Εκείνο το όνειρο, της ήρεμης ζωής που τον καλούσε πίσω στο νησί Innisfree (Ιννισφρί, νησί από ρείκια) της Ιρλανδίας, αναπολούσε ο Γέιτς κι εκείνη την ημέρα πίσω στα 1890 (πολύ δηλαδή προτού αποσυρθεί στην αγροικία του Stone Cottage) όταν, καθώς περνούσε απ' την οδό Φλιτ του Λονδίνου, απέσπασε την προσοχή του ένας ήχος από νερό που κελαρύζει: ήταν ένα συντριβάνι, σε μια βιτρίνα καταστήματος, που πάνω του επέπλεε μια μπάλα. Εκεί και τότε, μ' έναν ακαριαίο συνειρμό νερού που αναδιπλώνεται μέσα σε λίμνη, γεννήθηκε το ποίημά του «Το νησί του Ιννισφρί στη λίμνη» (“The Lake Isle of Innisfree”).
Χρόνια μετά, εκεί στο τέλος της κοινής περιόδου του Stone Cottage, κι έχοντας υπάρξει κοινωνός του ονείρου του Γέιτς, ο Πάουντ έγραψε το ποίημα «Το νησί στη λίμνη» (The Lake Isle), πιθανώς με διάθεση αστεϊσμού πάνω στο εν τω μεταξύ διάσημο ποιήμα του Ιννισφρί. Το σχεδόν ομότιτλο των δύο ποιημάτων και η προφανής ετεροαναφορά του Πάουντ τράβηξαν την προσοχή κοινών φίλων, όπως του Τζέιμς Τζόυς, ο οποίος το 1920 σε ένα γράμμα σχετικά με το «Νησί στη λίμνη» προς τον Πάουντ, έγραψε: «ετούτη εδώ είναι μια πολύ ποιητική επιστολή. ... θα πρέπει να διαβαστεί αργά το απόγευμα, ενώ το νερό στη λίμνη αναδιπλώνεται».
Και όμως: χάρη στο σχόλιο του Πάουντ, χάρη σ' αυτόν τον ετεροχρονισμένο ποιητικό διάλογό του με τον Γέιτς, εμείς μπορούμε σήμερα να διαισθανθούμε το ιδιότυπο δύο ισχυρών προσωπικοτήτων που συνυπήρξαν, κι ακόμη ακόμη να τρυπώσουμε για λίγο στα ενδότερα του Stone Cottage, την απογευματινή εκείνη ώρα που ο Γέιτς μουρμουρίζει στίχους κλεισμένος στο δωμάτιό του, κι ο νεαρός Έζρα απαγορεύει στην οικονόμο να διακόψει την έμπνευση του θείου Γουίλιαμ.
Θα σηκωθώ και θα πηγαίνω τώρα, και πάω στο Ιννισφρί,
Και μια μικρή καλύβα θα χτίσω εκεί, από πηλό και καλαμιές φτιαγμένη:
Εννιά σειρές φασόλια θά 'χω εκεί, μία κυψέλη για των μελισσών το μέλι•
Και μοναχός θα ζω στο ξέφωτο της μελισσοβοής.
Και θά 'χω εκεί κάποια γαλήνη, γιατί η γαλήνη φτάνει στάζοντας αργά,
Στάζοντας από τα πέπλα του πρωινού κατά πού ο γρύλος τραγουδά•
Εκεί 'ναι τα μεσάνυχτα όλα ένα φως αχνό, το μεσημέρι λάμψη βαθυκόκκινη,
Και το απόβραδο γεμάτο από του σπίνου τα φτερά.
Θα σηκωθώ και θα πηγαίνω τώρα, γιατί διαρκώς τη νύχτα και τη μέρα
Ακούω νερό της λίμνης να διπλώνεται με ήχους σιγανούς κοντά στην όχθη•
Ενόσω στέκομαι στον δρόμο, ή σε πλακόστρωτα φαιά,
Το ακούω στον πυρήνα της βαθιάς καρδιάς.
Έζρα Πάουντ
Το νησί στη λίμνη
Ω Θεέ, ω Αφροδίτη, ω Ερμή, προστάτη των λωποδυτών,
Δώστε μου το ταχύτερο, εκλιπαρώ, ένα μικρό καπνοπωλείο,
Με τα μικρά ζωηρά κουτιά
τα στοιβαγμένα με επιμέλεια πάνω στα ράφια
Και τον γλυκό ταμπάκο με τη διάχυτη ευωδιά
και εκείνον τον χοντρά τεμαχισμένο,
Και τον Βιρτζίνια τον ξανθό,
χυτό κάτω από τις στιλπνές γυάλινες θήκες,
Κι ένα ζευγάρι ζύγια όχι και τόσο λιγδιασμένο,
Και τις διερχόμενες τροτέζες να σταματούν για καμιά-δυο κουβέντες,
Για μία λέξη πεταχτή, και για να σιάξουν ίσα-ίσα τα μαλλιά τους.
Ω Θεέ, ω Αφροδίτη, ω Ερμή, προστάτη των λωποδυτών,
Δανείστε μου ένα μικρό καπνοπωλείο,
ή απιθώστε με σ' επάγγελμα όποιο να 'ναι
Εξόν από αυτό το αναθεματισμένο επάγγελμα του λογοτέχνη,
όπου κανείς χρειάζεται τον νου του όλη την ώρα.