Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 12

Ο Άγγελος του Παράξενου Μέρος Ζ'

του Ζ.Δ. Αϊναλή

    Edgar Allan Poe
(1809-1849)
Ο Άγγελος του Παράξενου

    Δίχως να απελπίζομαι, λοιπόν, άρχισα να πολιορκώ μια λιγότερο άτεγκτη καρδιά. Οι οιωνοί ήταν πάλι ευνοϊκοί για κάποιο διάστημα. Αλλά σύντομα ένα νέο, ολωσδιόλου τετριμμένο ατύχημα, έλαβε χώρα. Συναντώντας, λοιπόν, την καλή μου τυχαία σε μια λεωφόρο κατάμεστη από όλη την καλή κοινωνία της πόλης, και καθώς έσπευσα να την χαιρετίσω με μια από τις καλύτερα υπολογισμένες υποκλίσεις μου, ένα μικροσκοπικό κομματάκι από κάποια άγνωστη ύλη είπε να μετοικήσει στη γωνία του οφθαλμού μου, καθιστώντας με για μια στιγμή εντελώς τυφλό. Δεν πρόλαβα να ανακτήσω την όραση μου και η κυρά των στοχασμών μου είχε γίνει καπνός… προφανώς κατάκαρδα πληγωμένη από το γεγονός ότι σκόπιμα – όπως επέλεξε να το ερμηνεύσει – την ‘κουτούλησα’ σχεδόν στο δρόμο χωρίς να την χαιρετήσω. Ενώ λοιπόν στεκόμουν αποσβολωμένος ακόμα από το αναπάντεχο του ατυχήματος (το οποίο σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να έχει συμβεί σε οποιονδήποτε άνθρωπο υπό τον ήλιο), κι ενώ συνέχιζα να βαδίζω αβέβαια καθώς η όραση μου δεν είχε εντελώς επιστρέψει, βλέπω να με πλησιάζει ο Άγγελος του Παράξενου, ο οποίος μάλιστα προσφέρθηκε να με βοηθήσει με μια ευγένεια την οποία δεν περίμενα καθόλου. Αφού εξέτασε το ταλαίπωρο το μάτι μου με περισσή αβρότητα και δεξιοτεχνία και αφού με ενημέρωσε ότι με είχε στραβώσει μια σταγόνα (σταγόνα τίνος ακριβώς πράγματος δεν διευκρίνισε), την έβγαλε και με ανακούφισε ιδιαζόντως.

    Τότε ήταν που σκέφτηκα να πεθάνω (αφού η τύχη είχε βαλθεί τόσο άδικα να με καταδιώκει) και τράβηξα για το πλησιέστερο ποτάμι. Εκεί, βγάζοντας τα ρούχα μου (γιατί δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος για να μην πεθάνει κανείς γυμνός όπως γεννήθηκε) βούτηξα χωρίς να το πολυσκεφτώ στο ρέμα. Ο μοναδικός μάρτυρας της μοίρας μου ήταν ένα μοναχικό κοράκι που ήταν απασχολημένο να τσιμπολογά τα καλαμπόκια και που γι αυτό το λόγο είχε ξεμακρύνει απ’ τους συντρόφους του. Δεν είχα προλάβει να μπω στο νερό όταν το κοράκι βούτηξε φτεροκοπώντας στα παρατημένα ρούχα μου κι αρπάζοντας το πιο απαραίτητο εξ αυτών πήρε να πετά μακριά. Αναβάλλοντας, λοιπόν, για την ώρα, τα αυτοκτονικά μου σχέδια, τύλιξα όπως-όπως τα ποδάρια μου με τα μανίκια του παλτού μου και πήρα να καταδιώκω τον φτερωτό κατεργάρη με όση σβελτάδα απαιτούσε η κατάσταση και οι περιστάσεις μου επέτρεπαν. Αλλά η κακή μου τύχη δεν έλεγε να τελειώσει. Τρέχοντας όσο γρηγορότερα γινόταν, με τη μύτη μου καρφωμένη στον ουρανό και προσηλωμένος αποκλειστικά στο δολερό καταχραστή της περιουσίας μου, αντιλήφθηκα ξαφνικά πως τα πόδια μου δεν πατούσαν πια σε γη στερεή. Είχα βουτήξει σ’ έναν γκρεμό και θα είχα σίγουρα γίνει κομμάτια αν για καλή μου τύχη (έτσι για αλλαγή) δεν έσπευδα να γραπώσω την ουρά του μακριού σκοινιού ενός διερχόμενου αερόστατου.   

    Μόλις ανέκτησα σε τέτοιο βαθμό την ψυχραιμία μου ώστε να αντιληφθώ σε όλη του την έκταση το φρικτό δίλημμα στο οποίο βρισκόμουν -ή για την ακρίβεια απ’ το οποίο κρεμόμουν- άρχισα, παραμερίζοντας για την ώρα την αιδημοσύνη μου, να φωνάζω με όλη μου την δύναμη ούτως ώστε να με αντιληφθεί ο τολμηρός πλοηγός του αερόστατου. Αλλά για ένα διόλου ευκαταφρόνητο διάστημα φώναζα εις μάτην. Είτε δεν μπορούσε -ο ηλίθιος-, είτε δεν καταδεχόταν -ο αχρείος- να με ακούσει. Εν τω μεταξύ το αερόστατο όλο και πιο ψηλά ανέβαινε κι εγώ όλο και πιο πολύ εξαντλούμουν. Είχα φτάσει μάλιστα μέχρι του σημείου να σκέφτομαι ν’ αφήσω απλά το σκοινί και να εγκαταλειφθώ στη μοίρα μου, βουλιάζοντας αργά στη μαύρη θάλασσα που εκτεινόταν παντού κάτω απ’ τα πόδια μου, όταν άκουσα μια υπόκωφη φωνή από πάνω μου να σιγοσφυρίζει την άρια κάποιας οπερέτας. Σηκώνοντας τα μάτια μου προς τα πάνω αντιλήφθηκα τον Άγγελο του Παράξενου. Είχε ακουμπήσει τα χέρια του στον κλωβό του αερόστατου και, ξεφυσώντας την πίπα του νωχελικά, φαινόταν να βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τον εαυτό του και το σύμπαν. Όσο για μένα ήμουνα τόσο εξαντλημένος για να μιλήσω που περιορίσθηκα να τον κοιτάω ικετευτικά.

    Για λίγα λεπτά, παρόλο που με κοιτούσε κατά πρόσωπο, δεν έβγαζε κουβέντα. Τέλος, απομακρύνοντας την πίπα από το στόμα του, καταδέχτηκε να μιλήσει.
«Και μπιος είζαι ζυ» είπε «και ντι στο γκαλό γκυρεύεις εντό πάνω;»
Σ’ αυτό το μοναδικό δείγμα αδιαντροπιάς, σκληρότητας και επιτήδευσης το μόνο που μπόρεσα να αρθρώσω ήταν ένα ολιγοσύλλαβο «Βοήθεια!»
«Βοίντια;» επανέλαβε ο αλιτήριος – «όκι εγκό. Να ντο μπουγκάλι, μπάρε και πιεζ»
Και μ’ αυτά τα λόγια άφησε να πέσει ένα βαρύ μπουκάλι Kirschenwasser, το οποίο, πέφτοντας ακριβώς στην κορυφή του κρανίου μου, με υποχρέωσε για μια στιγμή να φανταστώ πως άνοιγε στα δύο και χυνόταν όπως-όπως έξω ο εγκέφαλος. Μ’ αυτήν την εικόνα στο μυαλό μου, κι ενώ σκεφτόμουν να απαλλαχτώ μια και καλή από το πλάσμα, ν’ αφήσω τα χέρια μου και να εγκαταλειφθώ στην τύχη μου, τότε ακριβώς συνελήφθην επ’ αυτοφώρω από ένα ουρλιαχτό του Αγγέλου που με διέταξε να μην τολμήσω ν’ αφήσω τα χέρια μου.
«Αλτ!» φώναξε• « μη βιάζεζαι τόζο – μη. Να ζου ρίξω και ντο άλλο μπουκάλι ή ήρντεζ μπια ζντα ζύγκαλα ζου;»
Εγώ ένευσα με το κεφάλι νικημένος.
« Και με μπιζντεύεις ντώρα που είμαι ο Άγγελοζ ντου Μπαράξενου;»
Ένευσα ξανά.
«Και θα παραντεκτείζ που είζαι μετύστακαζ και βλάκαζ;
Ένευσα ακόμα μια φορά.
« Βάλε ντόντε το δεξί ζου χέρι ζτη κωλότζεμπη ζου ζαν δείγμα υποταγήζ ζτον Άγγελο ντου Μπαράξενου».
Εγώ απ’ τη μεριά μου, για εντελώς προφανείς λόγους, το βρήκα εντελώς αδύνατον να εκτελέσω αυτήν την καινούργια εντολή. Κατά πρώτον, το αριστερό μου χέρι ήταν σπασμένο από την πτώση απ’ την σκάλα και, συνεπώς, αν άφηνα το αριστερό μου χέρι θα βούλιαζα σούμπιτος στα τάρταρα. Κατά δεύτερον, δεν θα μπορούσα να έχω κωλότσεπη εφόσον το κοράκι είχε αποφασίσει να μου βουτήξει το παντελόνι. Ήμουν, ως εκ τούτου, υποχρεωμένος, προς μεγάλη μου λύπη, να νεύσω με το κεφάλι μου αρνητικά, σκοπεύοντας με αυτόν τον τρόπο, να δώσω στον Άγγελο να καταλάβει ότι το έβρισκα κομματάκι άβολο, στην παρούσα κατάσταση, να υλοποιήσω την κατά τ’ άλλα ολωσδιόλου λογική εντολή του! Δεν είχα προλάβει καλά-καλά να νεύσω όταν
«Πήγκαινε ντότε στον αγκύριστο» βρυχήθηκε ο Άγγελος του Παράξενου.

    Δεν πρόλαβε να προφέρει αυτά τα λόγια και βγάζει ένα κοφτερό μαχαίρι κι αρχίζει να πριονίζει το σκοινί απ’ το οποίο κρεμόμουν• και καθώς τύχαινε να βρισκόμαστε ακριβώς πάνω από το σπίτι μου (το οποίο κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεων μου είχε χτιστεί απ’ την αρχή), βρέθηκα να πέφτω και να κατρακυλώ με το κεφάλι μέσα στην καμινάδα και να προσγειώνομαι ανώμαλα στο τζάκι του καθιστικού μου.

    Μόλις ανάκτησα τις αισθήσεις μου (διότι από την πτώση είχα προσώρας λιποθυμήσει), διαπίστωσα πως ήταν τέσσερις το πρωί. Κειτόμουν φαρδύς-πλατύς εκεί όπου είχα πέσει από το αερόστατο. Το κεφάλι μου στις στάχτες μια σβησμένης φωτιάς, τα πόδια μου σ’ ένα μικρό τραπεζάκι αναποδογυρισμένο, ανάμεσα στα υπολείμματα ενός ανομοιογενούς επιδορπίου, εφημερίδων, σπασμένων ποτηριών και μπουκαλιών και μια άδεια καράφα  Kirschenwasser. Έτσι, λοιπόν, με εκδικήθηκε ο Άγγελος του Παράξενου.