Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 13

Πέντε συν ένα ποιήματα για τη Γυναίκα - Μάνος Ορφανουδάκης

 
Ζώνη αγνότητοςΤα μαλλιά της είχαν από καιρό ασπρίσει
και η καρδιά της μετρούσε τους τελευταίους της κτύπους.
Το μυαλό όμως “εκεί” κι ίσως με περισσότερη θέρμη από “τότε”
στους εικοσάχρονους φαλλούς της νιότης της.
Κι εκείνη η μυρωδιά από ιδρώτα και σπέρμα
ήταν πιο ζωντανή από ποτέ στα ρουθούνια της.
Μονάχα σαν το βλέμμα της έπεφτε στο είδωλο της
στον απέναντι καθρέφτη τα μάτια της σκοτείνιαζαν.
Έπρεπε από καιρό να τον είχε πετάξει, όπως πέταξε και τα χρόνια της
στην ηθική και την σκλαβιά των βελούδινων σαλονιών

Απουσία

Όλα βρίσκονται ακόμα εκεί,
σε μια σιωπηλή συγκατάβαση.
Τα γυάλινα γοβάκια της,
οι μοβ μενεξέδες απάνω στο κρεβάτι
οι άδειες προθήκες των αστεριών στο ταβάνι.
Κι ίσως η απουσία της να μη γινόταν αισθητή
αν το γυμνό κορίτσι στο διπλανό δωμάτιο
δε φώναζε συνεχώς τ’ όνομα της.

Διάβαση

“Το χνότο της βρομάει” έλεγαν και ξαναέλεγαν
καθώς περνούσε γρήγορα το δρόμο.
Δεκάδες σιωπηλές ανάσες κάρφωναν λόγια στο κορμί της.
Εκείνη σκυφτή, η αιώνια έρημη,
έκανε πως δεν άκουγε σιγοψιθυρίζοντας ένα σκοπό
ανάμεσα στα χείλη της.
Το χέρι της όμως πάντα εκεί, στο λαιμό της, να κρατήσει κλειστό το γιακά.
Μονάχα ο τυφλός ζητιάνος στη γωνία όταν ένιωσε την παρουσία της
έπεσε στα γόνατα.
Ήταν ο μόνος που έβλεπε το αγκάθινο στεφάνι

Κόκκινη λάμπα

Όλο το βράδυ έμεινε κάτω απ’ το μπαλκόνι.
Ήθελε να κερδίσει ένα βλέμμα,
κάτι για να κρατηθεί.
Εκείνη άναβε κάθε τόσο τη λάμπα
για να υποδεχθεί ή ν’ αποχαιρετήσει τους μνηστήρες,
που κάθε τόσο έρχονταν και έφευγαν.
Εκείνος, στην είσοδο, καθισμένος στο σκαλί,
τους έβγαζε το καπέλο και καθώς τον χαιρετούσαν
ανάσαινε βαθειά μήπως και κλέψει λίγο από το άρωμα της
στο ιδρωμένο κορμί τους.

Αγια αμαρτία

Την είχα δει, κρυφά
ανεβασμένος στο παράθυρο.
Ήταν στα γόνατα μπροστά στο εικονοστάσι.
Δεν έδειχνε δακρυσμένη
κι όμως, η μεταμέλεια ήταν χαραγμένη στο βλέμμα της.
Η ηλικιωμένη γυναίκα χτύπησε τη πόρτα
“ήρθε ο επόμενος” είπε κι έφυγε.
Η Παναγία της χάιδεψε το μάγουλο
έγνεψε συγκατανευτικά και γύρισε στο εικονοστάσι.

Γυάλινη σχεδία

Τραβήχτηκε πάλι πριν τελειώσει
δεν ήθελε μπελάδες -αρκετούς είχε ως τώρα-
γύρισε πλευρό και κοιμήθηκε.
Δίπλα του η νεκρή γυναίκα σκούπισε το στήθος της,
έσβησε το φως και ξάπλωσε.
Σε λίγο άρχισε ξανά να ζει το ταξίδι της φυγής της
στη γυάλινη σχεδία κάτω απ τον ουρανό με τα δύο φεγγάρια.

Ο Μάνος Ορφανουδάκης ζει στο Ηράκλειο της Κρήτης.