίας δεν εγκατέλειψε ποτέ την αρχαϊκή πλοκή της.

Τόσο ο αναγνώστης του 1463 όσο και αυτός του 1947 έχουν να κάνουν με ένα κείμενο δημόσιου χαρακτήρα. Από ψυχολογική άποψη δεν υπάρχει διαφορά από την παρεύρεσή τους σε μια δημόσια εκτέλεση, της οποίας τους λόγους διαβάζει ο εκπρόσωπος του δικαστή, δίπλα στον πανέτοιμο δήμιο. Το κείμενο απαιτεί την τοποθέτηση του αναγνώστη απέναντι στην αλήθεια που υποτίθεται πως καταθέτει. Αν την αμφισβητήσει, μπορεί να είναι βέβαιος πως μερικές εκατοντάδες ή χιλιάδες άλλοι αναγνώστες δεν θα το κάνουν, τοποθετώντας τον ίσως στους «λάτρεις» του θέματος (του Ντράκουλα ή των κομμουνιστών). Οπότε καλύτερα είναι να πιστέψει αυτά που, στο τέλος τέλος, γράφουν άνθρωποι μορφωμένοι και ικανοί να γνωρίζουν περισσότερα. Τότε εγκαταλείπεται στην φρίκη των περιγραφών και ανοίγεται προς την σκοτεινή περιοχή του ζώου, που δεν μπορεί να αποφασίσει αν η σκέψη τού αίματος το καλεί στην απόλαυση ή το απωθεί. Το αρχαϊκό αυτό δίλλημα το λύνει η αίσθηση της οργής του μικρού και αδύναμου, που κινδυνεύει από το μεγάλο και δυνατό. Αποδεχόμενος, λοιπόν, την κτηνωδία του θέματος, θέτει το πρόταγμα του αφανισμού του. Μόνον αν πάψει να ζει το κτήνος θα μπορεί να είναι ήσυχος. Μάταια σκέψη. Το κτήνος δεν είναι πάντα εκεί έξω, αφού το κείμενο δεν είναι ποτέ πραγματικό κείμενο αν δεν ανταλλάξει με τον αναγνώστη μία μία τις λέξεις του. Ο αναγνώστης έχει ήδη τρομοκρατηθεί, επειδή το κείμενο είναι φτιαγμένο από το υλικό που είναι φτιαγμένος ο ίδιος: λέξεις. Αν περιγράφει κάποια πραγματικότητα επέκεινα των προτάσεών του, αυτό το επέκεινα είναι φτιαγμένο με τον τρόπο που είναι φτιαγμένος ο αναγνώστης: λέξεις. Μπορεί κανείς να τα βάλει με έναν Ντράκουλα ή έναν άγριο κομμουνιστή που διαθέτουν σάρκα και οστά, αλλά ποτέ με έναν Ντράκουλα ή έναν άγριο κομμουνιστή, που είναι φτιαγμένοι από λέξεις. Μόνο οι λέξεις μπορούν να σκοτώσουν τα πλάσματα των λέξεων. Η συνείδηση του αναγνώστη είναι πια  υπόθεση του συντάκτη. Το θέμα ως πραγματική αναφορά ανήκει στον αντίπαλό του αποκλειστικά. Μπορεί να το εξοντώσει με την ησυχία του, όταν και όπως θέλει. Η δημόσια εκτέλεση δεν χρειάζεται πια. Εξάλλου, σ’ αυτήν την περίπτωση, ο συντάκτης θα έχανε κάθε δύναμη πάνω στη συνείδηση του αναγνώστη. Φυσικά, ο μηχανισμός αυτού του τρόπου άσκησης τρομοκρατίας στη μάζα δεν θα καταφέρει να ολοκληρωθεί παρά σιγά-σιγά και οπωσδήποτε μετά την αφομοίωση -έστω και καρναβαλική- των αρχών του Διαφωτισμού. Τα επικίνδυνα για την κοινωνία τέρατα θα εκτελούνται δημόσια για μερικούς αιώνες ακόμα. Αλλά η σαδιστική ευφυΐα των πολιτικών και των πραγματικά επικίνδυνων γραφίδων που μίσθωναν, θα αντιληφθεί πολύ νωρίς πως δεν είναι μόνο η μάζα που ελέγχεται με την τρομοκρατία της ενημέρωσης, αλλά και το ίδιο το θέμα, ο πολιτικός αντίπαλος. Ούτε ο Ντράκουλα ούτε αρκετοί από τους κομμουνιστές εκτελέστηκαν. Απλά, κατέστησαν αναγνώστες των κειμένων που εξιστορούσαν την δράση τους. Ένας νέος κύκλος τρόμου άνοιγε έτσι. Το «τέρας» κοιταζόταν σ’ έναν καθρέφτη που το έδειχνε αποτρόπαιο. Και είχε να διαλέξει ανάμεσα σε δύο στάσεις. Μπορούσε να αρνηθεί το γλωσσικό είδωλό του και να προσπαθήσει να αποκαταστήσει το πραγματικό, ή να αποδεχθεί αναγκαστικά τη διάθλασή του και να αξιοποιήσει τον τρόμο που έσπερνε. Στην πρώτη περίπτωση θα είχε να κάνει με τον όχλο, ο οποίος θα έβλεπε το αντικείμενο του τρόμου του να παραδίδεται στο έλεος της ταυτότητας που αποδέχθηκε, και θα το χτυπούσε αλύπητα. Στη δεύτερη περίπτωση, θα είχε να κάνει με τη δικαιοσύνη του αντιπάλου του, ο οποίος θα τον αφάνιζε, επικαλούμενος μόνο την ομολογία του. Έτσι, το «τέρας» αφηνόταν στην κάθειρξή του και ήλπιζε μόνο στον χρόνο -αν υπήρχε- που θα ξεθώριαζε τη δημόσια εικόνα του. Τότε, θα εισέβαλε στο προσκήνιο της πραγματικότητας. Δυστυχώς, το κείμενο θα γινόταν -αργά ή γρήγορα- η πραγματική πραγματικότητα, που θα εγκαθιστούσε μια καθημερινή συνθήκη τρομοκρατίας, εγκλωβίζοντας τους πάντες, ακόμα και τον συντάκτη, ανάμεσα στους όρους τού πραγματικού, του συμβολικού και του φαντασιακού. Σ’ αυτή τη συνθήκη, η διαδικασία της παραγωγής του τρόμου δεν αρχίζει πάντα με τους ίδιους όρους και, το χειρότερο απ’ όλα, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως ο Λακάν δεν κατάφερε να τρομοκρατήσει τους πάντες με το κείμενό του.