Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 33

Ο μεταφραστής Ελύτης

ελύτης-λιναρδάκη

Γράφει η Χριστίνα Λιναρδάκη

Τι κάνει μια μετάφραση άρτια; Σίγουρα όχι μόνο το να γνωρίζει κανείς τη γλώσσα-πηγή και τη γλώσσα-στόχο: αυτό είναι το λιγότερο. Κανένα γλωσσικό αίσθημα και καμία γλωσσική συνείδηση, όσο αυθεντικά ή καλά κι αν είναι, δεν αρκούν για να αποδοθεί σωστά ένα κείμενο. Κι αυτό επειδή κάθε κείμενο δεν είναι απλά μια παράθεση λέξεων ή η παράταξή τους κατά τρόπο που παράγει ένα και μόνο νόημα. Ένα κείμενο δεν είναι επίπεδο – αντιθέτως. Συνιστά ένα ανάγλυφο το οποίο βαθαίνει ανάλογα με την πρόθεση του συγγραφέα, αυτό που θέλει να εκφράσει και πόσο ανοικτά,  την εντύπωση που θέλει να δημιουργήσει αλλά και διάφορους ακόμη παράγοντες που δεν περνούν από τον συνειδητό νου του αλλά τον διαμορφώνουν: το φύλο του, την κοινωνική-οικονομική του κατάσταση, τις καταβολές, τη μόρφωσή του, κ.ά.

Κατά τη γνωριμία του με το κείμενο, ο μεταφραστής οδηγείται κατ’ ανάγκην σε μια πρώτη ερμηνεία. Και είναι τότε που έρχεται αντιμέτωπος με το δίλημμα: πρέπει να ενσωματώσει την ερμηνεία του αυτή στο κείμενο, αφήνοντας έτσι να διαφανεί όσο γίνεται πιο ατόφια αυτή που αντιλαμβάνεται ως αρχική πρόθεση του συγγραφέα ή πρέπει ίσως να αφήσει το κείμενο όσο το δυνατόν πιο ακέραιο, εξομαλύνοντας μόνο τις γλωσσικές αναντιστοιχίες;

Αλίμονο, η απάντηση στο δίλημμα δεν είναι ποτέ απλή. Ανάμεσα στη μικρότερη δυνατή αλλοίωση του πρωτοτύπου την οποία συμβουλεύει π.χ. ο Ιωάννης Κακριδής και τη σύνθεση ενός καινούριου και αυτόνομου λογοτεχνικού έργου όπως προτείνει π.χ. ο Μιχάλης Μερακλής, ο δρόμος είναι δύσβατος και καλά κρυμμένος. Η ιστορία έχει πάντως δείξει πως, όταν ο μεταφραστής είναι δημιουργός και ο ίδιος, τείνει να ακολουθεί τη δεύτερη οδό, εμπλουτίζοντας τον κόσμο του κειμένου με το προσωπικό του όραμα - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα πράγματα τελειώνουν εκεί. Πολλές φορές μια μετάφραση λειτουργεί ως μανιφέστο και εν τέλει δικαίωση ενός τρόπου ή ενός ρεύματος, την ίδια στιγμή που ο τρόπος του μεταφραστή καταλήγει να προσδιορίζει εκ νέου το πρωτότυπο.

Ας δούμε λοιπόν σε ποια από αυτές τις κατηγορίες μπορεί να ενταχθεί ο Οδυσσέας Ελύτης. Το μεταφραστικό του έργο συνοψίζεται σε τρεις τόμους: την Αποκάλυψη του Ιωάννη, τα ποιήματα της Σαπφούς και τη «Δεύτερη Γραφή», στην οποία μετέφρασε διάφορους υπερρεαλιστές, κατά κύριο λόγο. Θα επιχειρήσω εδώ να εξετάσω τα δύο τελευταία, ξεκινώντας από το δεύτερο.

«Δεύτερη Γραφή»

Η συνάντηση του Ελύτη με τον υπερρεαλισμό ήταν τυχαία – ή ίσως μοιραία. Η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή: το 1929, στο βιβλιοπωλείο Κάουφμαν έπεσε πάνω στη συλλογή «Έρωτας  ποίηση» του Ελυάρ και την ερωτεύθηκε. Το 1936 είχε ήδη μεταφράσει ποιήματα του Ελυάρ και οι μεταφράσεις του δημοσιεύονταν στο περιοδικό «Νέα Γράμματα» του Α. Καραντώνη. Πρόκειται για μεταφράσεις που αποδίδουν φόρο τιμής στον Γάλλο ποιητή. Αναμφισβήτητα όμως, αυτό συμβαίνει επειδή η εικονοποιία του Ελυάρ αναπλάθεται στο πλαίσιο μιας δημιουργικής, ας την πούμε, μεταχείρισής της.

Το ίδιο συμβαίνει και με τη μετάφραση του Ρεμπώ. Κατά κοινή ομολογία, η δυναμική της ποίησης του Ρεμπώ δεν έχει γίνει σε γενικές γραμμές προσιτή ή κατανοητή στον Έλληνα αναγνώστη. Το ποιητικό του ιδίωμα κυριολεκτικά χάθηκε στη μετάφραση –  αυτή η γλώσσα η αποστασιοποιημένη από το υποκείμενο από το οποίο εκπορεύεται και μιλά για τα πράγματα ωμά και σχεδόν όπως-όπως, αφού αυτά είναι αδύνατο να ειπωθούν. Το δύσκολο στη μετάφραση του Ρεμπώ είναι, όπως γράφει ο Στρ. Πασχάλης, «να τον φωτίσεις, διατηρώντας συνάμα το σκοτάδι του». Να περισώσεις δηλαδή το μίγμα έπαρσης και αθωότητας που έκανε τον Ρεμπώ στα δεκαεννιά του χρόνια να μιλά για πράγματα κρίσιμα που κάποιοι άνθρωποι δεν θα συνειδητοποιήσουν ποτέ στη διάρκεια ολόκληρης της ζωής τους. Αυτό είναι το μεταφραστικό στοίχημα – ένα στοίχημα που ο Ελύτης κερδίζει. Και το κερδίζει ακριβώς επειδή απομακρύνεται από το πρωτότυπο: το κάνει όμως για να εξασφαλίσει τη μεταγραφή των εντυπώσεων και των αισθημάτων. Το αποτέλεσμα συγκινεί και δικαιώνει τα ποιήματα, αν και θα πρέπει ίσως να σημειωθεί ότι ο μεταφραστής Ελύτης φαίνεται να στέκεται περισσότερο στη συνιστώσα της αθωότητας της ποίησης του Ρεμπώ και λιγότερο σ’ εκείνη της έπαρσής της.

Ο τόμος φιλοξενεί επίσης μεταφράσεις από τον Λόρκα. Στις μεταφράσεις του αυτές ο Ελύτης διατηρεί τις περισσότερες φορές τον οκτασύλλαβο, παραμένοντας πιστός στο μέτρο των ισπανικών romances και χτίζοντας ταυτόχρονα μια γέφυρα με τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια που επίσης τον χρησιμοποιούν. Για να μεταφράσει τον Λόρκα, ο Ελύτης προσφεύγει συχνά στην ελληνική δημοτική ποίηση, αλλά και στον Σολωμό, τον Σικελιανό και τον Καζαντζάκη. Ταυτόχρονα, αφαιρεί στοιχεία που θεωρεί ότι μπορεί να ξενίσουν τον Έλληνα αναγνώστη (π.χ. αναφορές σε καθολικά έθιμα και πρακτικές). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ελληνοποίηση τελικά του Λόρκα, σε βαθμό μάλλον μεγαλύτερο από ό,τι θα επέτρεπε η ποιητική άδεια – ή η μεταφραστική. Ωστόσο, ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι ακριβώς αυτή η ελληνοποίηση (και η μελοποίηση ασφαλώς κάποιων μεταφρασμάτων του Ελύτη από τον Μίκη Θεοδωράκη) είναι που έκανε τον Λόρκα γνωστό στο ελληνικό κοινό;

Άλλωστε, η μετάφραση πρέπει να λειτουργεί ως γέφυρα. Και πρέπει το αποτέλεσμα να είναι φυσικό στη γλώσσα-στόχο, να μην ξενίζει. Τι γίνεται όμως όταν η φυσικότητα και η γεφύρωση οδηγούν ακόμη και σε στρέβλωση του νοήματος του πρωτοτύπου;

«Σαπφώ»

Παρακινήθηκε ο Ελύτης να μεταφράσει Σαπφώ, τη «μακρινή εξαδέλφη» του, όπως ο ίδιος λέει, επειδή θεώρησε πως μαζί  με τον Αρχίλοχο ήταν οι πρώτοι που «φέρνουν τα αισθήματα και τα όνειρα στο πρώτο επίπεδο, τολμούν να μιλήσουν για την ατομική τους ζωή, να πουν τον καημό τους, να τραγουδήσουν, να χορέψουν». Όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Η ποίηση της Σαπφούς δεν αποτελεί εξαίρεση από την αρχαιοελληνική γραμματεία. Όπως και αυτή, διέπεται από τη θεμελιώδη αρχή της εξωστρέφειας: σημασία δεν έχει η ψυχολογική μεταγραφή του γεγονότος (η οποία άρχισε να απασχολεί τη λογοτεχνία και να αποτελεί ζητούμενό της από τα τέλη του Μεσαίωνα και μετά) αλλά το ίδιο το γεγονός, η δύναμή του και η καθολικότητά της. Η ψυχή του αρχαίου Έλληνα διαχέεται παντού γύρω: το υποκείμενο δεν είναι ακόμη ανεπτυγμένο, διαλύεται μέσα στο περιβάλλον και αναμιγνύεται μαζί του ως ενεργός συνιστώσα του. Τα αισθήματα γεννιούνται απ’ έξω προς τα μέσα κι όχι ανάποδα. Είναι θεϊκά αγγίγματα που προφθαίνουν τον άνθρωπο και τον διακατέχουν, τον συγκλονίζουν όχι απλώς δημιουργώντας του σύγχιση αλλά αναπλάθοντας τον κόσμο του ολόκληρο. Το περιβάλλον λοιπόν είναι γεμάτο από μηνύματα, σημάδια και θεότητες, σε βαθμό τέτοιοι που όταν κοιτά ένας αρχαίος Έλληνας κάποιο τοπίο, να μη βλέπει το τοπίο αυτό καθαυτό αλλά τις οντότητες που πιστεύει ότι το επικουρούν και το εποπτεύουν. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο αντιλαμβάνεται και τον εαυτό του. Δεν κοιτάζει μέσα του για να ερμηνεύσει τον κόσμο, αντίθετα: στρέφει το βλέμμα του στον κόσμο για να μπορέσει να εξηγήσει τον εαυτό του.

Η μετάφραση επομένως της ποίησης της Σαπφούς με τρόπο που προτάσσει το υποκείμενο συνιστά αναχρονισμό και παρανόηση: είναι σα να προβάλλει κανείς στο χθες μέτρα και σταθμά του σήμερα. Έτσι οδηγείται σε μια καταστρατήγηση ουσιαστικά του αρχαίου λόγου και περιορίζεται στην καλολογική μεταγραφή των λέξεων, τη στιγμή που το βάρος θα έπρεπε να πέφτει στην αναπαράσταση των εντάσεων και όχι των νοημάτων: η δεύτερη στη νεοελληνική οδηγεί άλλωστε σε πλατειασμούς και γλωσσικό πληθωρισμό χωρίς λόγο.

Το παράδειγμα που δίνει ο Στ. Ράμφος είναι χαρακτηριστικό της παρανόησης. «Ουκ οιδ’ όττι θέω. δίχα μοι τα νοήματα», γράφει η Σαπφώ. «Τι θέλω μήτε ξέρω.  δύο γνώμες είναι μέσα μου», μεταφράζει ο Ελύτης. Έτσι παραβλέπει το γεγονός που παρακινεί τη Σαπφώ να γράψει τον στίχο, ότι δηλ. ο έρωτας γεννά συγκρουόμενα αισθήματα λύπης και ηδονής στον άνθρωπο, διχάζοντας ολόκληρο τον κόσμο του και κάνοντάς τον να νιώθει σαν δύο άνθρωποι. Δεν πρόκειται για έναν αναποφάσιστο τύπο αμλετικό ούτε χωρά εδώ η έννοια της διχογνωμίας, γιατί έτσι απονευρώνεται ο αρχαίος λόγος.

Αυτό επομένως που κατάφερε ο Ελύτης με τον Ρεμπώ, δυστυχώς δεν το κατάφερε με τη Σαπφώ, λόγω της παρανόησης της βασικής οπτικής της ποίησής της. Ωστόσο, το αποτέλεσμα για τον αναγνώστη της εποχής μας είναι, και σε αυτή την περίπτωση, καλό. Η Σαπφώ φαίνεται να του μιλά σαν σύγχρονή του, μαθαίνει να την αγαπά, έλκεται προς την αρχαιοελληνική γραμματεία – κι αυτά είναι οφέλη που δύσκολα αποκομίζει κανείς στις ημέρες μας με άλλους τρόπους.

Αν θα ήθελα να πω ένα μόνο πράγμα για τον Ελύτη ως μεταφραστή, θα μιλούσα για τον έρωτά του προς τα πρωτότυπα κείμενα. Αυτό είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό του. Πρόκειται για έναν έρωτα σαρωτικό, που ξεχειλίζει: υπερπληροί τις μεταφράσεις του και τον οδηγεί στις ελευθερίες που αυτές ενσωματώνουν – ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι ξαναγράφεται ουσιαστικά το πρωτότυπο. Το αποτέλεσμα είναι η πλήρης γεφύρωση του ποιητικού έργου με τη συνείδηση του αναγνώστη. Και, γι’ αυτό το λόγο, συνιστά επιτυχία.

Βιβλιογραφία
- «Δεύτερη Γραφή», Οδ. Ελύτης, εκδ. Ίκαρος 2007.
- «Σαπφώ», Οδ. Ελύτης, εκδ. Ίκαρος 2004.
- «Ο κόσμος του καθρέφτη στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη», Ξεν. Α. Κοκόλης, εκδ. Καστανιώτη 2007.
- «Το μεταφραστικό πρόβλημα», Ιωάννης Κακριδής, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2000.
- Κριτική της Τιτίκας Δημητρούλια για την «Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης» του Χριστόφορου Λιοντάκη, εφημ. «Το Βήμα» 22 Νοε. 1998.
- «Η ευλογημένη κόλαση του Ρεμπώ», Στρατής Πασχάλης, εφημ. «Το Βήμα» 31 Οκτ. 2004.
- «Ελύτης και Λόρκα: εκλεκτικές συγγένειες», Άννα Ρόζενμπεργκ,  ηλεκτρονικό περιοδικό e-poema, τεύχος 2.
- «Σαπφώ και Ελύτης», Στέλιος Ράμφος, εφημ. «Η Καθημερινή» 3 Οκτ. 1999.