Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 8

Ο Άγγελος του Παράξενου Μέρος Δ'

του Ζ.Δ. Αϊναλή

M. R. James
(1862 – 1936)Ο θησαυρός του Abbot Thomas
(1904)

Μέρος Γ’

Με την πρώτη ευκαιρία ο Brown κι εγώ αρχίσαμε να εξερευνούμε το μέρος. Εγώ φυσικά είχα παρουσιαστεί ως ένας απλός αρχαιοδίφης που δεν ενδιαφερόταν παρά για τα ερείπια του αβαείου, και ως εκ τούτου δεν μπορούσαμε να γλιτώσουμε, βέβαια, την απαραίτητη επίσκεψη στην εκκλησία, μολονότι εγώ τουλάχιστον λαχταρούσα να βρεθώ το ταχύτερο κάπου αλλού. Παρόλα αυτά οφείλω να ομολογήσω πως δεν με άφηνε τελείως αδιάφορο η ιδέα να δω τα παράθυρα όπου βρισκόταν αρχικά τα βιτρώ, και ιδίως αυτά στην ανατολική και την νότια πτέρυγα. Στο απατηλό φως κάποιου εξ αυτών αντίκρισα ένα βιτρώ που παρέμενε στη θέση του και απεικόνιζε τον ίδιο τον Abbot Thomas καθώς και μία μικροσκοπική φιγούρα που κρατούσε μια περγαμηνή η οποία έγραφε «Oculos habent, et non videbunt»(1), φράση που θεώρησα φυσικά μια νύξη του Αββά στους Κανόνες του.

Ο κύριος σκοπός, όμως, ήταν να εντοπίσουμε που βρισκόταν η κατοικία του Αββά. Απ’ όσο γνωρίζω ποτέ δεν ήταν προσχεδιασμένο και ορισμένο εκ των προτέρων το που ακριβώς θα βρίσκεται η κατοικία του πρεσβύτερου μέσα στο μοναστηριακό σύμπλεγμα, αλλά συνήθως, και για καθαρά πρακτικούς λόγους, βρισκόταν, όπως ακριβώς και η Τράπεζα, στην ανατολική πλευρά του μοναστηριού ή επικοινωνούσε, όπως ακριβώς και οι Κοιτώνες, με κάποια από τις πτέρυγες της εκκλησίας. Θεώρησα, όμως, ότι αν έκανα υπερβολικά πολλές ερωτήσεις ενδεχομένως και να ήγειρα τις υποψίες των ντόπιων και να ξυπνούσα τις παμπάλαιες αναμνήσεις τις σχετικές με τον θησαυρό, οπότε και αποφάσισα να δοκιμάσω να την αναζητήσω μόνος μου με μόνο οδηγό την τύχη μου. Αποδείχτηκε τελικά πως δεν ήταν μια ιδιαίτερα μακρά η δύσκολη αναζήτηση. Αυτός ο ανοιχτός χώρος ο περιτριγυρισμένο από τρεις τοίχους νοτιοανατολικά της εκκλησίας, με τις πεσμένες κολόνες και το χορταριασμένο πλακόστρωτο, που είδες σήμερα το πρωί, αρχικά ήταν η κατοικία του Αββά. Η χαρά που συνόδευσε την ανακάλυψη αυτή έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν συνειδητοποίησα αφενός πως εδώ και καιρό το μέρος αυτό δεν χρησιμοποιούταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο είτε από την εκκλησία είτε από τους χωρικούς, και αφετέρου πως βρισκόταν αρκετά κοντά στο πανδοχείο όπου είχαμε καταλύσει. Επίσης, ήταν απόμερο και ικανοποιητικά απομακρυσμένο από κάθε κατοικημένο κτίριο• γύρω-γύρω, στις πλαγιές ανατολικά της εκκλησίας, δεν υπήρχαν παρά μπαξέδες και στάβλοι. Σου ορκίζομαι πως στο υπέροχο απογευματάκι της Πέμπτης εκείνης όλος ο τόπος λαμποκοπούσε μέσα στο κάπως υδαρές κιτρινωπό ηλιοβασίλεμα.

Έπειτα ήταν το πηγάδι. Όπως θα μπόρεσες ενδεχομένως να παρατηρήσεις πρόκειται για μια κατασκευή πραγματικά αξιοθαύμαστη. Το φιλιατρό είναι από ιταλικό μάρμαρο και τα χαρακτικά που το κοσμούν είναι επίσης, νομίζω, ιταλικά. Υπήρχαν ανάγλυφα που απεικόνιζαν, όπως ίσως να θυμάσαι, τον Ελιάζαρ και τη Ρεβέκκα, τον Ιακώβ να ανοίγει το πηγάδι για τη Ραχήλ, και άλλες αντίστοιχης θεματικής παραστάσεις. Παρόλα αυτά πουθενά στο πηγάδι δεν υπήρχε κάποια από τις γνωστές, κυνικές και υπαινικτικές, επιγραφές του Αββά.

Εξέτασα, που λες, την όλη κατασκευή με το πιο έντονο ενδιαφέρον. Το σύμπλεγμα, εκτός από το ίδιο το πηγάδι, αποτελούταν από μια τετραγωνισμένη βάση, με ένα άνοιγμα στην μία πλευρά, μία αψίδα που το σκέπαζε – ο τροχός για το σκοινί κρεμόταν από κει – η οποία βρισκόταν σε πολύ καλή κατάσταση, παρόλο που είχε πάψει να χρησιμοποιείται τα τελευταία εξήντα περίπου χρόνια. Έπειτα υπήρχε το ζήτημα του βάθους και της πρόσβασης στο εσωτερικό. Υπολόγισα ότι το βάθος ήταν εξήντα με εβδομήντα πάνω-κάτω πόδια. Όσο για το δεύτερο ζήτημα ήταν προφανές ότι ο Αββάς είχε κάνει ότι περνούσε από το χέρι του για να οδηγήσει τους επίδοξους θηρευτές του χαμένου θησαυρού ίσαμε το κατώφλι του θησαυροφυλακίου του, διότι, όπως προφανώς παρατήρησες κι ο ίδιος, υπήρχαν προσεχτικά τοποθετημένες μεγάλες πέτρες στο εσωτερικό της λιθοδομής, οι οποίες σχηματίζοντας σχεδόν κανονική σκάλα, έτσι όπως είχαν τοποθετηθεί περιμετρικά στο εσωτερικό του πηγαδιού, οδηγούσανε κατευθείαν στον πάτο.

Έμοιαζε σχεδόν υπερβολικά εύκολο για να είναι αληθινό. Αναρωτήθηκα μήπως υπήρχε κάποιου είδους παγίδα• μήπως οι πέτρες ήταν φαγωμένες ή με τέτοιο τρόπο τοποθετημένες ώστε να υποχωρήσουν με το παραμικρό βάρος που θα τοποθετούνταν πάνω τους. Δοκίμασα λοιπόν αρκετές φορές είτε με ένα ραβδί είτε πατώντας ο ίδιος πάνω τους την αντοχή τους και διαπίστωσα πως ήταν εντελώς στέρεες. Τελικά κατέληξα στο ότι ο Brown κι εγώ μπορούσαμε να προβούμε σε ένα κάπως πιο τολμηρό πείραμα το ίδιο εκείνο βράδυ.

Ήμουν καλά προετοιμασμένος. Γνωρίζοντας ότι το κυνήγι του θησαυρού περιελάμβανε την κατάβαση σε ένα πηγάδι είχα φέρει μαζί μου πολλά μέτρα καλό σκοινί και ταινίες χοντρού υφάσματος, για να δεθώ μ’ αυτές, και ράβδους για να κρατιέμαι καθώς και δάδες και κεριά και λοστούς – ό,τι εν πάση περιπτώσει θα μπορούσε να χωρέσει σε μια μεγάλη σάκα χωρίς να προκαλέσει υποψίες. Αφού σιγουρεύτηκα ότι το σκοινί θα επαρκούσε και ότι το τροχός για τον κουβά ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση, ώστε να κατεβάσει ένα αρκετά βαρύ σώμα, τα μαζέψαμε όλα και γυρίσαμε στο πανδοχείο για να δειπνήσουμε.

Κατά τη διάρκεια του δείπνου είχα μια προσεκτική συζήτηση με τον πανδοχέα και φρόντισα να σιγουρευτώ ότι δεν θα παραξενευόταν ιδιαίτερα αν έβγαινα έξω για ένα περίπατο με τον υπηρέτη μου κατά τις εννέα προκειμένου (συγχώρα με Θεέ μου!) να σχεδιάσω το αβαείο υπό το σεληνόφως. Δεν είχα κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή καμιά ερώτηση σχετικά με το πηγάδι και δεν σκόπευα να κάνω βέβαια τώρα. Φανταζόμουν, άλλωστε, ότι γνώριζα ήδη γι αυτό όσα και οποιοσδήποτε άλλος στο Steinfeld – και σε κάθε περίπτωση δεν θέλω να ξέρω τίποτα περισσότερο πια.

Και όπως καταλαβαίνεις φτάσαμε και στο κρίσιμο σημείο – και μολονότι που ανατριχιάζω και μόνο που το σκέφτομαι και τρέμω να το ανακαλέσω στη μνήμη μου – καλέ μου Gregory, είμαι σίγουρος πως θα ήταν καλύτερο για μένα να αφηγηθώ τα περιστατικά όπως ακριβώς έγιναν. Ξεκινήσαμε, που λες, ο Brown κι εγώ, κατά τις εννέα με τη σάκα μας και χωρίς να κινήσουμε την παραμικρή υποψία φτάσαμε στον προορισμό μας. Κι αυτό διότι καταφέραμε να γλιστρήσουμε ανενόχλητοι μέχρι την πίσω εσωτερική αυλή του πανδοχείου κι από κει σ’ έναν στενό δρομίσκο που μας έβγαλε σχεδόν ίσαμε το τέρμα του χωριού. Μέσα σε πέντε λεπτά ήμασταν στο πηγάδι και καθίσαμε μερικά λεπτά χωρίς να κάνουμε τίποτα το ιδιαίτερο, προκειμένου να βεβαιωθούμε πως ήμασταν ολομόναχοι και πως κανένα αδιάκριτο μάτι δεν μας κατασκόπευε. Το μόνο που ακούσαμε ήταν μερικά άλογα να σκάβουν το χώμα με τις οπλές τους κάπου μακριά στους πρόποδες του ανατολικού λόφου. Τα είχαμε, λοιπόν, καταφέρει να περάσουμε τελείως απαρατήρητοι και είχαμε ένα λαμπρό φως να μας φωτίζει χάρη στην πανσέληνο, οπότε βαλθήκαμε να δένουμε με προσοχή το σκοινί στον τροχό. Εν συνεχεία ασφάλισα τις υφασμάτινες ταινίες γύρω απ’ το κορμί μου κάτω απ’ τις μασχάλες. Έπειτα δέσαμε το σκοινί πολύ σφιχτά σε έναν κρίκο στην λιθοδομή. Ο Brown πήρε μια δάδα και με ακολούθησε• εγώ πήγαινα μπροστά κρατώντας ένα λοστό. Και έτσι ξεκινήσαμε να κατεβαίνουμε με προσοχή, δοκιμάζοντας την κάθε πέτρα στην οποία ακουμπούσαμε προτού πατήσουμε και ψηλαφώντας τους τοίχους σε αναζήτηση κάποιου σημαδιού ή σημαδεμένης πέτρας.

Κατεβαίνοντας μετρούσα σχεδόν φωναχτά τα ‘σκαλοπάτια’ και έτσι ξέρω πως είχαμε φτάσει ήδη στο τριακοστό-όγδοο μέχρι να παρατηρήσουμε κάτι το ασυνήθιστο στην επιφάνεια της λιθοδομής. Θυμάμαι μάλιστα πως ακριβώς τη στιγμή εκείνη, μην βλέποντας το παραμικρό σημάδι, είχα αρχίσει να νιώθω κάπως κενός και να αναρωτιέμαι μήπως το κρυπτογράφημα του αββά δεν ήταν σε τελική ανάλυση παρά καμιά καλοστημένη φάρσα. Και τότε, στο τριακοστό-ένατο ‘σκαλοπάτι’ η ‘σκάλα’ ξαφνικά τελείωνε. Με βαριά καρδιά και αργές κινήσεις ξεκίνησα να ανεβαίνω προς τα πίσω και όταν έφτασα πάλι στο τριακοστό-όγδοο σκαλοπάτι – ο Brown με τη δάδα ήταν ένα-δυο σκαλοπάτια πιο πάνω μου – πήρα να εξερευνώ εξονυχιστικά την επιφάνεια της λιθοδομής με όλη μου την προσοχή χωρίς ωστόσο να μπορώ να διακρίνω κανένα σημάδι.

Τότε συνειδητοποίησα ότι η σύνθεση της επιφάνειας στο σημείο εκείνο έμοιαζε κάπως πιο λεία ή, έστω, ότι σε κάθε περίπτωση ήταν κάπως διαφορετική. Θυμάμαι μάλιστα πως σκέφτηκα πως θα μπορούσε να είναι αμμοκονίαμα και όχι πέτρα. Έδωσα στο σημείο εκείνο ένα δυνατό χτύπημα με το λοστό μου. Ένας υπόκωφος και κούφιος ήχος αντήχησε στο πηγάδι, αν και αυτό θα μπορούσε ίσως να οφείλεται στην ηχώ. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο. Από το σημείο που είχα χτυπήσει έπεσε ένα μεγάλο κομμάτι αμμοκονιάματος και μπόρεσα να δω σημάδια στην πέτρα από κάτω. Είχα στα χέρια μου το μυστικό του αββά, καλέ μου Gregory• ακόμα και τώρα δεν μπορώ παρά να το αναλογίζομαι με μια σχετική περηφάνια. Δεν χρειάστηκαν παρά μερικά ακόμα χτυπήματα και όλο το αμμοκονίαμα είχε πέσει. Από κάτω υπήρχε μια τετράγωνη λίθινη πλάκα έκτασης δύο περίπου ποδιών που πάνω της ήταν χαραγμένος ένας μεγάλος σταυρός. Απογοήτευση ξανά, αλλά αυτή τη φορά δεν πρόλαβε να κρατήσει πολύ. Ήσουν εσύ τότε, Brown, που μου έδωσες τη λύση κάνοντας μια τυπική παρατήρηση. Είπες, αν θυμάμαι καλά:

«Μα την πίστη μου, κομμάτι περίεργος ο σταυρός τούτος: μοιάζει με μια αρμαθιά από μάτια!»

Άρπαξα τότε τη δάδα από το χέρι σου και είδα με άφατη ικανοποίηση ότι ο σταυρός αποτελούταν από εφτά μάτια, τέσσερα σε κάθετη διάταξη και τρία σε οριζόντια. Έτσι και η τελευταία από τις περγαμηνές στο παράθυρο εξηγούταν με ένα σημάδι που βρισκόταν επί τόπου, όπως ακριβώς είχα υποθέσει. Εδώ ήταν λοιπόν και ο λίθος μου «με τους επτά οφθαλμούς». Μέχρι εδώ όλες οι πληροφορίες του αββά υπήρξαν ακριβείς, και όσο το αναλογιζόμουν αυτό η ανησυχία για τον μυστηριώδη και σκοτεινό «φύλακα» του θησαυρού επέστρεψε ξαφνικά και με αυξημένη ένταση άδραξε την καρδιά μου. Παρόλα αυτά δεν σκόπευα βέβαια να υπαναχωρήσω τώρα, ένα βήμα πριν από την εύρεση του θησαυρού!

Προτού να δώσω τον καιρό στον εαυτό μου να σκεφτεί και να ανησυχήσει περισσότερο, αφαίρεσα και το υπόλοιπο αμμοκονίαμα γύρω από το σημάδι και έδωσα στην δεξιά πλευρά ένα γερό χτύπημα με το λοστό μου. Υποχώρησε αμέσως και είδα ότι δεν ήταν παρά μια λεπτή, ελαφριά πλάκα, που μπορούσα να σηκώσω με άνεση και μόνος μου, που έφραζε την είσοδο μιας κοιλότητας. Την σήκωσα τότε όντως ακέραια και την ακούμπησα σε ένα σκαλοπάτι με προσοχή, καθόσον θα μπορούσε να αποδειχτεί υπερβολικά σημαντικό το αν θα έπρεπε ή όχι να την επανατοποθετήσουμε στη θέση της. Εκείνη τη στιγμή σταμάτησα και περίμενα αρκετά, ατελείωτα λεπτά στο σκαλοπάτι ακριβώς από πάνω. Δεν ξέρω γιατί, αλλά περίμενα να δω κανένα απόκοσμο και φρικιαστικό πλάσμα να πετιέται έξω. Ωστόσο τίποτα δεν συνέβη. Τότε άναψα ένα κερί και με πολύ προσοχή το τοποθέτησα στο εσωτερικό της κοιλότητας, με την σκέψη πως θα έπρεπε πριν μπω να διαπιστώσω για τυχόν ανωμαλίες στον αέρα, κάποιο δηλητηριώδες αέριο ίσως, και να ρίξω επίσης μια ματιά στο εσωτερικό. Και όντως υπήρχε κάτι το φαύλο στον αέρα που έσβησε σχεδόν την φλόγα εντελώς, αλλά μετά από λίγο είχε προφανώς εξαερωθεί καθώς η φλόγα του κεριού άρχισε να επανέρχεται και να καίει κανονικά. Η κοιλότητα ήταν αρκετά βαθιά και εκτεινόταν επίσης τόσο προς τα αριστερά όσο και προς τα δεξιά της εισόδου, και από κει που στεκόμουν μπορούσα να δω ορισμένα στρογγυλά, φωτεινά αντικείμενα που θα μπορούσε να ήτανε σάκοι. Δεν είχε νόημα να περιμένουμε περισσότερο. Έφερα το πρόσωπο μου μπροστά στην κοιλότητα και κοίταξα μέσα. Δεν υπήρχε τίποτα ακριβώς μπροστά στην είσοδο της κοιλότητας. Έβαλα μέσα το χέρι μου και το κατεύθυνα προς τα δεξιά πολύ επιφυλακτικά…

«Βάλε μου ένα ποτήρι με κονιάκ, σε παρακαλώ, Brown. Θα συνεχίσω αμέσως, Gregory, περίμενε, σε παρακαλώ ένα λεπτό…»

Λοιπόν, έβαλα το χέρι μου προς τα δεξιά και τότε τα δάχτυλα μου αγγίξαν κάτι καμπυλωτό που είχε την ίδια αίσθηση – ναι – κατά το μάλλον ή ήττον με δέρμα. Υγρό ήταν και προφανώς μέρος κάποιου πολύ βαρύτερου πράγματος. Οφείλω να πω πως δεν υπήρχε τίποτα που να προκαλεί το παραμικρό ίχνος ανησυχίας ή να σε βάζει σ’ επιφυλακή. Όλα έμοιαζαν φυσιολογικά, οπότε ξεθάρρεψα και έβαλα μέσα και τα δύο μου χέρια όσο καλύτερα μπορούσα. Καθώς το τραβούσα προς την είσοδο, ο αριστερός μου αγκώνας σκούντηξε το κερί με αποτέλεσμα να το σβήσει. Είχα φέρει το πράγμα μέχρι το στόμιο της κοιλότητας και πήρα να το τραβάω προς τα έξω. Τότε ακριβώς ο Brown έβγαλε ένα έντρομο επιφώνημα και όρμησε στα σκαλοπάτια προς τα πάνω με τη δάδα. Θα σου πει ο ίδιος σε λίγο γιατί. Έτσι ξαφνιασμένος καθώς ήμουνα είχα απομείνει ακίνητος να τον κοιτάω απορημένα από πίσω να ανεβαίνει, όταν τον είδα να κοντοστέκεται για ένα λεπτό στο στόμιο, έπειτα να εξαφανίζεται για λίγο κι εν συνεχεία να επιστρέφει στο στόμιο. Τότε τον άκουσα να λέει χαμηλόφωνα. «Εντάξει, κύριε» και άρχισε να τραβά το σκοινί μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Και τότε εκείνο στάθηκε για μια στιγμή στην άκρη της κοιλότητας, γλίστρησε μπροστά, πάνω στο στήθος μου, και τύλιξε τα χέρια του στο λαιμό μου…

Καλέ μου Gregory σου λέω όλη την αλήθεια. Πιστεύω πως τώρα είμαι εξοικειωμένος πια με τον υπέρτατο τρόμο και την αποστροφή που μπορεί κανείς να υπομείνει δίχως να χάσει τα λογικά του. Δεν μπορώ παρά να σου μεταφέρω το περίγραμμα μονάχα της εμπειρίας. Όχι την εμπειρία την ίδια. Εντελώς ξαφνικά με χτύπησε στα ρουθούνια η φριχτή αποφορά της μούχλας και της αποσύνθεσης και ένα παγωμένο πρόσωπο κάποιου είδους πίεζε σφιχτά το δικό μου και κινούταν αργά προς το μέρος μου και πολλά – κι εγώ δεν ξέρω πόσα – χέρια ή πόδια ή πλοκάμια ή και γω δεν ξέρω τι άλλο προσπαθούσαν να τυλίξουν το κορμί μου. Ούρλιαζα, λέει ο Brown, σαν θηρίο και παραπάτησα προς τα πίσω και έπεσα και το πλάσμα γλίστρησε προς τα έξω και στάθηκε στο σκαλοπάτι που μέχρι πριν από λίγο στεκόμουν εγώ. Ευτυχώς οι ταινίες υφάσματος με τις οποίες είχα δεθεί με κρατούσαν σφιχτά και δεν μ’ αφήνανε να πέσω. Ο Brown δεν έχασε την ψυχραιμία του και άρχισε να με τραβάει με δύναμη προς τα πάνω ώσπου με έβγαλε έξω κατά περίεργο τρόπο σώο και αβλαβή. Πως τα κατάφερε ούτε κι εγώ δεν ξέρω και θαρρώ πως και να τον ρωτήσεις ακόμα ούτε κι ο ίδιος δεν θα ξέρει καλά-καλά να σου πει. Νομίζω πως κατάφερε να κρύψει τα εργαλεία μας στο εγκαταλελειμμένο κτίριο παραδίπλα, και με μεγάλη δυσκολία με έσυρε μέχρι το πανδοχείο. Δεν ήμουν βέβαια σε θέση να εξηγήσω τίποτα στην κατάσταση που βρισκόμουν, κι ο Brown δεν ξέρει γερμανικά. Το επόμενο πρωί είπα στους ανθρώπους πως είχα κάποια άσχημη πτώση στα ερείπια του αβαείου, δικαιολογία την οποία υποθέτω πιστέψαν. Και τώρα προτού προχωρήσω, θα ήθελα να ακούσεις τον απολογισμό εκείνων των ελάχιστων λεπτών όπως τα βίωσε ο Brown. Πες στον εφημέριο, Brown, αυτά που μου είπες και μένα.

«Το λοιπόν, κύριε» είπε ο Brown, μιλώντας χαμηλόφωνα και νευρικά, «το πράγμα έγινε κάπως έτσι. Ο αφέντης ήταν απασχολημένος κάτου στην τρούπα και γω κράταγα το στουπί και κοίταγα και ξάφνου ακούγω κάτι σαν να πέφτει στο νερό από πάνου και νόμιζα πως κάτι έπεσε και κοίταγα προς τα πάνου να ιδώ και τι βλέπω, μα το Θεό κύριε, ένα κεφάλι να μας κοιτά με κακία. Και τότε εγώ φώναξα και πήρα να σκαρφαλώνω πάλι προς τα πάνου και το φως απ’ το στουπί έπεφτε στη φάτσα του και τήνε φώτιζε και μα την πίστη μου, να μην με λένε Brown σάματις δεν ήταν η πιο πίβουλη φάτσα που ‘δα ποτές στη ζωή μου. Άνθρωπος κακός και με τη φάτσα που του ‘πρεπε κι ύποπτος σκέφτηκα τότε εγώ. Κι ανέβαινα τις σκάλες τόσο γλήγορα που τώρα σας τα ιστορώ και σάματις ήβγα όξω και πάτουνα τα ποδάρια μου στο χώμα να μην υπάρχει ψυχή που να βλέπω! Και όχι που να υπήρχε ο χρόνος να το σκάσει κανείς, μα το λόγο μου, έτσι γλήγορα που ανέβηκα μηδέ να κρύβεται πουθενά κοντά στο πηγάδι μηδέ τίποτις. Κι έτσι που στέκομουν χαζεμένος να κοιτώ γύρω μου σαν το βλάκα ακούω τον αφέντη να φωνάζει κάτι φωνές φοβερές και σκύβω να δω και ότι που έβλεπα ήταν εκείνος να κρέμεται στο σκοινί σα τσουβάλι και όπως τα λέει κι ο αφέντης πως τον ανέβασα πάνου μηδέ κι εγώ που το ξέρω.»

«Ακούς καλέ μου Gregory; είπε ο κ. Somerton. Τώρα τι εξήγηση θα έδινες εσύ σε ένα τέτοιο περιστατικό;»

«Για όνομα του Χριστού! Η όλη υπόθεση είναι τόσο φρικτή και τόσο αφύσικη που οφείλω να ομολογήσω πως δεν ξέρω κι εγώ τι να πω! Ωστόσο, η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό ακούγοντας τώρα την αφήγηση του Brown είναι πως, χμ, λοιπόν, το πρόσωπο που έστησε την παγίδα ίσως και να είχε επιστρέψει μόνο και μόνο για να δει το απαίσιο σχέδιο του να επιτυγχάνει!»

«Ακριβώς, καλέ μου Gregory, ακριβώς. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο, οπότε, πιθανόν, πιθανόν λέω, αν έχει κάποιο νόημα να πω κάτι τέτοιο, πρέπει να ήταν ο ίδιος ο αββάς… σε κάθε περίπτωση δεν έχω τίποτε άλλο ιδιαίτερο να σου αφηγηθώ. Πέρασα μια αξιοθρήνητη νύχτα και δόξα τω Θεώ που ο Brown δεν έφυγε λεπτό απ’ το προσκεφάλι μου. Αλλά κι η επόμενη μέρα δεν ήταν καθόλου καλύτερη• ανίκανος να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι, και γιατρός να μην υπάρχει πουθενά – αλλά κι ακόμα κι αν βρισκόταν δεν είμαι και τόσο σίγουρος πως θα μπορούσε να κάνει και πολλά πράγματα για την περίσταση μου. Είπα τότε στον Brown να σου γράψει και πέρασα μια δεύτερη συνεχόμενη απαίσια και φρικτή νύχτα. Και, καλέ μου Gregory, σε διαβεβαιώ, αυτό με επηρέασε ακόμα περισσότερο κι από το αρχικό σοκ διότι κράτησε περισσότερο• υπήρχε κάποιος ή κάτι που περιφερόταν στο διάδρομο έξω από την πόρτα του δωματίου μου όλη την νύχτα σαν να φρουρούσε το χώρο για να μην φύγει κανείς. Κάποια στιγμή μάλιστα μου φάνηκε πως ήτανε δύο τα πλάσματα. Και δεν ήταν μόνο χαμηλές φωνές και μουρμουρητά που άκουγα από καιρού εις καιρόν καθόλην τη διάρκεια των σκοτεινών κι ατέλειωτων ωρών της νύχτας, ήταν κι εκείνη η αποφορά – η φρικτή αποφορά της μούχλας και της σαπίλας. Όσα κουρέλια φορούσα εκείνη την πρώτη νύχτα – γιατί μετά την νυχτερινή μου περιπέτεια τα ρούχα μου είχαν τελείως κουρελιαστεί – τα έβγαλα και τα έδωσα στον Brown να τα πετάξει. Τα ξεφορτώθηκε νομίζω στην σόμπα του δωματίου του καίγοντας ένα-ένα. Κι όμως, η φρικτή εκείνη μυρωδιά δεν έλεγε να φύγει, τόσο έντονη ήταν όσο και μέσα στο πηγάδι – και το κυριότερο, ερχόταν απ’ έξω ακριβώς απ’ την πόρτα μου. Τελικά με τις πρώτες ακτίνες φωτός την αυγή υποχώρησε και σταδιακά εξαφανίστηκε εντελώς και το γεγονός αυτό με έπεισε πως το πλάσμα, ή τα πλάσματα, ήτανε πλάσματα της νύχτας και δεν μπορούσαν να αντέξουν το φως της μέρας. Και τότε ήτανε που συμπέρανα πως αν έβαζε κάποιος ξανά την πλάκα στη θέση της, τα πλάσματα θα ήταν ανίσχυρα μέχρι να μετακινούσε κάποιος την πλάκα ξανά. Έπρεπε να περιμένω βέβαια μέχρι να έρθεις εδώ για να γίνει αυτό. Δεν μπορούσα βέβαια να στείλω τον Brown μόνο του εκεί πέρα, πόσο μάλλον να ζητήσω από κάποιον από τους ντόπιους να την βάλει στη θέση της για μένα.

Λοιπόν, αυτή ήταν η ιστορία μου• κι αν δεν την πιστεύεις, δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω κάτι γι αυτό, αν και είμαι σίγουρος πως έχεις ήδη πειστεί για την αλήθεια της.»

«Πράγματι», απάντησε ο κ. Gregory, «άλλωστε δεν έχω κι άλλη επιλογή! Πρέπει να την πιστέψω. Είδα το πηγάδι και την πλάκα με τα ίδια μου τα μάτια και έριξα μια φευγαλέα ματιά στους σάκους που βρίσκονταν στην τρύπα. Και για να είμαι ειλικρινής, Somerton, πιστεύω πως και η δικιά μου πόρτα φυλασσόταν χτες το βράδυ.»

«Α, όσο γι αυτό να είσαι σίγουρος, καλέ μου Gregory! Αλλά δόξα τω Θεώ όλα τελείωσαν. Έχεις παρεμπιπτόντως να πεις τίποτα για τον φρικτό τόπο που κι εσύ ο ίδιος επισκέφτηκες;»

«Πολύ λίγα», ήταν η απάντηση. «Ο Brown κι εγώ κατορθώσαμε με ευκολία να τοποθετήσουμε την πλάκα πίσω στην θέση της, και την στερεώσαμε γερά με τις ράβδους και τις σφήνες με τις οποίες τον είχες εφοδιάσει, και εν συνεχεία καλύψαμε την επιφάνεια με ένα στρώμα λάσπης ώστε να μην φαίνεται καμιά απολύτως διαφορά από την υπόλοιπη λιθοδομή. Ένα μόνο πράγμα παρατήρησα που ίσως ξέφυγε της προσοχής σου: στο ανάγλυφο που κοσμούσε το πηγάδι, σε κάποια γωνιά υπήρχε χαραγμένο εκείνο το αλλόκοσμο, κάπως γκροτέσκο, πλάσμα – ένα πλάσμα που έμοιαζε κάπως με βάτραχο, αν έπρεπε πάση θυσία να το παρομοιάσω με κάτι και το οποίο στεφάνωνε μια επιγραφή με δυο μονάχα λέξεις «Depositum custodi»(2).

Σημειώσεις :

(1) «ὀφθαλμοὺς ἔχουσιν καὶ οὐκ ὄψονται », Ψαλμοί, 113/114. 13
(2) «τὴν παραθήκην φύλαξον», Τιμόθεος 6.20