Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 1

Ο βίος της Μαρίας της Αιγυπτίας Μέρος Α'

του Ζ.Δ. Αϊναλή

επεί κρείττον ην τω περί θεών μύθω κατακολουθείν ή τη των φυσικών ειμαρμένη δουλεύειν• ο μεν γαρ ελπίδα παραιτήσεως υπογράφει θεών δια τιμής, η δε απαραίτητον έχει την ανάγκην.

Επίκουρος, Προς Μενοικέαν, §134

Εισαγωγή

Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να αρνηθούμε τη λαϊκή προέλευση των Βίων Αγίων, κάτι που θα ήταν αληθινό για ένα μεγάλο μέρος αυτής της λογοτεχνίας, αλλά δε θα μπορούσαμε να αρνηθούμε το γεγονός ότι οι Βίοι Αγίων συνιστούσαν το πιο δημοφιλές ανάγνωσμα, διανεμημένο σε όλη την κοινωνική κλίμακα, καθ' όλην τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου. Αυτό σημαίνει πως, ανεξάρτητα της κοινωνικής τους προέλευσης, τα έργα αυτά κατόρθωσαν να αποκτήσουνε πρόσβαση στις λαϊκές μάζες απλούστατα επειδή ‘μιλούσαν' στο συναισθηματικό τους κόσμο. Το ερώτημα βέβαια κατά πόσον καταστάθηκαν δημώδη a posteriori, καθώς εγκολπώθηκαν κι αφομοιώθηκαν από τις λαϊκές μάζες (όπως στην περίπτωση του Ερωτόκριτου), ή είχαν εξαρχής λαϊκές καταβολές, παραμένει ανοιχτό. Προσωπικά, πάντως, είμαι πεπεισμένος πως ένα μεγάλο μέρος των Βίων Αγίων της Ύστερης Αρχαιότητας (4ος - 7ος αι) έλκυε την προέλευσή του από τον κόσμο του λαού και πως επρόκειτο, κατ` επέκτασιν, για δημώδη λογοτεχνία(1) , έστω κι αν όχι ακριβώς με την αυστηρή σημασία που έλαβε ο όρος, για να υποδηλώσει ένα τμήμα της λογοτεχνικής παραγωγής από τον 11ο-12ο περίπου αιώνα μέχρι και τα τέλη του 19ου (για τις πιο υπανάπτυκτες τουλάχιστον οικονομικά και κοινωνικά χώρες). Επιπροσθέτως, λόγιοι συγγραφείς, αντιπρόσωποι συχνά της πιο υψηλής αριστοκρατίας της περιόδου, αναπαρήγαγαν τις θεματικές και τα μοντέλα έκφρασης της δημώδους αυτής λογοτεχνίας προς ιδίαν τέρψιν. Είναι ευνόητο ότι αυτή ακριβώς η δημοτικότητα επέβαλε στους συγγραφείς αυτών των έργων συγκεκριμένες υποχρεώσεις στις οποίες έπρεπε να ανταποκρίνονται. Υποχρεώσεις που σχετίζονταν με τις απαιτήσεις του κοινού τους, είτε επρόκειτο για ακροατές είτε για αναγνώστες. Επιπλέον, φαίνεται πως οι Βίοι Αγίων, με την αφηγηματική τους μορφή, υποκατέστησαν προοδευτικά, στη συνείδηση του κοινού της εποχής μεταξύ 4ου και 7ου αι., τις λειτουργίες του αρχαίου (ελληνιστικού και ρωμαϊκού) ερωτικού μυθιστορήματος• ένα κοινό που γοητευόταν εξακολουθητικά από τις ‘εξωτικές' περιπέτειες (με την ανάλογη διάθεση φυγής που αυτές αδυνατούν ν' αποκρύψουν) των μυθιστορηματικών ηρώων καθώς και από τις αφηγήσεις ‘πιπεράτων' σκηνών στις οποίες οι τελευταίοι συνήθως εμπλέκονταν. Γι' αυτό ακριβώς και η πρωτοβυζαντινή αγιολογία βρίθει από αφηγήσεις σχετικές με το σεξ• αφηγήσεις που πραγματεύονται σχεδόν κάθε πτυχή του ανθρώπινου ερωτισμού. Εντούτοις, αν αυτού του είδους οι ιστορίες κυκλοφορούσαν με προγραμματικό και δεδηλωμένο στόχο την τέρψη, κινδύνευαν να επισύρουν την μήνιν της επίσημης Εκκλησίας, καθώς το κοινωνιολογικό υπόβαθρο έχει ριζικά αλλάξει μεταξύ του 1ου και του 4ου μ.Χ. αι. και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αρχίζει σιγά-σιγά όχι μοναχά να εκχριστιανίζεται αλλά και - μετά τον 4ο αι. - να θεσμοθετεί τον Χριστιανισμό. Συνεπώς, θα λέγαμε πως τα μεσαία και χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα της Αυτοκρατορίας αναζήτησαν - και βρήκαν - έναν άλλο τρόπο ούτως ώστε να υπερκεράσουν την αποστροφή της Εκκλησίας για τον ερωτισμό, τοποθετώντας μικρά ερωτικά αποσπάσματα μέσα σε έργα με διδακτικό κατά βάση περιεχόμενο. Μόνο που αυτός ο ερωτισμός έπρεπε να είναι ‘αντεστραμμένος', να παρουσιάζεται, δηλαδή, σαν εχθρός του χριστιανού (του νέου δηλαδή ανθρωπολογικού τύπου), σαν δαιμονικός πειρασμός. Ένα καθήκον ελάχιστα δύσκολο, σε μια εποχή που ελλείψει ψυχαναλυτικών μεθόδων, και ευρύτερα ορθολογικής οργάνωσης της σκέψης, έτεινε να επεξηγεί όχι μόνον την ανθρώπινη συμπεριφορά αλλά και το ανθρώπινο υποσυνείδητο ‘μυθολογικά', δηλαδή με αλληγορικές μονάδες-εικόνες πρωτογενούς και καθολικής σημασίας(2) . Και δεν είναι, βέβαια, τυχαία η επιστροφή σε μια μυθολογική οργάνωση της σκέψης κατά την υπό εξέταση περίοδο. Η γέννηση του ορθολογισμού στα πλαίσια της δημοκρατίας της αθηναϊκής πόλης δεν είναι τυχαία. Η σταδιακή υπαναχώρηση σε προ-ορθολογικές, μυθολογικές μορφές σκέψης με την ίδρυση των ελληνιστικών κρατών και τη διάλυση της κλασικής πόλεως-κράτους δεν είναι επίσης τυχαία. Ούτε πάλι η σταδιακή επάνοδος στην ορθολογική οργάνωση της σκέψης στα πλαίσια των ‘αναγεννησιακών' ιταλικών δημοκρατιών, διαδικασία που θα ολοκληρωθεί γνωρίζοντας το αποκορύφωμα και τη χρυσή εποχή της κατά τον 18ο και 19ο αι., την εποχή της άνδρωσης, δηλαδή, του αστικού-καπιταλιστικού οικονομικοκοινωνικού μοντέλου στη Δύση(3) . Και δεν είναι τυχαία, τέλος, η εμφάνιση, στα ίδια ιστορικά και κοινωνικά πλαίσια πάντα, παράλληλα με την ορθολογικοποίηση της σκέψης και την «απομαγικοποίηση» του κόσμου, που θα εκφραστεί κυρίως φιλοσοφικά ή καλύτερα ‘επιστημονικά', η άρνησή της, που θα εκφραστεί κυρίως καλλιτεχνικά, και που περνώντας από όλα τα διάμεσα στάδια, θα περάσει από εκείνο της μη-συνειδητότητας (Ρομαντισμός) αρχικά σε αυτό της συνειδητότητας (Μοντερνισμός) τελικά.

Η κατηγορία του λογοτεχνικού είδους των Βίων Αγίων που επιδεικνύει δίχως καμιάν αμφιβολία τον πιο ερωτικό χαρακτήρα, είναι αυτή των Βίων των «μεταμελημένων πορνών». Η λογοτεχνική αυτή κατηγορία κάνει την εμφάνισή της κατά τη διάρκεια του 6ου αι. και συνεχίζει να ανθεί και κατά τη διάρκεια του επόμενου. Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της λογοτεχνικής παραγωγής είναι αδιαμφισβήτητα ο Βίος της Μαρίας της Αιγυπτίας και ο Βίος της Πελαγίας της Μετανοούσας (ο οποίος συγκαταλέγεται επίσης στην κατηγορία των «γυναικών μεταμφιεσμένων σε μοναχούς»). Πρόκειται για δύο έργα που συγκαταλέγονται άνετα ανάμεσα στα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, εξαιτίας του μοναδικού ρεαλισμού που διαθέτουν αλλά και της σπάνιας γνώσης της ανθρώπινης εμπειρίας και κατάστασης που επιδεικνύουν. Οι δύο ηρωίδες δεν παρουσιάζονται ιδεαλιστικά και εξιδανικευμένες, αλλά ως δύο απλές και ‘απτές' γυναίκες με συγκεκριμένα ανθρώπινα πάθη. Και η καθημερινή απονέκρωση στην οποία υποβάλλουν τους εαυτούς τους μετά τη μετάνοιά τους είναι εντυπωσιακή και επιτυγχάνει να εντυπωσιάζει με τη σειρά της και μας με την ειλικρίνειά της. Διότι η Μαρία και η Πελαγία δεν είναι δύο γυναίκες που γεννήθηκαν αγίες και τέλειες, απαλλαγμένες από ανθρώπινα πάθη, αλλά δύο καθημερινές γυναίκες που ένιωσαν κάποια στιγμή στη ζωή τους, μετά από έναν ‘αμαρτωλό' βίο, μιαν έντονη ανάγκη ‘εξαγνισμού'• ανάγκη απόλυτα κατανοητή από ψυχολογική άποψη, αναλογιζομένων των δεδομένων μιας κοινωνίας βαθιά πατριαρχικής. Ιδίως στην περίπτωση της Πελαγίας (καθώς και των υπολοίπων γυναικών μεταμφιεσμένων σε άντρες μοναχούς), η συμβολική σημασία της μεταμφίεσής τους σε άντρα είναι διαφανής: «διάρρηξη των δεσμών με το θηλυκό παρελθόν, εχθρότητα έναντι της οικογένειας και της εξουσίας, παραίτηση από τη σεξουαλική δραστηριότητα»(4) . Επιπροσθέτως, οι ‘βιογράφοι' τους δοξάζουν βέβαια τον Θεό για τη μεταστροφή και τη σωτηρία τους, αλλά δεν καταδικάζουν το ‘αμαρτωλό' παρελθόν τους. Επιδεικνύουν, θα λέγαμε, περισσότερο μια κατανόηση για την ανθρώπινη αδυναμία. Διαμέσου των δύο αυτών μεταμελημένων πορνών, οι αγιογράφοι εκφράζουν τη συμπάθειά τους για τη διαχρονική και παγκόσμια αδυναμία του ανθρώπου. Και ίσως γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο οι δύο αυτοί Βίοι γνώρισαν μια τέτοια δημοτικότητα καθ' όλην τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Εντούτοις, δικαιούμαστε να υποθέσουμε πως ακριβώς τέτοιου είδους αφηγήσεις έδιναν αφενός στο κοινό της εποχής εκείνης τη δυνατότητα να απολαύσει έναν κρυφό ερωτισμό και αφετέρου στους δημιουργούς τους τη δυνατότητα να τον εκφράσουν, δεδομένου του γεγονότος ότι ήταν καταδικαστέος από την επίσημη Εκκλησία. Συν τοις άλλοις, ανάλογου είδους Βίοι μας παρέχουν πολύτιμες ενδείξεις για τη νοοτροπία των ανθρώπων της εποχής εκείνης και κυρίως για την εικόνα της γυναίκας στο συλλογικό ασυνείδητο της κοινωνίας της Ύστερης Αρχαιότητας: η γυναίκα παρουσιάζεται ως ένα πλάσμα άγριο και αισθησιακό, με αχαλίνωτα και θυελλώδη πάθη. Σταδιακά η εικόνα αυτή εξελίσσεται και τελικά μετά την Εικονομαχία, και κυρίως κατά τη διάρκεια του 9ου αι., ακολουθώντας όλη τη συντηρητική τάση της εποχής μετασχηματίζεται• στο εξής η γυναίκα προσγράφεται σε έναν καινούργιο ανθρωπολογικό τύπο, που έμελλε να κυριαρχήσει για αιώνες, και ο οποίος δεν είναι άλλος από αυτόν της «ευλαβούς νοικοκυράς» που δίνει πλέον την αδιάκοπη μάχη της εντός του μάταιου τούτου κόσμου(5) ... Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της νέας τάσης είναι ενδεχομένως ο Βίος της Μαρίας της Νέας. Τέλος, αυτού του είδους οι Βίοι αναδεικνύουν ανάγλυφα τη σπαραχτική εσωτερική διαπάλη ανάμεσα στον σεξουαλικό πόθο και την ενοχή, ένα κυρίαρχο ψυχολογικό πρόβλημα σε όλες τις εξουσιαστικές κοινωνίες, και το οποίο θα άξιζε ιδιαιτέρως να αναλυθεί εντός των ορίων της λογοτεχνίας της βυζαντινής κοινωνίας

Ο Βίος της Μαρίας της Αιγυπτίας είναι ουσιαστικά μια εγκιβωτισμένη στον Βίο του αββά Ζωσιμά αφήγηση. Παραδοσιακά αποδιδόταν στον Σωφρόνιο, έναν λόγιο συγγραφέα που γεννήθηκε γύρω στο 560 στη Δαμασκό και πέθανε το 638, έχοντας χρισθεί προηγουμένως πατριάρχης Ιεροσολύμων. Εντούτοις, σήμερα γενικά θεωρείται έργο ανώνυμου συγγραφέα, πιθανόν συρο-παλαιστινιακής προέλευσης, ο οποίος γράφτηκε το αργότερο μέχρι τα τέλη του 7ου αι, όπως το αποδεικνύει το γεγονός ότι το μνημονεύει ο Ιωάννης Δαμασκηνός στις αρχές του 8ου, καθώς και μια λατινική μετάφραση του ίδιου αιώνα. Για την παρούσα μετάφραση, στηριχτήκαμε, ελλείψει εγκυρότερης σύγχρονης και επιστημονικής έκδοσης του κειμένου, στο κείμενο της Patrologia Graeca(6) . Ο χωρισμός σε κεφάλαια είναι του J.-P. Migne.

Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι επέλεξα να μη συμπεριλάβω στη μετάφραση το προοίμιο, καθώς το θεωρώ ‘νόθο' και προστεθειμένο εκ των υστέρων, η μετάφραση είναι σε γενικές γραμμές πιστή στο πρωτότυπο κείμενο. Αυτό δε σημαίνει ότι μετέφρασα παντού τις χρονικές ή τις εναντιωματικές μετοχές, για παράδειγμα, ως τέτοιες, εάν επρόκειτο με αυτόν τον τρόπο να θυσιάσω το νεοελληνικό κείμενο. Επίσης, σε ορισμένα ελάχιστα σημεία, ενσωμάτωσα σιωπηρά στη μετάφραση κάποια επεξηγηματικά σχόλια. Στόχος μου ήταν να δώσω ένα κείμενο με κάποια λογοτεχνικότητα στα νέα ελληνικά. Διότι, αν είναι μία φορά δύσκολο να βρεις την ιδανική, την τέλεια απόδοση μεταφράζοντας από μιαν άλλη γλώσσα, όταν προσπαθείς να μεταφέρεις ένα κείμενο από μια προγενέστερη σε μια μεταγενέστερη φάση της ίδιας και της αυτής γλώσσας, τότε αυτό είναι πρακτικά αδύνατο. Διότι η ιδανική, η τέλεια έκφραση βρίσκεται ήδη εκεί, μπροστά στα μάτια σου. Κι εσύ καλείσαι να αναλάβεις τον άχαρο ρόλο να μεταγράψεις κάτι το ήδη τέλειο σε κάτι το ανεκτό... Ελπίζω η μετάφραση που έρχομαι να παρουσιάσω να διατηρεί μιαν ελάχιστη έστω αισθητικότητα στα νέα ελληνικά... Κι άλλωστε κάθε νέα μετάφραση είναι και μία νέα ανάγνωση... Κι αν είχε κάποιος ποτέ την αλλόκοτη ιδέα να συγγράψει μιαν ιστορία των μεταφράσεων της ελληνικής - ας πούμε - λογοτεχνίας, θα είχε την ιδιάζουσα χαρά να γράψει την πρώτη ιστορία των αναγνωστών αυτής της λογοτεχνίας...

Μετάφραση

Κεφάλαιο Ι

Ήτανε κάποτε ένας άνδρας που ζούσε στα μοναστήρια της Παλαιστίνης, που διακρινόταν τόσο για τα λόγια όσο και την πολιτεία του, κι ο οποίος ανατράφηκε από βρέφος μέσα στα μοναστήρια σύμφωνα με τα μοναστικά ήθη και κανόνες. Και το όνομα του γέροντα τούτου ήτανε Ζωσιμάς. Κι ας μην νομίσει κανείς πως αναφέρομαι σ' εκείνον τον ομώνυμο Ζωσιμά που τόνε κατηγόρησαν κάποτε για αιρετικό. Άλλος ο ένας κι άλλος ο άλλος, και πολλή η μεταξύ τους διαφορά, κι ας είχαν κι οι δυο το ίδιο όνομα. Αυτός λοιπόν ο Ζωσιμάς, ο ορθόδοξος τώρα, που εμόνασε αρχικά σε κάποιο απ' τα πιο παλιά μοναστήρια, και που σε κάθε είδους άσκηση επιδόθηκε, κατάκτησε στο τέλος την ολοκληρωτική εγκράτεια. Ότι τηρούσε κάθε κανόνα που σε αυτόν παραδόθηκε από εκείνους που τόνε γαλούχησαν, και πολλά μάλιστα κι ο ίδιος επινόησε ζητώντας να υποτάξει τη σάρκα στο πνεύμα. Και στο στόχο του αυτό δεν αποτύγχανε. Και τόσο περιλάλητος έγινε ο γέροντας για το ήθος του, που πολλοί από πολλά μοναστήρια γειτονικά, αλλά κι από τα πιο μακρινά, συρρέανε σε αυτόν να διδαχτούνε την εγκράτεια από ‘κείνον. Αλλά ποτέ δεν παραμέλησε και τη μελέτη των θείων Λόγων, κι ας είχε φτάσει σε τέτοιον βαθμό ασκητικής πρακτικής, ότι κι αν έκανε είτε κοιμόταν, είτε ξυπνούσε, είτε ασχολούταν με καμιά χειρωνακτική εργασία απ' όπου εξασφάλιζε την τροφή. Κι άμα ζητάς να μάθεις το πώς εξασφάλιζε την τροφή όπου γευότανε, ένα έργο είχε εκείνος αδιάκοπο, που ποτέ δεν τελείωνε, να ψάλλει συνέχεια και πάντα να μελετά τις Γραφές. Πολλές φορές μάλιστα, λένε κάποιοι, πως ο γέροντας, ότι απ' τον Θεό αξιώθηκε, είχεν οράματα, καθώς ο Κύριος είπε μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται(7) . Ότι οι την σάρκα που καθαρίσανε και το μάτι της ψυχής που κρατήσανε άγρυπνο βλέπουν οράματα θεϊκής επιφοίτησης και πρώιμα γεύονται τα καλά που μέλλονται για να ‘ρθουν.

Έλεγε λοιπόν ο Ζωσιμάς, μέσα από τη μητρική αγκάλη, να πούμε, με δώσανε σε τούτο το μοναστήρι, και μέχρι το πεντηκοστό τρίτο έτος της ηλικίας μου αυτόν τον δρόμο πορεύτηκα. Και μετά από τούτα ταράχτηκε από λογισμούς οχληρούς ότι τάχα έγινε σ' όλα τέλειος και δεν είχε ανάγκη να διδαχτεί τίποτα πια. Αυτά σκεφτότανε μόνος του. Άραγε υπάρχει στη γη μοναχός ικανός τίποτα να μου μάθει καινούργιο ή που να ‘χει τη δύναμη να με βοηθήσει ν' ασκήσω πρακτικές που δεν ξέρω ή που δεν τις άσκησα ήδη; Άραγε βρίσκεται ανάμεσα στους ασκητές της ερήμου κανένας που να με ξεπερνά; Κι ενώ τούτα συλλογιζόταν ο γέροντας, παρουσιάζεται ξάφνου κάποιος μπροστά του και του λέγει: ε Ζωσιμά, καλά αγωνίστηκες μέχρι τώρα κι όσο μπορεί άνθρωπος, καλά διάνυσες και τ' ασκητικό μονοπάτι. Μα στους ανθρώπους ανάμεσα κανένας δεν είναι τέλειος, κι ο δρόμος που υπολείπεται μεγαλύτερος είναι απ' αυτόν που διανύθηκε, κι ας μην το υποψιάζεσαι. Για να το μάθεις κι ο ίδιος λοιπόν, πόσες υπάρχουνε κι άλλοι οδοί της σωτηρίας, έξελθε εκ της γης σου, και εκ της συγγένειας σου, και εκ του τόπου του πατρός σου(8) , και ψάξε ένα μοναστήρι στις όχθες του Ιορδάνη.

Αμέσως λοιπόν ο γέροντας ακολουθώντας το παράγγελμα, εγκαταλείπει το μοναστήρι όπου από παιδάκι εμόνασε. Και φτάνοντας στον Ιορδάνη, τον πιο άγιο ανάμεσα στους ποταμούς, οδηγείται απ' το παράγγελμα σ' αυτό το μοναστήρι όπου ο Θεός του όρισε να πάει. Κι αφού έκρουσε τη θύρα με το χέρι, συντυχαίνει πρώτα τον μοναχό όπου εφύλαγε τη θύρα. Κι εκείνος με τη σειρά του μηνά στον ηγούμενο πως κάποιος ξένος ήρθε. Κι ο ηγούμενος τον δέχτηκε παρατηρώντας το μοναστικό του ένδυμα και το ευλαβικό του ήθος, κι αφού ο Ζωσιμάς έκανε τη συνήθη στους μοναχούς μετάνοια κι έλαβε την ευκή του γέροντα, τον ρωτά ο ηγούμενος: Από πού μας έρχεσαι, αδερφέ, και για ποιο λόγο, σ' εμάς τους ταπεινούς; Κι ο Ζωσιμάς αποκρίθηκε δεν είναι ανάγκη, πάτερ μου, ν' αποκαλύψω τ' από πού κι όσο για το τι, αυτό είναι αλήθεια απλό ότι ήρθα για να ωφεληθώ. Ότι ένδοξα πράματα άκουσα για σας κι αξιέπαινα, ικανά στο Χριστό τον Θεό μας να προσεγγίσουν την ψυχή. Του λέει τότε ο ηγούμενος, ο Θεός, αδελφέ, ο μόνος ικανός να θεραπεύσει την ανθρώπινη αδυναμία, Εκείνος και σένα και μας θα διδάξει τα θεία θελήματα και θα μας οδηγήσει στο να πράξουμε τα δέοντα. Ότι δε δύναται ο άνθρωπος άνθρωπο να ωφελήσει, πάρεξ κι έχει αδιάκοπα το νου στραμμένο ένδον του, κι εξασκώντας τον νου του πράττει το καθήκον, έχοντας εξασφαλίσει ο Θεός να συντρέχει τις πράξεις του. Πλην, επειδή, καθώς είπες, η αγάπη του Θεού σε παρακίνησε εμάς τους ταπεινούς να δεις γέροντες, μείνε μαζί μας, αν πράγματι γι' αυτό τον λόγο ήρθες, κι όλους θα μας θρέψει, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, ο ποιμήν ο καλός, ο που έδωσε την ψυχή αυτού λύτρον αντί πολλών(9) , και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ' όνομα(10) . Αυτά αφού είπε ο ηγούμενος, ο Ζωσιμάς έκανε αμέσως μετάνοια, κι αφού ζήτησε την ευκή του, είπε Αμήν κι έμεινε σ' εκείνο το μοναστήρι.

Και είδε ο γέροντας πράξεις και άκουσε λόγια θαυμαστά και όλοι να δουλεύουνε με ζήλο στην υπηρεσία του Κυρίου. Και δεν έπαυαν να ψάλλουνε τους ψαλμούς καθ' όλην τη διάρκεια της νύχτας και με κάποια εργασία ν' απασχολούν πάντα τα χέρια τους, με κάποιο ψαλμό πάντα στα χείλια. Δεν παραδινόντουσαν ποτέ στην οκνηρία, και καθόλου δεν απασχολούνταν με υλικές φροντίδες, και δε γνώριζαν ούτε τα ονόματα καν των ετήσιων προσόδων ούτε και είχαν καμιάν έγνοια για τους μόχθους της καθημερινής ζωής. Αλλά αποκλειστικά και μόνο ένα πράγμα απασχολούσε τους πάντες, πώς δηλαδή να νεκρώσουν το σώμα και τίποτα από τα εγκόσμια να μη νιώθουνε σαν να ήταν ανάμεσα στους ζωντανούς ήδη νεκροί. Κι ως τροφή είχανε ανεξάντλητη μόνο τα θεόπνευστα λόγια, ότι δε βάζαν στο στόμα τους παρά μόνον τα αναγκαία, δηλαδή λίγο ψωμί και λίγο νερό, καθώς φλεγόσαντε όλοι τους απ' την αγάπη για τον Θεό. Αυτά ο Ζωσιμάς, καθώς ο ίδιος είπε(11) , βλέποντας, πολύ επωφελούτανε, ωθούμενος μόνο προς τα μπροστά, πάντα προχωρώντας στον ίδιο τον δρόμο, και συνεργάτες έχοντας βρει πρόθυμους για την ανοικοδόμηση ενός παραδείσου νέου.

Όταν είχανε περάσει αρκετές μέρες, έφτασε ο καιρός όπου οι χριστιανοί έπρεπε να εκτελέσουν τις άγιες νηστείες, ώστε να καθαρίσουν τους εαυτούς τους, για να τιμήσουν το θείο πάθος και την ανάσταση του Χριστού. Όσο για την πύλη του μοναστηριού αυτή ποτέ δεν άνοιγε, αλλά έμενε πάντα κλειστή, ώστε ανενόχλητοι να επιδίδονται οι μοναχοί στην άσκηση. Και δεν άνοιγε παρά μόνον αν υπήρχε ανάγκη μεγάλη. Κι ο τόπος ολόγυρα ήταν παντέρημος και στους περισσότερους μοναχούς απ' τα γειτονικά μοναστήρια ήτανε όχι μονάχα αδιάβατος μα κι άγνωστος. Και στο μοναστήρι αυτό υπήρχε κανόνας, που βαστούσε απ' τον Θεό, και που γι' αυτόν ακριβώς το λόγο οδήγησε, πιστεύω(12) , κι ο Θεός τον Ζωσιμά σε τούτο το μοναστήρι. Κι ο κανόνας αυτός έλεγε που την Κυριακή της πρώτης βδομάδας των νηστειών, αφού τελούταν κατά το σύνηθες η θεία λειτουργία κι αφού ο καθένας γινότανε μέτοχος των ζωοποιών κι αχράντων μυστήριων, και λάμβανε μικρής ποσότητας τροφή. Κι έπειτα μαζευόσαντε όλοι στο ιερό κι αφού προσευχόταν επί μακρόν κι έκαμναν πολλές γονυκλισίες, ασπάζονταν οι γέροντες ο ένας τον άλλον κι έπειτα ο καθένας ασπαζότανε τον ηγούμενο, έκανε μετάνοια, ζητούσε να λάβει την ευκή του, ώστε να την έχει μαζί του συναγωνιστή για τον προκείμενο αγώνα.

Κι αφού γινόταν αυτά, άνοιγ' η πύλη του μοναστηριού και ψάλλοντας όλοι μαζί το Κύριος φωτισμός μου και Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, από τίνος δειλιάσομαι(13); κι όλον τον υπόλοιπο ύμνο αναχωρούσαν όλοι από το μοναστήρι. Κι αφήνανε έναν μονάχα, ή κάποτε δύο, ανάμεσα στους πολλούς μοναχούς για φύλακα στο μοναστήρι, όχι για να φυλάγουνε όσα βρίσκονταν μέσα (άλλωστε δεν υπήρχε και τίποτα που θα μπορούσαν να κλέψουν οι κλέφτες), αλλά για να μη μένει αλειτούργητο το ιερό. Κι ο καθένας κουβαλούσε, για να ταΐσει τον εαυτό του ό,τι ήθελε κι ό,τι μπορούσε. Άλλος ψωμί, άλλος φρούτα ξερά, άλλος χουρμάδες, άλλος όσπρια βρεμένα σε νερό, κι άλλος τίποτα πάρεξ το σαρκίο του και το ράκος όπου εφόραγε σκοπεύοντας να τραφεί με τα λιγοστά βότανα που φύτρωναν σ' εκείνην την έρημο. Κι οι γέροντες είχαν κανόνα και νόμο απαράβατο να μη γνωρίζει ο ένας πώς ο άλλος πορεύεται και τι κάνει. Και διασχίζοντας τον Ιορδάνη διασκορπίζανε όσο μακρύτερα ο ένας από τον άλλον και πολλή έρημος βρισκόταν ανάμεσά τους και κανείς δεν συναντούσε κανέναν. Κι αν ακόμα τύχαινε κάποιος να δει έναν άλλον από μακριά να πλησιάζει αμέσως, άλλαζε πορεία κι αναζητούσε άλλο τόπο και ζούσε ο καθένας με τον εαυτό του και τον Θεό, ψάλλοντας συνέχεια και τρώγοντας αριά και ξηρά τροφή.

Έτσι αφού περνούσαν όλες τις ημέρες της νηστείας, γυρνούσαν στο μοναστήρι την Κυριακή πριν τη ζωοποιό ανάσταση του Σωτήρα, την οποία η Εκκλησία γιορτάζει παραδοσιακά μετά βαΐων. Κι επέστρεφε ο καθένας έχοντας ως καρπούς του δικού του σκοπού τη δική του συνείδηση, που γνώριζε πόσο ασκήθηκε και ποιων μόχθων έσπειρε σπόρους. Και κανένας δε ρώταγε τον άλλον τίποτα σχετικά με τα παραπάνω και πώς ο καθένας τον δικό του δρόμο πορεύτηκε. Αυτός λοιπόν ήταν ο κανόνας του μοναστηριού και έτσι εκτελούταν. Ότι καθένας από αυτούς αφότου πήγαινε στην έρημο κι αφότου αναλάμβανε τον αγώνα εναντίον του εαυτού του κάτω απ' το άγρυπνο μάτι του Θεού ελευθερωνότανε από την αγωνία να αρέσει στους άλλους ή να τους κάνει εντύπωση. Ότι όσα που οι άνθρωποι κάμουνε, για ν' αρέσουνε στους ανθρώπους, όχι μόνο δεν ωφελούνε αυτούς που τα κάμουνε, αλλά πολύ βλάπτουνε και τους άλλους.

Τότε λοιπόν κι ο Ζωσιμάς μαζί με όλους τους άλλους και σύμφωνα με τον κανόνα του μοναστηριού πέρασε τον Ιορδάνη μη παίρνοντας μαζί του τίποτ' άλλο παρά κάποια εφόδια για τη χρεία του σώματος κι αυτό το ράκος μοναχά όπου εφόραγε. Και πήρε να εκτελεί τον κανόνα περπατώντας στην έρημο κι έτρωγε μόλις πεινούσε και κοιμόνταν λίγο ξαπλώνοντας στη γη όπου τον έβρισκ' η νύχτα. Κι αξημέρωτα ακόμα έπαιρνε πάλι να περπατά κρατώντας ανάλλαχτο το ρυθμό του βαδίσματος. Και του γεννήθηκε η επιθυμία, καθώς έλεγε, κι ήλπιζε κάπως να γίνει και μέσα στα βάθη τα πιο βαθιά της ερήμου ν' απαντούσε κάποιον πατέρα, όπου θα μπορούσε να τον συμβουλέψει για όσα ποθούσε η ψυχή του. Κι όλο και τάχαινε το βήμα σαν να ήτανε ν' απαντήσει κανένα ξακουστό πανδοχείο. Κι αφού περπάτησε μέρες πολλές, σταμάτησε κατά την έκτη ώρα της εικοστής ημέρας στρεφόμενος προς την ανατολή να ψάλλει τη συνήθη ευκή. Ότι συνήθιζε κατά τη διάρκεια της μέρας να κάνει μικρές στάσεις να μπορέσει λιγάκι να ξαποστάσει και να ψάλλει και να κλίνει το γόνα και να προσευκηθεί.

Και ψάλλοντας και κοιτώντας τον ουρανό μ' άγρυπνο μάτι βλέπει στο βάθος δεξιά, ενώ έψελνε τους ψαλμούς της έκτης ώρας(14) , να κάνει την εμφάνισή του ένα είδωλο, ένα ανθρώπινο σώμα. Και ταράχτηκε στην αρχή ότι νόμισε που αυτό που βλέπει ήτανε φάντασμα και τρόμος πολύς τον κατάλαβε. Κι έκανε το σημείο του σταυρού κι αφού έδιωξε το φόβο ξαναγυρνώντας το βλέμμα στα νότια, βλέπει στ' αλήθεια κάτι να βαδίζει στο βάθος. Και είχε το πλάσμα μαύρο το σώμα, σαν να ‘χε μαυρίσει από τις φλόγες του ήλιου, κι ελάχιστες τρίχες φαινότανε στο κεφάλι του, σαν μαλλί άσπρες κι αυτές και έτσι κοντές που δε ‘φτάναν απ' τον αυχένα πιο κάτω. Αφού είδε αυτό ο Ζωσιμάς, ένιωσε ευχαρίστηση μέσα του και χαρά εξαιτίας του αλλόκοτου θεάματος κι άρχισε να τρέχει προς το μέρος που και το πλάσμα πορευότανε. Και χαιρότανε χαρά μεγάλη. Ότι τόσες ημέρες στην έρημο δεν είχ' απαντήσει ζωντανό πλάσμα, μήτ' άνθρωπο, μήτε και ζώο, πτηνό ή χερσαίο. Ζητούσε λοιπόν να μάθει ποιος ήταν κι από πού ερχόταν το πλάσμα, ελπίζοντας πως θα γίνει μάρτυρας σπουδαίων πραμάτων.

Εκείνο όμως μόλις αντιλήφθηκε τον Ζωσιμά να πλησιάζει από μακριά, άρχισε να τρέχει μέσα στην έρημο πιο βαθιά. Κι ο Ζωσιμάς μη λογαριάζοντας την ηλικία του ή την κούραση που είχε συσσωρεύσει τόσων ημερών πορεία, πίεσε τον εαυτό του να τρέξει για να προλάβει το πλάσμα. Κι εκείνος καταδίωκε κι εκείνο καταδιωκόταν. Και το βήμα του Ζωσιμά πιο ταχύ και το πλησίασε γρήγορα. Και μόλις έφτασε σε μια απόσταση που να μπορεί τη φωνή του ν' ακούσει, άρχισ' ο Ζωσιμάς να φωνάζει και να κλαίει φωνάζοντας, γιατί μ' αποφεύγεις τον γέροντα και αμαρτωλό; δούλε του Θεού ζωντανού, όποιος κι αν είσαι, μείνε μαζί μου, ότι ο Θεός μου όρισε την έρημο τούτη να κατοικήσω. Μείνε με τον αδύνατο και ανάξιο για χάρη της ελπίδας τούτης που τρέφεις σαν ανταμοιβή για τους τόσους σου κόπους. Στάσου και δώσε ευκή κι ευλογία στο γέροντα ότι ο Κύριος δεν αποστρέφεται κανέναν ποτέ. Κι αυτά λέγοντας ο Ζωσιμάς κλαίγοντας φτάσανε κι οι δυο τους να τρέχουν σε κάποιο τόπο που κάποιος ξερός χείμαρρος είχε αφήσει τα ίχνη του. Εγώ πάντως δεν πιστεύω πως μπορεί να υπήρχε ποτέ χείμαρρος εκεί πέρα, πως θα μπορούσε σ' εκείνη τη γη να φανεί χείμαρρος; αλλά έλαχ' ο τόπος να ‘χει τούτο το σχήμα.

Κεφάλαιο ΙΙ

Μόλις φτάσαν λοιπόν σ' εκείνο το μέρος, το πλάσμα κατέβηκε κι αμέσως ανέβηκε στο άλλος μέρος της όχθης. Κι ο Ζωσιμάς εξαντλημένος και μη μπορώντας άλλο να τρέξει, στάθηκ' ασθμαίνοντας στο άλλο μέρος του χειμαρρόσχημου τούτου τόπου και στα δάκρυα δάκρυα και λυγμούς στους λυγμούς, ώστε να μπορέσει έτσι που ήταν τώρα κοντά του ν' ακούσει το πλάσμα τον οδυρμό του. Και το φεύγον εκείνο κορμί τέτοιαν αφήνει φωνή κι έτσι λέει, αββά Ζωσιμά, για όνομα του Θεού, συγχώρεσέ με, ότι δεν μπορώ να στρέψω και κατά πρόσωπο να σ' αντικρίσω. Ότι είμαι γυναίκα και μάλιστα γυμνή καταπώς βλέπεις κι αισχύνομαι το κορμί μου που έχω ακάλυπτο. Αλλά μιας και θέλεις να μ' ανταμείψεις με την ευκή σου, πέτα μου το ράκος το που φοράς, να συγκαλύψω με τούτο τη γυναικεία μου ασθένεια, και να στραφώ προς τα σένα, και την ευκή σου να λάβω. Τότε φρίκη και μεγάλη κατάπληξη κατέλαβε το Ζωσιμά, καθώς έλεγε, μόλις άκουσε να τον φωνάζει με τ' όνομα του. Ότι ήταν οξύνους ο άνδρας και περί των θείων σοφώτατος κι αμέσως κατάλαβε που δεν μπορούσε να τον φωνάξει με τ' όνομα του, εκείνον που ποτέ της δεν είχε δει και για τον οποίον ποτέ της δεν είχε ακούσει να γίνεται λόγος, πάρεξ και είχεν ευλογηθεί με το χάρισμα της θείας οράσεως.

Κι αμέσως κάνει ό,τι εκείνη που του παράγγειλε και βγάζοντας το ράκος εκείνο το παλιό όπου εφόραγε της το πετά κι εκείνος πισωπατά(15) . Κι εκείνη πιάνοντας το, καλύπτει όσα μέρη του σώματος της χρειαζόνταν να καλυφτούν περισσότερο. Στρέφεται λοιπόν τότε στο Ζωσιμά και του λέει τι σου ‘ρθεν, αββά Ζωσιμά, να δεις αμαρτωλό γύναιο; τι να μάθεις από μένα και τι να δεις που άξιζε σε τέτοιον κόπο να μπεις; Κι ο Ζωσιμάς έκλινε το γόνα στη γη την ευκή της ζητώντας κατά το σύνηθες κι εκείνη γονατίζει σε στάση μετάνοιας και στεκόνταν έτσι κι οι δυο τους ώρα πολλήν γονατισμένοι στη γη, ο ένας στην μια όχθη κι η άλλη στην άλλη, κι ο καθένας ζητούσε να ευλογήσει τον άλλον έτσι που για ώρα πολλήν δεν ακουγότανε τίποτα άλλο πάρεξ το ευλόγησον. Και μετά από πολλήν ώρα λέει η γυναίκα στο Ζωσιμά, αββά Ζωσιμά συ αρμόζει να ευλογήσεις και να προσευχηθείς ότι συ έχεις ευλογηθεί με την τιμή του πρεσβύτερου κι εσύ παρευρίσκεσαι χρόνια τώρα στο άγιο θυσιαστήριο(16) και πολλές φορές μέχρι τώρα μυσταγωγός έγινες των αχράντων μυστηρίων. Κι αυτά λέγοντας ο Ζωσιμάς φόβο μεγάλο φοβήθηκε και μια αγωνία μες την καρδιά κι έγινε σύντρομος και στέναζε κι ίδρος τον έλουζε και κόμπιαζε η φωνή. Της λέγει λοιπόν με σπασμένη φωνή και συνέχεια ασθμαίνοντας, ω μητέρα πνευματική απ' το ήθος σου είν' ολοφάνερο που ήδη εσύ αναχώρησες για τον Κύριο και στο μεγαλύτερο μέρος απονέκρωσες στον κόσμο τούτο τον εαυτό σου. Κι είναι ολοφάνερο το χάρισμα αυτό που σου δόθηκε ότι ποτέ κανείς πριν δεν με κάλεσε με τ' όνομα μου μήτε και με τ' αξίωμά μου που να μην μ' είχε γνωρίσει. Αλλά καθώς η χάρη δεν εξαρτάται απ' τ' αξιώματα αλλά απ' τα ψυχικά τα γνωρίσματα, ευλόγησέ με σου ζητώ στο όνομα του Κυρίου και προσευκήσου για μένα.

Υποχωρώντας τελικά μπροστά στην τόση επιμονή του γέροντα λέει η γυναίκα στο Ζωσιμά, ευλογητός ο Θεός, ο που φροντίζει για τη σωτηρία των ανθρώπων και των ψυχών τους. Κι αφού είπε με τη σειρά του Αμήν ο Ζωσιμάς, σηκώνονται κι οι δυο από τη γη και ρωτά η γυναίκα τον Ζωσιμά για ποιο λόγο ήρθες σε μένα την αμαρτωλή, άνθρωπε; Για ποιο λόγο θέλησες ν' απαντήσεις από κάθ' αρετή γύναιο γυμνωμένο; Από την άλλη πάλι, μιας και σε καθοδήγησε η χάρη του Αγίου Πνεύματος, αν μπορείς με κάποιον τρόπο να μου παρέχεις καμιά υπηρεσία που αδυνατώ λόγω της ηλικίας μου, πες μου, πώς ζει το χριστιανικό έθνος την σήμερον; Πώς οι βασιλείς; Πώς διαχειρίζονται οι υποθέσεις της Εκκλησίας; Και της λέγει τότε ο Ζωσιμάς, εν συντομία, μητέρα, χάρη στις όσιες προσευχές σου, σε όλα χάρισε ο Χριστός ειρήνη σταθερή. Αλλά δέξου ανάξιου γέροντα παράκληση, και προσευχήσου υπέρ του κόσμου όλου, και υπέρ εμού του αμαρτωλού, ώστε να μην μείνει άκαρπο το διάστημα της παραμονής μου σ' αυτήν εδώ την έρημο. Και του απαντάει τότε εκείνη, συ είναι το πρέπον, αββά Ζωσιμά, που αξιώθηκες το αξίωμα του ιερέα, καθώς σου είπα ήδη, να προσευχηθείς υπέρ εμού κι υπέρ πάντων. Ότι εσύ είσαι προορισμένος για τούτο. Μιας κι όμως παρακινούμαστε να υπακούμε εκείνο που ζήτησες πρόθυμα, θα το πράξω.

Αυτά λέγοντας στρέφει προς την ανατολή το κορμί και σηκώνει το βλέμμα ψηλά και ανοίγει τα χέρια κι αρχίζει ψιθυριστά να προσεύχεται. Κι από κει που στεκόταν ο Ζωσιμάς δεν ακουγόταν καμιά φωνή έναρθρη. Ούτε και μπορούσε ν' ακούσει της προσευχής τα λεγόμενα. Κι εκεί που στεκότανε, καθώς έλεγε, τον κατέλαβε τρόμος πολύς και ξαπλώθηκε στη γη μην τολμώντας μια λέξη. Κι ορκιζότανε, κι έβαζε μάρτυρα τον Θεό, που καθώς την έβλεπε ν' αργεί πολύ με την προσευχή, σήκωσε λιγάκι το βλέμμ' από χαμαί, και την είδε να έχ' υψωθεί ίσαμε ένα πήχη από τη γη και να προσεύχεται στον αέρα κρεμάμενη(17) . Και πάει αυτό ήτανε μόλις είδε κι αυτό φόβο στο φόβο κι άλλο φοβόταν κι αγωνιούσε πολύ και δεν τολμούσε να βγάλει άχνα, από μέσα του μονάχα επαναλαμβάνοντας, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, ξαπλωμένος πάντα στη γη και πονηροί τον σκανδαλίζανε λογισμοί μη τάχα κι ήτανε πνεύμα η γυναίκα και προσποιούτανε που προσεύχοταν. Και στρέφεται τότε η γυναίκα στον αββά και τον σηκώνει απ' τη γη και του λέει αυστηρά, γιατί μ' υποβλέπεις αββά και σε σκανταλίζουνε λογισμοί πονηροί και σκέφτεσαι που είμαι πνεύμα και προσποιούμαι όπου προσεύχομαι; Μάθε, άνθρωπε, που μπορεί να είμαι γυναίκα αμαρτωλή αλλά με προστατεύει το άγιο βάπτισμα. Και πνεύμα δεν είμαι, αλλά ολόκληρη και χώμα και στάχτες(18) και σάρκα. Και μόλις είπε αυτά με το σημείο του σταυρού σφραγίζει το μέτωπο και τα μάτια της, τα χείλη της και το στήθος της, έτσι μιλώντας, ο Θεός, αββά Ζωσιμά, να μας φυλά από του πονηρού και τις ενέδρες του, ότι πολλή υπάρχει ανάμεσα μας ακόμη η ισχύς του.

Κι ο γέροντας κοιτώντας την μόλις ακούει τούτα τα λόγια, ρίχνει τον εαυτό του στο έδαφος και αγκαλιάζοντας με τα χέρια τα πόδια της και λούζοντας τα με δάκρυα λέει, σε ξορκίζω, στ' όνομα του Χριστού, του Θεού μας, και της Παρθένου που τόνε γέννησε, και που για χάρη του εντύθηκες τη γυμνότητα αυτήν, και που για χάρη του σε τέτοιο βαθμό τη σάρκα σου εξαχρείωσες, μην κρύψεις από το δούλο σου τίποτα, κι όλα να μου τα πεις, το ποια είσαι, και τ' από πού κατάγεσαι και το πότε και με ποιο τρόπο σ' αυτήν την έρημο ήρθες να κατοικήσεις, τίποτα να μην κρύψεις από μένα για σένα, αλλά όλα να μου τ' αφηγηθείς, ώστε τα μεγαλεία του Θεού να καταστούν ολοφάνερα. Σοφία γαρ κεκρυμμένη και θησαυρός αφανής, τις ωφέλεια επ' αμφοτέροις(19) ; καθώς είναι γραμμένο. Όλα να μου τα πεις, για όνομα του Θεού. Κι όχι που για να καυχηθείς να τα πεις μήτε για την επίδειξη, αλλά για να με διδάξεις τον ανάξιο, μόνο. Ότι θαρρώ πως ο Θεός, τον που πιστεύεις κι υπηρετείς, γι' αυτόν το λόγο μ' οδήγησε σε τούτη την έρημο, για να φανερώσει ο Κύριος όλα τα σχετικά με σένα. Και δεν είναι στα μέτρα μας να εναντιωνόμαστε τις αποφάσεις του Κυρίου. Άμα δεν ήταν ευάρεστο στο Χριστό, τον Θεό μας, να σε αποκαλύψει και τον τρόπο που αγωνίζεσαι να καταστήσει κατάδηλο, δε θα επέτρεπε από κανέναν να θεαθείς, ούτε κι εμένα να διανύσω θα προέτρεπε τόσο μεγάλο δρόμο για να σε συναντήσω, εμένα που ουδέποτε σκέφτηκα ή θέλησα πριν το κελί μου να εγκαταλείψω.

Κι ενώ ο αββάς Ζωσιμάς έλεγε αυτά κι άλλα πολλά, τον σηκώνει τρυφερά η γυναίκα και του λέει, αισχύνομαι, αββά μου, να σου ιστορήσω την αισχύνη των έργων μου, συγχώρεσε με, για όνομα του Θεού. Μιας όμως κι είδες έτσι γυμνό το κορμί μου, για σένα θ' απογυμνώσω και την ψυχή μου, για να γνωρίσεις κι εσύ τι αισχύνη και τι ντροπή την ψυχή μου πληρώσαν οι πράξεις μου. Ότι αν δεν ήθελα να σου διηγηθώ τη ζωή μου, δεν ήτανε, όπως υπέθεσες, για να μην καυχηθώ (γιατί τι αλήθεια υπάρχει σε μένα πρόσφορο για να καυχηθώ έτσι που έγινα σκεύος εκλογής(20) του διαβόλου). Αλλά επειδή ήξερα πως έτσι και ξεκινήσω να σου διηγούμαι, θα φύγεις μακριά μου, καθώς που φεύγει κανείς απ' τον όφη, μην αντέχοντας μέχρι τέλους ν` ακούσεις όλα τα αίσχη τόσα που έπραξα. Αλλά αφού έτσι το θέλησες κι αφού πήρα την απόφαση να μιλήσω, τίποτα πια δε θα κρύψω. Σε ξορκίζω όμως, από τώρα και στο εξής, να μην παραλείψεις για μένα να εύχεσαι μήπως και βρω σωτηρία και έλεος την ώρα της κρίσης. Κι ενώ ο γέροντας έκλαιγε ακατάσχετα, ξεκίνησε η γυναίκα την ιστορία της κι έτσι μίλησε:

Εγώ, αδελφέ, γεννήθηκα στην Αίγυπτο. Αλλά μόλις έγινα δώδεκα χρονών, κι ενώ οι γονείς μου ζούσαν ακόμα, προδίδοντας τη στοργή τους, το έσκασα και πήγα στην Αλεξάνδρεια. Και το πώς απώλεσα την παρθενία μου στην αρχή, και το πώς με κατέτρεχε, δίχως εγκράτεια και χωρίς κορεσμό, η επιθυμία μου να κάνω τον έρωτα, ντρέπομαι τώρα ακόμα και να το σκέφτομαι. Αλλά δεν ταιριάζει να μιλήσω με σεμνότητα τώρα, αλλά έστω και με συντομία, όλα να σου τα διηγηθώ, για να γνωρίσεις κι εσύ τη λαγνεία και τη φιληδονία μου. Δεκαεφτά, που λες, χρόνια, συγχώρησον, ζούσα σαν πόρνη παραδομένη στη φλόγα της ασωτίας. Και μάλιστα, σου τ' ορκίζομαι, χωρίς να πληρώνομαι. Κι ήταν φορές που δε δεχόμουνα χρήματα ακόμα κι από κάποιους που θέλαν να με πληρώσουνε. Και το έκανα τούτο, γιατί νόμιζα που έτσι θα κέρδιζα την προσοχή τους, γιατί ήθελα όλοι να με προσέχουν. Κι έτσι δώριζα από δω κι από κει εκείνο το που ζητούσαν. Και μη φανταστείς πως ήμουνα τίποτα πλούσια. Ζητιανεύοντας ζούσα. Κι ήτανε φορές που δεν είχα να φάω παρά τις λινάτσες από τα ρούχα μου. Αλλά μου αρκούσε η επιθυμία μου. Δίχως εγκράτεια και χωρίς κορεσμό να κυλιέμαι στο βόρβορο. Κι έτσι κυλούσε η ζωή μου και πίστευα που θα συνέχιζα μέχρι τέλους να ζω τη φύση προσβάλλοντας.

Κι ενώ αυτός ήταν ο τρόπος της ζωής μου, βλέπω κάποτε άνδρες Λιβύους κι Αιγύπτιους, λαό πολύ, να τρέχουνε προς τη θάλασσα. Και ρωτώ κάποιον που έτυχε να βρεθεί πλάι μου, για πού βιάζονται έτσι τρέχοντας όλοι αυτοί οι άντρες; Κι αυτός μου απαντά κι έτσι μου λέει, στα Ιεροσόλυμα όλοι ανεβαίνουν για τη γιορτή της υψώσεως του τιμίου σταυρού, που ‘ναι να γιορταστεί σε λίγες μέρες. Και του λέω τότε κι εγώ, άραγε θα με πάρουν κι εμένα μαζί τους, άμα θελήσω ν' ακολουθήσω; Και μου λέει τότε εκείνος, αν έχεις το ναύλο σου και τα έξοδα, κανένας δεν σ' εμποδίζει. Και του λέω τότε εγώ, εγώ, βέβαια, αδελφέ, λεφτά δεν έχω ούτε για το ναύλο ούτε για τα λοιπά έξοδα. Αλλά θα πάω κι εγώ, και θ' ανέβω σε κάποιο από τα πλοία που εμισθώσανε και θα τους έχω να με τρέφουνε ακόμα κι αν δεν το θέλουν. Ότι έχω κορμί, αντί ναύλου, που μπορούνε να λάβουν. Γιατί γι' αυτό ήθελα να πάω, αββά μου, συγχώρησον, για να ‘χω ανά πάσα στιγμή έτοιμους πολλούς εραστές να μου χορταίνουν το πάθος. Σου το ‘πα, αββά, μη μ' αναγκάσεις να σου μιλήσω τα αίσχη μου, ότι φρίττω, Κύριος οίδεν, έτσι με τα λόγια μου να μολύνω και σένα και τον αγέρα.

Κι ο Ζωσιμάς, το χώμα δάκρυα βρέχοντας, έτσι της λέει, λέγε, για το Θεό, μητέρα μου, λέγε και μη διακόψεις τον ειρμό τέτοιας μιας ιστορίας ψυχωφελούς. Αυτή τότε αμέσως παίρνοντας την ιστορία από κει που σταμάτησε, του λέει: Εκείνος λοιπόν ο νεαρός ακούγοντας τα αισχρά μου λόγια, βάζει τα γέλια και φεύγει. Κι εγώ αφού γδύθηκα το κουρέλι το που εφόραγα (είχε τύχει μάλιστα να μου ‘χει κρατήσει για πολύ καιρό εκείνο), τρέχω προς τη θάλασσα κατά που έβλεπα και τους άλλους να τρέχουν. Και βλέπω τότε κάποιους νέους να στέκονται στο γιαλό, ίσαμε δέκα τον αριθμό ή και περισσότερους, και όλοι να έχουνε κάτι ρωμαλέα κορμιά καλοσχηματισμένα κι όλο αρρενωπότητα κινήσεις, και μου φανήκαν αρκετά ικανοί γι' αυτό που τους ήθελα. Και φαίνεται υπήρχανε κι άλλοι συνταξιδιώτες, γιατί κι άλλοι ακόμα είχαν ανέβει στα πλοιάρια ήδη. Κι αναιδέστατα τότε, κατά τη συνήθεια μου, πηδώ στο ανάμεσό τους. Πάρτε, καλέ, κι εμένα μαζί σας εκεί που πηγαίνετε! Όλο και κάπου θα σας φανώ χρήσιμη! έτσι έλεγα. Κι αφού γελώντας κι άλλα είπα λόγια αισχρότερα, κατάφερα να κάνω τους πάντες να γελάν με τα πάντα. Κι αυτοί με τη σειρά τους βλέποντας την τόση μου κλίση γι' αδιαντροπιά με παίρνουν και μ' ανεβάζουν στο πλοιάριο που είχανε ήδη ‘τοιμάσει. Και περιμέναμε λίγο ακόμα να ‘ρθουνε και κάποιοι άλλοι κι ύστερα ξεκινήσαμε(21) .

Τα υπόλοιπα πώς να στα διηγηθώ, άνθρωπε; Ποια γλώσσα να πει, ποιο αυτί να ακούσει όλα που έγιναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού επάνω στο πλοίο; Τι να σου πω; Ότι τους ανάγκαζα να μου κάνουν αυτό που ζητούσα ακόμα κι αν δεν το θέλανε; Ότι δεν υπάρχει καμιάν ασέλγεια, απ' όσες χωρούν κι απ' όσες που δε χωρούν στο νου του ανθρώπου, την οποία με προθυμία να μην τήνε δίδαξα στους ταλαίπωρους; Καμιά φορά τώρα, αββά μου, εγώ αναρωτιέμαι το πώς μας άντεξε η θάλασσα, τόση ασωτία, το πώς δεν μας έπνιξε. Πώς δεν άνοιξε το στόμα της η γη να με καταπιεί ζωντανή έτσι που τόσες παγίδεψα ψυχές. Αλλά κατά πώς φαίνεται ο Θεός ζητούσε και τη δική μου μετάνοια. Ότι δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά περιμένει και περιμένει στοργικά ελπίζοντας στην αγκάλη του την επιστροφή. Τέλος πάντων με τα πολλά φτάσαμε κάποτε στην Ιερουσαλήμ. Κι όσες μέρες πριν τη γιορτή παρέμεινα εκεί, τα ίδια και χειρότερα έκανα. Και δεν αρκέστηκα μόνο στους νεαρούς που τους είχα να με υπηρετούν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, αλλά και άλλους πολλούς αποπλάνησα και κατοίκους της πόλης και ξένους.

[Σημειώσεις]

1. Την υπόθεση αυτή την στηρίζω σε διάφορους λόγους (ανωνυμία, δημώδης γλώσσα, απουσία πολιτικών στόχων, απουσία οικονομικών - μέσω της ‘διαφήμισης' του τάδε ή του δείνα μοναστηριού - συμφερόντων, έμφαση στο θαύμα) αλλά κυρίως στο γεγονός ότι τα έργα αυτά φέρουν ανεξίτηλα τα ίχνη ενός συγκεκριμένου επιπέδου «προφορικότητας», τόσο στην οργάνωση της σκέψης όσο και στην εκφορά του λόγου, το οποίο συμπυκνώνεται επιγραμματικά στην υπόθεση μιας προϋπάρχουσας της καταγραφής τους προφορικής σύνθεσης.

2. Έτσι, για παράδειγμα, μου φαίνεται πως το διαβόητο «προπατορικό αμάρτημα» δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια ευφυέστατη, εκφρασμένη με μυθολογικό τρόπο, προσπάθεια επεξήγησης της κληροδότησης από την παλαιότερη γενεά στα τέκνα της νεότερης των ψυχολογικών συνδρόμων εκείνων που εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατο να αναπτυχθούν στα τελευταία λόγω έλλειψης εμπειριών και βιωματικού υποστρώματος.

3. Βέβαια, ο κλασικός ορθολογισμός δεν είναι ταυτόσημος με τον σύγχρονο. Πίσω από την κοινή ονομασία κρύβεται μια τεραστίων διαστάσεων ειδοποιός διαφορά. Ο σύγχρονος ορθολογισμός δεν αναγνωρίζει παρά τον λόγο, τοποθετώντας οτιδήποτε δεν ανακύπτει από έναν αυστηρά δομημένο, ‘μαθηματικό' συλλογισμό στο χώρο του παράλογου (ή καλύτερα του μη-έλλογου), του αντίθετου στη λογική και κατ' επέκτασιν του ανύπαρκτου. Αντίθετα, ο κλασικός ορθολογισμός πέρα από το λόγο, έδρα της συλλογιστικής, αναγνώριζε τον νου, έδρα της ενόρασης ή της ενατένισης, γεγονός που κατέστησε δυνατή την άνδρωση της ‘μεταφυσικής' διάστασης του κλασικού ορθολογισμού, από τους Πυθαγόρειους, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, μέχρι και τον Πλωτίνο (πρβλ., A.-J. FESTUGIΘRE, Les moines d'Orient. I. Culture ou Saintetι. Introduction au monachisme oriental, Paris, 1961, σ. 15). Και δεν είναι τυχαίο βέβαια, από την άλλη, ότι αυτή η - σύγχρονη - εκδοχή του ορθολογισμού κατέστη ιστορικά δυνατή μόνο στα πλαίσια μιας κοινωνίας εκβιομηχανισμένης, η επιστήμη της οποίας έχει φτάσει σε πλήρη ωριμότητα (πρβλ., T. W. ADORNO - M. HORKHEIMER, «Η έννοια του διαφωτισμού», Η διαλεκτική του διαφωτισμού, Αθήνα, 1986, σ. 19 - 60).

4. Πρβλ., M. DELCOURT, « Le complexe de Diane dans l'hagiographie chrιtienne », Revue de l'Histoire des Religions, 153 (1958), p. 23.

5. Πρβλ., N. DELIERNEUX, « Anne-Euphιmianos, L'ιpouse devenue eunuque : Continuitι et ιvolution d'un modθle hagiographique », Byzantion. Revue Internationale des Ιtudes Byzantines, 72 (2002), p. 117 - 120 και A. P. KAZHDAN, « Η Βυζαντινή οικογένεια και τα προβλήματα της », Βυζαντινά, 14 (1988).

6. Patrologiae cursus completes, series graeca, ed. J.-P. MIGNE.

7. Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, V,8.

8. Γένεσις, XII, 1.

9. Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, XX, 28 / Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, X, 45.

10. Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, X, 3.

11. Η επανάληψη στο κείμενο της φορμουλαϊκής φράσης « ως είπεν » ή « ως έλεγεν » προσδίδει μιαν αίσθηση προφορικότητας που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αληθινή, και που, ως εκ τούτου, μας υποχρεώνει να υποθέσουμε μια προφορική διάδοση του Βίου της Μαρίας της Αιγυπτίας στους μοναστικούς κύκλους της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, πριν την σύνταξη του τελικού - γραπτού - κειμένου.

12. Αυτή η εντυπωσιακή διαπλοκή του αφηγητή με την ιστορία του, που επαναλαμβάνεται και σε άλλα σημεία του έργου - όπως στο τέλος του πρώτου ‘κεφαλαίου' -, νομιμοποιεί, πιστεύω, περαιτέρω την διατύπωση της υπόθεσης της προφορικής ύπαρξης του έργου πριν την καταγραφή του.

13. Ψαλμοί, XXVI (XXVII), 1.

14. Σε όλα τα λογοτεχνικά έργα όπου μπορούμε να ανιχνεύσουμε μια προϋπάρχουσα της καταγραφής τους προφορική δομή (όπως στα ομηρικά έπη για παράδειγμα ή στην βαλκανική επική ποίηση, πρβλ. The Making of Homeric Verse: The Collected Papers of Milman Parry. New York & Oxford, 1987), είναι ευδιάκριτα κάποια σημεία τα οποία χρησιμεύουν ως ‘συνδετικοί αρμοί' και τα οποία χρησιμοποιούνται ακριβώς για να επαναφέρουν στη μνήμη του ακροατή τα τεκταινόμενα της αφήγησης που είχε ακούσει σε κάποια προηγούμενη περίσταση. Τα σημεία αυτά διακρίνονται δομικά απ' το χαρακτηριστικό ότι επαναλαμβάνουν, όπως ακριβώς εδώ, μια πληροφορία που έχει αναφερθεί - σε συνθήκες τυπωμένου κειμένου - ελάχιστες γραμμές πιο πάνω.

15. Συνεπώς είναι ο Ζωσιμάς που μένει τώρα γυμνός. Ο αφηγητής έχει προετοιμάσει προσεκτικά αυτήν τη σκηνή ούτως ώστε να αντιληφθούμε από όσα έχουν προηγηθεί, αλλά και από τα συμφραζόμενα, πως αυτό το «ράκος», το οποίο είναι ενδεδυμένος ο Ζωσιμάς, είναι το μοναδικό ένδυμα που φέρει ο γέροντας. Ο όρος δεν απαντάται συχνά, αλλά δεν δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε πως επρόκειτο για κάποιο εντελώς ευτελές και τριμμένο χιτώνιο, περισσότερο σαν κάποιου είδους ριχτό κομμάτι ύφασμα παρά σαν ασκητικό ράσο. Εκτός από το ίδιο το κείμενο, που μας πληροφορεί πως αυτό το ριχτό κομμάτι ύφασμα ήταν το μοναδικό ένδυμα που φορούσαν κάποτε οι μοναχοί (PG 87/3, 3704, A // στη μετάφραση κεφ. Ι, § 6), έχουμε και δύο εξωκειμενικές μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν την υπόθεση αυτή: πράγματι, τόσο στο Βίο του Επιφανίου (PG 41, 29, C), όσο και στο Βίο του Συμεών του Σαλού (A.-J. FESTUGIΘRE - L. RYDΙN, Lιontios de Nιapolis, Vie de Symιon le Fou et Vie de jean de Chypre, Paris, 1974, p. 82 - 83), μόλις οι ήρωες αφαιρούν ανάλογου είδους ενδύματα απομένουν ολόγυμνοι. Η σκηνή αυτή, πέραν του έκδηλου ερωτισμού της ή μιας κάποιας παιγνιώδους διάθεσης που την χαρακτηρίζει, συνιστά και μια πολύτιμη μαρτυρία για την νοοτροπία της εποχής: εν αντιθέσει με μια γυναίκα, ένας άνδρας μπορεί δυνητικά να μείνει ή να παρουσιαστεί γυμνός• η ανδρική φύση δεν έχει τίποτα για το οποίο θα έπρεπε να αισχύνεται.

16. Αξίζει εδώ να σημειωθεί, όπως παρατηρεί η Μαρία Κούλη, στην αγγλική μετάφραση του Βίου, ότι μόνο τώρα πληροφορούμαστε ότι ο Ζωσιμάς ήτανε (και) ιερέας (πρβλ., M. KOULI, «Life of St. Mary of Egypt», Holy Women of Byzantium: Ten Saint's Lives in English Translation, ιd. A.-M. TALBOT, Dumbarton Oaks, 1996, p.78). Προφανώς ο δημιουργός του έργου εισάγει αυτή την λεπτομέρεια εδώ ξαφνικά, επειδή μόνο τώρα παρουσιάζεται η αφηγηματική αναγκαιότητα (ο Ζωσιμάς καλείται σε λίγο να δώσει την Θεία Ευχαριστία στη Μαρία), λεπτομέρεια που για μια ακόμη φορά μας θυμίζει τους νόμους σύνθεσης των προφορικών συνθέσεων, όπου οι εκάστοτε λεπτομέρειες επινοούνται συνήθως για να εξυπηρετήσουν την αναγκαιότητα της στιγμής.

17. Το μοτίβο της Ανάληψης (ο ίδιος ο Ιησούς δίνει πρώτος το παράδειγμα και οι άγιοι του, μέσω της θείας χάρης, δύνανται να τον μιμούνται), ως συμβολική δομή, δεν είναι βέβαια χαρακτηριστικό μόνον του χριστιανικού μυστικισμού, αλλά στο επίπεδο όλων των μυθικών αναπαραστάσεων του κόσμου λειτουργεί στερεοτυπικά ως ένας παγκόσμιος και πανανθρώπινος συμβολισμός της ένωσης της ψυχής με το θείο (πρβλ. M. ELIADE, « Symbolisme et histoire », Images et symboles, Paris, 1952, σ. 232-233). Εντέλει, ο χριστιανισμός ‘μιλάει' την ίδια μυθολογική γλώσσα με όλες τις υπόλοιπες θρησκείες, ανεξαρτήτως γεωγραφικού μήκους και πλάτους. Κι αν ο προοδευτικός εκχριστιανισμός της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τον 4ο αι. και εξής κατέστη δυνατός, είναι επειδή ακριβώς η καινούργια θρησκεία (η κάθε καινούργια θρησκεία) δεν μιλούσε μιαν εντελώς καινούργια γλώσσα, αλλά επειδή, τόσο σε επίπεδο μορφής όσο και σε επίπεδο περιεχομένου, η συμβολιστική της έβρισκε απήχηση σε ένα συλλογικό ασυνείδητο που μέχρι τότε χρησιμοποιούσε απλώς μια διαφορετική ονοματοθεσία. Όσο και να επεξεργαστεί ή να προσδώσει νέες διαστάσεις σε ένα σύμβολο, μία δομική δηλαδή μυθολογική μονάδα, ένας πολιτισμός στηριγμένος σε μιαν μυθολογική οργάνωση της σκέψης δεν μπορεί να επινοήσει κάτι το εντελώς καινούργιο, μιαν εντελώς νέα δομή, για τον απλούστατο λόγο ότι αυτές στηρίζονται πάντα σε αρχέγονες, παντού κοινές ψυχολογικές διεργασίες και επεξεργασίες ανάλογων βιωμάτων μέσα στα δεδομένα κοινωνιών με ανάλογη υλική οργάνωση και βάση. Και δεν είναι περίεργο, σε ένα ανθρωπολογικό επίπεδο, που σε μιαν εποχή πριν την επινόηση της ατομικότητας οι διαφορετικές μυθολογικές γλώσσες βρίσκουν εύκολα ανταπόκριση στο συλλογικό ασυνείδητο διαφορετικών πληθυσμιακών μονάδων (βλέπε, για παράδειγμα, τον ταχύτατο εξισλαμισμό της Μέσης Ανατολής και της Β. Αφρικής στα τέλη του 7ου και τις αρχές του 8ου αι.), καθώς η μυθολογική οργάνωση της σκέψης κατανοεί και αναπαριστά τον κόσμο και τον άνθρωπο εντός του, πάντα με τους ίδιους, σταθερούς στερεοτυπικούς κώδικες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι κι ο Πλάτων, στο Φαίδρο, όταν θα θελήσει να αναπαραστήσει την ένωση της ψυχής με το θείο θα χρησιμοποιήσει τη μεταφορά της ψυχής ως άρματος με δύο φτερωτά άλογα που ίπταται στον υπερουράνιο θόλο (245C - 247C). Δεν θέλω να παρεξηγηθώ. Μ' αυτό δεν εννοώ ότι όλοι οι ειδωλολατρικοί πληθυσμοί του 4ου αι. είχαν διαβάσει Πλάτωνα και ότι συνεπώς μπορούσαν να αποκωδικοποιήσουν τον χριστιανικό συμβολισμό και να τον αποδεχτούνε πιο εύκολα. Εννοώ ακριβώς το αντίθετο. Ότι δηλαδή κι ο Πλάτων χρησιμοποίησε αυτήν ακριβώς τη μεταφορά επειδή γνώριζε ότι χρησιμοποιώντας την «ενυπάρχουσα», οικεία, δημιουργημένη από ένα αρχέγονο συλλογικό ασυνείδητο, μυθολογική γλώσσα, ο συμβολισμός της θα μπορούσε να αποκωδικοποιηθεί χωρίς δυσκολία. Εντέλει, η ιστορική εξέλιξη, τουλάχιστον μέχρι τον 15ο - 16ο αι., μπορεί να προσέδιδε διαρκώς νέες διαστάσεις, αλλά αυτές δεν κατέστρεφαν ποτέ την πυρηνική σημασία ενός μυθολογικού συμβόλου ως σημαντικής δομής.

18. Πρβλ., Γένεσις, ΧVIII,27

19. Σοφία Σειράχ, ΧΧ,30.

20. Πρβλ., Πράξεις Αποστόλων, ΙΧ,15

21. Εδώ πρέπει να σταθούμε οπωσδήποτε δύο λεπτομέρειες. Ουσιαστικά πρόκειται για μία λεπτομέρεια αλλά με δύο εκφάνσεις. Τον εντελώς ρεαλιστικό, δηλαδή, τρόπο που πραγματοποιείται η αφήγηση των γεγονότων. Ο ‘συγγραφέας' του έργου παρουσιάζει με εντελώς άδολο τρόπο, σαν κάτι το ολότελα φυσικό, αφενός το γεγονός ότι ένα καραβάνι χριστιανών προσκυνητών δέχεται εντελώς πρόθυμα να πάρει μαζί του μια πόρνη, που σκοπεύει να πληρώσει τους ναύλους σε ‘είδος', και αφετέρου το γεγονός ότι η γυναίκα παρουσιάζεται στην αυτοαναφορική της αφήγηση ως η απόλυτη βασίλισσα του καραβιού• έτσι, όσον αφορά τη δεύτερη παρατήρηση, βλέπουμε ότι ο συγγραφέας παρουσιάζει εδώ την ηρωίδα του να θυμάται το περιστατικό με μιαν, ‘απαγορευμένη' για αγία, γυναικεία ματαιοδοξία. Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό συμβάλλει ακόμα περισσότερο στην πειστική αναδημιουργία ενός ολοζώντανου ψυχογραφικού πορτρέτου, ή μάλλον συνιστά το επιστέγασμα μιας εντυπωσιακής, εκ μέρους του συγγραφέα, είναι αλήθεια, απόπειρας εξατομικευμένου γυναικείου ψυχογραφήματος. Και μάλιστα σε μια εποχή πριν την ανακάλυψη της ατομικότητας. Έτσι, το απόσπασμα ξεχειλίζει από ζωή και από ζωική ορμή χωρίς διάθεση να αποσιωπηθεί τίποτα ή να εξωραϊστεί κάτι .