Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 16

Πέντε ποιήματα - Νίκος Σφαμένος

Διαπίστωσηόμως
τι παράξενο
να εκπέμπεις σινιάλα
κάθε βράδυ
και αυτά να εξατμίζονται
να χάνονται μονομιάς
μικρέ μου φίλε
θυμάσαι που μου χες πει χαρακτηριστικά
οι λέξεις τελικά αποδεικνύονται
μια κλανιά στο σκοτάδι;

μου πήρε σχεδόν τριάντα χρόνια να το καταλάβω

Τότε...


σ' εκείνες τις γειτονιές δεν υπήρχε σπίθα
όμως να
μπορούσες να κρυφτείς χωρίς να
σε ξέρει κανείς
εντελώς άγνωστος
-και αυτό είναι καλό-
εκείνα τα πρόσωπα ήταν
ισχνά
είχαν κουραστεί να περιμένουν
δεν είχα καμία λύση να προτείνω
μονάχα
να κρυφτώ
ήθελα
και η ποίηση
ενα φως που δεν άναψε ποτέ
ώστε λοιπόν έτσι πάει...
μια μεγάλη εταιρεία
δύο παιδιά και
μια πρόθυμη γραμματέας
ταξίδια συχνά
και έντονη κοινωνική ζωή
οι φίλοι μου σπάνια μίλαγαν
και όταν έλεγα πως γράφω
γύρναγαν απ την άλλη πλευρά
το κεφάλι τους
-τους καταλαβαίνω-
και οι νύχτες νεκρές αλλά
όμορφες
και οι στίχοι αν δεν
διαβάστηκαν
αγνοήθηκαν
μονάχα κρυβοδιάβαζα στα λογοτεχνικά
περιοδικά των βιβλιοπωλείων
λέξεις χωρίς δύναμη
ζωντάνια
και μακρόσυρτες ανούσιες
συνεντεύξεις
-έτσι πάει φίλε-
οι φίλοι μου το ήξεραν καλά
όμως παρά την ασημαντότητα
η φλόγα έκαιγε τόσο έντονα
το κρασί δρόσιζε και
οι μουσικές θεσπέσιες
η κάμαρα μοναχική
οι λέξεις να ταξιδεύουν μέσα μου
αγνές
ανέγγιχτες
εκείνες οι γειτονιές το
πρόσφεραν
και κάθε νύχτα περίμενε
γεμάτη μυστικά
και όνειρα
"ο μεγάλος ποιητής απόψε στη πόλη μας"
και τώρα που πίνω γ αυτές τις όμορφες
πανούργες νύχτες
σκέφτομαι όλους τους σκυθρωπούς
νικημένους φίλους μου και
χαμογελάω:
είστε όλοι εδώ απόψε
Κύριε

τα κανάλια και ο τύπος σας
αγαπάνε
συνεντεύξεις
αναγνώσεις και
κολακευτικά σχόλια
μα γιατί με κοιτάτε έτσι
Κύριε;
φυσικά και σας θαυμάζω
ναι το ξέρω
δεν θα διαβαστώ ποτέ
υπήρξα άλλο ένα λάθος
των αιώνων
όμως εσείς Κύριε
συνεχίστε έτσι
μ’ αυτό το ζήλο
σας θαυμάζω
θα μαθαίνω όλα τα τελευταία
νέα σας

μα Κύριε κοιτάξτε!
το φως
λιγοστεύει
χλωμιάζει
τρεμοπαίζει

γιατί;

Καλοκαίρι 2011

Αυτές οι μέρες-είναι περίεργο-
δεν αστράφτουν, ούτε ευωδιάζουν πια
καθώς οι γέροι συνωστίζονται στα παγκάκια των
πλατειών και οι πεταλούδες ασφυκτιούν στα παράθυρα
των πολυκατοικιών ασθμαίνοντας για φως
οι εξαίσιες μελωδίες σταμάτησαν
ούτε τα μπαλκόνια μυρίζουν χρυσάνθεμα
ενώ το τηλέφωνο χτυπά τα μεσάνυχτα
μα δεν ακούγεται καμιά φωνή
σου θυμίζει τα χρόνια που σπαταλήθηκαν
και οι καρδιές άδειες
και τα φτερουγίσματα δεν ακούστηκαν ποτέ
και τα φώτα χλωμά
όμως να
ένα παιδί παίζει στη γωνία
περιστέρια φωλιάζουν στο κεφάλι του
στα λιμάνια ανάβουν φωτιές στο σκοτάδι
και τα μικρά κορίτσια ονειρεύονται κυκλάμινα γύρω απ τη φωτιά
οι βαρκάρηδες μας γνέφουν με δροσερό μέτωπο
οι σαύρες λιάζονται στα λιβάδια
τα τριζόνια ερωτεύονται στις στέγες
μα οι φωνές μας δεν ακούγονται
-ποτέ δεν ακούστηκαν-
τα μπουκάλια την αυγή έχουν ένα παράξενο χρώμα
σου θυμίζουν τα χρόνια που κυνήγαγες φως
όμως
αυτές οι μέρες-τι περίεργο-
δεν αστράφτουν πια
μας προσπερνούν αδιάφορα
συνεχίζοντας το χαρούμενο ταξίδι τους
μονάχα ένας θλιμμένος σπουργίτης στέκεται
στο παράθυρο σου και σου γνέφει
πολλή αγάπη
λίγη αγάπη
οι οπτασίες περιμένουν στο σκοτάδι μιλώντας
για ζωές που θα ρθουν
οι δρόμοι μυρίζουν νυχτολούλουδα και βασιλικό
περπατάς αργά και τα στενά ευωδιάζουν
και οι φωνές μας δεν ακούγονται
-ποτέ δεν ακούστηκαν-
ανοίγουμε το στόμα μα είναι σαν να μη μιλάμε
αγγίζουμε μα δεν αισθανόμαστε
και στις πλατείες οι γέροι μιλάνε για αλλοτινές εποχές
και οι συγγραφείς είναι κακοί
και το γράψιμο μας είναι κακό
μα κοίτα τα πολύχρωμα τόπια των παιδιών
τα χαρούμενα ποιήματα στο πάτωμα
και άναψε τη φλόγα σου μικρέ μου φίλε
στα καταφύγια μας οι μέρες τινάζονται στο παράθυρο
μας καλούν για γιορτές και μια όμορφη μελωδία μας νανουρίζει
χαϊδεύουν τα μαλλιά μας και μας σέρνουν μαζί τους
λίγη αγάπη
πολλή αγάπη
μου δίνεις το χέρι και προσπαθώ να σε νιώσω
και να
να
κοίτα
τα παιδιά παίζουν στο σούρουπο
και εμείς
στα καταφύγια
τις πολιτείες και τις
ρωγμές μας
θα ονειρευόμαστε
τρένα.

Οκτώβρης

Είναι η πρώτη μέρα του Οκτώβρη… Εδώ στη μικρή κάμαρα ακούγονται γνώριμες μελωδίες και μόλις έχει εισβάλει μια μύγα από το πουθενά…
Γυρίζω προς τη μεριά του ήλιου, νιώθω να με προσκαλεί σε φθινοπωρινές γιορτές με χαρούμενες και πολύχρωμες μουσικές, φωτεινά πρόσωπα…
Eίχα γράψει πως η ανάγκη για φως πριν από τέσσερα χρόνια λεγόταν ακούγοντας βαλς στο σκοτάδι… πως καιγόμουν να βγάλω τη λέξη από μέσα μου… όπως εγώ ήθελα…
Και να… ένα φωτοτυπικό μηχάνημα έγινε όλα αυτά τα χρόνια ο εκδοτικός οίκος μου… λέξεις που μοιράστηκαν σε φίλους, λέξεις πού πέταξαν σαν τρομαγμένα πουλιά… χωρίς διορθώσεις, εξεζητημένες λέξεις και επιμελητές.
Υπήρξαν αρκετά-θετικά και αρνητικά-σχόλια, δε με ενδιέφερε ποτέ ιδιαίτερα η κριτική… καιγόμουν απλά όπως είπα να βγάλω τη λέξη από μέσα μου… χωρίς πραγματικά να έχω απαιτήσεις.
Τη συνέχεια δε μπορώ να τη γνωρίζω. Οφείλω όμως να ευχαριστήσω όλους όσους ασχολήθηκαν με τις λέξεις μου-αυτές είχα να δώσω- και με φιλοξένησαν σε διάφορα λογοτεχνικά έντυπα και ηλεκτρονικούς χώρους. Ομολογουμένως αυτά τα άτομα υπήρξαν αρκετά.
Η μύγα τώρα έχει κολλήσει ασφυκτικά στο παράθυρο. Έξω ο ήλιος παραμένει ψηλά, όπως όταν ήμουν παιδί, πολλά υποσχόμενος. Το παράθυρο πρέπει να ανοίγει… Πάντοτε…
Σας ευχαριστώ απ’ τη καρδιά μου και θα σας περιμένω σε νέες γιορτές.

Ο Νίκος Σφαμένος γεννήθηκε το 1982 στη Μυτιλήνη. Σπούδασε Αγγλική γλώσσα και φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ποιήματα του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και ιστοχώρους. Έχει αυτόεκδώσει τα βιβλία ποίησης Ακούγοντας βαλς στο σκοτάδι (2007), Οργή και λουλούδια σε μια χώρα νεκρών (2007), Αυτά που γράφτηκαν κάτω από βρώμικο φως (2008) Άγιες, αιματόβρεκτες και άχρηστες λέξεις (2008), Ανθισμένες νύχτες (2010), καθώς και το e-book Περιμένοντας χελιδόνια το Δεκέμβρη (Λογοτεχνικά Σημειώματα, 2011).