Top menu

Ο Κλεομένης Παπαϊωάννου και η στιγμή στο χρόνο

kleo

Γράφει η Ανδρονίκη Δημητριάδου

Μελετώντας κανείς τις δύο ποιητικές συλλογές του Κλεομένη Παπαϊωάννου, «Γράμμα σε αλλόκοτη καρδιά» και «Αποδομώντας το άπειρο», αντιλαμβάνεται από την αρχή την αμεσότητά του, τον λιτό και ξεκάθαρο λόγο του, που γίνεται αποφθεγματικός, αλλά όχι αφοριστικός, αφήνοντας τον αναγνώστη να σκεφτεί πέρα από αυτά που ο ποιητής παραθέτει.
    
Φαίνεται, επίσης, πως τον δημιουργό απασχολεί η διάσταση του χρόνου και ιδιαίτερα η στιγμή. Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τους στίχους:
    
«οι λεπτοδείκτες θρυμματίζονται», «ο χρόνος παγώνει και η στιγμή απειρίζεται», «μια αιωνιότητα δεν διαρκεί πολύ», «ποτέ μην πεις, θα σ’ αγαπώ για πάντα», «άχρονη στιγμή», «χρόνος και χώρος, δυο κελλιά συναρμοσμένα», «τίποτα δεν διαρκεί για πάντα», «το άπειρο είναι εσύ»,  «αποδόμησα το άπειρο για να σε φτάσω».
    
Εδώ γεννάται το ερώτημα: Μπορεί κανείς να αποδομήσει το άπειρο και πώς;
    
Αλλά και ο χώρος είναι ουσιαστικός για τον ποιητή. Η ευταξία, τα όρια, το σύνορο, τα δεσμά, ο τοίχος ορίζουν και καθορίζουν τον προβληματισμό του που είναι ξεκάθαρα κοινωνικο-πολιτικός. Ο υπαρξιακός αφορισμός των ψευδαισθήσεων, των τιτάνων, τυράννων και αυτοκρατοριών, των θεσμών και των κοινωνικών συστημάτων, των εξουσιών, εθνών και κρατών, θεών και δαιμόνων μας παραπέμπουν στο «κοινωνικό συμβόλαιο» του Τζον Λοκ. Με την αναφορά στον Λεβιάθαν του Τόμας Χομπς στην ενότητα Ο Θάνατος του Λεβιάθαν, μας θυμίζει τα απαραβίαστα φυσικά δικαιώματα.
    
Οι άνθρωποι δέχονται να παραχωρήσουν ορισμένες από τις ελευθερίες τους στην εξουσία, προκειμένου να συμβιώσουν αρμονικά. Αν το κράτος παραβεί τους όρους αυτούς και γίνει τυραννικό, τότε οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα της αντίστασης, το δικαίωμα να βαδίσουν με βήμα ελεύθερο σε έναν κόσμο ετοιμοθάνατο, όπου «οι χίμαιρες γίνονται σφαίρες». «Τα σφραγισμένα χείλη με τα ραμμένα ψεύτικα χαμόγελα με τρομάζουν, κρύβουν αντιφάσεις και δόντια έτοιμα να δαγκώσουν».

Ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί: Τι είναι πιο ουσιαστικό: να ξέρει να χτίζει κάποιος ή να γνωρίζει τον τρόπο να γκρεμίζει;
    
Στη συλλογή του «Αποδομώντας το άπειρο» διακρίνουμε μια ποιητική ωριμότητα, αλλά και μια θεατρικότητα, αφού είναι χωρισμένη σε πράξεις. Το ύφος του είναι μελαγχολικό, λυρικό και ρομαντικό. Ωστόσο, η αισιοδοξία δίνει το στίγμα της: «Δεν υπάρχει κύκλος, αλλά σπείρα». Άρα δεν υπάρχει τέλος ή έστω ανακύκλωση, αλλά εξέλιξη. «Όλα πάλι από την αρχή. Όχι, λίγο πιο μετά». Επιζητά τη δράση, γιατί «Τα λόγια είναι μόνο λόγια». Ό,τι ανθίζει, προκύπτει από προσωπικό του βίωμα: Τα λουλούδια του είναι σάρκινα καλλιεργημένα, θράφηκαν από το αίμα του κι αλλάζουν αποχρώσεις. «Δύο λουλούδια θα χαρίζω σε κάθε πρώτο γέλιο σου, με κάθε νέο φεγγάρι».
    
Στη συλλογή «Γράμμα σε αλλόκοτη καρδιά» η αισιοδοξία είναι προφανέστερη: «Ατέλεια Α στερητικό και επιφώνημα μαζί. Εξαρτάται πώς τ’ ακούς», «Θα’θελα να’χα όλες τις αποχρώσεις της ουράνιας παλέτας. Να πετάω πάνω απ’ την πόλη και να την γεμίζω χρώματα», «Η κλειδαριά της ποίησης ήταν ασφαλισμένη, μέχρι που με το βλέμμα σου γκρέμισες κάθε εμπόδιο».
 
Κι εδώ προκύπτουν τα εξής ερωτήματα: Υπάρχει ποίηση στην ερημιά: Υπάρχει ποίηση στον θάνατο;
Και εν τέλει: τι είναι ποίηση; Το γεγονός ότι η ομορφιά κρύβεται στα πιο μικρά; (Γράμμα σε αλλόκοτη καρδιά)

Ο ποιητής είναι δοτικός απέναντι στον έρωτα, αλλά δεν παραδίνεται ολοκληρωτικά σ’ αυτόν. «Ποτέ δεν θα σου πω, θα σ’ αγαπώ για πάντα, να στο χαρίζει προτιμώ η κάθε στιγμή στο κάθε κοινό μας σήμερα». Τα συναισθήματά του προσφέρονται αβίαστα στο πρόσωπο που τον ενδιαφέρει: «Και εσύ ρωτάς γιατί σου αφιερώνω στίχους», «Τις ώρες μου τις χάρισα σε εσένα», «Σου χάρισα τις ώρες και τις σιωπές μου, μα ακόμα σου χρωστάω στίχους».
    
Αποδομώντας το άπειρο, αποφαίνεται: «Το άπειρο είσαι εσύ». Η αγάπη και ο έρωτας για εκείνον «Δεν τοκίζονται, ούτε προεξοφλούνται».

«Η αγάπη είναι άρρητη, ατελής,
ακανόνιστη, υπερβατική και επαναστατική,
έχει εκείνη τη μαθηματική – σταθερά – που την καθιστά
κατά κάτι ανώτερη των άλλων εννοιών.

Από την άλλη ο έρωτας εμπεριέχει το ήμισυ του απείρου.
Δεν είναι να απορεί κανείς,
που οι δύο έννοιες τείνουν σε ισοδυναμία».
 
Η ερώτηση, όμως, προκύπτει αβίαστα: Η αγάπη και ο έρωτας είναι δύο έννοιες ισοδύναμες, τελικά;
   
Στη συλλογή «Γράμμα σε αλλόκοτη καρδιά» παρατηρούμε πως ο ποιητής διαλογίζεται, θέτει διαρκώς ερωτήματα χρησιμοποιώντας όρους μαθηματικούς, υποθέσεις, αίτιο και αιτιατό, εξισώσεις και συνεπαγωγές:

«Κοιμήθηκα ερωτευμένος και ξύπνησα ποιητής.
Αν κοιμηθώ ποιητής, θα ξυπνήσω ερωτευμένος;»
 
Κοιτάζει τον κόσμο απ μια φρέσκια οπτική γωνία:
«- Τι να κάνω όταν ξεμείνω από λέξεις;
- Πάρ’ τες και γύρνα τες ανάποδα,
βρες τους γωνίες που δεν έχει δει κανείς»

Αλλά και στη συλλογή «Αποδομώντας το άπειρο» βλέπουμε ότι χρησιμοποιεί γλώσσα μαθηματική ή μάλλον της γεωμετρίας:

«Σημείο τομής ατέρμονων ευθειών
και ακαθόριστων σχημάτων,
σκοτεινός υποκινητής απείρων κόσμων και προοπτικών
κάθε σου χαμόγελο.

Το Άπειρο δεν χωράει σε κουτιά,
δεν εγκλωβίζεται σε γκαλερί
και πυκνογραμμένες σελίδες,
βαφτίζεται σε βλέμματα και κρύβεται σε χείλη,
γι’ αυτό και η τέχνη δεν έχει ορισμό.»

Μα πώς να μην αναρωτηθεί κανείς: Αν η τέχνη δεν έχει ορισμό, τότε ορίζει κάτι η ίδια;

Η κοινωνική διάβρωση και η σαπίλα επιζητά άμεση και δραματική λύση. Η πορνεία, τα ναρκωτικά, η αλλοτρίωση, το περιθώριο ταλανίζουν τη σκέψη του ποιητή, όπως και οι μετανάστες και οι άστεγοι. Η δύναμη κατά τη γνώμη του είναι ο πόνος κι όπως, όλα μένουν ίδια, τίποτα δεν αλλάζει αφού δεν ξέρουμε να χρησιμοποιούμε όπως δυνάμεις όπως ακόμα. Η εσωτερική δύναμη, λοιπόν, είναι το κλειδί όπως καλύτερου κόσμου, ωστόσο πηγάζει άμεσα και επιτακτικά το ερώτημα: Είναι άστεγος ο πόνος;

Κλείνοντας, ο Κλεομένης Παπαϊωάννου θέτει άμεσα ερωτήματα και προβληματισμούς που απασχολούν τον αναγνώστη, δίνει απαντήσεις που τον βάζει να ψάξει, να σκεφτεί, να διαλογιστεί. Όπως λέει:

«Την απάντηση θα την βρεις στον απέναντι τοίχο» και όχι μόνο, αλλά σκύβοντας μάλλον μέσα σου, γιατί: «Την απάντηση την ξέρεις εξαρχής».