Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 4

Παγκόσμια ιστορία της τρομοκρατίας Μέρος Δ'

του Γιώργου Μπλάνα

Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ

«Δεν είναι μόνο οι πράξεις ενός ατόμου που διαφέρουν όταν ενταχθεί στον όχλο. Πολύ πριν χάσει εντελώς την ανεξαρτησία του, οι σκέψεις και τα αισθήματα του έχουν υποστεί μια μεταμόρφωση, και η μεταμόρφωση αυτή είναι τόσο προφανής όσο η μετατροπή ενός τσιγκούνη σε σπάταλο, ενός σκεπτικιστή σε πιστό, ενός έντιμου ανθρώπου σε εγκληματία, ενός καθάρματος σε ήρωα», σημείωνε ο Λε Μπον, εγκαινιάζοντας την μελέτη της ψυχολογίας των μαζών, χίλια πεντακόσια χρόνια μετά την φρίκη της Λυών, και αφού η μάζα είχε εγκαθιδρυθεί στο προσκήνιο της ιστορίας ως ρυθμιστικός παράγοντας. Μόνο ο τρόμος — της μοναξιάς, της διαφοράς, της διάκρισης — θα μπορούσε να ξεριζώσει από το άτομο την ατομικότητά του, αυτό για το οποίο ίσα ίσα θα έδινε τον πιο λυσσαλέο αγώνα. Καμιά δύναμη δεν μπορεί να εξαργυρώσει την ιδέα που έχει κάποιος για τον εαυτό του, εκτός από την δυναμική της ομάδας, την υπερατομική δύναμη μέσα στην οποία μπορεί να κρυφτεί ο τρομαγμένος πολίτης.
Η δυναμική της ομάδας! Το πιο φρικτό, παράλογο, ανήθικο, ακαλαίσθητο, φασματικό τρομοκρατικό εργαλείο. Πώς οργανώνεται μια ομάδα; Πρώτα σχηματίζεται, ύστερα διαμορφώνεται, στην συνέχεια τυποποιείται και τέλος υποτάσσεται. Στο στάδιο του σχηματισμού τα μέλη της ομάδας παρουσιάζουν έντονη ατομική κινητικότητα. Δεν συμφωνούν πάντα μεταξύ τους και αναζητούν καθοδήγηση. Η αναγκαιότητα του ηγέτη προβάλει έντονη, αφού ο βασικός λόγος για τον οποίο τα άτομα οδηγήθηκαν στην ομάδα, η ασφάλεια, προϋποθέτει την απαλλαγή από τον τρόμο της προσωπικής ευθύνης. Στο στάδιο της διαμόρφωσης, η ομάδα παραπαίει καθώς τα μέλη περνούν από προσωπικές κρίσεις ως προς τους ρόλους τους. Όλοι προσδοκούν την θέση του ηγέτη. Όλοι επιθυμούν να διαμορφώσουν τους στόχους της ομάδας στην βάση των ιδεών και των επιθυμιών τους. Είναι ακόμη άτομα. Ζουν με τον δικό τους τρόπο. Δέχθηκαν να στεγάσουν τους τρόμους τους, αλλά δεν εννοούν να εγκαταλείψουν το εγώ τους. Στο στάδιο της τυποποίησης, τα μέλη αποδέχονται τους ρόλους τους και τους στόχους όπως τους διαμόρφωσε ο ηγέτης. Η ομάδα έχει αρχηγό και αρχές και μεθόδους επίτευξης των στόχων της. Τα άτομα παρουσιάζουν την τάση να αφομοιώσουν τα στοιχεία που αντιβαίνουν προς τις προσωπικές τους επιδιώξεις με ορθολογικό τρόπο. Μπορούν να διατηρούν την ατομικότητά τους στον βαθμό που επινοούν επιχειρήματα υπέρ του «γενικού καλού». Στο στάδιο της υποταγής, εμφανίζεται η τυφλή πίστη στην ομάδα. Οι συνειδήσεις είναι πια εκτελεστικά όργανα μιας ιδεολογικής μηχανής, που λειτουργεί σαν τον Προκρούστη. Υποδέχεται τα άτομα, τα φιλοξενεί αλλά κόβει ό,τι περισσεύει. Εδώ τα επιχειρήματα δεν έχουν σημασία. Το συναίσθημα πια αναλαμβάνει τον κύριο ρόλο και αναδύεται η ιδεολογία, η μήτρα μέσα στην οποία ο τρόμος μετατρέπεται σε υπόσχεση ευδαιμονίας. Η πρώτη μαζική ιδεολογία στην ανθρώπινη ιστορία ήταν ασφαλώς ο χριστιανισμός. Μέχρι εκείνη την εποχή, καμιά κοσμοαντίληψη δεν είχε απαιτήσει από τους ανθρώπους πίστη για να τους επιβραβεύσει — και μάλιστα με το βραβείο της αιώνιας ζωής. Επρόκειτο για μια ξεχωριστή πίστη με τεράστια δύναμη. Ο χριστιανισμός δεν ασχολιόταν με ό,τι συνέβαινε γύρω στους πιστούς του, δεν επαγγελόταν καμιά μεταμόρφωση της κοινωνίας, δεν ήθελε να την κάνει πιο δίκαιη, πιο φιλική στην ανθρώπινη προσπάθεια για επιβίωση. Ο χριστιανισμός υποσχόταν την τελική, υπέρτατη επικράτηση του ατόμου στην μετά θάνατον ζωή. Το αντίδωρο για την πίστη ήταν εξαιρετικά ισχυρό. Ήταν ένα τέχνασμα απαλλαγής από τον τρόμο για την αθλιότητα της ζωής. Καθένας μας ξέρει πως όταν ποθούμε κάτι που μας μοιάζει, όπως έλεγε ο Σπινόζα, ποθούμε να μας αγαπά και αυτό. Μέσα σε κάθε άνθρωπο υπάρχει ένας ήρωας, ένα πρότυπο ήρωα. Από αυτήν την άποψη ο Ναζωραίος έμοιαζε με το πρότυπο κάθε τρομοκρατημένου ανθρώπου, και ήταν φυσικό να πιστέψουν σ’ αυτόν οι αδύναμοι, ήταν φυσικό να φανταστούν πως με την κατάλληλη προσπάθεια θα τους αγαπήσει και εκείνος. Αρχικά, την αγάπη του την έδωσε μονομιάς. Πουθενά στα πρώτα κείμενα που μας τον συστήνουν, στα Ευαγγέλια, δεν ζητά από κανέναν οτιδήποτε άλλο από την τήρηση του Μωσαϊκού νόμου. Αλλά μια ιδεολογία δεν μπορεί να σταθεί με μια τόσο γενική υποταγή σε απαγορεύσεις αυτονόητες για τις περισσότερες ομάδες ανθρώπων. Οι επίσκοποι ανάλαβαν την συγκρότηση της ιδεολογίας. Πολιτεύτηκαν, ασχολήθηκαν με τα επίγεια, εξόντωσαν τους αντιπάλους τους, διαπραγματεύτηκαν τις δυστυχίες και τις μορφοποίησαν κατά βούληση. Σχετικά εύκολα μπορεί κανείς να απαλλαγεί από την επιμονή ενός ανθρώπου, που πιστεύει γιατί νομίζει πως αυτό τον βοηθά να ζήσει καλύτερα. Ένας άνθρωπος όμως που πιστεύει, γιατί αυτό θα του εξασφαλίσει την αιώνια ζωή, και είναι έτοιμος να πεθάνει με προθυμία, είναι μια ανεξέλεγκτη πυρκαγιά. Στάσου ανάμεσα σε κάποιον και στο συμφέρον του. Θα πρέπει να παλέψεις με έναν άνθρωπο του οποίου η δύναμη αυξάνεται ή μειώνεται στην βάση του ενδιαφέροντός του να βγει ζωντανός από την πάλη. Στάσου ανάμεσα σε κάποιον και στην αιώνια σωτηρία του. Έχεις να κάνεις με ένα πλάσμα, μπροστά στο οποίο το δυνατότερο θηρίο είναι ένα απροστάτευτο πρόβατο. Η δυναμική της ομάδας βασίζεται στην συνεκτίμηση των μέσων και των στόχων, που επιβάλει ο αρχηγός. Στην περίπτωση του χριστιανισμού έχουμε να κάνουμε με μια πνευματική διδασκαλία και με μια κοσμική εξουσία. Θύμα της δεύτερης όψης ήταν ο τελευταίος φιλόσοφος του αρχαίου κόσμου, η Υπατία, τα πρώτα χρόνια του 5ου μ.Χ. αιώνα.
Ο θάνατος της εντυπωσιακής αυτής γυναίκας, θα έθετε νέους όρους στην κατατρομοκράτηση των ανθρώπων από την εξουσία. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με την απροκάλυπτα ωμή χειραγώγηση του όχλου, αλλά από τον σχεδιασμό κατασκευής δολοφόνων, που εκτελώντας το καθήκον τους απέναντι στην ομάδα στην οποία ανήκαν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως είχαν μεταβληθεί σε υπηρέτες του ηγέτη. Το άτομο που έσμιγε με τον όχλο στην αρένα δεν είχε ιδεολογία. Απλά ικανοποιούσε τα ζωώδη ένστικτά του, επιλέγοντας τον ρόλο του θεατή σε μια παράσταση της οποίας αύριο μπορεί να ήταν ο πρωταγωνιστής-θύμα. Η κινητικότητά του ήταν αρκετά μεγάλη. Δεν χρειαζόταν να δεσμευτεί συναισθηματικά ή ιδεολογικά απέναντι σ’ αυτό που έβλεπε. Αντίθετα ο χριστιανός πιστός έπρεπε να παρακάμψει τα ειρηνιστικά μηνύματα του ιδρυτή της θρησκείας του. Η χρήση βίας, από την οποία είχε υποφέρει τα μέγιστα ο εσταυρωμένος προφήτης των προφητών, χρειαζόταν αιτιολόγηση και μάλιστα αρκετά ισχυρή ώστε να υπερβεί την αντιφατικότητα μιας ‘χριστιανικής βίας’. Βέβαια η αντικατάσταση της έλλογης σκέψης από την πίστη, την οποία προπαγάνδιζε ο χριστιανισμός, καθιστούσε τα πράγματα εύκολα. Αν η βία και η επιθετικότητα δεν είναι δύο έννοιες στο εσωτερικό μιας λογικά συγκροτημένης κλίμακας αξιών αλλά διαφορετικές μορφές εκδήλωσης του ενός υπέρτατου θεού, ο χριστιανός πιστός θα μπορούσε να είναι βίαιος, αφήνοντας την αξιολόγηση των πράξεών του στην θεία βούληση. Ωστόσο η στάση των χριστιανών συγγραφέων και ιερέων δεν ήταν πάντα η ίδια απέναντι στην βία. Είναι χαρακτηριστικά διαφορετικές οι θέσεις που παίρνουν δύο χριστιανοί συγγραφείς απέναντι στην δολοφονία της Υπατίας.
«Ζούσε στην Αλεξάνδρεια μια γυναίκα, που την έλεγαν Υπατία», γράφει ο Σωκράτης Σχολαστικός — γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, το 380 περίπου, στην Εκκλησιαστική Ιστορία του. «Ήταν κόρη του φιλόσοφου Θέωνος, και είχε επιτύχει πολλά στην λογοτεχνία και στα μαθηματικά, ώστε να ξεπεράσει όλους τους φιλοσόφους της εποχής της. Γνώριζε πολύ καλά τις διδασκαλίες του Πλάτωνα και του Πλωτίνου, και εξηγούσε τις αρχές της φιλοσοφίας στους ακροατές της, πολλοί από τους οποίους έρχονταν από μακριά για να τους καθοδηγήσει. Εξαιτίας της αυτοπεποίθησης και των καλών τρόπων, τους οποίους είχε αποκτήσει με την συνεχή μελέτη και καλλιέργεια του πνεύματός της, εμφανιζόταν όχι σπάνια με τα δημόσια πρόσωπα. Δεν αισθανόταν ποτέ αμηχανία όταν βρισκόταν ανάμεσα σε άνδρες, διότι όλοι σέβονταν την σοφία και την αρετή της. Ωστόσο έπεσε θύμα των πολιτικών αντιζηλιών που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Οι συχνές επαφές της με τον [έπαρχο της Αλεξάνδρειας] Ορέστη, έγιναν αιτία να διαδοθεί ανάμεσα στον χριστιανικό πληθυσμό η φήμη πως ευθυνόταν για τις κακές σχέσεις που είχε ο έπαρχος με τον επίσκοπο. Ορισμένοι από αυτούς, κινημένοι από μανία και μισαλλόδοξο ζήλο, υπό την καθοδήγηση κάποιου αναγνώστη Πέτρου, της έστησαν καρτέρι την ώρα που επέστρεφε στο σπίτι της, την τράβηξαν από το άρμα της και την έσυραν σε κάποια εκκλησία που λεγόταν Καισαρείον, όπου την γύμνωσαν και την δολοφόνησαν με κεραμίδια. Ύστερα τεμάχισαν το πτώμα της, και μετέφεραν τα κομμάτια σε κάποιο μέρος που ονομαζόταν Κυναρείον. Εκεί τα έκαψαν. Η υπόθεση αυτή αμαύρωσε όχι μόνον την φήμη του επισκόπου Κύριλλου, αλλά και όλης της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας. Ασφαλώς τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξένο στο πνεύμα του χριστιανισμού από τέτοιες σφαγές, έριδες και συναλλαγές».
Διακόσια χρόνια αργότερα, ο Ιωάννης Επίσκοπος Νικίου, υπεύθυνος για όλα τα μοναστήρια της Αιγύπτου, αναφέρει το γεγονός στο Χρονικό του. «Εκείνες τις μέρες εμφανίστηκε στην Αλεξάνδρεια μια γυναίκα φιλόσοφος, μια παγανίστρια που την έλεγαν Υπατία, κι ασχολιόταν συνέχεια με την μαγεία, τους αστρολάβους και τα μουσικά όργανα, και σαγήνευε πολλούς ανθρώπους με την σατανική βούλησή της. Και ο έπαρχος της πόλης την τιμούσε πολύ, γιατί τον είχε σαγηνεύσει με την μαγεία της. Κι έπαψε πια να πηγαίνει στην εκκλησία όπως συνήθιζε. Πήγε όμως μια φορά κάτω από επικίνδυνες συνθήκες. Κι όχι μόνο έκανε αυτό, αλλά οδήγησε πολλούς πιστούς σ’ εκείνην, κι ο ίδιος δέχθηκε στο σπίτι του τους άπιστους. Και κάποια μέρα που διασκέδασαν πολύ σε μια θεατρική παράσταση με χορευτές, ο έπαρχος εξέδωσε μιαν έδικτο για τις δημόσιες εκδηλώσεις στην Αλεξάνδρεια, κι όλοι οι κάτοικοι μαζεύονταν στο θέατρο. Τώρα, ο Κύριλλος που έγινε πατριάρχης μετά τον Θεόφιλο, είχε μεγάλο πόθο να μάθει τι λογής έδικτος ήταν αυτή. Και ήταν κάποιος που ονομαζόταν Ιέραξ, ένας φωτισμένος άνθρωπος, που έκανε τον παγανιστή, μα ήταν αφοσιωμένος στον άγιο πατέρα τον Πατριάρχη κι άκουγε πολύ τις συμβουλές του. Κι ήταν επίσης πιστός χριστιανός. Πήγε, λοιπόν, κάποτε στο θέατρο για να διαπιστώσει το περιεχόμενο της εδίκτου. Όμως όταν οι Ιουδαίοι τον είδαν ανάμεσά τους σήκωσαν βοή και είπαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν ήρθε με καλό σκοπό, αλλά θέλει να προκαλέσει αναστάτωση». Και ο Ορέστης ο Έπαρχος δυσαρεστήθηκε από τα τέκνα της Αγίας Εκκλησίας, κι έδωσε διαταγή να συλλάβουν και να τιμωρήσουν δημοσίως τον Ιέρακα, καίτοι ήταν εντελώς αθώος. Και ο Κύριλλος οργίστηκε με την πράξη αυτή του έπαρχου, κι έστειλε γραφή στους Ιουδαίους και τους προειδοποίησε να σταματήσουν να ενοχλούν τους χριστιανούς. Εκείνοι όμως δεν συμμορφώθηκαν, γιατί καμάρωναν για την υποστήριξη που τους πρόσφερε ο έπαρχος, κι έτσι πήγαιναν από καυγά σε καυγά και σχεδίαζαν σφαγή. Και βγήκαν κάποιοι αλλόφρονες μέσα στη νύχτα και φώναζαν: «Η αποστολική εκκλησία του Αθανασίου καίγεται. Ελάτε να τη σώσετε χριστιανοί!». Και βγήκαν στους δρόμους οι χριστιανοί ανύποπτοι για την ύπουλη παγίδα που τους είχαν στήσει οι Ιουδαίοι. Κι όταν βγήκαν, έπεσαν πάνω τους οι Ιουδαίοι κι έχυσαν το αίμα πολλών αθώων. Και το πρωί, όταν άκουσαν όσοι γλίτωσαν την ανομία των Ιουδαίων, πήγαν στον Πατριάρχη. Κι επιτέθηκαν όλοι μαζί με οργή στις συναγωγές των Ιουδαίων, και τους έσυραν στις εκκλησίες και τους βάφτισαν στην αγία πίστη. Κι έναν τον βάφτισαν Γεώργιο. Και τους δολοφόνους τους εξόρισαν από την πόλη, και λεηλάτησαν τις περιουσίες τους, και τους άφησαν πτωχούς πριν τους διώξουν, κι ο Ορέστης ο έπαρχος δεν μπορούσε να τους βοηθήσει. Κι ύστερα πλήθος πιστών σηκώθηκε ακολουθώντας τον καλόγερο Πέτρο, που ήταν ευσεβής πολύ κι εργαζόταν ακάματα την πίστη του Ιησού Χριστού, κι αναζήτησαν την παγανίστρια που είχε σαγηνεύσει με τα μάγια της τους κατοίκους και τον ίδιο τον έπαρχο. Κι όταν έμαθαν που βρισκόταν, πήγαν και την βρήκαν να κάθεται σ’ έναν υψηλό θρόνο, και την γκρέμισαν από εκεί και την έσυραν σε κάποια μεγάλη εκκλησία που λεγόταν Καισαρείον. Κι ήταν περίοδος νηστείας. Και την γύμνωσαν και την έσυραν στους δρόμους της πόλης, ώσπου πέθανε. Και την μετέφεραν σ’ ένα μέρος που λεγόταν Κυναρείον, κι έκαψαν το πτώμα της. Κι οι πιστοί μαζεύτηκαν γύρω στον Πατριάρχη Κύριλλο, και τον κάλεσαν «νέο Θεόφιλο», γιατί εξαφάνισε κάθε ίχνος ειδωλολατρίας από την πόλη.
Τι μεσολάβησε αυτά τα διακόσια χρόνια ώστε ο αποτροπιασμός ενός χριστιανού να μεταβληθεί σε καθαγιασμό ενός αδικαιολόγητου, ακόμη και με την σκληρή ηθική της επιβίωσης, εγκλήματος; Ο χριστιανικός όχλος που τον 5ο αιώνα προσπαθούσε να επιβάλει την θέλησή του, τον 7ο ήταν βρισκόταν στην εξουσία. Δεν θα πρέπει, όμως, να βιαστούμε να θεωρήσουμε τον Ιωάννη Επίσκοπο Νικίου έναν ηθικά διεφθαρμένο ηγέτη, που προσπαθεί να διατηρήσει την ιδεολογική συνοχή αυτού του κυρίαρχου όχλου. Φυσικά, το κείμενό του είναι μια εξαιρετική περίπτωση προπαγάνδας, αλλά μια προσεκτική ματιά τον τοποθετεί στην θέση του τρομοκρατημένου! Το κείμενο αυτό συνιστά μια «χάρτινη αρένα». Ας ονομάσουμε έτσι κάθε κείμενο, μετά την ανάγνωση του οποίου, έχουμε περίπου τα ίδια συναισθήματα με τον Ρωμαίο πολίτη, που άφηνε την κλασσική αρένα. Οι διαφορές δεν είναι μελιταίες, αλλά μόνο από την ασύγκριτη ανηθικότητα της ρητορικής σε σχέση με την «ευθύτητα» της βάρβαρης πράξης. Από τους φόνους που γίνονται σε ένα κείμενο υποτίθεται πως δεν κινδυνεύει κανείς. Δεν ρέει πραγματικό αίμα, αλλά και η τελευταία δυνατότητα του θεατή να προσχωρήσει στον αποτροπιασμό του εξαφανίζεται. Σε μια πραγματική αρένα, το χυμένο αίμα γίνεται ανεκτό από την διεστραμμένη ηδονή της θέας του χυμένου αίματος. Ο θεατής εγκαταλείπεται σ’ αυτήν την διαστροφή ως ζώον που προσπαθεί να επιβιώσει. Η ανακούφιση της αποφυγής μιας παρόμοιας με το θύμα τύχης, είναι ένα συναίσθημα ακατέργαστο, παιδικό ή πρωτόγονο, αλλά διαθέτει ένα είδος ευθύτητας, ειλικρίνειας, αθωότητας. Η χάρτινη αρένα απευθύνεται σε «πολιτισμένους» ανθρώπους. Το αίμα που χύνεται με τον τρόπο των λέξεων πρέπει να είναι απόλυτα δικαιολογημένο. Αλλιώς ο θάνατος βρίσκεται εκτός της έλλογης συνθήκης που ιδρύει η συγγραφή και ανάγνωση ενός κειμένου. Εδώ, η Υπατία δολοφονείται ως ένοχη για μια περίοδο αιματηρών ταραχών. Εδώ η οργή των χριστιανών είναι απόλυτα αιτιολογημένη και διαξιολογημένη. Ασφαλώς υπάρχουν στο κείμενο ορισμένα λογικά κενά. Η σχέση της Υπατίας με τον παγανιστή Ορέστη μπορεί να είναι απόλυτα φυσική. Όμως η σχέση των δύο τους με τους μονοθεϊστές Ιουδαίους δεν μπορεί να εξηγηθεί άμεσα. Έτσι, το λογικό κενό καλύπτεται από την σταδιακή άνοδο της έντασης των συναισθημάτων, μέχρι την τελική αποφόρτιση. Η βιβλική ρητορική των αλλεπάλληλων «και» λειτουργεί αποφασιστικά, αφαιρώντας από τον αναγνώστη κάθε ευκαιρία να κάνει δικές του σκέψεις. Τα γεγονότα μπορεί να μην συνδέονται οπωσδήποτε λογικά, αλλά συνδέονται «ποιητικά», «ρητορικά», γεγονός που εξασφαλίζει την μέγιστη πειθώ, την συναισθηματική.
Κι ο συγγραφέας; Τόσο ύπουλος, λοιπόν, τόσο επιτήδεια ανειλικρινής; Πώς τολμά ένας ιερέας να χρησιμοποιεί την τέχνη του ψεύδους, την ρητορική, την μόνη τακτική με την οποία μπορείς να χρεώσεις στον άλλον, τον αναγνώστη επί του προκειμένου, την ευθύνη των πράξεών σου; Σε κάθε περίπτωση προπαγάνδας, ο προπαγανδιστής δεν κινδυνεύει από το θέμα του αλλά από τον αναγνώστη. Η προπαγάνδα θα μπορούσε κάλλιστα να ιδωθεί όχι μόνο σαν μια τεχνική διαστροφής των ιδεών του αναγνώστη, αλλά κυρίως σαν μια τεχνική υφαρπαγής της βούλησής του, αποδυνάμωσης της κρίσης και της ακρισίας του επίσης. Το τελικό αποτέλεσμα του προπαγανδιστικού κειμένου είναι η καθαγίαση του προπαγανδιστή απέναντι στον αναγνώστη, παρ’ όλο που δείχνει να είναι η παρακίνησή του κατά των εχθρών του προπαγανδιστή. Ο Ιωάννης Επίσκοπος Νικίου ήθελε πάνω απ’ όλα να βεβαιωθεί πως ο κυρίαρχος όχλος είναι με το μέρος του. Του έδωσε την δήλωση που είχε ανάγκη. Ξεμπέρδεψε με το αγκάθι της Υπατίας. Παρακολούθησε το μαρτύριό της φανταστικά, και έσπευσε να το αφηγηθεί στους συνθεατές του, με στόχο την διασκέδαση του τρόμου του. Κανείς δεν ξέρει μέχρι πού μπορεί να φτάσουν οι απαιτήσεις του όχλου. Ένα είναι βέβαιο: μέχρι εκεί που επιβάλει η επιβίωσή του.