Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 28

Πάουλ Τσέλαν: Tρία ποιήματα

erinakiscelan.jpg
Μεταφράζει ο Νίκος Ερηνάκης 

Η ποίηση πλέον δεν επιβάλλει τον εαυτό της• τον αποκαλύπτει.
Πάουλ Τσέλαν, 26 Μαρτίου, 1969.

 

[...]

Εδώ στο βράχο της Σικίνου και στο μονόλιθο της Ανάφης η ποίηση του Τσέλαν ανακαλυπτεί μία καθηλωτική δίοδο μέσα από το σκοτάδι προς το διάφανο κρυστάλλινο πεδίο που ανοίγεται, πίσω από το μαύρο, στον ανοιχτό, άχρωμο ακόμα, ελεύθερο χώρο. Εδώ λειτουργεί όπως σχεδόν θα λειτουργούσε και σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης κι αυτό επειδή σε τέτοια οριακά επίπεδα ομορφιάς και οριακά επίπεδα ασχήμιας τα διάφορα είδη αλήθειας, που είτε υπήρξαν είτε θα υπάρξουν, συναντιούνται στην πιο ολοκληρωμένη τους μορφή.
Η ποίηση του Τσέλαν δεν είναι ερμητική• είναι κρυστάλλινη. Σε αντιδιαστολή με την πλειοψηφία των αναγνωστών και μελετητών του που υποστήριξαν το αντίθετο, δεν υπάρχει πολυσημία, και σίγουρα δεν υπάρχει πανσημία, η οποία άλλωστε στην ουσία εξισώνεται με την ασημία. Μόλις κανείς καταφέρει να απαγκιστρωθεί από την ανάγκη μονολογικής κατανόησης και αποπειραθεί να βιώσει ολοκληρωτικά τη γλώσσα του Τσέλαν, η πολλαπλότητα των νοημάτων μετουσιώνεται σε μία καθαρή συνομιλία.  Ο Τσέλαν είναι ένας μυστικός ποιητής, όχι ένας ερμητικός.
Γλωσσική σύντμηση, συμπύκνωση και παράλειψη σε συνδυασμό με απόλυτη εσωτερική συνοχή και ακεραιότητα. Ο ποιητικός λόγος ανακτά και πάλι το χαμένο του ύψος. Διαβάζοντας την ποίησή του Τσέλαν πρέπει κανείς να προσέχει τις αναπνοές του. Να εισπνέει και να εκπνέει στο ρυθμό της, αλλά κυρίως να κρατάει την ανάσα του εκεί που πρέπει. Μέσω μιας επανεφεύρεσης της γλώσσας επιτυγχάνει το στόχο της υπέρβασης του παρελθόντος χωρίς την διαγραφή του. Δημιουργεί ένα μεταρσιωτικό παλμό μακριά από κάθε συμβατική άρθρωση ποιητικής κατασκευής, μία χαώδης διαύγεια που προσδίδει μία μοναδική μουσικότητα στο ύφος. Στην ποίησή του όλα αποτελούν ρίσκο. Ο Τσέλαν είναι ένας ριψοκίνδυνος ιχνηλάτης της γλώσσας.
Η πραγματικότητα της ποίησης, όπως και η ποιητική πραγματικότητα, δεν χαρίζεται• πρέπει να αναζητηθεί και να κερδηθεί. Ο Τσέλαν, μέσα από τις εικόνες του, το ρυθμό του, τη σιωπή του, καθοδηγεί. Γνωρίζει πότε, πώς και πού να αποκαλυφθεί και πότε, πώς και πού να παραπλανήσει ώστε το Ποίημα να ελευθερωθεί.
Οι λέξεις του αιωρούνται πάνω από όρια και δίνουν ρυθμό στο σιωπηλό τίποτα. Μας φέρνουν αντιμέτωπους με το αίνιγμα της συνομιλίας και μας οδηγούν μέσα από μία μυστηριώδη παραδοξότητα προς ένα ουτοπικό φως. Σκάβουν το μέσα χώμα, αναζητούν το επείγον και το εκφράζουν. Μας τροφοδοτούν με τα αναγκαία μέσα για να αντιμετωπίσουμε τον ουρανό ως μία άβυσσο από κάτω μας, μας αφήνουν έρμαια μιας ισχυρής ροπής προς τη σιωπή. Μέσα στην ποίησή του καίγονται τα βήματά μας.
Ένας Γερμανός ποιητής εβραϊκής καταγωγής που γεννήθηκε στη Ρουμανία αλλά έζησε και αυτοκτόνησε στο Παρίσι. Παρά τις πολλαπλές ταυτότητες που μάχονται μέσα του, ο εαυτός του ακόμα κι αν είναι ένας Άλλος, δεν παραμένει Ξένος. Τον ανακαλύπτει και τον εκφράζει με τη γλώσσα του εχθρού. Όχι για να την ταπεινώσει, αλλά για να την αναγεννήσει. Ο Τσέλαν σώζει ό,τι πολυτιμότερο έχει απομείνει μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους, ό,τι πιστεύει πως μπορεί να επαναφέρει το ανθρώπινο στον άνθρωπο. Μετά την πολυσυζητημένη ρήση του Αντόρνο «Το να γράψεις έστω κι ένα ποίημα μετά το Άουσβιτς είναι βάρβαρο», ο Τσέλαν γεννάει μία ποιητική απάντηση που καταρρίπτει την υπόσταση τόσο αυτής όσο και κάθε παραπλήσιας άποψης. Καταφέρνει να σώσει τη γερμανική γλώσσα και την ευρωπαϊκή ποίηση του 20ου αιώνα. Όπως συμβαίνει όμως συνήθως σε πνεύματα αντίστοιχου βεληνεκούς, δεν καταφέρνει να σώσει τον εαυτό του.

[...]


από τη συλλογή Αλλαγή Πνεύσης [1967]

Τυφλώσου

Τυφλώσου, σήμερα:
η αιωνιότητα είναι επίσης γεμάτη μάτια —
σ’ αυτά
πνίγει, ό,τι βοήθησε τις εικόνες να διαβούν
τον δρόμο απ’ όπου ήρθαν,
σ’ αυτά
σβήνει, ό,τι σε τράβηξε μακριά από τη γλώσσα
με μία χειρονομία
που επέτρεψες όπως
ο χορός δύο λέξεων μόνο από
φθινόπωρο και μετάξι και Τίποτα.

από τη συλλογή Ηλιακές Ίνες [1968]

Δροσιά

Δροσιά. Και ξαπλώνω μαζί σου, εσύ, ανάμεσα σε απορρίμματα,
ένα χυλώδες φεγγάρι
μάς λιθοβολεί με απαντήσεις,

θρυμματιστήκαμε
και ενωθήκαμε πάλι σε ένα:

o Kύριος έκοψε το ψωμί,
το ψωμί έκοψε τον Κύριο.

από τη συλλογή Κομμάτι Χιονιού [1971]

Ακούω πως το τσεκούρι έχει ανθίσει

Ακούω πως το τσεκούρι έχει ανθίσει,
ακούω πως αυτόν τον τόπο να τον ονομάσεις δεν μπορείς,

ακούω πως το ψωμί που τον κοιτάζει,
γιατρεύει τον κρεμασμένο,
ψωμί ψημένο για εκείνον από τη γυναίκα του,

ακούω πως το αποκαλούν ζωή
το μόνο μας καταφύγιο.