Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 9

Ο Άγγελος του Παράξενου Μέρος Ε'

του Ζ.Δ. Αϊναλή

Edgar Allan Poe
(1809-1849)Ο Άγγελος του Παράξενου
(1844)

Μέρος Α΄

Ήταν ένα ψυχρό απόβραδο του Νοέμβρη. Είχα μόλις τελειώσει ένα ασυνήθιστα χορταστικό δείπνο (στο οποίο η κακοχώνευτη τρούφα αναμφίβολα δεν αποτελούσε το σημαντικότερο μέρος), και καθόμουν μονάχος μου στην τραπεζαρία, με τα πόδια πλάι στην ξυλόσομπα, και τον αγκώνα ακουμπισμένο σ’ ένα μικρό τραπεζάκι, το οποίο είχα σύρει κοντά στη φωτιά, και στο οποίο είχα επιμελώς τοποθετήσει τις προφάσεις ενός απολαυστικού επιδορπίου, αποτελούμενου κυρίως από μπουκάλια κρασιού, λικέρ και ποικίλων άλλων αλκοολούχων. Είχα περάσει το πρωινό μου διαβάζοντας τον «Λεωνίδα» του Glover(1), την «Επιγονιάδα» του Wilkie(2), το «Προσκύνημα» του Lamartine(3), την «Κολουμπιάδα» του Barlow(4), την «Σικελία» του Tuckerman(5), και  τα «Παράδοξα» του Griswold(6), και οφείλω να ομολογήσω πως είχα αρχίσει να αισθάνομαι κάπως ηλίθιος. Προσπαθώντας να συνέλθω άρχισα να κατεβάζω, ολοένα συχνότερα, γενναίες γουλιές γαλλικού κρασιού, αλλά αποτυγχάνοντας ολωσδιόλου άνοιξα μες στην απελπισία μου κάποια εφημερίδα στην τύχη. Έχοντας προσεκτικά μελετήσει απ’ άκρη σ’ άκρη τη στήλη με τα «Ενοικιαζόμενα» και τη στήλη των «Απολεσθέντων σκύλων» και εν συνεχεία τις δύο στήλες των «Φυγάδων νοικοκυρών», επιτέθηκα με μεγάλη αποφασιστικότητα και θάρρος στο κείμενο της σύνταξης και αφού το διάβασα απ’ αρχής μέχρι τέλους χωρίς να καταλαβαίνω γρι, κι αρχίζοντας να υποπτεύομαι στα σοβαρά πως ο συντάκτης του ήταν μάλλον κινέζος, πήρα να το ξαναδιαβάζω απ’ την αρχή, χωρίς όμως και πάλι κάποιο ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Εκεί που ήμουν, λοιπόν, έτοιμος να πετάξω από τα χέρια μου με αηδία την κωλοφυλλάδα, “τούτη τη χαρωπή δουλειά που μήτε και οι κριτικοί δεν τολμούν να κριτικάρουν”, η προσοχή μου κεντρίστηκε κάπως από την παρακάτω παράγραφο:

« Παράξενοι και πολυάριθμοι, αλήθεια, οι λεωφόροι του θανάτου. Μία λονδρέζικη εφημερίδα αναφέρει την αποδημία ενός προσώπου από μία μοναδική τω όντι αιτία. Έπαιζε, λοιπόν, εκείνο το παιχνίδι γνωστό κι ως “puff the dart”, το οποίο παίζεται με μία μακριά βελόνα περασμένη σε μια μπάλα μαλλιού, την οποία ρίχνεις στον αντίπαλο μέσω ενός λεπτού σωλήνα. Τοποθέτησε, λοιπόν, ο περί ου ο λόγος κύριος την βελόνα στο λάθος μέρος του σωλήνα και παίρνοντας βαθιά ανάσα, προκειμένου να στείλει τη μπάλα του μαλλιού στην άλλη πλευρά του σωλήνα, κατάπιε την βελόνα. Η βελόνα μπήκε στα πνευμόνια του και μετά το πέρας μερικών ημερών βρέθηκε, ο άτυχος, νεκρός. »   

    Δεν ξέρω γιατί, αλλά διαβάζοντας το παραπάνω απόσπασμα εξοργίστηκα πραγματικά! «Η ιστορία αυτή», αναφώνησα μόνος μου, «είν’ ένα αδιάντροπο ψέμα, μία φτηνή απάτη, το κατακάθι της κατώτατης υποστάθμης της πιο ανόητης επινόησης ενός αξιοθρήνητου γραφιά, ενός φουκαρά παραμυθά που περνά την ώρα του επινοώντας περιστατικά στην Κοκέϊν(7)  του. Οι καλοθελητάδες αυτοί, γνωρίζοντας καλά την αδιανόητη ευπιστία που επιδεικνύουν οι άνθρωποι της εποχής μας, βάζουνε το μυαλό τους να επινοήσει απίθανες πιθανότητες, ‘παράξενα περιστατικά’ όπως τ’ αποκαλούν οι ίδιοι. Αλλά σε μια διανοητική φύση (όπως η δική μου», πρόσθεσα σε παρένθεση, δείχνοντας ασυνείδητα με το δείκτη μου τη μύτη μου), «σε έναν στοχαστικό νου, όπως αυτόν τον οποίο εγώ ο ίδιος διαθέτω, δεν μπορεί παρά να είναι προφανές ότι η αξιοθαύμαστη αύξηση αυτών των ‘παράξενων περιστατικών’ είναι μακράν το πιο παράξενο απ’ όλα όσα περιστατικά έχουν κατά καιρούς εκείνοι περιγράψει. Όσο για μένα, ειλικρινά, σκοπεύω να μην δώσω στο εξής την παραμικρή σημασία σε οτιδήποτε ο κάθε τυχάρπαστος χαρακτηρίζει ως ‘μοναδικό’».    

    «Mein Gott, ντότε, ντι μπλάκαζ που θα φανείζ γι αυντό!», απάντησε από το πουθενά μια από τις πιο παράξενες φωνές που είχα ακούσει ποτέ στην ζωή μου. Στην αρχή το πέρασα για ένα απλό βουητό στ’ αυτιά μου – όπως συχνά συμβαίνει όταν κάποιος μεθάει πολύ – αλλά, μετά από δεύτερη σκέψη, μου θύμισε περισσότερο τον ήχο που βγάζει ένα άδειο βαρέλι σαν το χτυπήσεις με μια βέργα. Και πράγματι αυτό θα πίστευα πως ήταν αν δεν είχα ακούσει την άρθρωση συλλαβών και λέξεων. Δεν θεωρώ πως είμαι εκ φύσεως ιδιαίτερα νευρικός, και τα λίγα παραπάνω ποτηράκια κρασιού που είχα κατεβάσει όσο να ‘ναι με είχαν επηρεάσει, οπότε χωρίς κάποια ιδιαίτερη ταραχή σήκωσα βαριεστημένα τα μάτια μου και κοίταξα ένα γύρω στο δωμάτιο αναζητώντας τον εισβολέα. Παρόλα αυτά δεν μπορούσα να αντιληφθώ απολύτως κανέναν.

    «Χμ!», συνέχισε η φωνή όσο συνέχιζα να επισκοπώ το δωμάτιο με το βλέμμα « εζύ μπρέμπει να είζαι ντόσο μεθυσμένο σα ντο γουρούνι, ντότε, για να μη με μπλέμπεις έτσι όμπωζ κάθομαι ντίμπλα σου».

    Τότε μόνο μου ήρθε να κοιτάξω ακριβώς μπροστά απ’ τη μύτη μου, και εκεί, τόσο σίγουρα όπως σας βλέπω και με βλέπετε, καθόταν στο τραπέζι και με κοιτούσε ένα απερίγραπτο, αν και όχι ολωσδιόλου μη-χαρακτηρίσιμο, πλάσμα. Το κορμί του έμοιαζε με ολοστρόγγυλο φλασκί, ή με βαρελάκι για ρούμι, ή κάτι τέτοιο εν πάση περιπτώσει, και η όλη εντύπωση μου θύμιζε πραγματικά τον Φάλσταφ(8). Αντί για άλλου είδους άκρα είχε δύο βαρελάκια που έπαιζαν, φαίνεται, το ρόλο των ποδιών. Κι αντί για χέρια προεξείχαν απ’ τον κορμό του δυο μακριές μποτίλιες με τους λαιμούς στραμμένους προς τα έξω. Το μόνο κεφάλι που έβλεπα να διαθέτει το απόκοσμο αυτό πλάσμα έμοιαζε μ’ εκείνες τις καραβάνες του Έσσιαν(9), που θυμίζουν τεράστιες μεταλλικές ταμπακέρες με μια τρύπα στη μέση. Η καραβάνα αυτή (με ένα χωνί στην κορυφή της, σαν τα πηλίκια του ιππικού που φτάνουν μέχρι τα μάτια) είχε τοποθετηθεί στην άκρη του βαρελιού, με την τρύπα στραμμένη προς το μέρος μου• κι από την τρύπα αυτή, που έμοιαζε τόσο σουφρωμένη όσο και το στόμα μιας γηραιάς δεσποινίδος που τυχαίνει να γνωρίζω, το πλάσμα έβγαζε πνιχτούς κι ακατανόητους ήχους το οποίο το ίδιο προφανώς θεωρούσε ως καταληπτή ομιλία.    

     «Λέω», είπε, «μπρέμπει να είζαι μετυζμένο σα το γκουρούνι γκια να μην νε μπλέμπεις εντώ• και λέω ακόμα πωζ τα είζαι ακόμα μπιο ηλίτιος κι αμπό τη χήνα για να ντισπιστείς έτζι.»
«Ποιος είσαι, λοιπόν, λέγε», είπα με όση περισσότερη αξιοπρέπεια μπορούσα, αν και οφείλω να ομολογήσω πως ήμουν κάπως αμήχανος. «Πως μπήκες εδώ; Και για τι πράγμα μιλάς;»
«Όζο για το μπως μπήκα εντώ» απάντησε το πλάσμα, « αυντό ντεν είναι ντουλειά σου• κι όζο γκια το ντι λέω ντεν τα σου ντώσω λογκαριαζμό• κι όζο γκια ντο ποιοζ είμαι αυτόζ ακριβώζ είναι ο λόγκος γκια τον οποίον βρίζκομαι εντώ κι όσο γκι αυντό μπρέμπει να το ανακαλύψειζ μόνοζ σου»
«Είσαι ένας μεθυσμένος απατεώνας» απάντησα εγώ, «αυτό τουλάχιστον είναι προφανές και θα χτυπήσω το κουδούνι να έρθει ο υπηρέτης μου να σε πετάξει έξω με τις κλωτσιές».
«Χε! Χε! Χε!» κάγχασε το πλάσμα, «Χου! Χου! Χου! Ντεν μπορείζ να ντο κάνειζ αυντό!»
«Δεν μπορώ να το κάνω;» είπα εγώ, «Τι εννοείς; Γιατί δεν μπορώ να το κάνω;»
«Γκντύπα το γκουντούνι!» απάντησε το πλάσμα επιχειρώντας να χαμογελάσει με το μικρό, τερατώδες στόμα του.    

    Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του κι εγώ έκανα μια προσπάθεια να ανασηκωθώ, προκειμένου να υλοποιήσω την απειλή μου, αλλά ο καργιόλης αμέσως έσκυψε εντελώς σκόπιμα, και μ’ εκπληκτική ταχύτητα, προς το μέρος μου, χτυπώντας με στο μέτωπο με το λαιμό ενός εκ των μακρόστενων μπουκαλιών του και πετώντας με πίσω στην καρέκλα απ’ την οποία δεν είχα προλάβει καν να σηκωθώ. Είχα μείνει αποσβολωμένος! Και για μια στιγμή τα έχασα και δεν ήξερα τι να κάνω. Εν τω μεταξύ, εκείνος συνέχισε να μιλά!
«Μπλέμπεις», είπε, «είναι γκαλύντερο για σένα να μείνειζ ακίνητοζ• και ντώρα τα σου πω ποιοζ είμαι. Κοίτα με! Κοίτα! Είμαι ο Άγγελοζ ντου Μπαράξενου».    

Σημειώσεις :

(1)Richard Glover (1712 – 1785): Άγγλος ποιητής. Το 1737 δημοσίευσε μία επική σύνθεση, τον Λεωνίδα, με θέμα την ιδέα της ελευθερίας. Καθώς είχε άμεση σχέση με την πολιτική του καιρού του, και καθώς ο πρίγκηψ της Ουαλίας, Φρειδερίκος και η αυλή του το συνιστούσαν θερμά ως εξαίρετο ανάγνωσμα, γρήγορα το έργο γνώρισε απροσδόκητη δημοτικότητα και αναδημοσιεύτηκε πολυάριθμες φορές.
(2)William Wilkie (1721–1772): Σκωτσέζος ποιητής. Το 1757 δημοσίευσε την Επιγονιάδα του, που πραγματευόταν την τύχη των Επιγόνων των Επτά επί Θήβας.
(3)Alphonse de Lamartine (1790 –1869): Θεωρείται από τους σημαντικότερους Γάλλους ρομαντικούς ποιητές. Γεννήθηκε στην Mâcon και πέθανε στο Παρίσι. Έλαβε ενεργό δράση στα πολιτικά τεκταινόμενα του καιρού του και συνέγραψε εκτός από ποιητικά και μία πληθώρα άλλων, κυρίως ιστορικών, βιβλίων. Ο Βίος του Μωάμεθ που εξέδωσε το 1854 του χάρισε πανευρωπαϊκή φήμη. Το Le dernier chant du pèlerinage d'Harold, που διαβάζει εδώ ο αφηγητής, εκδόθηκε το 1825.
(4)Joel Barlow (1755 – 1812): Αμερικανός ποιητής και διπλωμάτης. Γεννήθηκε στο Connecticut. Πήρε μέρος στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (1775 – 1783). Το 1781 δημοσίευσε την Κολουμπιάδα του, επική σύνθεση αποτελούμενη από 10 Άσματα.
(5)Henry Theodore Tuckerman (1813 – 1871): Αμερικάνος συγγραφέας, δοκιμιογράφος και κριτικός. Γεννήθηκε στη Βοστόνη. Ταξίδεψε πολύ στην Ιταλία και τις εμπειρίες του τις αποτύπωσε σε μια πλειάδα βιβλίων, μεταξύ των οποίων τα πιο γνωστά είναι το The Italian Sketch-book (1835) και το Isabel, or Sicily: A Pilgrimage (1839).
(6)Samuel Griswold Goodrich (1793 – 1860): Αμερικάνος συγγραφέας, γνωστός κυρίως με το ψευδώνυμο Peter Parley. Το Curiosities Of Human Nature εκδόθηκε πρώτη φορά το 1843 στη Βοστόνη.
(7)Cocaigne: Οι Νορμανδοί αποκαλούσαν το Λονδίνο, επηρεασμένοι ίσως από τους Γάλλους, ως «Land of Sugar Cake» (στα αρχαία γαλλικά: pais de cocaigne, που δηλώνει έναν φανταστικό τόπο απραξίας και χλιδής).  Έκτοτε, το Cocaigne παρέμεινε ένα χιουμοριστικό – και μειωτικό – συνώνυμο του Λονδίνου και των προαστίων του και κατά καιρούς γνώρισε διάφορες γραφές και προφορές: Cocagne, Cockayne, και στα μεσαιωνικά αγγλικά, Cocknay and Cockney.
(8)Falstaff: Χοντρός, συμβατικός και απατεωνίσκος χαρακτήρας του Shakespeare• εμφανίζεται στο Merry Wives of Windsor και στον Henry IV.
(9)Hessian: Θρυλικός γερμανός μισθοφόρος που υπηρέτησε στις τάξεις του βρετανικού στρατού κατά τη διάρκεια της Αμερικάνικης Επανάστασης.