Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 12

Ο Καθαρός Έλιοτ (θεατρικό) - Ευαγγελία Ανδριτσάνου

Σκηνή 1η [Μια γυναίκα γύρω στα 30, η Ερμιόνη, στον προσωπικό της χώρο. Ρεαλιστικά αντικείμενα και λεπτομέρειες μπορούν να συνυπάρχουν με ένα μη ρεαλιστικό σκηνικό – παραπέμποντας συγχρόνως στον πραγματικό χώρο και στον ψυχικό χώρο. Θα ήταν όμως απόλυτα θεμιτό να ασχολείται με εντελώς ρεαλιστικές δραστηριότητες, όπως να τακτοποιεί το σπίτι, να κατεβάζει τα μάλλινα και ν’ ανεβάζει τα καλοκαιρινά στην ντουλάπα, να μαγειρεύει κτλ.]

ΕΡΜΙΟΝΗ

Περπατούσαμε, ανεβαίναμε μια πλαγιά. Δρόμος δηλαδή, άσφαλτος κι έκαιγε ακόμα τέτοια ώρα, οχτώ η ώρα, Μάιος, είχε ζέστη από μέρες, και μυρίζανε τα φρύγανα δεξιά κι αριστερά, μυρίζανε κι έλεγες εδώ να μείνω.

What do you call this, με ρωτούσε.

Ήμουνα με τον Έλιοτ Πρόπερ, Έλιοτ Πρόπερ τι όνομα! Και μύριζε κι εκείνος και του εξηγούσα,

αυτό που μυρίζει πιο πολύ είναι το φα-σκό-μη-λο,

Which one is it,

τώρα θα δούμε, του’λεγα. Και πώς το λέγανε το φασκόμηλο στ’ αγγλικά, εδώ σε θέλω, κάτι πήγαινα να θυμηθώ – ήτανε εκείνο το τσάι – tea –  που έπινε ο Νηλ τις νύχτες για να χαλαρώσει μετά από την πολλή δουλειά. Τι έγραφε το φακελάκι; Δεν μπορούσα να θυμηθώ.

Ορίστε, είπα στον ΄Ελιοτ, αυτό είναι το δεν-ξέρω-πώς-το-λένε, φασκόμηλο στα ελληνικά, α όχι, είπα μετά, μετά το πρόσεξα, δεν ήτανε φασκόμηλο αυτό, ήτανε μάλλον τσάι του βουνού, mountain tea.

Πίσω απ’ το βουνό πέρα στα δεξιά μας τώρα είχε δύσει ο ήλιος κι ο ουρανός ήτανε ροδοκόκκινος. Κι ανεβήκαμε κι άλλο μες στις μυρωδιές και φτάσαμε και είδαμε τη θάλασσα από κάτω και τα νησάκια. Μου ’ρχότανε να χυμήξω πάνω στον Έλιοτ Πρόπερ, να τον ζουπήξω, να τον στριφογυρίσω. Αλλά τι θα ‘λεγε για μένα; Μήπως σοκαριζόταν; Ο Έλιοτ Πρόπερ, ένας ξένος.  Ήθελα ν’ αρχίσω να τρέχω και να μη σταματάω. Ένας σκύλος μας είχε πάρει από πίσω. Πάντα ένας σκύλος ή και δύο με παίρνουν από πίσω ανεβαίνοντας εκείνη την πλαγιά. Έτρεχε αλαλιασμένος πάνω κάτω, ένα μπεζ μικροκαμωμένο βραχνό σκυλάκι ήτανε, η γλώσσα του κρεμότανε απ’ τη δίψα.

Αχ.
Κι εγώ διψούσα. Για το Νηλ.

Δεν μπόρεσα να φέρω τον Νηλ εδώ. Έφερα τον Έλιοτ. Ήτανε φίλοι άλλωστε.

Την ήξερα, μου είπε ο Έλιοτ, εκείνη τη γυναίκα. Τη λέγανε Κάρμεν.

Κάρμεν; Τη γυναίκα του Νηλ, αυτή που ζούσανε μαζί τρία χρόνια; πέντε χρόνια; οχτώ; Δεν ξέρω πόσο ζήσανε μαζί, όχι πάντως παντρεμένοι.

Τη λέγανε Κάρμεν, είπε ο Έλιοτ.

Από πού ήτανε και τη λέγανε έτσι; Χισπάνιτας; Εξωτική ομορφιά; Λεπτή μυτούλα, πεταχτά μήλα, μελαχρινή αλλά με φακίδες; Δε ρώτησα. Αλλά υπήρχαν και διάφορα που ο Έλιοτ δεν ήξερε.

Oh, really? είπε. Ήξερα πως χωρίσανε, εκείνη έφυγε, πήγε να διδάξει στο βορρά –

Μα εκείνη από πάντα δίδασκε στο βορρά, ο Νηλ, του λέω, μου είπε πως έτσι ήταν πανευτυχής, την είχε και δεν την είχε. Κι εγώ, κι εγώ! Κι εμένα έτσι θα μπορούσε, να μ’ έχει και να μη μ’ έχει, εγώ ζω στο νότο, μακριά, όχι διδάσκω, εγώ ζω εδώ στο νότο, εδώ, νότος και ανατολή, Βαλκάνια, Ελλάδα, πόσο πιο μακριά; Εγώ δε θα του ήμουνα βάρος.

Καθόμασταν, έλεγε ο Νηλ, δεν είπε το όνομά της ποτέ, θα το θυμόμουνα, καθόμασταν και δουλεύαμε πλάι πλάι, κι οι δυο μαζί, ο καθένας τα δικά του, κι ήμαστε τόσο όμορφα.

 Όχι, είπε ο Έλιοτ, η Κάρμεν δεν ήταν πια ευχαριστημένη, να τρέχει δύο ώρες κάθε πρωί και δύο ώρες το βράδυ, σπίτι-δουλειά και πίσω πάλι.

Μα όχι, του λέω, ερωτεύτηκε έναν άντρα, έναν άλλον, έναν που γνώρισε σ’ ένα συνέδριο στο Ισραήλ.

Really?

Η θάλασσα είναι τόσο όμορφη και τόσο μπλε. Και μοβ σκιές μακριά η Σίφνος και η Σέριφος. Και τα μικρά νησάκια. Κι η ησυχία. Οι μυρωδιές. Πλήρης, πλήρης, όλες μου οι αισθήσεις γεμάτες, χορτασμένες και τώρα, γιατί; Τώρα ίσα ίσα φαίνεται το μεγάλο κενό. Τώρα ζητάω το Νηλ. [παύση] Κι αντί για κείνον έχω αυτόν εδώ.

Ο Έλιοτ Πρόπερ είναι αυτό που πρέπει. Ένας όμορφος άντρας. Το πιο ωραίο είναι το στόμα και τα δόντια του, τόσο ωραία δόντια, αστράφτουνε όταν χαμογελάει. Γίνεται αμέσως δεκαπέντε χρόνια μικρότερος, όχι, τι λέω, πολύ μικρότερος, γίνεται αμέσως τριάντα χρονών. Εικοσπέντε χρόνια μικρότερος. Θα μπορούσε να είναι πατέρας μου αν κι ο πατέρας μου είναι μεγαλύτερος. Όμως αν μ’ είχε κάνει στα εικοσπέντε του δε θα ‘τανε νωρίς. Έχει μια κόρη, τη Βιρτζίνια Πρόπερ. Είναι δεκαοκτώ χρονών, άρα την έκανε στα τριαντα επτά. Κι ένα γιο, αλλά δεν τον αναφέρει συχνά. Λατρεύει την κόρη του, είναι φανερό.

Ο Νηλ δεν έχει παιδιά. Ήτανε, εκτός από την Κάρμεν, παντρεμένος. Έτσι νομίζω, ήτανε παντρεμένος παλιά. Δεν έκανε παιδιά. Δεν μπορεί; Εγώ πώς θα κάνω τώρα παιδί μαζί του; Να του χαρίσω ένα παιδί. Ένα αγοράκι θα’ναι και θα γεννήσω και θάμαι πολύ ευτυχισμένη.

«Όταν γέννησα το γιο μου…»

 Θα είμαι πλήρης, πλήρης, γεμάτη, και όλες οι αισθήσεις και όλα τα κενά. Ένα ξανθό αγοράκι, γιατί ο μπαμπάς του είναι ξανθός, κατάξανθος. Τόσο ξανθός που είναι άσπρα τα μαλλιά του, κάτασπρα τώρα. Δεν είναι γέρος. Είναι σαν τον Έλιοτ.

Μεγαλύτερος, οπωσδήποτε μεγαλύτερος, λέει ο Νίκος. Δε θάναι εξήντα;

Εξήντα αποκλείεται. [γελάει] Ζηλεύει ο Νίκος. [παύση] Είναι φυσικό. [παύση]. Θα μπορούσε νάναι πατέρας μου.

Αλλά πώς ήτανε μικρός;

Ο Νηλ δεν είχε ούτε μια φωτογραφία στο σπίτι του. Ούτε μία. Ούτε δικιά του, ούτε του πατέρα του, της μάνας του – η μητέρα του πέθανε πέρσι, δεν ξέρω αν έχει κλείσει χρόνος, τα Χριστούγεννα ήταν σε κακά χάλια, τον ένιωθα, αλλά δεν μπορούσα τίποτα να κάνω. Έφυγε απ’ την Ελλάδα κι αργότερα έστειλε ένα γράμμα.

«Πενθούσα τη μητέρα μου. Σκορπίσαμε τη στάχτη της στη θάλασσα.»

 Ίσως έχει κάπου κρυμμένη μια φωτογραφία της, μου μίλησε πολύ για κείνη, ήταν ωραία γυναίκα, είπε, την αγαπούσε πάρα πολύ, ωραία; Ίσως δεν είπε ωραία, ίσως είπε καλή, αλλά ωραία, ωραία είναι κάθε μητέρα.

Δεν είχε ούτε μια παλιά ασπρόμαυρη οικογενειακή φωτογραφία, την Ημέρα της Βασίλισσας, παιδί, με τις τρεις αδελφές του, μια μόνη και δυο δίδυμες, που βγαίνανε να πουλήσουνε τα παλιά τους παιχνίδια, τέσσερα παιδάκια χαρούμενα ή τέσσερα παιδιά μουτρωμένα κι ο μπαμπάς από πάνω κέρβερος, ανακριτής της αστυνομίας μ’ ένα μάτι γυάλινο που δεν κοιμάται ποτέ, που ξαπλώνει στο ντιβάνι για το μεσημεριανό ύπνο και το αριστερό μάτι πάντα ανοιχτό, κι ενώ ροχαλίζει έχει το περισκόπιο εκεί, κι όπως παίζουν ο Νηλ κι οι αδελφές του, το μάτι του πατέρα – το τυφλό μάτι του πατέρα – αγρυπνά κι η μητέρα από την πόρτα της κουζίνας ανήσυχη κάνει νοήματα, πιο σιγά παιδιά, βγείτε στην αυλή, έξω να παίξετε παιδιά, αλλά τα τέσσερα παιδιά τα κρατάει η μυστική δύναμη του γυάλινου ματιού. Κι όταν τραβιέται ένα μαλλί κι όταν η μπάλα γλιστράει βίαια από κάποιου τα χέρια κι όταν τα κοριτσάκια βρίζουν αγορίστικα και το μοναδικό αγόρι πατάει τα κλάματα, τότε ανοίγει διάπλατα το γυάλινο μάτι και το άλλο δίπλα του, το υγρό, το μαλακό, κι ένας γιγάντιος πατέρας ανακριτής της αστυνομίας πετιέται απάνω με το φανελάκι, αρπάει τη ζώνη του από την καρέκλα κι αρχίζει να μαστιγώνει τα έπιπλα, νάτος ο δράκος μπήκε ξαφνικά στο σπίτι τους και τα παιδιά φεύγουν, φεύγουν, ακόμα φεύγουν και δεν κοιτάνε πίσω τους, δε θέλουν να ξέρουν, στο μικρό σπιτάκι πλάι στο ποταμάκι, κάτω απ’ τη σκιά του ανεμόμυλου, ο Κυανοπώγωνας τρώει τη μαμά. [παύση]

Την έφτιαξα με το μυαλό μου αυτή την ιστορία. Για το γυάλινο μάτι και για το φανελάκι. Όχι τελείως μόνη μου, την άκουσα. Είναι κάποιου η ιστορία. Όχι του Νηλ.
Του Νηλ ο πατέρας ήτανε μόνο ανακριτής, ο καλύτερος ανακριτής της αστυνομίας. Εξιχνίαζε εγκλήματα. Δεν ξεχνούσε ποτέ. Δεν κοιμόταν το μεσημέρι. Και δεν άφησε τις δίδυμες να γίνουν χορεύτριες.

Ο Έλιοτ όμως; Έλιοτ Πρόπερ. Καθαρός, προβλέψιμος. Με συνόδεψε στο νησί μου. Χαρούμενος. Και ανήσυχος.

Ταξιδεύοντας, ψηλά στο κατάστρωμα με τον ήλιο να καίει, ευτυχώς που το σκέφτηκα κι έφερα καπέλα, ένα για τον Έλιοτ κι ένα για μένα. Πάλι μητρική; Πάλι φροντίζω; Ε, ναι, πάλι, είναι ελάττωμα; Τον φροντίζω τον Έλιοτ Πρόπερ. Καλεσμένος μου είναι.

Την άνοιξη ήμουνα καλεσμένη εγώ. Του Νηλ. Ή μάλλον, χμ, αυτοπροσκλήθηκα. Την άνοιξη έφυγα απ’ την Ελλάδα. Έπρεπε. I had to. Ο Νηλ έγραψε,

You are welcome to stay at my house, Το σπίτι μου είναι στη διάθεσή σου [γελάει],

εννοούσε εμένα; Ή εμένα και το Νίκο; Στη διάθεσή σας; You εγώ; You εμείς;

Εγώ του’γραψα, θα έρθω μόνη. Αlone, I’m coming all alone.

Ο Νηλ κι εγώ. Alone. Πλήρωνε παντού ο Νηλ,

Νηλ, πάψε να πληρώνεις. Δεν είσαι εντάξει, πρέπει να πληρώσω κι εγώ.

Άνοιγε τα μακριά του πόδια, δεν είναι τόσο ψηλός όσο ο Έλιοτ, αλλά ψηλότερός μου είναι πάντως αρκετά, άνοιγε τα μακριά του πόδια κι έφτανε πάντα πρώτος. Στο ταμείο.

Σε λίγο θα με περνάς ένα χιλιόμετρο!

Με συγχωρείς, ναι, τόχω αυτό το πρόβλημα, κι άλλοι το λένε, να μου το θυμίζεις, θα προχωράω σιγότερα, I’m sorry.

Στις διασταυρώσεις, στα φανάρια, παντού, παντού, ορμούσε ακάθεκτος, μπροστά, μπροστά. Να ένας άνθρωπος που δεν τον κρατάει τίποτα, σκεφτόμουνα, είναι ίσως που πέθανε η μάνα του, δηλαδή κι ο πατέρας του και τώρα πρόσφατα η μάνα του, δεν έχει πια στην πλάτη αυτό το χέρι, να του κρατάει την μπλούζα,

Επ, πού πας; Επ, για πού το’βαλες; Μικρέ;

Ναι, έφτανε πρώτος, άπλωνε το χέρι. Δε μ’άφηνε να πληρώσω.

Γιατί;

Γιατί θέλω να σε φροντίσω. I want to take good care of you.

Εδώ, εδώ να σταματήσει ο χρόνος, λίγο. Λίγο! Όχι. Πώς θα γινόταν; Και πήρα απλώς το ατίθασό μου ύφος, κι είπα,

Γιατί, φαίνομαι να χρειάζομαι φροντίδα;

 No, no, είπε ο Νηλ, όχι, όχι.

Ναι, ναι!

Κατηφορίσαμε την πλαγιά προς τη θάλασσα. Ο Έλιοτ ήθελε να προχωρήσουμε. Σιωπηλοί. Με το σκύλο. Αυτός έκανε όλη τη φασαρία. Εγώ καλούσα μυστικά τον Νηλ.

Έλα Νηλ. Έλα πλάι μου Νηλ, αγκάλιασέ με Νηλ, εδώ στα αρώματα και στα ξερά χορτάρια. Εδώ ανάμεσα στις γουστερίτσες και στις καφέ πεταλούδες. Όλα ξερά, όλα ξερά γι’ αυτό μοσχοβολάνε. Και κάτω δίπλα η θάλασσα. Καίγεσαι και δροσίζεσαι. Διψάς και ξεδιψάς. Ξεδίψασέ με.

Ο Έλιοτ Πρόπερ δε φοβήθηκε ποτέ να μου πιάσει το χέρι. Καθυστερούσε πολλές φορές, όταν έπαιρνε απ’ το χέρι μου ένα ποτήρι νερό ή κρασί. Αφή. Αυτό που μ’ αρέσει. Ν’ αγγίζονται οι ρώγες των δαχτύλων. Ζζινν, ρεύμα, μούδιασμα. Κι απ’ την ακρίτσα του χεριού σ’ όλο το σώμα, τηλεγράφημα. Άντρας, γυναίκα. Λαβ.

Μόνη, μόνη μου στο κρεβάτι του Νηλ δέκα μέρες χωρίς άγγιγμα.

Κι ήταν ωραίο κρεβάτι, χαμηλό, αθόρυβο, μόνος του το ’χε φτιάξει όπως όλα, όλα σχεδόν τα ’χε φτιάξει ο Νηλ σ’ αυτό το ξύλινο σπίτι, μου ’δωσε το ωραίο διπλό κρεβάτι του και κοιμότανε στη σοφίτα πλάι στα σύνεργά του, πριόνια, πρόκες, πένσες, λάστιχα, σύρμα, καλώδια, βίδες, τρυπάνια, ξύλα, βερνίκια, πινέλα, γυαλόχαρτα – έχω πιάσει γυαλόχαρτο, πέντε χρονών, ο μπαμπάς μου με πήρε βοηθό του, έλα να ξύσουμε, δε θυμάμαι πια τι, στο μικρό καμαράκι, σκυμμένος εκείνος, γιατί το ταβάνι ήτανε πολύ χαμηλό, το γυαλόχαρτο θυμάμαι, αυτή η άγρια επιφάνεια στις ρώγες των δαχτύλων, ρίγος, ρεύμα.

Ένας άντρας άντρας. Homo faber. Ο Νηλ. Που δεν αγγίζει.

Η Κάρμεν;

Τον άφησε. Δεν την άγγιζε. Λέω. Την άγγιζε; Για έναν Εβραίο. Όλα έγιναν σ’ ένα συνέδριο στο Ισραήλ.

Για στάσου, Hold on a second, ήμουνα κι εγώ εκεί, λέει ο Έλιοτ. Μου φαίνεται τον ξέρω αυτόν τον τύπο. Κάνανε έρευνα με την Κάρμεν για το ίδιο θέμα. Αχά, ώστε έτσι, I didn’t know she left Neil for him.

Κουτσομπόλης, Αμερικάνος.

Το πρώτο βράδυ που έφτασε στην Αθήνα, το πρώτο βράδυ, ναι τότε πήγα, τον πήρα απ’ το ξενοδοχείο και βγήκαμε να φάμε. Κι εκεί με ρώτησε αν τώρα πια είμαι καλά, κι είπα ναι, είμαι καλά τώρα, πήγα ένα ταξίδι και μου’κανε τόσο πολύ καλό, ξαναβρήκα τον εαυτό μου, είμαι πάλι εγώ.

Where did you go?

 Πήγα στον Νηλ.

Oh, well!

Ναι, του είπα. Πίναμε κρασί, ήταν ήσυχα και δροσερά, ήμουνα πλήρης, μύριζε γιασεμί, πλήρης κι ακόμα παραπάνω, ζαλισμένη από το κρασί. Και το κενό, αυτή η έλλειψη ξανά, και του είπα, δεν κρατήθηκα,

πήγα στο Νηλ, ναι, πήγα, μου έδωσε το κρεβάτι του.

Με κοίταξε προσεχτικά ο Έλιοτ, ο Έλιοτ Πρόπερ. Ήταν το βράδυ που έφτασε.

Oh, Nikos is away? Λυπάμαι που δε θα τον δω.

Εγώ δε λυπάμαι. Εγώ τώρα ζω. Τώρα που γνώρισα το Νηλ.

Ο Νηλ, Νηλ, Νηλ, μηδέν, nil, nihil.

Έχει εξαφανιστεί ο Νηλ. Είχαμε αλληλογραφία, είχαμε επικοινωνία τηλεφωνική – εγώ έπαιρνα. Πήρα εκείνη τη μέρα, μόλις γυρίσαμε απ’ το μπάνιο με τον Έλιοτ.  Απάντησε ο Νηλ.

Hey!

Μια χαρούμενη φωνή.

Έχει έρθει η αδελφή μου με τον άντρα της, δεν μπορώ τώρα να σου μιλήσω.

Ποια απ’ όλες τις αδελφές του; Ποια απ’ όλες; Έχει παιδιά;

Can I call you back? 

Πού θα με πάρεις μπακ καλέ μου, δεν τόπα, μου ήρθε, μου ήρθε να το πω, είμαι εδώ, είμαι στο νησί μου, μ’ αυτόν που μου ταιριάζει, μ’ έναν καλλονό, μ’ έναν άντρα ξεκάθαρο (αν και παντρεμένο), μ’ έναν που ανταποκρίνεται, που αγγίζει, είμαι εδώ με το δικό σου φίλο, τον Έλιοτ Πρόπερ.

 Έχει εξαφανιστεί ο Νηλ.

 Ανάμεσα στη συγκίνηση
Και την ανταπόκριση
Πέφτει η Σκιά.

Between the emotion
And the response
Falls the Shadow.

Για μπάνιο είχαμε πάει στις τρεις. Έκαιγαν όλα, ο Έλιοτ Πρόπερ άπλωνε αντηλιακό στο σώμα του.

Να σου βάλω στην πλάτη;

Yes, thank you!

Πολλή ώρα καθήσαμε έτσι, γονατιστή εγώ πίσω του, πόση ώρα, άλειφα την πλάτη του με το παχύ αντηλιακό, κολλούσε η κρέμα, η πλάτη του ατελείωτη, δοκίμαζα επιτέλους τις αντοχές του. Γύρισε έπειτα,

Thanks, μπορώ να σου βάλω κι εγώ;

Χμ, όχι, εγώ δεν καίγομαι, εγώ είμαι από δω, εγώ είμαι απ’ το νότο κι απ’ την ανατολή, εγώ βουτάω στη θάλασσα αμέσως, τώρα! [γελάει]

Κρύο το νερό, διαυγές, χρυσό. Το νερό γύρω μου. Πληρώνει, κλείνει όλες τις σχισμές, οπές, ρωγμές. Τέλειο το σχήμα μου τώρα, όλο μες στο νερό. Πλήρες.

Between the conception
And the creation

Ανάμεσα στη σύλληψη
Και τη δημιουργία

Η ζωή χωράει πολλά.
Life is very long.

Ο Νηλ το πρότεινε μόνος του,

θα έρθω να σε πάρω απ’ το αεροδρόμιο.– 

Το αυτοκίνητό του! Βρωμερό, γεμάτο μηχανήματα, πράγματα, σακούλες, χαρτιά. Και κάθισα πάνω στην πίπα του. Την έβγαλα από κάτω μου, είπε,

Χα!,

χαμογέλασε, την έβαλε στο στόμα του, την άναψε. Επαφή.

Να, μου έδειξε πλησιάζοντας στο σπίτι. Να μια υπέροχη ισπανική ταβέρνα

α, ισπανική, τώρα το σκέφτομαι, χισπάνιτας, Κάρμεν. Με πήγε ένα βράδυ. Καθισμένοι στο μπαρ, τα γόνατά μας αγγίζονταν. Ρεύμα; Ρίγος; Εγώ ναι. Εκείνος όχι, διακόπτης, χάσμα. Μετά το φαϊ ήπια ένα ποτό.

Είναι ωραίο; ρώτησε ο Νηλ.

Μόνο από ευγένεια είπα, Μπορείς να δοκιμάσεις.

You can try it.

Ήπιε απ’ το καλαμάκι μου! Επαφή.
Κάθε πρωί με φιλούσε,

Καλημέρα,

εννοώ σταυρωτά, με φιλούσε πηγαίνοντας για ύπνο,

Καληνύχτα, sleep well,

Υou, too.

Tomorrow we’re going to have our small adventure. Αύριο θα έχουμε τη μικρή μας περιπέτεια.

Από γλώσσα σε γλώσσα Βαβέλ.
Εννοούσε βόλτα στους μύλους και στα φράγματα με τ’ αυτοκίνητο. Α, περιπέτεια; Δεν εννοούσα αυτό εγώ περιπέτεια. Εγώ ήθελα μια πε-ρι-πέ-τεια με το Νηλ. Στ’ αεροδρόμια, στα λιμάνια, στις αποβάθρες των τρένων φιλιά με πάθος,

Νηλ!

Χερμιόνι!

Ντάρλινγκ!

Agapi mou!

Από τη γη στη σελήνη, απ’ την Ελλάδα στην Ιταλία-Αυστρία-Ελβετία-Γερμανία-Ολλανδία. Ελλάδα, Ολλανδία. Ελλαδία. Ολλάνδα. Hellas, Holland. Οι Κάτω Χώρες. Κάτω απ’ το επίπεδο της θάλασσας, κάτω από το επίπεδο, χαμηλού επιπέδου, Βαλκάνια, νότος, ανατολή. Γκρης.

Χάνω το Νηλ, χάνω την επαφή, δεν υπάρχει. Δεν απαντάει. Εγώ τηλεφωνούσα. Πάντα εγώ.

Πες μου πώς πας, μου έλεγε. Η δουλειά σου, τι κάνει, προχωρεί; Μ’ αρέσει ν’ ακούω ότι πας μπροστά.

Θα μπορούσε να ’ναι πατέρας μου, αν κι ο πατέρας μου δε με ρωτάει ποτέ.

Keep in touch. Πάντα έλεγε. Κρατήσου σε επαφή. Επαφή; Αφή;

Νηλ, πήγα με τον Έλιοτ στα νησιά. Το φίλο σου τον Έλιοτ.

Παύση.

I’m jealous. Keep in touch. Keep in touch, Keep in touch!

Είναι υπέροχα εδώ, αναφωνούσε ο Έλιοτ, ψηνόταν στην παραλία.

Έλιοτ, καλύτερα να φορέσεις το καπέλο. Λίγη κρέμα στο πρόσωπο; Έλιοτ καίγεσαι.

I like it, έτσι όλοι θα πουν, Α, ήσουνα στην Ελλάδα!

Σ’ αρέσει.

Είναι παράδεισος. Ο ήλιος, η θάλασσα.

Έχει εξαφανιστεί ο Νηλ. Έχει κλείσει τον τηλεφωνητή του. Θα του άφηνα μηνύματα:

Είμαι πάντα εδώ. Είμαι ελεύθερη. Είμαι μόνη.
Δεν πειράζει που δε μ’ αγαπάς. Εγώ σ’ αγαπώ. Ερμιόνη.

Υπάρχει μια γυναικεία φύση. Η Μαρία. Επιθύμησε τους άντρες μου, όλους μου τους άντρες. Παντρεύτηκε έναν απ’ αυτούς. Έχουνε ένα παιδί.

Πώς κάνει κανείς ένα παιδί; Εγχειρίδιο. Περί γεννήσεως. Η σύλληψη και η δημιουργία. Πέφτει η Σκιά.

Εκείνο το πρωί στο κατάστρωμα, ταξιδεύοντας για τα νησιά με τον Έλιοτ, εκείνο το πρωί, έχουν περάσει μήνες, ο Έλιοτ ανήσυχος.

Πώς αφήνουνε τόσο μικρό παιδί στο πλοίο μόνο του μ’ ένα μωρό;

Ήτανε ένα κοριτσάκι εννιά χρονών μ’ ένα μωρό που ίσα-ίσα περπάταγε. Ο Έλιοτ γύριζε απ’ την άλλη να μη βλέπει. Κι ήταν τόσο ήσυχα, περπατούσαν αργά, προσεχτικά, το μεγάλο κρατώντας το μικρό.

Πω-πω αγωνία, του είπα.

You think I’m a very nervous person? Εσένα δε σε ανησυχεί;

Το μωρό έσκυβε πλάι στο κάγκελο. Τα κάγκελα στα πλοία είναι αραιά, τόσο αραιά. Τι θα γινότανε μετά; Μετά μπλουμ! Και μετά:

το παιδί το παιδί το παιδί!

Και μετά θρήνος και οδυρμός,

μωρό μου, μωρό μου, παιδάκι μου

[παύση]. Ταλαιπωρία Έλιοτ, θα ήτανε σκέτη ταλαιπωρία. Θα φτάναμε στον προορισμό μας μαύρα μεσάνυχτα. Να γιατί δεν  πρέπει να κάνει κανείς παιδιά. [παύση. Γελάει] Σοκαρίστηκε ο Έλιοτ Πρόπερ. [παύση] Δεν αγαπούσα τα παιδιά! [παύση] Είχα πάρει το ατίθασό μου ύφος.

Υπάρχει μια γυναικεία φύση. Εννοώ και στους άντρες. Εννοώ αυτό που λέει: Κι εγώ, θέλω κι εγώ, το δικό σου δικό μου. [γελάει] Αλλά το δικό μου, δικό μου!

Ο Νηλ και ο Νίκος γνωρίζονται. Εγώ τους γνώρισα, τους είπα,

Κάνετε έρευνα πάνω στο ίδιο θέμα. Εδώ άλλοι καταλήξανε εραστές στο Ισραήλ!

Είχαμε φάει, πίναμε ακόμα κρασί στο τραπέζι, ο Νηλ, απέναντί του ο Νίκος, ανάμεσά τους εγώ.

Οι φωνές των Ελληνίδων, έλεγε ο Νηλ, μ’ αρέσουν οι φωνές των Ελληνίδων, βραχνές, μπάσες.

Μ’ επιθυμούσε στην Ελλάδα. Ο ήλιος – η θάλασσα – ο έρωτας.
Μ’ επιθυμούσε στην Ελλάδα.

Θα σε φιλήσω με ολλανδικό φιλί, dutch kiss.

Λοιπόν, αυτό έχει ξαναγίνει. Στο ίδιο τραπέζι. Dιjΰ vu. Ένας γνωστός του Νίκου,  ήτανε κάποτε διευθυντής του, μετά πήρε σύνταξη. Θα μπορούσε να ’τανε πατέρας μου. Ναι, ήτανε στην ηλικία του Έλιοτ, στην ηλικία του Νηλ. Είχε μια κόρη, σαν τον Έλιοτ. Κι ένα γιο.

Μπαίνω στη θέση ενός αντικειμενικού παρατηρητή. Τι είδα; Τότε και τώρα, με τον πώς-τον-λέγανε, το διευθυντή, θα του δώσω ένα όνομα, Ορέστης. Και με το Νηλ. Λοιπόν, αυτό που έγινε ήταν ότι, τότε και τώρα, ένας άντρας έκλεβε στη φαντασία του τη γυναίκα του Νίκου. Εμένα. Το δικό σου δικό μου.

Η φαντασίωσή τους; Πρώτα του Νηλ. Ο Νηλ με άσπρο άλογο, μπέρτα, σπαθί, στη σκηνή ενός θεάτρου, μιας όπερας, ο Νηλ με ξανθιά χαίτη τραγουδάει κάτω απ’ το παράθυρό μου, εγώ ανοίγω, τραγουδάω μαζί του, η φωνή του γλυκιά και βελούδινη, στο διπλανό παράθυρο βγαίνει ξάφνου ο Νίκος με το σκουφί του ύπνου, ναι, πάνω στην ώρα ο ιππότης Νηλ μου τείνει το δυνατό του χέρι κι εγώ με άνεση κατεβαίνω τη σκοινένια σκάλα και—

όχι. [παύση. Σκέφτεται]  Πάνω στην ώρα ο ιππότης Νηλ μου τείνει το δυνατό του χέρι κι εγώ με άνεση, σχεδόν πετώντας, ανεβαίνω τη σκάλα, την αόρατη σκάλα προς τα σύννεφα και προς τον ουρανό.

Ο Ορέστης όμως; Ο Ορέστης είναι ο άνθρωπος των σπηλαίων, είναι τριχωτός, γενειοφόρος, φοράει προβιές και περπατάει ξυπόλυτος, θα μπορούσε, ναι, θα μπορούσε να έχει ένα μάτι, Κύκλωπας, παραμονεύει με τη μυρωδιά, οσφραίνεται, με αναγνωρίζει την ώρα που εγώ βγαίνω να μαζέψω τ’ αρνάκια μου απ’ τη βοσκή, πετιέται απ’ το άντρο του άγριος, τρομερός, το ένα μάτι, το ένα μάτι με καρφώνει, με παραλύει, ρεσάλτο πάνω στ’ αρνάκια μου, ν’ αρπάξει όσα μπορεί, να κλέψει, τρέμω, φωνάζω, τρέχω να σωθώ, όμως εκείνος εμένα θέλει, εμένα όχι τ’ αρνάκια, με φτάνει, με βουτάει με άγριο αλαλαγμό, με σηκώνει σαν πούπουλο στα χέρια του και το ένα μάτι με κοιτάζει λιγωμένο, με βάζει στη σπηλιά του, μυρίζουν όλα γύρω, δέρματα, κοπριές αιγοπροβάτων, κρασί χυμένο, φύση, μυρωδιές, με ξαπλώνει στο χώμα της σπηλιάς, έχει δροσιά κι υγρασία, εγώ χτυπιέμαι γιατί δε θέλω να ενδώσω χωρίς αγώνα, όμως είναι ευτυχώς πιο δυνατός, δυνατός, μου ανοίγει χέρια και πόδια και μπαίνει θριαμβευτής μέσα μου, κλείνει το μάτι του, το ένα, λιγώνεται, λιώνει μέσα μου, γίνεται μικρός, μηδαμινός, κι εγώ, μου μεταγγίζει τη ζωή, τη δύναμη, γεμίζω, μεγαλώνω, ενισχύομαι και τώρα θα μπορώ πια να τον διατάζω τον άγριο των βουνών.
[παύση]

Είδα ένα όνειρο. Στη χώρα των θαυμάτων. Ο τρελός του βασιλιά ερχόταν καταπάνω μου από παντού, με στρίμωχνε, η ανάσα του μου έκαιγε το σβέρκο, μου έκαιγε το μέτωπο, το αφτί, πνιγόμουνα μέσα στους ατμούς του, κι ο τρελός του βασιλιά όλο με πίεζε, ένας νέος άντρας, με τον όγκο του λίγο ακόμα και θα με πλάκωνε απ’ όλες τις μεριές, απ’ όλες τις κατευθύνσεις, αλλά στο όνειρο – αυτό είναι όνειρο, δεν είναι φαντασίωση, είναι πραγματικότητα θέλω να πω, είναι μέσα μου, το είδα, συνέβη την ώρα που κοιμόμουνα – έφτασε ο Νηλ, ο Νηλ γύρισε από ταξίδι, έτρεξα, χώθηκα στην αγκαλιά του, με φύλαξε ο Νηλ. Ασφάλεια. Ειρήνη.

Θέλω να ξαναγίνω έξι χρονών. Θέλω να γυρίσω πίσω. Πίσω στα έξι. Έχω μια φωτογραφία μου, έξι χρονών. Βγάζω το κεφάλι πίσω από ένα δέντρο. Χαμογελώντας. Όμορφη. [παύση] Μαγική.

[τραγουδάει ένα παιδικό τραγουδάκι]

Η Ερμιόνη με το Νίκο και με το μωρό
φεύγουνε ταξίδι για την Αμοργό.
Η Ερμιόνη με το Νίκο και με το μωρό
μπαίνουν στη βαρκούλα για την Κω.
Φύσα αεράκι, τρέχα καραβάκι
στον πλατύ γιαλό,
γλάροι να πετάνε, ψάρια να πηδάνε
στ’ αρμυρό νερό.

Έχει εξαφανιστεί ο Νηλ. Πενθούσε τη μητέρα του. Εγώ ήμουνα μια πενθούσα μητέρα. Μια μέλλουσα που δεν έμελλε μητέρα. Όχι τραγούδι – τραγωδία!

Ο γιατρός ήταν τόσο αφελής. Μπαίνεις στον τέταρτο μήνα, αυτό είναι, μη σε πανικοβάλλει λίγο αιματάκι.

Μα το ήξερα. Το ρεύμα και το ρίγος, αυτό το ελάχιστο ρεύμα κι αυτό το ανεπαίσθητο ρίγος είχαν φύγει. Ήμουν άδεια. Εγώ το ήξερα.

Δεν το ήξερε ο γιατρός. Ήθελε να δει. Ήθελε  υπέρηχο. Ήθελε μάλλον να κλαφτεί σε κάποιον για τη γυναίκα του που έλειπε τόσον καιρό. Μακριά, στο εξωτερικό. Φρόντιζε τα παιδιά, που είχαν πάει για σπουδές. Η κόρη μου είναι τώρα δεκαοχτώ χρονών, μπλα-μπλα, κι ο γιος μου δεκαέξι. Μπλα-μπλα. Κι εγώ είμαι πενήντα πέντε, μπλα-μπλα. Και μ’ έχουν αφήσει μόνο μου πρώτη φορά εδώ και είκοσι χρόνια. Νιώθω άδειος, αυτό νιώθω.

Άκουγα τα πάντα. Μιλούσε στο Νίκο έξω απ’ το εργαστήριο υπερήχων του νοσοκομείου. Εγώ ήμουνα μέσα. Αλλά άκουγα τα πάντα. Αφού δεν υπήρχαν παλμοί. Αφού δεν υπήρχε πια μωρό. Αφού ήμουν άδεια.

Γιατρέ, έρχεστε λίγο; είπε η νοσοκόμα.
Θα κάνουμε μια επέμβαση. Μου είπαν. Έχετε φάει; Πότε και τι; Το στομάχι πρέπει να είναι άδειο. Για ν’ αδειάσουμε την κοιλιά.

[παύση. Αρχίζει να μουρμουρίζει ξανά το τραγούδι]

Η Ερμιόνη με το Νίκο και με το μωρό
φεύγουνε ταξίδι για την Αμοργό.
Η Ερμιόνη με το Νίκο και με το μωρό
μπαίνουν στη βαρκούλα για την Κω.
Φύσα αεράκι, τρέχα καραβάκι
στον πλατύ γιαλό,
γλάροι να πετάνε, ψάρια να πηδάνε
στ’ αρμυρό νερό.

Σκοτάδι. Φως. Η Ερμιόνη όρθια μπροστά στο κοινό.

ΕΡΜΙΟΝΗ:

Στο σημείο αυτό αποχωρίζομαι από τη συγγραφέα. Εκείνη εδώ θα έκανε μια ανατροπή. Θα μπορούσε να γράψει άλλες πέντ’ έξι σελίδες. Ή να φέρει τελικά στη σκηνή τους άντρες. Έκανε όμως ό,τι είχε να κάνει, είπε ό,τι είχε να πει. Παύει πια να με ελέγχει. Επιτέλους! Δεν είδατε πόσο προσπάθησε να με κατευθύνει; Αλλάζοντας θέμα, αλλάζοντας συναίσθημα κάθε στιγμή. Μόνο και μόνο για να έχει τον έλεγχο του κειμένου. Όμως κανείς δεν έχει τον  έλεγχο του κειμένου – πια – αφού, Μπιννννγκ! να’το, εκσφενδονίστηκε στο σύμπαν τώρα. Το βλέπω, στροβιλίζεται στην αιωνιότητα. Πολύ καλύτερα έτσι. Το κράτημά της παραήταν σφιχτό, ασφυκτικό. Καλύτερα ν’ αφήσει τη μοίρα του κειμένου στις φυσικές δυνάμεις: ταχύτητα, βαρύτητα, πυκνότητα …

Ο «Καθαρός Έλιοτ", θεατρικός μονόλογος της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου, διαβάστηκε το 2000 στο Διεθνές Συνέδριο Γυναικών Θεατρικών Συγγραφέων που έγινε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και παρουσιάστηκε πρώτα σαν παράσταση για μία ηθοποιό στη μουσική σκηνή "Φωνές" και στη συνέχεια από το Γενάρη ως τον Απρίλιο του 2001 στο θέατρο Τόπος Αλλού, τη δεύτερη φορά μαζί με τη χορεύτρια Χάρι Ανταχοπούλου.

© 2000 Ευαγγελία Ανδριτσάνου. Για την παράσταση μέρους ή ολόκληρου του έργου απαιτείται η άδεια της συγγραφέως