Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 16

Ο Γιάννης Υφαντής αυτο-ανθολογείται...

ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΥΦΑΝΤΗ, ΕΝ ΡΥΘΜΩ
Μες στη φωτιά του έρωτα φώναξε ΜΑΝΘΡΑΣΠΕΝΤΑ
και γύρω από το πόνημα ξεκίνησε κουβέντα ?
έγινε θόρυβος πολύς στου πνεύματος τα πλήθη
κι ο Ρίτσος αναφώνησε πως ποιητής γεννήθη.
Έλληνας, τέκνο της αλός και των Μουσών ο γόνος
παιδί από κείνα τα σοφά, όπου τα τρέμει ο Κρόνος.
Έφτιαξε μαγικό γυαλί με άμμο απ’ την Ιτέα,
είδωλο κατασκεύασε, ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΑ,
μ’ ΑΡΧΕΤΥΠΑ εγχάρακτα και μυθικές εικόνες,
με βασιλιάδες που φορούν ακάνθινες κορώνες.
Τον έφερνε στην πλάτη του, μες στον ΝΑΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
κι ομοίαζε το διάβα του περιβολιού ευόσμου.
ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ, θαρρείς, με δέντρα καρποφόρα,
με νύμφες και παράξενα κορίτσια κερασφόρα.

Φορώντας παγοπέδιλα γλιστρούσε μες στα χιόνια,
ταξίδευε αδιάκοπα για τρεις χιλιάδες χρόνια.
Του ’δωσε η Σίβυλλα να πιει κρασί απ’ τους ασκούς της,
στα βάθη ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ βρήκε τους ΜΥΣΤΙΚΟΥΣ της.
Πήγε ως το Ικόνιο, στην Κερασιά, στην Κίνα,
κοπάδια φύλαξε φωτιές, μαθήτευσε στα κρίνα.
Στον Νείλο σκάλισε χωρίς να φοβηθεί καθόλου
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΕΝΤΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΕΡΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ.
Στης Μεσσηνίας τον θηλυκό, τον ποταμό, την Νέδα,
του μίλησ’ ο καλός Μπαλντούρ για την ΑΡΧΑΙΑ ΕΔΔΑ.

Βρέθηκε μες σε κάμαρες, σε δροσερά σεντόνια,
έδωσε πλήθος κονταριές μες στης σαρκός τ’ αλώνια.
ΑΛΕΚΤΩΡ Ο ΕΡΑΣΜΙΟΣ ήταν για τα κοράσια
γιατί λαλούσε ηδονές, παιχνίδι και γιορτάσια.
ΕΡΩΣ ΑΝΙΚΑΤΕ, σκληρή, ΜΑΧΑΝ, για κείνον όμως
ήταν ο μόνος σίγουρος μες τη ζωή του δρόμος.

Πέρασε μέρη κι έφτασε ΣΤΙΣ ΑΜΜΟΥΔΙΕΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ,
τη νύχτα εκεί ανάγνωσε σημάδια του απείρου.
ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ που καθόταν
«ΜΑΣΚΕΣ είναι ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΕ, αχ, όλα», συλλογιόταν.
«Μπορεί του Χάους πλάνεμα, της Λήθης αποχρώσεις
ή άραγε ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ είναι ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ»;
Την αστρική του πυροστιά, σε κύκλο είδε να κλείνει ?
σαν ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ ΦΙΔΙΟΥ, έδειχνε τότ’ εκείνη.
Της ΑΘΑΝΑΤΟΥ ασπάστηκε της ΜΝΗΜΗΣ τα ΣΗΜΕΙΑ
και στων ανθρώπων ρίχτηκε την άγρια τρικυμία.

Κρίτων Σαμιώτης, Οκτώβρης του 2011


Eργοβιογραφικό Σημείωμα
Γεννήθηκε στη Ραΐνα, κοιλάδα της Αιτωλίας. Αφού έζησε για 32 χρόνια στη Θεσσαλονίκη, επέστρεψεν εσχάτως στον τόπο καταγωγής του. Μοιράζεται πια τον χρόνο του ανάμεσα στην Ραΐνα Αγρινίου και στο Παλασγικόν Λευκάδος. Έχει σπουδάσει Νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, όπου επίσης, παρακολούθησε μαθήματα Φιλοσοφίας, Αρχαιολογίας και Αστρονομίας.Έχει συνεργαστεί μ’ ελληνικές και ξένες εφημερίδες όπως "Το Βήμα", "ΤΑ ΝΕΑ" , "Ελευθεροτυπία", "Αθηναϊκή", "Αραμπάς", «Πολιτεία», "Eλ Σάρκ ελ Αουσάντ", "Il sole  24 ore", "Le journal des poètes", κ.ά.

Επίσης, έχει συνεργαστεί με όλα σχεδόν τα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά και αρκετά ξένα όπως "ΤΕΜΕΝ0S", "ΡΑCΙFIC QUARTERLΥ", "FΟΟΤ ΡRΙΝΤ", "ΑΕGΕΑΝ RΕVIEW, "ΝΟΣΤΡΑΓΙΑ ΛΙΤΕΡΑΤΟΥΡΑ", "ΗΟRΑ DΕ ΡΟΕSΙΑ", "ΙΜΠΝΤΑ", "SΑΡRΙΡΗΑGΕ", "ΟΡΦΕΥΣ" της Σόφιας, "ΛΕΤΕΡΑΤΟΥΡΑ" (Lettre Internationale της Σόφιας), "ΒΕΝΕΕΝ", "ÉCRITURE", "Journal of Literature & Aesthetics", κ.ά. Εσχάτως συνεργάζεται κυρίως με το πανελλήνιας εμβέλειας περιοδικό της Κοζάνης «Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ».

Έχει εργαστεί για δυο χρόνια στο Κρατικό Ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης, κάνοντας την εκπομπή "Ελληνική και παγκόσμια ποίηση" αφενός και αφετέρου την εκπομπή "Κατά βάθος το θέμα είναι ένα".

Επίσης, έχει κάνει μαθήματα (παρουσιάζοντας το ποιητικό και εικαστικό έργο του) κι ακόμα ομιλίες (Ρεμπώ, Σεφέρη, Ρίτσο, Ελύτη, Καβάφη, Γκάτσο), σε διάφορα Γυμνάσια και Λύκεια, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, σε πνευματικά κέντρα και γκαλερί της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της περιφέρειας.

Έργα: Μανθρασπέντα (ποιήματα, 1977),  Μυστικοί της Ανατολής (μεταφράσεις Σούφι, Ινδουιστών, Ταό και Ζεν ποιητών, 1980). Αρχαία Έδδα  (μετάφραση της Αρχαία Ισλανδικής Έδδας, 1983). Ο Καθρέφτης του Πρωτέα (ποιήματα, 1986), Αθανάτου Μνήμης Σημεία (ποιητικα φιλοσοφικά δοκίμια για τον Οιδίποδα και το Μαντείο των Δελφών). 1987).  Ποιήματα Κεντήματα στο Δέρμα του Διαβόλου (Ποιήματα, 1988), Ναός του Κόσμου (Ποιήματα,1997), ΠΥΡ ΑΕΙΖΩΟΝ (δοκιμαντέρ του Χρίστου Αρώνη,  έχοντας ως πρωταγωνιστές τον ίδιο τον ποιητή και την Αριάδνη (κόρη του ποιητή,1977). Ο Κήπος της Ποίησης (4.000 χρόνια ξένης ποίησης, 2001), Αρχέτυπα, (συνθέσεις από φωτογραφίες, ζωγραφιές και χειρόγραφη ποίηση, 2001), ΑΛΕΚΤΩΡ Ο ΕΡΑΣΜΙΟΣ, (Ερωτικά ποιήματα του Γιάννη Υφαντή κι ερωτικές ζωγραφιές (χαλκογραφίες) του Γιώργου Σταθόπουλου, 2002). Το Ιδεόγραμμα του Φιδιού (φιλοσοφικά δοκίμια, συνεντεύξεις, θρύλοι και η ερμηνεία τους, όνειρα και η ερμηνεία τους, πραγματικά περιστατικά, μηνύματα στο κινητό, 2003), Έρως ανίκατε μάχαν (Ερωτικά ποιήματα, 2004), Μάσκες του Τίποτε (Ποιήματα, 2005, πήλινο βιβλίο στα ελληνικά και στα γαλλικά, κατασκευασμένο από την γλύπτρια Marie-Jose Armando), Κάτω απ’ το εικόνισμα των άστρων, (ποιήματα, 2006). Οι μεταμορφώσεις του Μηδενός (όλες οι -εφτά- ποιητικές συλλογές του Γ. Υ. σ’ έναν τόμο, εκδόσεις ΑΧ, 2009). Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ διαβάζει ΥΦΑΝΤΗ, (cd διάρκειας 73 λεπτών, LYRA, 2009). Ετοιμάζεται για έκδοση η ανθολογία του Στις αμμουδιές του Ομήρου (3000 χρόνια ελληνικής ποίησης).

Ποιήματά του μεταφράστηκαν κυρίως στα Ιταλικά, στα Βουλγαρικά, στα Αγγλικά, στα Γαλλικά, στα Αραβικά, στα Φινλανδικά, όπως επίσης στα Ρωσικά, στα Ισπανικά, στα Σκοπιανά, στα Κινέζικα, στα Σερβικά, στα Κουρδικά, στα Εβραϊκά, στα Γερμανικά και στα Περσικά. Ποιήματά του μελοποίησε ο Άγγλος μουσικός Ivan Moody.

ΥΓ. Ύστερα από πρόσκληση που του έκαμαν παρουσίασε το έργο του σε διάφορα φεστιβάλ του εξωτερικού (Αίγυπτο, Φινλανδία, Κύπρο, Γαλλία, Βουλγαρία, Γερμανία Αλγερία, Περσία, κ.λπ.). Αν και πιστεύει ότι τα βιβλία γίνονται μόνα τους, εντούτοις, παραδόξως, το 1995, στο Κάιρο,  του απένειμαν γι’ αυτά το «Βραβείο Καβάφη».

Το 2003 προσκλήθηκε και φιλοξενήθηκε για τρεις μήνες από το Υπουργείο Πολιτισμού της Βαυαρίας, στο Feldafin του Μονάχου, πλάι στη λίμνη Σταρνμπέργκερζεε.

Αποσπάσματα από κριτικές


«… Με μόνη του δύναμη τον έρωτα και τη γλώσσα, με μόνη του σκέψη την παρηγοριά της διαρκούς συμμετοχής του στο σύμπαν, πορεύεται για παντού, ο πρίκηψ-ποιητής Ιωάννης Υφαντής, καταγόμενος από τον κόσμο και καταλύοντας στο λάλον ύδωρ.
Διαβάζοντας κανείς την ποίηση του Γιάννη Υφαντή, νοιώθει να βγαίνει στους δρόμους, να συναντά τους αγγέλους και μαζί τους ν’ ακολουθεί τη μαχητική πορεία διαμαρτυρίας κατά των βάσεων της εξουσίας και της υποκρισίας, κρατώντας το πλακάτ του ονείρου, του έρωτα και της ελευθερίας»  

Διονύσης Καρατζάς, περ. «Νέο Επίπεδο», Φεβρουάριος 2000


«…Ο Γιάννης Υφαντής, ο πιο αιρετικός και βλάσφημος, αλλά ίσως και ο πιο ένθεος Έλληνας ποιητής που υπάρχει σήμερα....»

Δημοσθένης Κούρτοβικ «Τα Νέα», 17.7.1992


«...Ο Υφαντής "πιστεύει" στην "ηλιακή-βασιλική" καταγωγή του και στο ότι επιπλέον αποτελεί συνέχεια των χρισμένων θεϊκών ποιητών που δεν κατακτούσαν τη γνώση με κανέναν άλλο τρόπο, ει μη μόνο μελετώντας τα ίδια τα ζωντανά όντα…»

Γιώργος Μαρκόπουλος, «Εκδρομή στην άλλη γλώσσα», Νεφέλη 1994


«...Στο χώρο της ποίησης, θα δώσω ιδιαίτερη έμφαση στη συλλογή Ναός του Κόσμου του Γιάννη Υφαντή, του πιο ιδιότυπου και πιο οργιαστικού από τους εν ενεργεία ποιητές μας. Ο φυσιοκρατικός μυστικισμός του βρίσκει εδώ μερικές από τις ωραιότερες εκφράσεις του…»

          Δημοσθένης Κούρτοβικ, "Τα Νέα", 30 Δεκ. 1997


«…Τα σύντομα, στην πλειονότητά τους, ποι¬ήματα του Γιάννη Υφαντή βρίθουν από ζωντανές έντονες εικόνες, ήχους, νεύσεις και συναισθήματα, είτε είναι φυσιολατρικά, είτε χιουμοριστικά, είτε ερωτικά. Συχνά άπτονται της κοινωνικής κριτικής, μέσα σε ένα πλαίσιο ευαισθησίας, πνευ¬ματικής οξυδέρκειας, λυρισμού και γνήσι¬ας ελληνικότητας. Γράφοντας άλλοτε στην καθομιλουμένη και άλλοτε σε έναν πιο επίσημο και αποστασιοποιημένο λόγο, ο ποιητής διατηρεί σταθερή τη μυστηριακή σαγήνη του έρ¬γου του, όντας ταυτόχρονα σκληρός και τρυφερός, και εναλλάσσοντας την ασεβή χριστιανική κατάνυξη με την παγανιστική μέθεξη, την απλή μαγεία της φύσης με την ανίερη έλξη του αστικού τοπίου, την υπνω¬τική δύναμη της αγάπης με την αγριότη¬τα του έρωτα, τη διαύγεια της αυστηρής κριτικής για τον περιβάλλοντα κόσμο με τη μελαγχολική κατάδυση της εσωστρέ-φειας, τη σαρωτική ορμή του χιούμορ και της σάτιρας με την απαλότητα της νοσταλ¬γίας, την περιπαικτικότητα του διερχόμε¬νου χρόνου με τη θλίψη της ανάμνησης, το μηδέν με το πεπερασμένο και το απέ¬ραντο όπου το μηδέν με το κυκλικό του σχήμα μεταμορφώνεται, περνώντας από την απόλυτη κενότητά του σε κουκούλι που περικλείει το πολυδιάστατο και πολυσήμαντο σύμπαν του σύγχρονου Έλληνα ποιητή…».

        Μυρτώ Τσελέντη (εφ. «Ο κόσμος του επενδυτή», 18.7.2009)


«…Όπως το ήθελαν οι μυστικοί το κάθε τι είναι ένα γράμμα, το κάθε τι είναι μια φράση• το παιχνίδισμα της ύλης στα μάτια μας συνιστά αναγραμματισμούς ενός θεϊκού αλφαβήτου. Για τον Υφαντή το λυρικό έργο είναι η αποκεκαλυμμένη γραμματική ακολουθία αυτής της επ’ άπειρον νοηματοδότησης των πάντων, μέχρι την άρρητη, πρωταρχική σημασία, την πηγή του κόσμου».

 Ευγένιος Αρανίτσης, «Ελευθεροτυπία», 28 Μαΐου 1997


«….Ο λόγος του Γιάννη Υφαντή είναι ιαματικός και αρτεσιανός. Άλλοτε λυρικός, άλλοτε στοχαστικός και άλλοτε σκωπτικός, συναρπάζει τον αναγνώστη γιατί συνδυάζει τη βαθύτητα σκέψης και του αισθήματος με μια αφοπλιστική απλότητα. Ο Υφαντής, μολονότι είναι βαθύς γνώστης της Ελληνικής Μυθολογίας και των Μυστικών της Ανατολής, έχει λόγο σύγχρονο και τολμηρό και συχνά δεν φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους, με τη φυσικότητα του παιδιού και τη σοφία του μύστη. Τα ποιήματα του Υφαντή δεν είναι ούτε εγκεφαλικά ούτε συναισθηματικά. Είναι σωματικά. Γι’ αυτό και ενεργοποιούν και τις πέντε αισθήσεις συν μία. Την έκτη αίσθηση».

Μιχάλης Γκανάς, Prospectus των εκδόσεων  «Μελάνι», Οκτώβρης 2004

«…Ο αγαπημένος μου τα τελευταία χρόνια Νεοέλληνας ποιητής... Η αστραφτερή ποιότητα της δουλειάς του Υφαντή θα πρέπει να ευθύνεται για τη συνωμοσία σιωπής με την οποία τον αντιμετωπίζουν οι μαφίες των μετρίων και των δημοσιοσχετιστών, οι οργανωμένες - ιδιωτικές ή κρατικές- κλίκες των γραμμάτων μας. Άλλοτε νεκροφιλικά σοβαροφανής κι άλλοτε νεόπλουτα άξεστη, η Ελλάδα των χρόνων του ψευτοεκσυγχρονισμού, μάλλον δεν χρειάζεται τους αληθινούς ποιητές όπως ο Υφαντής…».
Βαγγέλης Ραπτόπουλος, εφ. «Τα Νέα», Σαββατοκύριακο 6-7 Απριλίου 2002
«…Ο Υφαντής, αυτός ο Έλληνας μυστικός. ...Άλλοτε γαλήνιος και γλυκός, άλλοτε οργισμένος και σαρκαστικός, ρεαλιστικός και ενορατικός, γήινος και μαζί οραματικός, ποιεί τον κόσμο εξαρχής σπάζοντας τις κατασκευές-κλουβιά, που δεν επιτρέπουν στους ανθρώπους να χαρούν τη ζωή "στη μυστική της πρώτη αξία", όπως έγραφε ένας άλλος μυστικός της νεοελληνικής ποίησης, ο Άγγελος Σικελιανός.
Θ. Ε. Μαρκόπουλος, «Παρέμβαση 100», Φθιν. 1997


Μια ανθολόγηση από τον ίδιο τον ποιητή, εξήντα ποιημάτων, από τις 7 συλλογές που περιέχονται στον τόμο
"Οι Μεταμορφώσεις του Μηδενός"


Όλες οι ποιητικές συλλογές, κι ακόμη, όλα τ’ ανέκδοτα ποιήματα του Γιάννη Υφαντή, σ’ έναν  τόμο. "Οι μεταμορφώσεις του Μηδενός". Επειδή όλοι οι αριθμοί κι όλα τα γράμματα είναι μεταμορφώσεις αυτού του μαγικού σχήματος που λέγεται Μηδέν. Επειδή όλα τα ποιήματα κι όλα τα όντα, είναι μεταμορφώσεις του Μηδενός (δηλαδή του Κανενός), όντας όψεις της Μάγια, της Μεγάλης Ψευδαίσθησης, μέσα στην οποία ζούμε, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, «Κάτω απ’ το εικόνισμα των άστρων», ανάμεσα στις «Μάσκες του Τίποτε».

Ποιήματα Ποιήματα

ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Ι
Έρχεται η φωνή μου άνεμος του απείρου.
Έρχεται η φωνή μου φορτωμένη την
αρσενική
Γύρη των άστρων• έρχεται
Στο λουλούδι του νου σου.
II
Έρχομαι από την άκρη μιας
Αιωνιότητας.
Με προβιά και με έκσταση
Μ’ ένα κομμάτι σεληνόφωτο στο μέτωπο
και μ’ ένα κέρατο στη ζώνη
Με μνήμες από άχνη κι από φωτιά Έρχομαι από την άκρη μιας
Αιωνιότητας.
Άφησα τα χνάρια μου πάνω στον
Πηλό
του φωτός.
Φόρεσα τη θωριά του νερού.
Φόρεσα τη δυσκινησία των οστρακόδερμων.
Βόσκησα τους ανέμους κι εξημέρωσα τους ήχους. Έζησα του λύκου την έκσταση
Μπροστά στον πάγο και τη φωτιά. Έρχομαι από την άκρη μιας
Αιωνιότητας
Έρχομαι από την έρημο των άστρων.
III
Έρχομαι από την έρημο των άστρων.
Μοναχικός βαδίζω ερημώνοντας το μέλλον.
Στερεύουν οι πηγές της πλάνης τα πάντα ξηραίνομαι.
Πλούσια απλώνεται η άμμος και μονάχα η άμμο:
Χώρος για περισσότερη σκέψη
Χώρος  για περισυλλογή  κι  ελευθερία
Χώρος του άδειου και της φωτιάς.
Έρχομαι από κει όπου πηγαίνετε
Έρχομαι από την έρημο των άστρων.
Μοναχικός φυτρώνω μες στην έρημο των λαών. Ώριμος
Ήλιος.
Γέρνω από γύρη σοφίας.

ΠΑΝΤΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχει θέμα• βρίσκομαι εδώ• βρίσκομαι πάντα εδώ.

Έγραψα το Τραγούδι του Αρπιστή στα 2000 π.Χ. στην Αίγυπτο.
Έγραψα την Οδύσσεια στα 800 π.Χ. στην Ιωνία.
Έγραψα το Ταό Τε Κιγκ στα 600 π.Χ. στην Κίνα.
Έγραψα τον 11ο αιώνα στο Ικόνιο το Μαθναβί ι Μαναβί.
Τέλειωσα στη Ραβένα εξόριστος την Κωμωδία που ο Βοκκάκιος την είπε Θεία.
'Έγραψα τη Γυναίκα της Ζάκυνθος
Τα Τέσσερα Κουαρτέττα
Την Κίχλη
Το Μανθρασπέντα.

Δεν υπάρχει θέμα• βρίσκομαι εδώ• βρίσκομαι πάντα εδώ.

BIBΛIO KOΣMOΣ

Ένα βιβλίο μόνο έχει γραφτεί
κι έχει γραφτεί με πράγματα κι όχι με λόγια.

Ένα βιβλίο μόνο έχει γραφτεί
κι έχει γραφτεί από τον Kόσμο με τον Kόσμο για τον Kόσμο.

O Κόσμος είναι το βιβλίο του Κόσμου.

*
Τέλος δεν έχει ο Κόσμος ούτε αρχή·
μα ο ποιητής αποκαλύπτοντας τον Κόσμο
είναι σα να τον φκιάχνει απ’ την αρχή.

*
Υπάρχει μόνο ένα βιβλίο να διαβαστεί
και τούτο είναι το βιβλίο του Κόσμου.

*
Γράφω θα πει διαβάζω το βιβλίο του Κόσμου.
Όλα μου τα γραφτά δεν είναι παρά μόνο υπογραμμίσεις στο βιβλίο του
Κόσμου·
όλα μου τα γραφτά δεν είναι παρά μόνο σημειώσεις, ζωγραφιές,
στα περιθώρια των σελίδων του.

Γράφω θα πει πως δείχνω στους ανθρώπους
πως προσπαθώ να μοιραστώ μαζί τους
την ομορφιά ή τη φρίκη που διαβάζω στο βιβλίο του Κόσμου.

Γιατί κανένας δεν αντέχει να διαβάζει μόνος το βιβλίο του Κόσμου.

Έφεσος, Ναός της Άρτεμης, 1988 μ.Χ.

ΕΔΕΜΙΚΟ

Ένας άγγελος χόρεψε, χόρεψε κι έσβησε
αφήνοντας αυτή τη στάχτη ανάμεσά μας και το ρέμα στερεμένο σαν πουκάμισο
φιδιού μέσα στις πέτρες και ο βράχος καπνισμένος
θαρρείς και κράτησε τον ίσκιο μιας φωτιάς ή αυτού του αγγέλου·
ακόμα η μυρουδιά πυρακτωμένου σίδερου στη μνήμη ακόμα
εκείνος ο αχός μέσα στο αίμα μας·
σάμπως βαθειές ανάσες οι φτερούγες θέριζαν το χρόνο
κι έλαμψαν τα οστά λευκά πάνω στην άβυσσο κι αδιάβαστα
κι άνοιγ’ απάνω ο ουρανός μ’ όλα τα ζώα του και τ’ άστρα,
ζώα πανάρχαια κι άστρα δροσερά μια ευφροσύνη
σαν όπως πριν τη γνώση πριν την πτώση,
μέσα στον κήπο του Θεού πούχ’ ευωδιάσει δροσερή μια πυρκαγιά τον ύπνο σου
κοντά στο άσπρο βόδι και στο ζώο του Ήλιου που αναχάραζαν
ενώ το σούρουπο του κόσμου κούρνιαζε κάτω απ’ τα φύλλα της συκιάς.
κι έβγαινε η πεταλούδα του βραδιού με τοις σφραγίδες από έκλειψη ήλιου
στα φτερά της.
και στον αστερισμό του Αιγόκερω η μηλιά-γυναίκα και το φίδι
γλιστρώντας στη μασχάλη του δεντρού τινάχτηκε
κι έπεσαν μπόρα τ’ άνθη πάνω σου και ξύπνησες.
Ένας άγγελος
χόρεψε χόρεψε κι έσβησε
αφήνοντας αυτή τη στάχτη ανάμεσά μας μέσα μας παντού
αυτή τη στάχτη.

ΟΝΤΑ ΜΙΚΡΑ


Όντα μικρά που κάποτε μπερδεύεστε στα δάση του κορμιού μου η που διαβαίνετε
τρεχάλα μέσα στο ανοιχτό βιβλίο μου ή που χάνεστε
στην έρημο του τραπεζίου μου ή στις λειχήνες-χώρες ενός  βράχου ή που σας βρίσκω
πάνω σ’ ένα λουλούδι να μαζεύετε σοφία και ηλιόσκονη· αχ όντα
υδρόβια, μες στο χώμα ή φτερωτά, όντα της νύχτας
παιχνίδια των σεληνιακών αγγέλων με τη βούλα πάνω σας του Σκότους,
ψήγματα της δημιουργίας και που εν τούτοις και μ’ αντένες των υπόηχων και ραντάρτου πράσινου ή του γκρίζου· όντα
άλλοτε μ’ ένα σάκκο καφετί στον ώμο μπαλωμένο κι άλλοτε φορώντας
ένα κοχύλι κατ’ ομοίωση του χρόνου ή μι’ ασπίδα του Μεσαίωνα ή
μια κερασφόρα προσωπίδα ηλιακού πολεμιστή· όντα μικρά
πού τα φτερά σας έχουν τ’ άστρα πάνω τους της Μνήμης κι ερυθρούς

κύκλους μικρούς ενιαυτούς και αριθμούς του Μηδενός μεταμορφώσεις ή
στιγμές καρφιά πάνω στην πύλη της Ιστάρ· όντα της μέρας
παιχνίδια των ηλιακών αγγέλων με τη βούλα του Φω¬τός, μεγάλα όντα
που ερωτεύεστε και ζείτε και πεθαίνετε μη ξέροντας
μη καταδέχοντας να ξέρετε ποιος είμαι και που πάω και τι θέλω αραδιάζοντα εδώ
τα μαύρα ετούτα κόκκαλα της σκέψης μου.

ΣΟΜΠΑ

Με ποιόνε απόψε να μιλήσω Σόμπα
Γριά μου χιμπατζίνα σιδερένια ζεστή μου γιαγιά
Σόμπα με βίδες και με πόρτα στην κοιλιά σου Σόμπα
Που υψώνεις το βραχίονά σου από μπουριά και
Μπήγεις τη ζαρωμένη σου γροθιά στον τοίχο, Σόμπα
Κι αν είναι τενεκένια η καρδιά σου και στις φλέβες σου
Τρέχει πετρέλαιο ξέρω πως
Είσαι ενσάρκωση του Άγνι και απόγονος
Της σπιτικής θεάς Εστίας και ξέρω πως
Είναι η ψυχή σου από φωτιά• α πόσο χαίρομαι
Σόμπα ν’ ακούω εκείνο το
Λαμπαδολαμπάδιασμα της ψυχής σου και
Να νοιώθω την
Με τα γαλάζια της ποδάρια ριζωμένα στο πετρέλαιο να χορεύει
Τη φλόγινη γύμνια της
Απλώνοντας τη ζέστα στη σάρκα μου, σ’ όλη
Την κάμαρά μου ακόμα και...α Σόμπα
Πόσο με συντροφεύει η ψυχή σου εδώ μες στο κελί μου
Πόσο μου δίνει δύναμη να υφαίνω
Το κάλυμμα ετούτο του κενού• και βέβαια συ
Θαρρώ με νοιώθεις σ’ όλα ετούτα Σόμπα
Τι κι αν δεν έχεις μάτια, μύτη ή αυτιά
Έχεις κι εσύ δα τόσες τρύπες, κάτι ξέρεις
Κι όχι μονάχα από τούτα μα κι απ’ τ’ άλλα
Τα μακρινά κι έξω απ’ το σπίτι όταν
Απάνω στην ταράτσα μου καμώνεσαι
Πως βγάζεις μες απ’ το καπέλο σου καπνό και τέτοια κόλπα
Το νοιώθω, ακούς, μυρίζεις, βλέπεις, ξέρεις για
Τα τρυφερά ποδάρια της βροχής, για τους αγγέλους
Που χορεύουν και στροβιλίζοντ’ α-
λαφροπατώντας με
Νιφάδες χιονιού, για το αίνιγμα
Της ομίχλης
Στην πόλη που γίνετ’ η
Στοιχειωμένη χώρα του δράκοντα. Σόμπα
Που υψώνεις το βραχίονά σου από μπουριά και... Σόμπα
Άσε με τώρα να γυρίσω την καρδιά σου στο μηδέν
Άσε ν' ακούω ξαπλωμένος στο σκοτάδι
Της συστολής σου εκείνο το
Σιδερένιο μερμήγκιασμα π’ όλο χάνεται,
Ενώ ο νους μου βασιλεύει και ολόκληρος
Βουλιάζω μες στον ύπνο κι εξαγνίζομαι.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΧΑΠΙ ΤΟΥ ORANGE

Το μεγάλο χάπι του ORANGE
είν’ ένας ήλιος που ’πεσε στη θάλασσα
είναι
ένας τιτάνιος δίσκος που
παλεύει να γλυτώσει απ’ το νερό τσιρίζει και
αφρίζει
αφήνοντας φωτός ένα χυμό.
Το μεγάλο χάπι του ORANGE
κυνηγημένο από πόνο και ηδονή στριφογυρίζει
ανεβο
κατεβαίνει βράζει και
σβήνει
βάφοντας το νερό πορτοκαλί.
Το μεγάλο χάπι του ORANGE
ησύχασε·
διαλύοντας
το σχήμα του που αντιστέκονταν
ησύχασε
κ’ είναι συμφιλιωμένο πια με το νερό
με τον πνιγμό
με όλα.
Το μεγάλο χάπι του ORANGE
ταξιδεύει τώρα στις φλέβες μου και
χαίρονται
τα αγαθά των βιταμινών
όλοι
οι κάτοικοι
ως τ’ ακρότατα σύνορα του κορμιού μου.

Η ΚΙΡΚΗ

Σκέφτηκε πως καλό ήταν να ’βγαιν’ έξω•
άνοιξε λοιπόν το ψυγείο
ξεκρέμασε τις σάρκες της, τις φόρεσε
κοιτάχτηκε λιγάκι στο φεγγάρι
που ήταν κρεμασμένο εκεί στο έβγα της σπηλιάς
και κατηφόρησε.
-Πού πάει;
-Έρχεται να σας ρίξει βελανίδια σύντροφοι!

ΠΩΣ ΖΟΥΜΕ ΜΥΘΙΚΑ ΜΑΣ ΔΙΑΦΕΥΓΕΙ

Στις ιέρειες της Τέχνης, Chantal Danjou και Marie-Jose Armando·
στα έργα και στις μέρες μας στο Bormes les Mimosas.

Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει.
Πως ο ζητιάνος στη γωνιά ειναι βασιλιάς μας διαφεύγει.
Πως ίσως κιόλας είμαστε γουρούνια μες στης Κίρκης το μαντρί μας διαφεύγει.
Πως ίσως τούτη η πόλη μας χωνεύει επειδή είναι της Χάρυβδης στομάχι  αυτό μας διαφεύγει,
Πως το πλυντήριο ρούχων είναι ο μονόφθαλμος Πολύφημος που βάλαμε στη δούλεψη αυτό μας
διαφεύγει.
Πως ο σκαφέας που μουγγρίζει σκάβοντας τα χώματα είναι δράκοντας αυτό μας διαφεύγει.
Πως η οχιά μέσα στα χόρτα ή μες στις πέτρες είναι η λυγερή σαΐτα του Απόλλωνα που ψάχνει για
τη φτέρνα μας αυτό μας διαφεύγει.
Πως κάθε μηχανάκι είναι η σιδερένια ενσάρκωση εκείνου του Χρυσόμαλλου Κριού μας διαφεύγει.
Πως το λιμάνι είναι το πέτρινο μαντρί των καραβιών μας διαφεύγει.
Πως όλα τα καράβια σέρνουν μια λευκόμαλλη δορά μας διαφεύγει.
Πως όλα τα καράβια προσπαθούν να αντιγράψουν τη χρυσόμαλλη δορά του Γαλαξία πάνω στα
νερά μας διαφεύγει.
Πως το νερό είναι μαχαίρι που μας γδέρνει κατεβάζοντας την άσπρη, τη σγουρή, την πολυόμματη
δορά της σαπουνάδας απ’ το σώμα μας αυτό μας διαφεύγει.
Πως οι πετσέτες μες στο μπάνιο μας δεν είναι ούτε μούσκλα γύρω απ’ την πηγή ούτε και είναι
τα εφτά πέπλα της Άσθαρ αλλά είναι του καθρέφτη οι εφτά δορές μας διαφεύγει.
Πως η κυρία  πού ’ρχεται στο πάρκο με τα τρία της σκυλιά κάθε απόγευμα
είναι η Περσεφόνη με τον Κέρβερο αυτό μας διαφεύγει.
Πως ήδη έχουμε θαφτεί μας διαφεύγει•
μας διαφεύγει πως ο Ήλιος που ακουμπά το δειλινό εκεί στο λόφο είν’ο φύλακας του τάφου μας,
μια σφίγγα, ένας λέων
με πρόσωπο καθρέφτη και με χαίτη αχτίδες.
Μας διαφεύγει που η Σελήνη είναι η χαμένη μας εντάφια προσωπίδα καθώς φλόγινη σα λιόντισσα
προβαίνει με ησυχία θανατερή μες απ’ τη λόχμη.
Πως ζούμε πλήρως μυθικά μας διαφεύγει.
Πως το μολύβι που κρατούμε μπορεί να ’ναι το σουβλί που τύφλωσε τον  Κύκλωπα αυτό μας
διαφεύγει.
Πως οι μνηστήρες είν’ εδώ και τρώνε και γλεντούν το βιός  του Οδυσσέα μας διαφεύγει.
Πως σαν τον Οδυσσέα ο ποιητής είν’ ένας ξένος μες στο ίδιο του το σπίτι αυτό μας διαφεύγει.
Πως ήδη των μνηστήρων οι ψυχές αποκολλιούνται απ’ τη σπηλιά του ουρανού και κατεβαίνουν
τρίζοντας στον Άδη αυτό μας διαφεύγει.
Πως ο Έρμης χωρίς κακία τις οδηγεί μες απ’ τους δρόμους τους υγρούς προς το σκοτάδι αυτό μας διαφεύγει.
Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει.
Πως είμαστε σκιές και τριγυρνάμε έξω από του χρόνου τον καθρέφτη αυτό μας διαφεύγει.

Αιτωλία-Θεσσαλονίκη, 199

ΜΑΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

Και φέρναμε το καζάνι περασμένο στο ξύλο πάνω στους ώμους μας
Όπως μετάφεραν οι παλαιοί τα σκοτωμένα αγρίμια κάπρους και αρκούδες.
Κ’ η χλόη του ακρόδασου μας κοίταζε με τα λουλούδια της που έλαμπαν
Καθώς ανέβαινε ο Ήλιος αγαθό θηρίο καθώς ζωντάνευε
Η μαγική εικόνα της πανάρχαιας τράπουλας.
Και φρέσκοι κρόκοι είχαν φυτρώσει εκεί που πάτησε η Αυγή
Πάνω στο μονοπάτι του Φθινόπωρου. Κ’ οι μέρμηγκες
Είχαν ξυπνήσει και κινούνταν μουδιασμένοι γύρω από τις τρύπες τους, αθόρυβοι
Όπως οι σκέψεις μας, κι αν έσκυβες
Έβλεπες να γυαλίζει πάνω τους η όψη σου.
Σταθήκαμε
Και τότ’ εσύ πλησίασες στο βάτο και κατούρησες κι ανέβαιν’ ο αχνός, σα στοχασμός
Σαν προσευχή του βάτου προς τον Ήλιο.
Κ’ ύστερα
Μες από τ’ ανθισμένα ρείκια προχωρώντας σκέφτομουν που τίποτε
Δεν βλέπαμε με περιφρόνηση, για τίποτε
Δεν καταδεχόμασταν
Την αστεία ευσπλάχνιση, μόνο
Μ’ εκλεκτή συγκίνηση
πλησιάζαμε ή αγγίζαμε
Κάθε μαγεμένο μας σύντροφο (άλλοι πέτρωσαν
άλλοι ρίζωσαν
άλλοι αγρίεψαν).
Τέτοια σκεφτόμουν ώσπου βγήκαμε απ’ το δάσος των ρεικιών κατά το ρέμα, όπου
Ξαφνικά: ο Θάνατος.
Θυμάσαι το Θάνατο;
Φορούσ’ ένα γουρούνι ψόφιο και μπαινόβγαιναν  οι μύγες απ’ τις τρύπες. Μπρος στον Ήλιο, ο Θάνατος.
Και το νερό με το μακρύ του πρόσωπο καθρέφτιζε τον Ήλιο, παρασέρνοντας
Το είδωλό του. Και κουδούνισε
(εκεί στα πόδια σου στον άμμο) το πλευρό του αλόγου: αλαφρύ
κυρτό-
τόξο του Τίποτε.

Και φέραμε το καζάνι περασμένο στο ξύλο πάνω στους ώμους μας.
Κ’ ηύραμε τους εργάτες να γυρίζουν το ροδάνι πάνω από τη στέρνα.
Κι αναρωτήθηκα μην όλα μες στον κόσμο
Γίνονται από το γύρισμα αυτό του ροδανιού, μην όλα
Γίνονται για το γύρισμα αυτό του ροδανιού.

ΤΟ ΘΑΥΜΑ


Τι τέλεια κατσίκια τα κατσίκια.
Χτες γεννήθηκαν και πώς ξέρουν κιόλας
με τόση ακρίβεια
όλα τα κατσικίσια πράματα.
Θαρρείς και σπούδαζαν κατσικοσύνη μια ολόκληρη
αιωνιότητα.

ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

Ζώντας σε παραμύθια και θρησκείες, περνώντας
μες από θρύλους, πολιτείες και λαούς
άκουσα και για κείνο το γεφύρι που το πλάτος του δεν είναι πιο μεγάλο από την  κόψη ξυραφιού.
Μόνο από κείνο το γεφύρι λένε θα μπορούσες να περάσεις προς το φως.
Κι όπως οι πιο σοφοί εξηγούν
διαβαίνεις το γεφύρι εκείνο μόνο αν ο ίδιος είσαι φως.

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
(Όλυμπος-Πέλλα-Θεσσαλονίκη, 1981)

Και σταματήσαμε στις σιδερογραμμές
μπρος στα φανάρια που αναβόσβηναν σα μάτια
ιέρακα ιερού των Αιγυπτίων ενώ το τραίνο
έρχονταν με σφυρίγματα και θόρυβο•
δράκοντας σιδερένιος. Έφτασε.
Περνά-περνά-περνά-περνά-περνά-περνά-περνά-περνά. Πέρασε, πάει, μια
ολόκληρη εποχή
παράθυρα οι μέρες και βαγόνια οι μήνες μια ολόκληρη εποχή
απομακρύνονταν στον κάμπο αφήνοντας μας
κάτω απ’ τα μάτια του ιέρακα του φύλακα
σ’ αυτή τη χρονική διατομή ενώ ο Ήλιος
κοίταζε μαντικά γιατί μπροστά μας μες στον κάμπο
οι δρόμοι ήταν γραμμές ενός χεριού. Άνοιξες γκαζ
και φεύγαμε καβάλα στη ΥΑΜΑΗΑ μας
προς το ποτάμι.
Και φτάσαμε εκεί που το ποτάμι είναι χέρι και φορεί
τη γέφυρα ρολόι. Κ’ η τσιγγάνα
ήταν στην όχθη εκεί του πόταμού κοντά στη γέφυρα. Σταμάτησες.
Και κοίταζε στο χέρι σου η τσιγγάνα τις γραμμές που σαν ποτάμια
πηγάζουν και διαβαίνουνε ανάμεσα
στα όρη της παλάμης πριν εκβάλουν. Κ’ η τσιγγάνα
—μπορεί κ’ η ίδια σου η ψυχή καθρεφτισμένη μες στη μέρα— η τσιγγάνα
ήταν ντυμένη με τα χρώματα της τράπουλας και είχε
στο δάχτυλο της το χρυσό αριθμό,
θέλω να πω,
το δαχτυλίδι που ο τσιγγάνος βασιλιάς
ψάρεψε όταν έριξε το αγκίστρι του
στο Γαλαξία.

Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Το να ’χαμε ταράνδους μες στα σπίτια μας δεν πήγαινε. Θα μούγκριζαν
μέσα στον ύπνο μας, θα κόπριζαν
πάνω στα έπιπλά μας και προπάντων
μ’ εκείνα τα πελώρια κέρατά τους θα ξεσχίζαν τις κουρτίνες μας, θα γκρέμιζαν
τ’ αγάλματά μας, τα βιβλία μας, τα πιάτα μας. Δεν πήγαινε.
Όμως, η τηλεόραση, τι ζώο!
Έχει τα σιδερένια κέρατά της στην ταράτσα ενώ ήσυχη
κάθεται στο σαλόνι μας και μόνο
αν βάλουμε στην πρίζα τον ομφάλιο λώρο της ξυπνά.
Ήσυχο ζώο. Και τι όμορφο.
Μοιάζει με έντομο πελώριο, αστρικό.
Μοιάζει με τον πλανητικό προπάππο μας τον Βεελζεβούλ
πού ’λεγε ιστορίες κι αποκοιμιόμασταν.

ΤΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ

Σώμα μου όσο παίρνει σε φροντίζω
σε πλένω, σε ταΐζω, σε ποτίζω, σε κοιμίζω,
σου δίνω ηδονές και σε γυμνάζω
νά ’σαι σφιχτό και λυγερό, νά ’σαι ανάλαφρο.
Bάφω τα γένια σου, τα δόντια σου βουρτσίζω,
κόβω τα νύχια σου, σε φέρνω
μπροστά σε όντα που σου δίνονται χωρίς να σ’ ανᬬκρί¬νουν.
Σώμα μου όσο παίρνει σε φροντίζω.
Mέ¬χρι να ρθεί ο Ξένος, ο Eπίσημος, ο Άρχων τ’ Oυ¬ρα¬νού
να σε τραβήξει σα λινάτσα και να κάμει
τα αποκαλυπτήρια του κενού.

ΔΕΚΑΕΞΙ ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
(Μάσκες του Τίποτε)

1
Όλα τα πράγματα, όλα τα πρόσωπα, όλα τα όντα,
άλλο δεν είναι παρά μόνο
μάσκες του Τίποτε.

2
Μασέλες γέρου στο ποτήρι· μήπως κάποιος
άγιος ξεπετάλωσε το Θάνατο;

3
Πεζούλες στην πλαγιά·
εκεί πατά
και κατεβαίνει τα μεσάνυχτα ο άγγελος
κρατώντας το εικόνισμα των άστρων.

4
“Λοιπόν” μου είπε η μάντισσα η Ζωή
“όλα θα σου τα πω, μα κοίταξε
θα χρειαστεί μια ολόκληρη ζωή”.

5
Tι έφερες; Tι παίρνεις;
Σε τούτο το γιορτάσι της ζωής
παίρνεις αυτό που έφερες
για να προσφέρεις.

6
Πυγολαμπίδες μπρος στην πόρτα μου περνούν·
με βελονιές φωτιάς κεντούν το σούρουπο.

7
Κοιτάζω εδώ μες στον καθρέφτη. Nαι
είμαι αυτός που είναι πίσω απ’ τον καθρέφτη.

8
Βιβλίο με σελίδες δυο πλαγιές
και με σελιδοδείχτη ένα ρυάκι.

9
H μπόρα πέρασε· σιωπή.
Kζακ, κζακ
μια κίσσα σκίζει τη σιωπή.

10
Και το σκουλήκι νάτο σέρνεται στην τρύπα του
και ντύνεται τη Γη.

11
“Πως λένε τούτο το πουλί;” είπε η φίλη μου.
“Μα λέει τ’ όνομα του κελαηδώντας” είπα εγώ
“πώς θα μπορούσα να το ξαναπώ;»

12
Ποτάμι η σιωπή
κ’ οι λέξεις μου
πέτρες για να πατήσεις να περάσεις τη σιωπή.

13
Γεια σου ποτάμι που φορείς τη γέφυρα ζωνάρι·
γεια σου ποτάμι που φορείς τη γέφυρα σαμάρι.

14
Άγουρο αίμα ο χυμός μες στα φυτά·
άγουρο φως το αίμα σου στις φλέβες.

15
Εντέλει αποδέχτηκε τον Κόσμο
αυτή τη (δίχως τέλος και αρχή)
Μάσκα του Τίποτε.

16
Τώρα πλαγιάζει εκεί μες στα βουνά
σε μια σπηλιά που ’χει κουρτίνα καταρράχτη.

ΑΡΑΜΠΑΣ

Αραμπάς• με τα άλφα του που ήσαν κάποτε κερασφόρα κρανία βοδιών• μ’ εκείνο το πρώτο κεφαλαίο Α σαν άνθρωπος με τη ζώνη του. Με το ρ της ροής. Κάποια στιγμή το ο άρχισε να στάζει, να ρέει, κι έγινε ρ. Κ’ ύστερα το μ• μουγκανητό του βοδιού ή μούγγρισμα των αγριμιών• ο ήχος που ’ναι σύνορο ανάμεσα στη φωνή του ζώου και στη φωνή του ανθρώπου. Γι’ αυτό κ’ οι πρώτες λέξεις από μ: Μα το φιλί. Μαστός και μεμέ το βυζί. Μαμ το φαγητό. Μάτερ η μάνα και η ύλη. Και ύστερα το π: Πόρτα και πύλη και πόλη περιτειχισμένη• πέρασμα του ανθρώπου ή του αραμπά μες από την πύλη. Πύργος και παράθυρο. Π: Κορνίζα του μέλλοντος. Και το τελικό ς• το ο που ξετυλίχτηκε σα φίδι και σφυρίζει τον ήχο της σιωπής• πόσο σοφά βαλμένο από τους Έλληνες στο τέλος τόσων λέξεων.
Αραμπάς• αραμπάς φορτωμένος ένα νεκρό πρίγκηπα της Ασίας• αραμπάς φορτωμένος καρπούζια• αραμπάς φορτωμένος τσιγγάνες• αραμπάς φορτωμένος κοπριά• αραμπάς φορτωμένος ξύλα• αραμπάς φορτωμένος γλάστρες με λουλούδια• αραμπάς φορτωμένος όπλα• αραμπάς φορτωμένος βαρέλια με νερό• αραμπάς φορτωμένος φεγγάρια• αραμπάς φορτωμένος καθρέφτες• αραμπάς φορτωμένος πλήθος όρθια αναμμένα κεριά• αραμπάς φορτωμένος κορμιά εκτελεσμένων Κούρδων• αραμπάς αδειανός γιατί δεν βρέθηκε πουθενά το πτώμα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα• αραμπάς φορτωμένος παιδιά και σερνάμενος από ένα βόδι που στα κέρατά του ανάμεσα κάποιος ετοποθέτησε χορδές. Αραμπάς στην άκρη της Τριχωνίδας: Το ζώο ζύγωσε και σκύβει στον καθρέφτη του νερού• ασπάζεται τον εαυτό του• πίνει.
Κ’ ύστερα, ο αραμπάς ουρανός• με τροχούς του τον Ήλιο και το Φεγγάρι• φορτωμένος άλλοτε νέφη, άλλοτε άστρα. Που μπορεί να πηγαίνει τούτος ο αραμπάς, που στον πάτο της καρότσας του, κουβαλάει μαζί του όλους εμάς;

EPXOMAI

Δεν ξέρω αν ο Pίτσος ή ο Όμηρος
είναι που μ’ έπεισε να μπω στον Δούρειο Ίππο
έχοντας μόνο ένα σπαθί κι έναν καθρέφτη.

Έρχομαι από την έρημο εκεί όπου η άμμος
είναι η συντριβή κάθε μορφής.

Έρχομαι από τις Άρκτους, κουβαλώντας
ένα τσουβάλι άστρα και κρατώντας
στο χέρι μου μια μάσκα φεγγαριού.

Έρχομαι απ’ το καλύβι το πλεγμένο μ’ αστραπόκλαδα.
Έρχομαι από ’να σπίτι καμωμένο από καθρέφτες.

Έρχομαι απ’ το φαράγγι το κυρτό όπως σπαθί
μισό από χιόνι και μισό από λουλούδια.

Έρχομαι από τις όχθες του βουνίσιου ποταμού
εκεί που καταρράχτες ασκητές
στέκονται όρθιοι μες στα πέτρινα πιθάρια.

Έρχομαι απ’ το Βορρά· με παγοπέδιλα
δυο μισοφέγγαρα, γλιστρούσα διαρκώς
πάνω στα χιόνια τρεις χιλιάδες χρόνια.

Έρχομαι απ’ των Tατάρων τις ορδές· είμαι ο στρα¬τιώ¬της
που ’σφαξε τον Aττάρ κ’ είμαι επίσης
ο ί¬διος ο Aττάρ και το μαχαίρι που τον έσφαξε.

Έρχομαι απ’ το μαύρο γαλαξία των μυρμηγκιών που παρασέρνει
μια πεταλούδα πεθαμένη σα να είναι
ιστιοφόρο αγγέλου σα να είναι
ο Ίκαρος μετά από την πτώση του.

Έρχομαι απ’ την Ελλάδα που με χέρι
την Πελοπόννησο ξαμώνει και σκορπά
γύρω της τα νησιά για να μην είναι
μόνη της απλωμένη μες στη θάλασσα.

Έρχομαι από την τρύπα ενός σάπιου κλωναριού
όπου ιερουργούσα με στολή άγριας μέλισσας
είτε φορούσα άμφια πεταλούδας.

Έρχομαι από το σούρουπο εκεί
της Θεσσαλίας, όπου βόσκησα
για χίλια χρόνια ένα κοπάδι από φωτιές.

Έρχομαι απ’ το βιβλίο του Αναξίμανδρου· σ’ αυτό
βρίσκομαι πάντα όπου κι αν πηγαίνω.

Mε ρώτησαν από που έρχομαι.
Tι να τους έλεγα;
Δεν θα με καταλάβαιναν
και τότε
θα μ’ οδηγούσανε δεμένο στον ψυχίατρο.

«Έρχομαι» είπα, έτσι απλά, «απ’ το Αγρίνιο»,
κρύβοντας μες τη λέξη αυτή όσο μπορούσα
το “άγριος”, το “νι”, και προ παντός
το “ο”, που ’ναι πηγάδι και παγίδα,
σπίτι μου και καθρέφτης και λαβύρινθος (μα ναι
ο πιο πολύπλοκος λαβύρινθος κι ας φαίνεται
τόσο απλό, ένα μικρό δαχτυλιδάκι).

Θεσσαλονίκη, 1994

ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Πολύ σοβαρά παίρνουν οι άνθρωποι τον εαυτό τους. Κι αλαζονεύονται ανόητα πάνω στη Γη. Που δεν είναι παρά ένας κόκκος της ανθόσκονης που ονομάζεται Γαλαξίας, και που απλώθηκε σαν φύσηξε ολίγον τι ο χρόνος, στο περιβόλι της Αιώνιας Άνοιξης.

ΤΟ ΠΑΡΚΙΝΓΚ

Μαθαίνω τελευταία πως οι άνθρωποι
πολύ συχνά πεθαίνουν από έμφραγμα
ή εγκεφαλικά κι απελπισία επειδή
δε βρίσκουν πάρκινγκ. Ναι, δεν βρίσκουν πάρκινγκ.
Ο άλλος, κάποιος μ’ αριθμό τον ΑΒΓΔΖΗΘΙΚΛΜ
9.099.843.211.507.9887
έψαξε όλη τη Γαλλία, δεν βρήκε τίποτε,
ανέβηκε στις Άλπεις, τίποτε, κατέβηκε Ιταλία, έφτασε
μέχρι την Αίτνα, το ηφαίστειο
όλο κατειλημμένο, έφυγε προς Ρώμη, Βενετία, πέρασε ψηλά
στο Βελιγράδι, έφτασε στα Σκόπια, διάβηκε
προς την Κωνσταντινούπολη, επιτέλους
στο Κουρδιστάν βρήκε και πάρκαρε ψηλά
σε ένα δέντρο.

Όμως αυτό ήταν το δέντρο τ’ ουρανού
όπου παρκάρουν μόνο οι πεθαμένοι.

TEΛEIA ME ΠOΔIA

Ένα ζωύφιο περπατά πάνω στο χάρτη αυτού του βράχου.
Είναι μια κόκκινη τελεία με πόδια.
Περπατά.
Δε σταματάει· περπατά· γιατί το τέλος
του Κόσμου
βρίσκεται
παντού
και μια τελεία που περπατά
δεν ξέρει που να σταματήσει.

ΤΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΚΛΕΨΑΝ ΤΟ ΜΠΟΥΦΑΝ

Το που μου κλέψαν το μπουφάν δεν είναι τίποτε,
κι ο κλέφτης του ας είν’ ευλογημένος.
Όμως σαν κάνει ψύχρα και μου λείπει
(δεν έχω ένα δεύτερο μπουφάν) όταν κρυώνω
ίσως να ρίξω κάμποσους χριστούς και παναγίες.
Γιατί κι ο κλέφτης πρέπει (ρε γαμώ το)
να ’ναι ένας σοφός,
να ’χει αίσθηση του δίκαιου, να κλέβει αυτόν που πρέπει.

ΑΚΑΡΝΑΝΙΚΕΣ ΑΚΤΕΣ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2005

Ανάμεσα στα κόκκαλα της γης τα μαυρισμένα
κολπίσκος όπου η θάλασσα χαλίκια έχει στρωμένα.

Λουλούδι η ομπρέλα μας φυτρώνει εκεί στη μέση
και πέταλα οι πετσέτες μας που μόλις έχουν πέσει.

Κανένα σύννεφο ή στουπί τον ήλιο για να σβήσει
κανένα χτένι από βροχή τους λόφους να χτενίσει.

Κοίτα εδώ στα κόκκαλα της γης τα ξασπρισμένα
μάσκες και ζώα μυθικά, τέρατα πετρωμένα·

ανθοδοχεία οι τρύπες τους, κόγχες γεμάτες φύκια
κι εδώ το χάσμα που κρατεί ως δόντια τα χαλίκια·

πρόσωπα όπου πέτρωσε η έσχατη οδύνη
κι άλλα που σκέψης υψηλής κρατούν την ευφροσύνη.

Πλέω και βλέπω στο βυθό: Οι μαύροι γαλαξίες
τω αχινών και οι πορφυροί γίγαντες αστερίες.

Ψάρια μες στα φαράγγια σου, θάλασσα, στους γκρεμούς σου
τη λύτρωση αναζητούν στα βάθη τ’ ουρανού σου.

Ψάρια του πόθου σχήματα, γυρεύουν ένα τέλος
και μοιάζει το καθένα τους για όλα τ’ άλλα βέλος.

Θάλασσα είσαι η σύναξη των άπειρων δακρύων
ή μήπως ο γλυφός χυμός αμέτρητων αιδοίων;

Ροδάκινο λαμπρό κρατούν τα δόντια τ’ άγριου χοίρου
κι ο ήλιος στα σαγόνια δες της γης και του απείρου.

Το πάθος μας αν και βουβό κραυγές χαράς εγίνη
όταν κοντά μας πήδηξε σβέλτο γοργό δελφίνι.

Θάλασσα γίνε της χαράς το πρόσωπο που κλαίει
άβυσσος μήτρα πάρε με στ’ απύθμενά σου ελέη.

Ανάμεσα στα κόκκαλα της γης τα μαυρισμένα
η Κυμοθόη κάτασπρα χαλίκια έχει στρωμένα.

Ο ΡΑΓΙΣΜΕΝΟΣ ΚΟΥΒΑΣ

Γριά Κινέζα της πηγής νεράκι κουβαλάει
με δυο αγγειά που το  ’να τους ραγίστηκε στο πλάι.

Και χάνει από κει νερό κι έτσι στο σπίτι φτάνει
με το ελάχιστο νερό που να κρατεί προφτάνει.

«Συχώρα με καλή γιαγιά που αν και με γεμίζεις
μ’ ενάμισο κουβά νερό πάντα εσύ γυρίζεις».

Και η γριά του απαντά «Διόλου να μην λυπάσαι
και για τα όσα γίνονται ευτυχισμένος να ’σαι.

Λουλούδια έχ’ η στράτα μου μόνο απ’ τη μεριά σου
κι αυτό καλέ μου οφείλεται εις την ραγισματιά σου».

ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ

Κόκκινη πύλη του ναού ο δύων Ήλιος μοιάζει
κ’ η θάλασσα κυματιστή κουρτίνα τον σκεπάζει.

Ολόγυμνος στην αμμουδιά κ’ η θάλασσα ένδυμά του
που τ’ άπλωσε κι ευφραίνεται με το πλατάγισμά του.

Κατάρτια είναι τα κλαριά και το χορτάρι κύμα
και του ανθρώπου ο σκελετός η άγκυρα στο μνήμα.

Βροντή, με ξύπνησες, κι αλί, μόνος ξανά, τι κρίμα.
Κανείς δεν ξύπνησε απ’ αυτούς που κείτονται στο μνήμα.

Θεός: η Φύση, τ’ Άπειρο, κι όλα που αγναντεύω
μα πάνω απ’ όλα η θηλυκή ύπαρξη που λατρεύω.

«Η Γη» μού λες «απέραντη είναι οστεοθήκη.
Κι όμως δορά πανέμορφη σκεπάζει αυτή τη φρίκη».

Μόνος κοιμούμαι και ξυπνώ, μόνος μου και μιλάω
και των δακρύων τα τσαμπιά, μόνος μου τα τρυγάω.

Γεύτηκα ως κατάβαθα και ομορφιά και φρίκη
κι έμεινα λάμψη μαχαιριού έξω από τη θήκη.

Του Γαλαξία έριξες το δίχτυ να με πιάσεις
μα όντας σκέψη δεν μπορείς ποτέ να με προφτάσεις.

Σατυρικά Σαρκαστικά


WEEK END

Έκανε πειρατεία στο Ι.Χ. τους και σε λίγο
ενώ κρατούσε το πιστόλι και τους πρόσταζε
πού πρέπει να πηγαίνουν
αποκάλυψε
πως ήταν άγγελος.
«Μπορώ με θαύμα να σας δώσω αυτό που επιθυμείτε» είπε
«αυτά που πιο πολύ επιθυμείτε». Και του αράδιασαν
αυτά που επιθυμούσαν. Η κυρία
μια γούνα ακριβή. Ο κύριος
μια πόρσε αστραφτερή. Η κυρία
μπριλάντια από τον οίκο «Μαμωνάς». Ο κύριος
ένα σμήνος
αεροπλάνων. Και ο άγγελος
απογοητευμένος απ’ τις βάρβαρες
τις αστικές επιθυμίες τους είπε:
«Ακούστε κύριοι
για τέτοιες
κωλοτρυπίδες σαν και σας
δεν κάνω θαύματα». Και πήγαιναν
αυτοί στα μπρος καθίσματα κι ο άγγελος
στο πίσω κάθισμα κρατώντας το πιστόλι.

1984

Ω ΚΟΚΚΟΡΑ

Ω κόκκορα, ω κράχτη της αυγής
ω ηλιοφόρε και πτηνόμορφε τοξότη.
Οι βασιλιάδες σε μιμήθηκαν
βάζοντας στο κεφάλι τους επάνω την κορώνα σου
κι έχοντας για σπιρούνια των ποδιών σου τα πιρούνια.
Κόκκορα πάντα σου κρατείς
τη μυστική σου εκείνη σχέση με το χρόνο και τον Ήλιο;
Λέγε στους κριτικούς ότι ξοφλήσανε.
Λέγε στους χούλιγκαν πως είναι ντεμοντέ.
Κόκκορα είσαι το βουνό που έχει για ουρά το ουράνιο τόξο και κεφάλι του τον
Ήλιο;
Κόκκορα το λειρί σου μοιάζει με τ’ αρχίδια του Θεού και με τα γένια του
Διαβόλου.
Κόκκορα τα παιδιά σε ζωγραφίζουνε γυμνό.
Κόκκορα τα παιδιά του σωληνάριου σ’ έχουν δει μονάχα στο τσιγκέλι ή στην
κατάψυξη.
Κόκκορα άσχημα την έχουμε.
Οι κακογαμημένοι θέλουν να μας σφάξουν.
Κόκκορα ο Νίτσε τούς χαστούκισε.
Κόκκορα πώς φοβούνται το φαλλό.
Κόκκορα οι έμποροι μισούν τους ποιητές.
Κόκκορα καταστρέφουν τον αέρα, τα νερά, τα δάση, το κορμί, την ομορφιά
για να γυρεύουμε την έκσταση στην «άσπρη» τους.
Κόκκορα είσαι λέκτωρ ή αλέκτωρ;
Κόκκορα θα ζητήσουμε και σύνταξη;
Θα βγούμε και οι δυο μαζί στην τηλεόραση;
Θα μας αφήσουν;

Υ.Γ. Κόκκορα κάποιοι θέλουν να μην έχει πια φωνή αυτός ο τόπος.

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΛΙΚΑΣ

Αν είχα αυτοκτονήσει ή αν δήλωνα
πως πια δεν μου σηκώνεται, το ξέρω
θα ήμουν συμπαθής.
Και συμπεραίνω
μετά από βαθύ συλλογισμό:
Άλλοι φοβούνται τα γραφτά μου, άλλοι τον πούτσο μου·
ο κύριος Κλίκας τα φοβάται και τα δυο.

1987

ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΒΡΙΣΚΕΣΤΕ ΠΑΝΤΑ

Όπου και να βρίσκεστε πάντα
κρυφό ένα όπλο να κρατάτε πάνω σας γιατί
η επανάσταση
(σαν τη δευτέρα παρουσία) δεν ξέρετε
πού θα σας βρει, γιατί
η επανάσταση
(σαν τη δευτέρα παρουσία) γίνεται
κάθε στιγμή.

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΙΑΣΕΙ ΓΚΟΜΕΝΑ ΕΝΑΣ ΕΦΗΒΟΣ ΦΙΛΟΣ

Σούζες σου λέω. Αλλιώς σε βλέπω
να τρέχεις σε γραφεία συνοικεσίων ή να μένεις
-κρίμα στο μπόι σου- μαλάκας μια ζωή.

Σούζες με μηχανάκια, με καμήλες, με τραχτέρ, με γκρέιντερ
μόνο σούζες•
γιατί τα αλλά είναι δύσκολα
να βγεις φωτογραφία με το τέρας του Λοχνές ή να κρα¬τείς
απ’ το φτερό έναν καρχαρία που εσύ
μόλις τον σκότωσες, αυτά
δύσκολα κι επικίνδυνα τα βρίσκω. Σούζες λέω
μόνο σούζες. Που ’λεγε κι ο Μπωντλαίρ: «Ρωτάς
τι ώρα είναι; Μη ρωτάς.
Είν’ ώρα για μια σούζα». Έτσι φίλε μου;
Κι άσε τα κόλπα με την ποίηση. Η άλλη
θ’ ανακαλύψει κάποια μέρα πως
δεν είσαι ποιητής και θα σ’ αφήσει,
κι άντε μετά να βρεις τον Μπόρχες ή τον Πάουντ
να φωτογραφηθείς στο πλάι τους να σωθείς. Έχουν πε¬θάνει.
Φίλε μου σούζες και
όπως και των αρχαίων Αιγυπτίων το άσμα λέει
χάρου ενόσω ακόμα ζεις
βάλε τα πιο εξαίσια φορέματα
βάλε πολύτιμα κοσμήματα κι αρώματα
χάρισε στην καρδιά σου όσα επιθυμεί
γιατί κανείς ποτέ του δεν επέστρεψε από ’κει
και όπως μου ’λεγε ο μπάρμπας μου ο Θανάσης
κανείς δε βρήκε πάτο στο μουνί.
Σούζες με μηχανάκια, με νταλίκες, με γαϊδούρια, με τραχτέρ, ω κι αν μπορείς
σπρώξε καμμιά γριά εκεί στη θάλασσα
να πέσει μέσα κ’ ύστερα στα σβέλτα
πήδηξε να τη σώσεις. Θα σε δείξει
η τηλεόραση. Άντε
κουνήσου. Κι όπως είπαμε, αλλιώς
τιριτιρί τιριτιρί τιριτιρί
με μαλακία θα τη βγάλεις τη ζωή.

1985

ΕΡΩΤΗΣΗ ΚΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ

«Βγάζεις λεφτά» μου λένε «από την ποίηση;»
«Λεφτά;» τους απαντώ, «λεφτά;
Βγάζει λεφτά ποτέ ο εραστής;
Λεφτά βγάζει μονάχα ο νταβατζής».

ΤΑ ΔΙΑΛΥΤΙΚΑ

Εγκαταλείψανε τους τόνους, την παράγραφο κι ακόμη
τα διαλυτικά
(αυτούς τους τέλειους διδύμους της γραφής μας).
Έτσι στις ψησταριές και στις ταβέρνες τους δεν θά ’βρεις
παϊδάκια·
όλοι τους πια σερβίρουνε παιδάκια.

ΤΟ ΚΑΛΑΜI
(απόσπασμα)

ΤΟ ΔΥΣΤΥΧΟ ΚΑΛΑΜΙ

Καλάμι εσύ που ο τσιφούτης όλα τα λεφτά του εντός σου έχει μάσει
και δεν τολμά να παίξει, μετά σου μην τύχει, και τα χάσει.

Καλάμι που σε ίππευσε κι ο γάιδαρος των όνων η κουφάλα
και γύριζε σε στέκια επαρχιώτικα και φώναζε τον κόκκορα κεφάλα.

Καλάμι εσύ που σε ιππεύουν μπουρδολόγοι Αθηναίοι, Πατρινοί και Αγρινιώτες
κι έτσι φαντάζονται πως είναι συγγραφείς και ποιητές και του Σωτήρος οι ιππότες.

Καλάμι που σε ιππεύουν όσοι απ’ τους ομοίους τους παινεύονται για όποια τυπωμένη
τους βλακεία
κ’ ύστερα πάνε και πουλάνε μούρη σοβαρού, στοχαστικού μεγάλου ανδρός στα
καφενεία.

Καλάμι που σε ίππευσε ακόμα κ’ η Γυναίκα εκείνη από τη Ζάκυνθο του Αγίου
Σολωμού,
κι όσα κακά δεν εύρισκε στους άλλους τα ’φκιαχνε μονάχη από τον ίδιο της το νου.

Καλάμι που σε ιππεύσαν κριτικοί κι εν τέλει εσύ κακό το τέλος είχες
γιατί ως λέγουν πάντα της ψωλής που ’ναι κοντή της φταίγανε οι τρίχες.

Καλάμι που σε ιππεύουνε αυτοί που μεταξύ τους δίνουνε και παίρνουνε βραβεία
και κάνουνε τον Κώστα Καρυωτάκη απανωτά να φτάνει σε θανάτου οργασμούς από
αηδία.

Καλάμι που σε ιππεύουν όσοι πίσω απ’ αρχόντων κ’ ιερέων κουστωδία
κρύβονται για να κάνουνε επίσημη και νόμιμη την όποια δυσωδία.

Καλάμι περιμένεις από βάρβαρους ηγέτες ν’ αγαπήσουνε τα δώρα των Μουσών;
Κοίτα τους υπουργούς τους με τι ζήλο οι αχρείοι παραχώνουνε το στόμα των
βρυσών.

Καλάμι δεν με νοιάζουν οι τιμές τους κι όλα εκείνα που ο Έλιοτ ονόμασε κηλίδες
μα είναι που σκοτώνουν την ψυχή κάθε λαού για να την κάνουν παλιοσίδερα και
βίδες.

Υ.Γ.
Καλάμι που σε δώσανε ως σκήπτρο στο Χριστό
για να του κάνουνε με σε τον εμπαιγμό χειροπιαστό

μα δεν ηξεύρανε πως ήσουνα το πλέον ταιριαστό
για βασιλέα ποιητή και για εξόριστο θεό.

Καλάμι όσοι είναι στα μετόπισθεν δεν ξέρουν
ποιος είναι όντως ο εχθρός και για ποιο λόγο υποφέρουν.

Κι ούτε μπορεί κανείς να φτάσει εκεί να τους το πει
γιατί τα νέα τούς τα φέρνουν αλλαγμένα οι εχθροί.

Αλλοίμονο στους αγγελιοφόρους.
Οι ψηφοθήρες θέλουν μόνο ψηφοφόρους

και πληρωμένοι χειροκροτητές
τους κρύβουν σα σκοτώνουν ποιητές.

Καλάμι μόνο αν βρίσκεσαι στην πρώτη τη γραμμή
ξέρεις ποιος είναι ο εχθρός, πώς πολεμάει, και γιατί.

ΤΙ ΤΟ ΘΕΛΕΙΣ ΠΙΑ ΤΟ ΠΕΟΣ

Τώρα που ’σαι Ευρωπαίος
τι χρειάζεσαι το πέος;
Τι το θέλεις το αιδοίον
αφού ζεις εις Παρισίον;

Δώσ’ στους Τούρκους το Αιγαίον
εσύ είσαι Ευρωπαίον
κι Ευρωπαίον όταν είσαι
την πατρίδα σου ξεσκίσε.

Δώσ’ τη Θράκη στην  Τουρκία.
Ήπειρον στην Αλβανία.
Τη Μακεδονία στα Σκόπια.
Εσύ έχεις βοσκοτόπια.

Τι τα θέλεις τα εδάφη
που όλο ξεσηκώνουν πάθη;
Δείξε μεγαλοψυχίαν
προς Βορράν και προς Ασίαν.

Κόψε γλώσσα κόψε πέος.
Τώρα είσαι Ευρωπαίος!
Παρθενώνα και Ηραίον
δώσε τα στον αρουραίον.

Έρχεσαι απ’ το Λας Βέγκας.
Διώξ’ το «μέγας». Είσαι «μέγκας»
και θα γίνεις πιο μεγκάλος
αν τα βλέπεις ως Βανδάλος.

Να γραφτείς και εις την ΣΙΑ.
Μα δεν είναι προδοσία
να μην έχεις τώρα πέος
αφού είσαι Ευρωπαίος.

Κατά βαθουλόν βεβαίως
τα ευρώ είν’ η ουσία
κι όχι πού ’σαι Ευρωπαίος·
κόψε το λοιπόν το πέος.

ΑΡΧΙΛΟΧΕΙΟΝ, ΚΥΝΙΚΟΝ

Ακούσατε, ακούσατε, οι κώλοι εξουσιάζουν
και μιαν αγάμητη Σουσού ως ταξιθέτρια βάζουν.

«Το λέει το πρωτόκολλο πως δεν είναι για όλους
οι θέσεις της πρώτης σειράς μα για τους πρώτους κώλους».

«Μόνο που το πρωτόκολλο δεν έγινεν απ’ όλους
μα οι πρώτοι κώλοι τό ’φκιαξαν δια τους πρώτους κώλους».

«Ποτέ μην κάθεσαι σ’ αυτές» μου λένε κάτι μάγκες
«αυτές είναι για άτομα με ειδικές ανάγκες».

Αχ πού ’σαι Διογένη μου, εμπρός τους να τον στύσεις
και το σκυλίσιο σπέρμα σου στα μούτρα τους να χύσεις.

Πού ’σαι Καραϊσκάκη μου τον βούρδουλα να πιάσεις
και ως το κόκκαλο βαθιά τη βουρδουλιά να φτάσεις.

Το πίστεψαν οι άχρηστοι πως είναι ηγεσία
με ψήφους που ετοίμασε το ΝΑΤΟ και η ΣΙΑ.

Για συνετίστε τους παιδιά πριν μού ’ρθει να  ορμήξω
και με χαστούκια ηχηρά τις κωλομούρες πρήξω.

ΜΟΥ ’ΠΕ ΤΗΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ ΤΟ ΠΑΙΔΙΟΝ

Μού ’πε της Ευφροσύνης το παιδίον:
«Πάντα εγώ τ’ αλλότρια τα κρίνω εξ αιδοίων».

ΚΟΝΤΟΛΙΖΑ ΡΑΪΣ

Μώρη Κοντολίζα Ράις
την καρδιά μου τη σπαράεις
όταν στο κουτί μου ράεις
κι ούλου συμβουλές μοιράεις
ση Κουρέα κι Ρουσία,
ση Ιράκ κι ση Πυρσία.

Αν και μαύρη πώς εγίνης
το δεξί χέρι της ΣΙΑ;
Δεν ξεδίνεις μπρε; Δε χύνεις;
Πώς ανέβηκες τη σκάλα
κι έχεις τόσην εξουσία;
Μα δεν έχεις ούτε στάλα
στο μουνί σου υγρασία;

Μώρη Κοντολίζα Ράις
όταν στο κουτί μου ράεις
και μας κάνεις τη δασκάλα
κι ούλου συμβουλές μοιράεις,
μούρχητει ν’ αυτουκτουνήσου
και να πέσου από τη σκάλα
κι του αίμα μου να χύσου
να το πιεις με καλαμάκι.

Μούρχητει να πιω φαρμάκι
να πηθάνου, να μη σκίσεις
κι να μη καταβρουχθήσεις
να με φας έτσι ωμό
μήπως κ’ είχες οργασμό.

Μούρχητει να κάνω τούμπες
μήπως γέλαγες λιγάκι
κι έπαυες να λες αρλούμπες.

Δεν το πίστευα πουτέ μου
εαυτέ μου εαυτέ μου
(σου του λέου μου τη δίνει
τίπουτα τηλεία κι παύλα)
μαύρη να ’χει τέτοια καύλα
για την κωλοεξουσία
κι εξαιτίας της να γίνει
το καλό χαρτί της ΣΙΑ.

Κρίμα, κρίμα Κοντολίζα
αντίς να ’σαι πριγκιπέσσα
κάτω εκεί της Αφρικής
κι εγώ να ’μαι της φυλής σου
ο γιατρός της ποιητής,

το στολίδι της αυλής σου,
στο Γκουαντανάμο μέσα
σχεδιάζεις να με δεις,
με τ’ αρχίδια μου στην πρέσα
και τον πούτσο μου στην πρίζα.
Κρίμα, κρίμα Κοντολίζα.

Καλοκαίρι του 2005

Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ ΣΧΟΛΙΑΖΕΙ
ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ (Δεκέμβρης του 2007)

Όλες οι κότες του ντουνιά θα πουν το παρακάνω
όταν απ’ το «σιχτίρισα», «οικτείρισα» τους βγάνω.

Μα πού να καταλάβουνε οι κότες από γλώσσα
η κάθε μια τους θέλει απλώς να γίνει και μια κλώσσα.

Να κάνει αυγά για τον αγά, πουλιά για τον σουλτάνο
και για τους Φράγκους ευγενείς κακάρισμα με πιάνο.

Και τι ν’ «αμερικανισμός», αρχόντισσες κυρίες;
Να μην υπάρχουν έθνη πια, μα μόνο εταιρείες.

Να γίνεις σαν αυτό που τρως. Κι εσύ μεταλλαγμένος.
Και με το ζόρι ο δυστυχής, να ’σαι ευτυχισμένος.

ΣΚΛΗΡΟ ΡΟΚ

Παλιοπαρέα, παλιοτόμαρα, χειρότεροι
κι από τους συμμορίτες του ΕΑΜ,
χειρότεροι κι από την 17 Νοέμβρη,
τις Ερυθρές Ταξιαρχίες ή τον Τσε.

Πιάσαμε αξιότιμους πολίτες και τους πήγαμε δεμένους σε κρησφύγετο
εκεί μες στα βουνά.
Σε σπήλαιο που δεν φτάνουν οι αχτίνες ανιχνεύσεως των ΗΠΑ.

Τον ένα τον κοσκίνισαν οι σφαίρες μας
γιατί στην τηλεόραση συχνά
τα γεγονότα τά ’λεγε «ιβέντς».

Συντρόφισσα ανάλαβε με μάχαιρα κουζίνας
κάποιον που βίαζε γυναίκες και παιδιά.
«Βία στη βία» του ’πε «παλιοτσόγλανε»
και του ’στριψε τη μάχαιρα στον κώλο του βαθειά.

Κι άλλη συντρόφισσα εκεί φορώντας ελαφιού
μάσκα σκοτώνει στη σειρά τέσσερις κυνηγούς
και δύο τους τραυμάτησε σακάτηδες να μείνουν
όπως συμβαίνει κάποτε στους άμοιρους λαγούς.

Είχαμε κι εστιάτορα πού ’βαζεν ασυστόλως
αντίς για λάδι λίπη στη σαλάτα μας.
Τον εκτελέσαμε με δέκα πιρουνιές.

Τον ιατρό του ΙΚΑ τον εσύραμε
πάνω στα πτώματα των άλλων και τον πνίξαμε
στουπώνοντας το στόμα του με πλήθος φακελάκια
μέχρι που έσκασε σα γέρος στην ουρά.

Είχαμε κι ένα δήμαρχο που τά ’πιανε από μίζες
μοιράζοντας χοντρά λεφτά με φίλους του εργολάβους
ενώ μας είχε ο άχρηστος πνίξει μες στα σκουπίδια.
Τον ξεκοιλιάσαμε και πέθανε κρατώντας
τα πλούτη που του χύνονταν απ’ την κοιλιά του έξω.

Αυτόν που είχε βίτσιο του να πνίγει με θηλειά
σκύλους και γάτες ή παλούκωνε αλεπούδες
στο βράχο τον κρεμάσαμε, πάνω από φωτιά
και σιγοκαίγονταν εκεί για πέντε ώρες.

Τους στείλαμ’ όλους τους να κάνουν ένα μπρέικ,
τους στείλαμ’ όλους τους να κάνουν τάιμ άουτ.

Παλιοπαρέα, παλιοτόμαρα, χειρότεροι
κι από τους συμμορίτες του ΕΑΜ,
χειρότεροι κι από την 17 Νοέμβρη,
τις Ερυθρές Ταξιαρχίες ή τον Τσε.

Σόρι παιδιά που είμασταν σκληροί.
Στο μέλλον ίσως να ’μαστε σκληρότεροι.

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΘΩ ΟΠΩΣ ΕΠΑΘΕ Ο ΣΤΡΟΣ ΚΑΝ

Στην κάμαρά μου ήρθες και κοιμήθηκες
τ’ αυτί μου μόνο έπιασε πως γδύθηκες
δε γύρισα ο έρημος να σε κοιτάξω καν
για να μην πάθω όπως έπαθε ο Στρος Καν

Δε ρώτησα αν ήσουν προφεσόρα ή καμαριέρα
δεν κοίταξα ο φουκαράς εάν φορούσες βέρα
δεν ρώτησα είσαι Γραικιά ή απ’ το Γιουκατάν
για να μην την πάθω όπως έπαθε ο Στρος Καν.

Συχώρα με αν έρριξα γερό ροχαλητό
εργένης είμαι και δεν έχουν τελειωμό
τα βάσανά μου και αν άγρια ροχαλίζω
το κάνω εγώ τους δράκους να φοβίζω.
Όμως εψές επίτηδες ροχάλιζα ως Παν
για να μην πάθω όπως έπαθε ο Στρος Καν..

Κοπάδι γίδες στ’ όνειρό μου είδα εγώ
που αλάτι γλείφαν με μανία στο γιαλό
κι αγγρίστηκαν και γύρευαν μ’ αρσενικό να παν
μα ο τράγος δεν ετόλμαγε να τις αγγίξει καν
για να μην πάθει όπως έπαθε ο Στρος Καν.

Κορώνη, Παρασκευή, 21 Μαΐου 2011:

ΑΔΟΛΟ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΟ

Των διοδίων βάλανε τα τσιμεντένια χτένια
για να μαζεύουν τα ευρώ (τσιμπούρια ασημένια).

Γι’ αυτό αν θέλεις φίλε μου δρόμο προς την Ιθάκη
προτίμησε καλύτερα να πας από τη Θράκη.

Θα ήταν λάθος σου να πας από την Κορινθία
γιατί εκεί σε καρτερεί η ληστοσυμμορία

των εργολάβων, υπουργών, γαμπρών τε και κουμπάρων
απομεινάρια έξοχα Σελτζούκων και Αβάρων.

Υπάλληλοι Εταιρειών γίναν οι τροχονόμοι
και γράφουν για παράβαση των γαϊδουριών τη βρώμη

που έσπειρες και μάζεψες και στη Βουλή πηγαίνεις
να τη χαρούν οι πιο καλοί όνοι της οικουμένης.

Μ’ αντίς να ψάχνεις έρημε να πας ξανά Ιθάκη
γιατί δεν κάνεις δεύτερο καζίνο στο Λουτράκι;

Μπράβοι να σε φυλάγουνε, μπράβοι να σ’ οδηγούνε
και στα διόδια σαν περνάς όλοι να προσκυνούνε;

Γίνε σου λέγω υπουργός, γίνε αητός στη μίζα
και πάρε ρεύμα όσο θες απ’ της Βουλής την πρίζα.

Κάμε ωσάν του Ρέππα μας γαϊδουρινή  κεφάλα
και γίνε σαν του Γιώργου μας του Δ.Ν.Τ. κουφάλα

που βρίσκουν βρώμη και σανό όπου και αν θα παν,
που φυλακή για χάρη τους βάζουν και το Στρος Καν.

Τον δεκατετρασύλλαβο, τραγουδιστή, ν’ αφήσεις
κι ένα καλάσνικωφ καλό αμέσως να γεμίσεις

με δεκαπεντασύλλαβο αν θες να πας Ιθάκη.
Τους δρόμους τους ελληνικούς τους κλείνουνε οι δράκοι.

Εκτός και μετενσαρκωθείς σε γύπα ή κοράκι,
ή πεζοπόρος βγεις ξανά στους δρόμους με δισάκι…

Ω τι κακό να σταματούν τους Έλληνες πολίτες
και κλήσεις να τους δίνουνε θρασύδειλοι λεχρίτες.

Ω τι κακό να μην μπορείς άφραγκος να γυρίζεις
όπως ο Ήλιος, το πουλί, το φίδι· να μυρίζεις

της λευτεριάς τον άνεμο αρώματα γεμάτο.
Πώς φέρανε τη χώρα μας ως των σκατών τον πάτο;

Κάμετε τόπο αγάμητα των μουλαριών αιδοία
βιάζομαι σα να ήμουνα σε υπουργών κηδεία.

Κάμετε τόπο δεν μπορώ την τόση δυσωδία,
της άγριας μέντας βιάζομαι να βρω την ευωδία.

Βιάζομαι να βρεθώ ξανά στων αστεριών το δρόμο
όπου ποτέ δεν συναντάς Σελτζούκων τροχονόμο.

Ερωτικά

ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ

Ήρθες.
Αυτή η απόσταση από χώρο κι από χρόνο
ήταν σταυρός.
Ήρθες.
Αυτό δεν είναι αγκάλιασμα
είναι
αποκαθήλωση.

ΕΛΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΚΟΡΜΙ

Έλα ανθρώπινο κορμί πέρνα επάνω μου
θαυματουργή εικόνα πέρνα επάνω μου
κι απ’ την αρρώστια του θανάτου γιάτρεψέ με.
Έλα ανθρώπινο κορμί, έλα επάνω μου
φέρε τη στύση μου ως τα βάθη του αιδοίου σου
κλείσε με στο λουλούδι σου αιώνιο δέντρο.

ΠΑΝΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΥΜΠΑΝ

Είτε εκσπερματώνω μες στη Λίλη
είτε εκσπερματώνω μες στη Νίνη
είτε εκσπερματώνω μέσα στη Μεμέ
πάντα μέσα στο σύμπαν χύνω φίλε μου.
Μήπως δεν είσαι τάχα το χυμένο σπέρμα μου
ω Γαλαξία;

ΑΠ’ ΤΑ ΤΑΚΟΥΝΙΑ ΤΟΣΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Εσύ στυλάτο ΙΒΙΖΑ
δεν έζησες τη δόξα των τριάντα χρόνων μου ως σαράντα.
Εσύ γνώρισες μόνο την πανέμορφη Αριάδνη.

Όμως εσύ παλιό μου FΙΑΤ 127
εσύ και τι δεν άκουσες, και τι δεν είδες.

Σύμπαν μικρό που σ’ έλειωσαν οι τόσοι στεναγμοί της
ευφροσύνης,
που σε ξεβίδωσαν κουνήματα γλυκά, που σε σμπαράλιασαν
οι άγριοι σεισμοί των οργασμών.
Και τ’ ουρανού σου από μέσα η οροφή πώς αχρηστεύτηκε,
ξεσχίστηκε
(μα τρύπησε σχεδόν)
απ’ τα τακούνια τόσων γυναικών.

Θεσσαλονίκη, 1997

ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ

Άθεη συ θεά πόσο μου λείπεις.
Θυμούμαι που σε ρώτησα «Κουκλί μου εσύ πιστεύεις
σε ύπαρξη Θεού;» και μου απάντησες:
«Και βέβαια  πιστεύω, αυτό που βρίσκεται
ανάμεσα στα πόδια σου
μαζί
μ’ αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στα πόδια μου
αυτό
είν’ ο Θεός».
«Κι εμείς τι ρόλο παίζουμε;» σε ρώτησα.
«Εμείς», μου απάντησες, «εμείς
είμαστε του υπέρτατου αυτού θεού
αρχιερείς».

TO APΩMA TOY KPINOY

Στα πνεύματα του Nίκου Καζαντζάκη,
του Xένρυ Mίλλερ
και του Άγγελου Σικελιανού

Καθρεφτιζόμουνα ο άγριος. Και δίπλα
ήσαν “τα φρούτα του παράδεισου”,
ταινία,
στην τηλεόραση.
Mόνος κι ολόγυμνος απέναντι
σ’ έναν πελώριο καθρέφτη να χαϊδεύω
τον πούτσο μου, που θέριεψε, σηκώθηκε,
πελώριος,
μ’ έρριξε κάτω.
K’ ήταν ο ομφαλός της Γης, ο στήμονας
του μαύρου λουλουδιού που έχει πέταλα
τα πόδια μου, τα χέρια, το κορμί μου·
του λουλουδιού που ’χει βολβό του το κεφάλι μου,
και ρίζες τα μαλλιά μου. Ήταν λέω
φαλλός, αυλός, δαυλός, καυλός, το ιερό
όρος Mερού, ο άξονας του κόσμου, και ακόμα
ρίζα της αμαρτίας, δέντρο της ζωής,
δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού,
το κέρας του μονόκερω, το γουδοχέρι,
το τρίτο το γλυκό μου ήταν χέρι, το ενδέκατο
βασιλικό μου δάχτυλο που δείχνει
το κέντρο των πραγμάτων. Και τον σάλιωνα
κι άρχισε κάπως να δροσίζεται· γλιστρούσε
ανάμεσα στα πέντε δάχτυλά μου. Και δεν έφτανα
στο στόμα να τον φέρω, να τον γλείψω
όπως του έπρεπε. Και γρήγορα
ήρθαν στο νου μου οι γυναίκες που τις τίναξε
αυτός εδώ ο πούτσος μου τις τίναξε
όπως τινάζει ο ταύρος με το κέρατο
τον ταυρομάχο που πληγώθηκε βαριά.
Tότε διαλέγω
ένα απ’ τα εξαίσια μουνιά και το γαμώ
εν φαντασία και λόγω, ώσπου τίναξε,
-μέσα σε μηκυθμούς και βογγητά,-
τη λάβα του ο κρατήρας
και απάνω μου
έπεσε η δροσερή καυτή βροχή. Ανάσανα
βαθιά ευτυχισμένος σα να μου ’ρριξε
πάνω μου τ’ άνθη του το δέντρο τ’ ουρανού.
Και με τα δάχτυλα
έφερα λίγο σπέρμα στα ρουθούνια μου.
Kι ευώδιαζε το σπέρμα σαν ασφόδελος
ή πιο σωστά σαν τον βλαστό του "απρίλη"
(του ανδρόμορφου εκείνου λουλουδιού
της Αιτωλίας). Όμως πήγα
την ίδια νύχτα κι έπεσα στη θάλασσα
μέσα στη φεγγαράδα και η θάλασσα
ήταν μια ευφροσύνη, σα να μπήκα
ολόκληρος στον κόλπο της γυναίκας.
Έπλεα στα ακίνητα νερά και η σκιά μου
πετούσε στον πυθμένα και ανοίγονταν
κύκλοι φωτός ολόγυρά της κι απ’ τα δάχτυλα
βγαίναν πυγολαμπίδες. Όταν βγήκα
απ’ το φεγγάρι το λειωμένο στα νερά
όταν βγήκα
απ’ τα γλυκά νερά στο φεγγαρόφωτο,
έψαξα νά ’βρω εκεί στην αμμουδιά τα άσπρα κρίνα.
Και βρήκα ένα κι έσκυψα· το μύρισα
-γονατιστός λατρευτικά το μύρισα-
και αναγνώρισα σ’ αυτό την ευωδιά
του σπέρματός μου και κατάλαβα
που ανάμεσα στο αλάτι και στη θάλασσα,
στης αμμουδιάς τα κρίνα και στον πούτσο μου,
σχέση υπήρχε προαιώνια, μυστική. Γιατί το ξέρω
δύσκολα εννοούνται όλ’ αυτά. Kι αν τ’ αναφέρω
είναι για κείνους που σ’ αυτό μου το γραφτό
θά ’βρουν τον εαυτό τους, έναν φίλο,
άναρχο και ανώνυμο, που ωστόσο
τον λένε Ήλιο, Κρίνο, και Γαμβρό κι Αδάμ,
Κάδμο και Κόσμο, και που ζει
πριν από κάθε πτώση και ποτέ του
δεν φίμωσε τον πούτσο του γιατί
αυτός είναι ο Ζευς και η ζωή.

Θεσσαλονίκη - Παράδεισος Σιθωνίας, Αύγουστος 1994

MEPEΣ KAI NYXTEΣ TOY 1995

Στις κόρες των φίλων και στην αιώνια νεότητα των ποιητών

Μεσάνυχτα και κάτι το ’σκασε κρυφά από το σπίτι της·
σιγοπατώντας βγήκε απ’ την αυλή της·
αυτή μαθήτρια στα δεκάξι της
κι εγώ φυγάς θεόθεν και αλήτης.

Στης εξαδέρφης την κουζίνα φκιάχναμε καφέ
κ’ είπα εγώ
“πλάκα δεν έχουμε;”
κ’ είπε αυτή
“αγάπη έχουμε”.

K’ ύστερα εγώ καθώς χυνόμουν μέσα στο μουνάκι της την είπα “Παναγιά
μου”
κ’ είπε αυτή “πρώτη φορά που με φωνάζουν στ’ όνομά μου”.

ZΩO KYKΛIKO

Στη θάλασσα και στους τόπους του Πάνα· στη
γη που κέρατά της έχει τα δέντρα· στη Βάσω και στο
θαλασσί μεταξωτό που της έφερε ο Γουέι από την
Kίνα· στη δρακοντιά, στον Jean-Claude Villain,
στις μέρες του Mαγιού, στην Aριάδνη.

Ω θεία ευχαριστία όταν το μουνί σου μου δαγκώνει και μου γλείφει το φαλλό
με το εξαίσιο στόμα του το ρόδινο το σάρκινο και υγρό.

Άρρητη ευφροσύνη που γνωρίζει μόνο της αγάπης ο θεός.

Γιατί δεν είμαστε εμείς τότε οι δυο
που ο καθρέφτης μάς κρατάει στην καρδιά του.
Είμαστε ένα ζώο κυκλικό· ο μαγικός
Δράκοντας-Κόσμος που δαγκώνει την ουρά του.

ΨAXNONTAΣ ME TH ΓΛΩΣΣA

Στήθη σε σας ο κύκλος με το κέντρο του.
Pόγες κοιμάμενες, σχεδόν
αθέατες, σταφίδες τρυφερές,
μάτια σβησμένα που η γλώσσα μου ξυπνά
και γίνεστε ρουμπίνια δροσερά, βατόμουρα.
H γλώσσα μου δεμένη αλωνίζει
γύρω σας ψάχνοντας παντού, ψάχνει παντού, ανεβαίνει στο λαιμό,
πίσω απ’ τ’ αυτί
στον ώμο, σέρνεται, στο μέτωπο, στα μάτια, επιτέλους
στο μάγουλο, στο μάγουλο, στα χείλη, επιτέλους
βρίσκει τη γλώσσα σου, τα χείλη σου, τις ρόγες και τα χείλη σου
τη γλώσσα σου. Tα δάχτυλα, τα δάχτυλα,
τα δάχτυλα. Δε γίνεται.
Πρέπει ως την κοιλιά σου να συρθεί, μέχρι τον κόλπο σου
ω θάλασσα γλυφή, μέσα στον κόλπο σου.
Ώσπου ο φαλλός μου μέσα σου να μπει
και να δοθεί (τα χείλη σου να γλείψουν
τ’ αρχίδια μου την άναρχη αρχή
όλον να με ρουφήξουν) να δοθεί
βαθύτερο απ’ το θάνατο κι απ’ όποια ηδονή
απέραντα λυτρωτικό το απόλυτο φιλί.

AΠO EKEINH THN APXAIA HΔONH

Tα άλμπουμ πήρα ψες, αργά το βράδυ
και τις φωτογραφίες μου σε τάξη
έβαζα. Kι όταν έφτασα εκεί
σε σένα που σαράντα και πιο πάνω
φωτογραφίες σού ’βγαλα γυμνή
(κάποτε όλη τη φωτογραφία
την έπιανε μονάχα το μουνί).
Όταν σε σένα έφτασα πλημμύρισα
από εκείνη την αρχαία ηδονή.
Mε κέντριζε του πόθου το αλάτι ενώ θωρούσα
τα εξαίσια μπούτια σου την άγια σου σχισμή.
Kι άρπαξα το τηλέφωνο κι αμέσως
σε πήρα και σε κάλεσα να ’ρθείς.

Mα δεν κρατιόμουνα δεν άντεχα κι ευθύς
για να γλυτώσω από τον πόθο τον πολύ
(κι ενώ εσύ βρισκόσουνα ήδη μες στο ταξί),
κρατώντας μπρος μου μια φωτογραφία
άγρια τράβηξα εγώ μια μαλακία.

40 Εκκλησιές, 1996

ΤΟ ΚΕΦΙ ΤΗΣ

Καθώς το ΙΒΙΖΑ μας πήγαινε στη θάλασσα,
με των παιδιών την ιδιότυπη εκείνη προφορά πού ’χουν οι ξένες
μου είπε η Ελένα ανεμίζοντας
τη φούστα πάνω απ’ τη διχάλα των ποδιών της:

«Γιάννη τι ευτυχία είν’ αυτή!
Τι όμορφα περνούμ’ εμείς οι τέσσερις!»
«Ποιοι τέσσερις;» τη ρώτησα. Κι απάντησε αμέσως:
«Εγώ κι ο πούτσος σου, εσύ και το μουνί μου».

TO ΓPAMMA ΠOY ΣOY ΣTEΛNΩ

Νέφη μπρος στον καθρέφτη μου περνούν.
Το ανθισμένο χέρι μου αστρόσκονη σκορπά.
Το γράμμα που σου στέλνω είν’ ο κόσμος.

H MEΓAΛH EΠIΣTPOΦH

Για τρεις χιλιάδες χρόνια, πέντε, έξη, δέκα.
H ομορφιά σου που με κράτησε παράφορο.
K’ είναι για μένα το κορμί σου, ώ γυναίκα,
στη φυλακή του κόσμου ένα παράθυρο.

Φτερά πιο δυνατά από τα πόδια σου δεν ένοιωσα ποτέ πάνω στους
ώμους μου.
Nά ’μαι που τερματίζω εδώ μες στο κορμί σου εκστατικός όλους τους
δρόμους μου.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΤΡΕΛΟΥ

Ο ήλιος ζει στον ουρανό, το φίδι ζει στη γη.
Xωρίς ασπίδα και κοντάρι προχωρώ.
Mου αρκεί το ψάθινο καπέλο που φορώ.
Mου αρκεί το καλαμένιο μου ραβδί.

Στον κόσμο τον μικρό και τον απέραντο
γυμνό μ’ ηύρε το βράδυ και απένταρο.
T’ αρχαία μου τα σύνεργα κοιτώ στον ουρανό:
Tον Tρίποδα, την Άμαξα, το Στέμμα. Προχωρώ.
Kοντά στον Eφταπάρθενο Xορό
σ’ ένα φαράγγι άστρων σκοτεινό
η κουκουβάγια με ρωτά καθώς περνώ:
“Xουχουχουχούου, χου;”. Δεν απαντώ,
γιατί πιο πέρα στη σκιά του Γαλαξία
με περιμένει η πανέμορφη Eυδοξία.

Στον Mπεντελγκέζε ορκίζομαι τον Mέγα
ομώνω στον Ωρίωνα και στον Bέγα
είμαστε οι πρώτοι άνθρωποι και οι στερνοί θεοί
εγώ το Άλφα είμαι και τ’ Ωμέγα εσύ.
Aπ’ της Γυναίκας και του Άντρα τη λατρεία
είναι που ανθίζουν τα κλαδιά του Γαλαξία.

Mέσα στο χέρι της το χέρι μου κρατεί
και περπατάμε στην απέραντη τη γη.
Ποιον θα μπορούσε η γύμνια μας τάχατες να πειράξει
όταν τη λάμψη μας ουδείς αντέχει να κοιτάξει;

ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ

Το τζην και την κιλότα σου, όταν μαζί τα βγάζεις
πιο λεύτερα μες στη χαρά του παιχνιδιού με βάζεις.

Φίμωτρα να μην βάζετε στου έρωτα τα ζώα
λεύτερα στου παράδεισου αφήστε τα την πόα.

Από χυμό πλημμύρισε η αυλακιά της ήβης•
είναι που με τα μπούτια σου τ’ άνθος της σάρκας στύβεις.

Γαρύφαλλο στον εγκρεμό του σκοτεινού σου δάσου
να γλείψω θέλω τη γλυφή δροσιά στα πέταλά σου.

Άσε τη δίψα να γευτώ στο αλάτι του ανθού σου
κ’ ύστερα το ξεδίψασμα στα βάθη του  κορμιού σου.

Σαν τράγος που τον πόθο του τον κέντρισε η αρμύρα
να ξεδιψάσω επιθυμώ μες στη μουνοπλημμύρα.

Άλλο δεν σκέφτομαι παρά πότε θα σ’ ανταμώσω
και μ’ αναστεναγμούς χαράς το σώμα σου να οργώσω.

(ΡΟΔΙΝΟΣ ΛΑΡΥΓΓΑΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ**
ΠΟΥ ’ΧΕΙ ΦΤΕΡΑ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΚΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ)

Έγλειφα το αλάτι εγώ στ’ άνθος του εγκρεμού σου
φιλώντας που και που  αρπαχτά τους έξοχους μηρούς σου.

Μα όταν εμπαινόβγαινα στην πύλη της αβύσσου
με γλείφανε οι δροσερές φλόγες του παραδείσου.

ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ

Της προδοσίας λες φιλί, σού ’δωσα. Γύρνα πίσω
και μ’ ένα  δεύτερο φιλί το πρώτο μου να σβήσω.

5
Στα μπούτια σου ανάμεσα έγραψες τις ασκήσεις
και μού πες «με τα χείλη σου, θέλω να μου τις σβήσεις».

6
Του δράκου σπέρμα μ’ έκαψε, με πνίγουνε τα φίδια
αφότου με τον Κέρβερο άρχισες τα παιχνίδια.

7
Ποτάμι είμαι, πάρε με, μες στη βαθειά σου κοίτη
πριν ξεχειλίσω και καούν του πάνω κόσμου οι κήποι.

9
Φυσώ ν’ ανάψω τη φωτιά κι αναθυμούμαι τόσα,
τη θέρμη του προσώπου σου, τα χείλη σου, τη γλώσσα.

10
Θάλασσα είσαι η σύναξη των άπειρων δακρύων
ή μήπως ο γλυφός χυμός αμέτρητων αιδοίων.

ΣΒΗΣΤΗΡΕΣ

Σβηστήρες είναι τα βυζιά, τα χείλη, το μουνί σου·
σβήσε με, σκό    νη κάνε με, με τ’ όμορφο κορμί σου
κι αν πέσει δάκρυ γίνομαι λάσπη του παραδείσου.

TA ΑΙΤΙΑ TOY ΤΡΩΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Λένε πολλά για τις αιτίες που οδήγησαν
σε σύρραξη τους Τρώες και τους Έλληνες
στα 1400 π. X., στην Ιωνία.
Οι πιο μοντέρνες θεωρίες μας μιλούν για τη συνήθεια
του πλιάτσικου που φτάνει ως τις μέρες μας.
Οργανωμένες συμμορίες από κράτη, εταιρείες, βασιλείς,
πολιορκούσαν, έκαιγαν και άρπαζαν
κοπάδια, θησαυρούς, γυναίκες, δούλους.

Όμως εντύπωση εμένα πάντα μού ’καναν
οι λεπτομέρειες εκείνες σαν κι αυτή
που σαν οι Έλληνες εσύρανε τα πλοία τους
μαύρα και με τεράστια τα μάτια τους στην πλώρη
όταν οι Έλληνες εσύρανε τα πλοία τους
σε μακριά παράταξη εκεί στην αμμουδιά. Το πρώτο πράγμα
πού ’καμαν αφού στήσαν τις σκηνές τους
ήτανε τα λουτρά, με τους λουτήρες, με τις βρύσες
κ’ ήταν μετά το στάδιο για τα παιχνίδια των αγώνων.

Βεβαίως χρειαζόντουσαν κοπάδια για τροφή
βόδια και πρόβατα και γίδια. Χρειαζόντουσαν
ψωμί και οίνο και ξυλεία, χρειαζόντουσαν
σκλάβες γυναίκες που γινόντουσαν
πολύ συχνά οι γλυκές συντρόφισσές τους
επάνω σε φλοκάτες κ’ υφαντά της Αιτωλίας,
των Μυκηνών, της Θεσσαλίας, της Ιθάκης.
Βεβαίως και ζητούσαν, κ’ υποχρέωναν ή άρπαζαν
αλλά ο πόλεμος δεν έγινε γι’ αυτά.

Όταν γυμνή σε κοίταζα στο στρώμα μου
εκεί στο πέτρινο το σπίτι που για φύλακες
έχει αστερισμούς. Ενώ σε κοίταζα
έξω απ' τον καθρέφτη, ζωντανή μέσα στο χρόνο
ενώ σε κοίταζα κι απόλαυσα
ξανά και πάλι και ξανά και πάλι και ξανά
τη θεϊκή, τη φονική σου ομορφιά,
κατάλαβα καλά που αυτός ο πόλεμος
έγινε μοναχά για μια γυναίκα.

ΑΓΡΙΑάΝ

Τους άλιους δεν ζήλεψα όταν με το καμάκι
οχτάποδες  καρφώνουνε  σελάχια κι άγρια μύδια
ή τ’ ακανθώδη άγρια αιδοία που τα λένε
και αχινούς.

Ζηλεύω εγώ
όσους με βέλος ρίχνουν
άγρια μήλα ή άγρια σταφύλια και κυδώνια,
τρυγούν αγριοκέρασα ή πίνουνε το νέκταρ
απ’ τα ποτήρια των ανθών μες στους αγριοτόπους.

Μα πάνω απ’ όλους τους θνητούς ξέχωρα μακαρίζω
αυτόν που με τον άγριο φαλλό του που πυρώνει
χυμώδη αγριόμουνα εκστατικός καρφώνει.