Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 23

Πάουλ Τσέλαν - Νίκος Καρούζος: Το κερί της πείνας και το λυχναράκι θλίψεως

Γράφει ο Κυριάκος Μαργαρίτης
1. Η στρατηγική του τυφλοπόντικα

Με ενδιαφέρει η κοινοπραξία των ποιητών. Η κοινή στρατηγική του τυφλοπόντικα. Η αναζήτηση και επίκληση του φωτός.
Ο ποιητής σκάβει με δάχτυλα αβέβαια, ανάλογης δυναμικής με τα μπροστινά ποδάρια του τυφλοπόντικα, με την ιδιαίτερη επιφάνεια του δέρματος που ανιχνεύει στο ζόφο προσδοκώντας την αφή (άναμμα και άγγιγμα) του φωτός.
Ριψοκίνδυνη αλλά αλάθητη κίνηση, προίκα της φυσιολογίας του ποιητή ο οποίος εκβιάζει το α-πλανές (ό,τι ξεπερνά την πλάνη) στην τελετουργία της αγρύπνιας.
Με άλλα λόγια, ο ποιητής-τυφλοπόντικας διατελεί διαρκώς σε εγρήγορση.
Οι όροι είναι άκρως σωματικοί. Μου φαίνεται ότι με Καρούζο και Celan βρισκόμαστε στον πυρήνα του πιο πνευματικού υλισμού της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Θα μπορούσαμε να πούμε κάτι παρόμοιο για την πεζογραφία του Kafka.
Η γλώσσα είναι υλική και χειροπιαστή, αρμός, κόμπος και τένοντας, όπως το μέγα ποθούμενο του φωτός. Τα μάτια έχουν μετατεθεί, είναι στις άκρες των χεριών ή στα ακροδάχτυλα. Τα μάτια σκάβουν.
Jacob Burckhardt: Το πνεύμα σκάπτει.
Αλλά πού; Μέσα στην πρώτη ύλη της βιωμένης εμπειρίας. Και μέσα στην αρχέγονη και πρωταρχική (και πάντα ήδη πρωτογενή) ύλη της γλώσσας – του λόγου.
Τα ενορατικά χέρια σκάβουν. Η εκσκαφή ως ποίηση. Τα χέρια πλάθουν μέσα από την ύλη του λόγου τα ονόματα των ανθρώπων, αναφέρουν το Μέγα Πραγματικό, επικαλούνται τη Ζωντανή Ζωή.

  Δηλαδή;
Το ένα Εσύ. Το ποθούμενο του φωτός καταξιώνεται στο βαθμό που φωτίζει / παρουσιάζει / αποκαλύπτει το ένα Εσύ – την κοινότητα των ίδιων και ανόμοιων άλλων ανθρώπων, τη συντροφιά, τον έρωτα, τα πρόσωπα.
Το Συν-Είναι.
Η αναζήτηση του φωτός είναι πρόσκληση σε γιορτινό τραπέζι, γαμήλιο κρεβάτι, πνευματικό όργιο.
Φιλότητα των ξένων. Διόλου τυχαία, η εικόνα της Αγίας Τριάδος (πάει να πει: του Θεού) απεικονίζεται συχνά ως Φιλοξενία του Αβραάμ.

2. Το κερί και το λυχνάρι

Τα σύνεργα είναι ελάχιστα και ταπεινά: Ένα κερί. Ένα λυχνάρι.
Επιλέγω δυο ποιήματα με μοναδικό, φαινομενικά, κριτήριο την ομοιότητα αυτής της ποιητικής εικόνας. Διαβάζοντας, φανερώνεται το όμοιο του πάθους και του πόθου – του αιώνιου ζητούμενου ή της αιώνιας ανάγκης.
Το κερί της πείνας. Και το λυχναράκι θλίψεως.
Πείνα και θλίψη, αρνητικότητες που δηλώνουν την ένταση της απώλειας και της απουσίας.
Ο Celan πεινά για τον άλλο που του διαφεύγει.
Ο Καρούζος θλίβεται για την ερημιά του.
Το ποίημα του Celan: ΑΠΟ ΑΝΟΝΕΙΡΕΥΤΟ διεγερμένη, / ορθώνει η ξάγρυπνα περιπατημένη γη του άρτου / το όρος της ζωής. // Με την ψίχα του / ζυμώνεις εκ νέου τα ονόματά μας, / που εγώ, μ’ ένα / ίδιο με το δικό σου / μάτι σε καθένα των δάχτυλων, / τα ψηλαφώ, κάποιο ψάχνοντας σημείο, απ’ όπου / ξυπνώντας να σε φτάσω, / το φεγγερό / της πείνας κερί στο στόμα (1).
Το όρος της ζωής, συσσωρευμένη ως ύλη η εμπειρία του τραύματος και μέσα της σκάβει ο ποιητής, παρατηρώντας το Εσύ της απεύθυνσης εκ νέου να πλάθει τα ονόματα.
Είναι το Εσύ της αναζήτησης.
Το Εσύ του άλλου ανθρώπου ο οποίος εγκαθιδρύεται στην κάθετη ετερότητα του θεοειδούς Εσύ – αυτού που συμπυκνώνει τα πρόσωπά μας και ορίζει το κοινό γίγνεσθαι.
Σημειώνει ο Gadamer: «[…] κυριαρχεί η διάσταση μεταξύ του σκαψίματος στα σκοτεινά και του μόχθου για το φέγγος. Ο δρόμος μέσα στο σκοτάδι δεν είναι, όμως, μόνον ένας δρόμος που οδηγεί προς το φέγγος, αλλά είναι επίσης και ένας δρόμος του φέγγους, είναι και ο ίδιος ένας φέγγος» (2).
Η ανταπόκριση (του θεοειδούς ή θεανθρώπινου και, κατά συνέπεια, πανανθρώπινου Εσύ) βρίσκεται ήδη μέσα στην επίκληση.
Να επικαλείσαι τη λύτρωση είναι ήδη μια λύτρωση.
Αποσπασματικά, χάριν οικονομίας, το ποίημα του Καρούζου “Διερώτηση Omega”: Διακοπή; Νομίζω ναι. / Συνέχεια; Δεν το νιώθω. / Φόβος; Αλλά γιατί; / Μήπως όνειρα; Για τον Άμλετ. / Ασθμαίνοντας διακοπή / και ζήτω η ζωή λαγνοβοώντας / ζήτω / το Μέγα του Πραγματικού / Χρωματικό Παραλήρημα / ως τον Τάρταρο ζήτω. […] ελληνικά δεν έχει πια δεν έχει απαρέμφατα / μαγευτικός μου ενικός η άφατη αποσύνθεση / με κυανά φωνήματα / χορτώδη κεκραγότα ο γόος. // Εκεί συν-δυο δεν κάθουνται / συν-τρεις δεν κουβεντιάζουν - // εκεί η νόηση λαδόχαρτο που η γραφή δεν πιάνει / κι ο έρωτας μαρμαρυγή στα σώματα το θείο ρίγος / και λάμψη που σηκώνει μονομιάς την αστραπόσκαλα / χιλιετίες και χιλιετίες και εκατομμύρια χρόνια / κι η ομορφιά να εξέχει πάντοτε / κι η ασκήμια πάντα να τυραγνιέται / κι ο φόνος ν’ αλλάζει απερινόητος ολοένα / τις τριτοβάθμιες εξισώσεις / μ’ αγαθές αντιλόπες βολίδες / και βολίδες ξοπίσω οι τίγρεις / πλατιές εκτάσεις άρρητες κι ακατέργαστη / γεωμετρία / έρημος είμαι κι ανάβω λυχναράκι θλίψεως (3).
Ανονείρευτο μελαγχολίας εγκώμιο, έμφοβο και σχεδόν παραληρηματικό, η ελλειπτικότητα του απαρεμφάτου και η ανεπάρκεια της γραφής.
Η ερημιά του ποιητή.
Ο Celan ανάβει το κερί της πείνας. Ο Καρούζος το λυχναράκι της θλίψεως.
Δεν μιλάμε, πια, για αναζήτηση και επίκληση αλλά για την αναζήτηση ως επίκληση.
Σκέτη ζήτηση. Το ζήτω γίνεται ζητώ. Ζητιανιά που λυτρώνει.

3. Η aσκητική της επαιτείας

Ο ποιητής-τυφλοπόντικας είναι διαρκώς σε εγρήγορση. Αυτό υπονοεί μιαν ασκητική ή μιαν ασκητεία.
Αγρύπνια και νηστεία.
Πάλι ο Gadamer: «Η εγρήγορση όμως αποτελεί αποδοχή της παραίτησης από τον ύπνο και το όνειρο […]. Και κατά τον ίδιο τρόπο, με το “κερί της πείνας” εννοείται η πείνα, δηλαδή η περιφρόνηση του χορτασμού από το ψωμί, που καθιστά το όρος της ζωής βαρύ. Έτσι, η εμμονή αυτή στο φέγγος και ο μόχθος για το φέγγος μοιάζουν ν’ αποτελούν ένα έργο νηστείας» (4).
Η νηστεία δεν καθαρίζει τον νηστευτή∙ τον μικραίνει. Δηλαδή: Τον αποκαθιστά στις αυθεντικές του διαστάσεις. Ελευθέρωση από το περιττό.
Ο ποιητής που επικαλείται το φως δεν γίνεται να φλυαρεί. Χρειάζεται η επιστήμη της ακρίβειας. Αν η επίκληση του φωτός δεν ακριβολογεί, θα πληθύνει ο ζόφος.
Ο Gadamer: «[…] το Εγώ απαγορεύει στον εαυτό του όλες εκείνες τις τόσο πλούσια χορταστικές λέξεις στις οποίες συνήθως αρκείται κανείς στη ζωή – έτσι ώστε να καταστεί ικανό το ίδιο για τον αληθινό, φέγγοντα λόγο. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το τελετουργικό ενσαρκώνει ένα έργο πίστεως εντελώς διαφορετικού είδους» (5).
Υπάρχει μια ενεργός παθητικότητα σε αυτή τη στρατηγική. Οι ποιητές δεν πηγαίνουν προς το ποθούμενο. Το διεκδικούν μέσα στην αεικίνητο στάση και τη φαινομενική απραξία τους.
Ανάβουν το φως. Σηκώνουν το κερί και το λυχνάρι στο ζόφο. Η αναζήτηση του Εσύ ξεκινά (και ολοκληρώνεται) στην αποκάλυψη του Εγώ. Στο φωτισμό του δικού μου προσώπου που συνιστά έκθεση, φανέρωμα και προσφορά / δόσιμο.
Η παρουσία καθαυτή ως κάλεσμα και αίτημα φιλοξενίας. Διεκδικώντας την κοινή φιλότητα, οι ποιητές είναι υποχρεωμένοι να γίνουν οι κατ’ εξοχήν ξένοι.
Πεινώντες. Έρημοι. Ζητιάνοι.
Έρημος είμαι κι ανάβω λυχναράκι θλίψεως. Για να με δεις, να ’ρθεις και να με βρεις.
Και να με σώσεις.
Εξάλλου, το έθιμο του κεριού της πείνας (που δεν τοποθετούνταν, φυσικά, στο στόμα) τηρούσαν οι ζητιάνοι της Κεντρικής Ευρώπης περιμένοντας έξω από τους ναούς την ελεημοσύνη των άλλων.


4. Δωρεά του φωτός

Το φως δωρίζεται σε όσους αδιαπραγμάτευτα το επικαλούνται, εμβαθύνοντας στην απόγνωση της απουσίας του και αρνούμενοι έως τέλους την αφθονία και την ευκολία του υποκατάστατου.
Έτσι, μέσα στον τέλειο ζόφο της ερημιάς, το λυχναράκι του Καρούζου ιερουργεί την θλίψη ως πένθος χαρμόσυνο και αναστάσιμη προσδοκία κατά τον ίδιο τρόπο που το κερί του Celan εμμένει στην πείνα / νηστεία προκειμένου να φωτίσει, εν τέλει, στο γιορτινό τραπέζι του μόσχου που θα χορτάσει τους πάντες.
Βεβαίως, το Φως που φωτίζει του άλλου ανθρώπου το πρόσωπο μαζί με το δικό μου δεν είναι κτιστό αλλά άκτιστο, θεοειδές, υπέρ-λόγο και κατά φύση θείο: Φως ιλαρόν, αγίας δόξης.
Μέσα στην έσχατη πύκνωση του ζόφου, ανατέλλει η αυγή που υποψιάζονται και επικαλούνται οι ποιητές – αυτοί που αξιώθηκαν να ταξιδέψουν ως το τέλος της νύχτας.
Είναι, ίσως, το ίδιο φως που, όπως μας θυμίζει ο Σάββας Μιχαήλ, διέκρινε η Υβόννη στο κατάστρωμα του Μεγάλου Ανατολικού: Το «υπαρκτόν αλλά μη ορατόν εις πολλούς, το Μέγα Φως το Άκτιστον, το Μέγα Φως το Άπιαστον, το εν μεγαλείω και δόξη καταυγάζον, το εις τους αιώνας άπιαστον, μα εκθαμβωτικά εις τους αιώνας των αιώνων ορατόν, μόνο εις όσους ευλογήθηκαν με την υψίστην Χάριν το Φως αυτό να ιδούν» (6).
Έτσι γίνεται εορταστικό το κερί της πείνας και χαρμόσυνο το λυχναράκι της θλίψεως καθώς, ως σύνεργα επίκλησης του φωτός, το κομίζουν ήδη∙ το ιλαρό φως της μέγιστης χάριτος.

Σημειώσεις
1. Το ποίημα ανήκει στον κύκλο Κρύσταλλο Αναπνοής και περιέχεται στο: Χανς Γκέοργκ Γκάνταμερ, Ποιος είμαι εγώ και ποιος είσαι εσύ;. Ένας σχολιασμός του κύκλου ποιημάτων του Paul Celan Κρύσταλλο Αναπνοής, μτφρ.-εισαγωγή: Έλενα Νούσια, Ύψιλον, Αθήνα 2001, σ. 29.
2. Ό. π., σ. 31.
3. Νίκος Καρούζος, Τα Ποιήματα Β΄ (1979-1991), «Ίκαρος», Αθήνα 32007, σ. 546-547.
4. Χανς Γκέοργκ Γκάνταμερ, ό. π., σ. 31.
5. Ό. π.
6. Ανδρέα Εμπειρίκου, Ο Μέγας Ανατολικός. Τόμος Ι, «Άγρα», Αθήνα 1990, σ. 108.