Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 7

Ο Άγγελος του Παράξενου Μέρος Γ'

του Ζ.Δ. Αϊναλή
M. R. James
(1862 – 1936)

Ο θησαυρός του Abbot Thomas
(1904)
Μέρος Β’



III

Κι αυτή ήταν η ιστορία του κ. Somerton:
«Γνωρίζετε, και οι δύο καλά, πως σκοπός αυτής της αποστολής που ανέλαβα ήταν να εντοπίσω κάτι που είχε σχέση με τα παλιά βιτρώ στο ιδιωτικό παρεκκλήσι του Λόρδου Δ. Εν πάση περιπτώσει, η όλη ιστορία ξεκίνησε όταν διάβασα ένα χωρίο από ένα αρκετά παλιό βιβλίο, το οποίο και θα ήθελα να σας διαβάσω ώστε να του δώσετε τη δέουσα προσοχή.»
Και στο σημείο αυτό ο κ. Somerton διάβασε το χωρίο εκείνο από το Sertum Steinfeldense Norbertinum με το οποίο είμαστε ήδη εξοικειωμένοι.
«Στη δεύτερη επίσκεψη μου στο παρεκκλήσι», συνέχισε, «σκοπός μου ήταν να σημειώσω, στο μέτρο του δυνατού, ό,τι σχετιζόταν με τις μορφές, τα γράμματα, το κόψιμο του γυαλιού, ακόμα και τα τυχαία σημάδια που τυχόν υπήρχαν στα βιτρώ. Το πρώτο πράγμα που κέντρισε την προσοχή μου ήταν οι επιγραφές στους παπύρους που κρατούσαν οι μορφές. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι η πρώτη από αυτές, του Ιώβ, («Υπάρχει ένας τόπος όπου είναι κρυμμένος ο χρυσός»), με την τόσο χονδροειδώς εσκεμμένη αλλοίωση του βιβλικού κειμένου, έπρεπε να αναφέρεται στον θησαυρό. Και με αυτό το σκεπτικό αποφάσισα να προσεγγίσω και τις υπόλοιπες. Η επιγραφή του Ιωάννη έγραφε: «Και έχουν στα ενδύματα γραμμένο αυτό που κανένας άνθρωπος δεν ξέρει». Η ερώτηση που φυσικά θα εγείρεται στο μυαλό σας, όπως και στο δικό μου, ήταν το κατά πόσον και αν υπήρχαν επιγραφές στα χιτώνια των εικονιζόμενων μορφών. Δεν μπορούσα να διακρίνω καμία. Κάθε μία από αυτές έφερε μια μαύρη φαρδιά ταινία στο μανδύα που σκέπαζε τα χιτώνια, στοιχείο το οποίο αποτελούσε ένα μάλλον προφανές και άσκημο χαρακτηριστικό του βιτρώ. Ήμουνα σε αδιέξοδο, το ομολογώ, κι αν δεν ήταν κάποιο περίεργο γύρισμα της τύχης, φαντάζομαι πως θα εγκατέλειπα την έρευνα στο ίδιο εκείνο σημείο που οι Κανόνες του Steinfeld την είχαν εγκαταλείψει αιώνες πριν από μένα. Διότι, βλέπετε, η επιφάνεια των βιτρώ ήταν επικαλυμμένη από μια διόλου ευκαταφρόνητη ποσότητα σκόνης, οπότε ο Λόρδος Δ., ο οποίος έτυχε να μπει στο παρεκκλήσι εκείνην ακριβώς την ώρα και να δει τα κατάμαυρα χέρια μου, προσφέρθηκε ευγενικά να στείλει κάποιον από τους υπηρέτες του να καθαρίσουν με τη βούρτσα το παράθυρο. Έλα όμως που στη βούρτσα πρέπει να βρισκόταν κάποιου είδους σκληρό αντικείμενο! Διότι, έτσι όπως περνούσε πάνω από τους μανδύες παρατήρησα ότι άφηνε μια μακριά γρατσουνιά και ότι μια κίτρινη βαφή διαφαινόταν κάτω από τις μαύρες ταινίες των χιτωνίων. Ζήτησα τότε από τον άνθρωπο να σταματήσει τη δουλειά του για μια στιγμή και έτρεξα στη σκάλα για να εξετάσω από κοντά το παράθυρο. Η κίτρινη βαφή ήταν όντως εκεί και αυτό που είχε βγει με το τρίψιμο δεν ήταν παρά μια μαύρου χρώματος επικάλυψη, η οποία είχε προφανώς προστεθεί από πάνω, μετά την αποπεράτωση του βιτρώ, και που γι αυτόν ακριβώς το λόγο μπορούσε να αφαιρεθεί δίχως ιδιαίτερη δυσκολία και χωρίς να προκαλέσει τη παραμικρή ζημιά στο βιτρώ. Συνεπώς βάλθηκα να ξύνω την μαύρου χρώματος επικάλυψη και δεν θα το πιστέψετε – όχι, όχι, σας αδικώ, σίγουρα θα το έχετε ήδη μαντέψει – πως κάτω από την επικάλυψη διέκρινα δύο – τρία καθαρογραμμένα κεφαλαία γράμματα κίτρινου χρώματος. Μπορείτε, υποθέτω, να φανταστείτε την χαρά και την έξαψη μου.
«Έτρεξα αμέσως στον Λόρδο Δ. για να του πω ότι ανακάλυψα επάνω στα βιτρώ μία εγχάρακτη επιγραφή η οποία θα ήταν ενδιαφέρον να αποκαλυφθεί ολόκληρη, οπότε και τον παρακάλεσα να μου επιτρέψει να εργαστώ προς την κατεύθυνση αυτή. Δεν προέβαλε καμιά δυσκολία, αντίθετα,  μου είπε να πράξω όπως με ευχαριστεί, και τότε προς μεγάλη μου ανακούφιση, μάλιστα, πρόσθεσε ότι ο ίδιος επειδή είχε μια υποχρέωση ήταν υποχρεωμένος να με αφήσει. Στρώθηκα, λοιπόν, στη δουλειά αμέσως και βρήκα το έργο μου μάλλον εύκολο. Η μαύρη επικάλυψη, φθαρμένη ήδη φυσικά απ’ τον καιρό, έβγαινε σχεδόν αμέσως μόλις την ακουμπούσες και δεν νομίζω ότι το όλο εγχείρημα, μέχρι να καθαριστούν και τα τρία παράθυρα, μου πήρε, τελικά, περισσότερο από μια – δυο ώρες. Κάθε μία από τις απεικονιζόμενες μορφές έφερε μια ‘επιγραφή’ της οποία την ύπαρξη αγνοούσαν όλοι μέχρι τότε.
«Η ανακάλυψη αυτή μου κατέστησε σαφές ότι κινούμουν στο σωστό δρόμο. Και τώρα τι ήταν η επιγραφή; Όσο καθάριζα σχεδόν υπέφερα μην μπορώντας να διαβάσω τη γραφή, περιμένοντας να το πράξω με την ησυχία μου όταν όλη η δουλειά του καθαρισμού θα είχε ολοκληρωθεί. Και όταν αυτό επιτέλους συνέβη, σε διαβεβαιώ καλέ μου Gregory, θα μπορούσα να ουρλιάξω από καθαρή απογοήτευση. Αυτό που διάβαζα ήταν η πιο αυθαίρετη συναρμογή γραμμάτων, λες και τα είχε πετάξει κάποιος σ’ ένα καπέλο και να τα είχε εν συνεχεία ξανασυναρμολογήσει εντελώς τυχαία. Να και οι επιγραφές:

Ιώβ: DREVICIOPEDMOOMSMVIVLISLCAVIBASBATAOVT

Ευαγγελιστής Ιωάννης: RDIIEAMRLESIPVSPODSEEIRSETTAAESGIAVNNR

Ζαχαρίας: FTEEAILNQDPVAIVMTLEEATTOHIOONVMCAAT.H.Q.E.

«Οφείλω να ομολογήσω πως αισθανόμουν αρκετά κενός, και πρέπει όντως να φάνταζα έτσι τα πρώτα λεπτά, ήμουν όμως και τυχερός μέσα στην ατυχία μου γιατί η απογοήτευση μου δεν κράτησε για πολύ. Γρήγορα αντιλήφθηκα ότι είχα να κάνω με κάποιο κρυπτογράφημα. Υπέθεσα, μάλιστα, πως θα πρέπει να ήταν σχετικά απλό, αν αναλογιζόταν κανείς την πρώιμη χρονολόγηση του. Έτσι αντέγραψα τα γράμματα με τη μεγαλύτερη δυνατή φροντίδα. Και αντιγράφοντας τα παρατήρησα κάτι ακόμα που με έπεισα τελειωτικά πως είχα όντως να κάνω με ένα κρυπτογράφημα. Αφού τελείωσα την αντιγραφή της σειράς των γραμμάτων που βρίσκονταν στο χιτώνιο του Ιώβ τα μέτρησα προκειμένου να είμαι σίγουρος ότι δεν είχα κάνει κάποιο λάθος. Ήταν τριάντα – οχτώ• και καθώς το βλέμμα μου έφτανε στο τέλος τους, το μάτι μου έπεσε σ’ ένα μικροσκοπικό, σχεδόν αόρατο, ξύσιμο το οποίο είχε γίνει προσεκτικά με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο στην άκρη της μπορντούρας. Ήταν απλά το νούμερο xxxviii γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες. Και για να μην μακρηγορώ, υπήρχαν αντίστοιχες ‘σημειώσεις’, αν μπορώ να τις αποκαλέσω έτσι, σε κάθε ένα από τα παράθυρα. Το γεγονός αυτό μου κατέστησε σαφές το ότι ο δημιουργός των βιτρώ είχε λάβει πολύ συγκεκριμένες οδηγίες από τον Abbot Thomas αναφορικά με τις επιγραφές και ότι ως εκ τούτου είχε μπει στον κόπο να επαληθεύσει ότι τις είχε καταγράψει σωστά.
«Εν πάση περιπτώσει, μετά την ανακάλυψη αυτή μπορείτε να φανταστείτε με πόσο λεπτομερή τρόπο διέτρεξα όλη την επιφάνεια του ζωγραφισμένου γυαλιού αναζητώντας και την παραμικρότερη έστω ένδειξη που θα με βοηθούσε περαιτέρω στην επίλυση του γρίφου. Φυσικά, δεν ξεχνούσα την επιγραφή στον πάπυρο του Ζαχαρία («ἐπὶ τὸν λίθον τὸν ἕνα ἑπτὰ ὀφθαλμοί εἰσιν»), αλλά πολύ γρήγορα συμπέρανα ότι η φράση αυτή πρέπει να αναφερόταν σε κάποιο σημάδι σε μια πέτρα που θα μπορούσε μόνο να βρεθεί «in situ», εκεί δηλαδή που ο θησαυρός πρέπει να ήταν, λογικά, κρυμμένος. Για να μην μακρηγορώ, κατέγραψα ό,τι μπορούσα να καταγράψω και κράτησα τις καλύτερες δυνατές σημειώσεις και επέστρεψα στο Parsbury για να προσπαθήσω να επιλύσω με την ησυχία μου το κρυπτογράφημα. Να ήξερες τι αγωνίες πέρασα, καλέ μου Gregory! Ξέρεις, ήμουνα τόσο σίγουρος για τον εαυτό μου και με θεωρούσα τόσο έξυπνο που έλεγα μέσα μου ότι το κλειδί για τη λύση του κρυπτογραφήματος δεν θα μπορούσε παρά να βρίσκεται σε κάποιο από τα παλιά μυστικιστικά βιβλία. Με αυτό το σκεπτικό άνοιξα πρώτα το Steganographia του Joachim Trithemius, ο οποίος, αν και ελαφρά προγενέστερος, ήταν σχεδόν σύγχρονος του Abbot Thomas. Όταν δεν κατάφερα τίποτα, συμβουλεύτηκα το Cryptographia του Selenius και το De Augmentis Scientiarum του Bacon(1). Τίποτα! Όσο η ώρα προχωρούσε κι εγώ δεν έβρισκα αυτό που ήθελα στα βιβλία άρχισα να αγχώνομαι. Δοκίμασα την αρχή του «πιο συχνού γράμματος», παίρνοντας πρώτα τα λατινικά και έπειτα τα γερμανικά ως βάση. Τίποτα και πάλι! Και τότε επέστρεψα ξανά στο ίδιο το παράθυρο και διάβασα εκ νέου τις σημειώσεις μου, ελπίζοντας, ενάντια σχεδόν σε κάθε ελπίδα, ότι ο Αββάς ίσως να είχε ο ίδιος φροντίσει να ‘κρύψει’ κάπου το κλειδί που αναζητούσα. Δεν μπορούσα, όμως, να εξάγω κανένα απολύτως συμπέρασμα από το χρώμα ή το σχήμα των χιτωνίων. Κανένα στοιχείο δεν διακρινόταν στο φόντο, κανένα επικουρικό αντικείμενο, κανένα σημάδι στους θόλους. Το μοναδικό πιθανό στοιχείο έμοιαζε να είναι οι στάσεις των μορφών. «Ιώβ», διαβάζω: «πάπυρος στο αριστερό χέρι, ο δείκτης του δεξιού χεριού ανασηκωμένος προς τα πάνω. Ιωάννης: κρατά ένα βιβλιδάριο στο αριστερό χέρι• με το αριστερό χέρι ευλογεί κατά τον κλασικό τρόπο με τα δύο δάκτυλα. Ζαχαρίας: πάπυρος στο αριστερό χέρι• το δεξί χέρι ανασηκωμένο, όπως του Ιώβ, αλλά υψώνοντας αυτή τη φορά τρία δάκτυλα». Με άλλα λόγια, σκέφτηκα, ο Ιώβ έχει ένα δάκτυλο ανασηκωμένο, ο Ιωάννης δύο και ο Ζαχαρίας τρία. Να βρίσκεται άραγε κάποιου είδους αριθμητικό κλειδί σε αυτήν την λεπτομέρεια, σκέφτηκα;» «Καλέ μου Gregory», είπε ο κ. Somerton, ακουμπώντας το χέρι του στο γόνατο του φίλου του, «αυτό ήταν όντως το κλειδί. Στην αρχή δεν κατάφερνα να βρω τη λογική πίσω από το κρυπτογράφημα, αλλά μετά από δυο τρεις απόπειρες κατάλαβα τι εννοούσε ο Αββάς. Μετά το πρώτο γράμμα της επιγραφής, προσπερνάς ένα γράμμα, εν συνεχεία δύο και κατόπιν τρία. Κοίτα τώρα το αποτέλεσμα. Σημείωσα τα γράμματα που σχηματίζουν λέξεις:

[D]R[E]VI[C]IOP[E]D[M]OO[M]SMV[I]V[L]IS[L]CAV [I]B[A]SB[A]TAO[V]T [R]DI[I]EAM[R]L[E]SI[P]VSP[O]D[S]EE[I]RSE[T]T[A] AE[S]GIA[V]N[N]R F[T]EEA[I]L[N]QD[P]VAI[V]M[T]LE[E]ATT[O]H[I]OO [N]VMC[A]A[T].H.Q.E.

«Το βλέπεις; «Decem millia auri reposita sunt in puteo in at…» («δέκα χιλιάδες χρυσά νομίσματα είναι κρυμμένα στο πηγάδι στο…»), ακολουθούμενο από μία ανολοκλήρωτη λέξη που ξεκινάει από at. Μέχρι εδώ όλα καλά. Ακολούθησα την ίδια μέθοδο με τα υπόλοιπα γράμματα, αλλά δεν έπιανε, οπότε φαντάστηκα ότι οι τελείες που είχαν τοποθετηθεί ανάμεσα στα τρία τελευταία γράμματα ίσως να εξυπονοούσαν μια διαφορετική μέθοδο επίλυσης. Και τότε μου ήρθε ξαφνικά στο νου μια λεπτομέρεια, «μα καλά, δεν υπήρχε μια αναφορά σε κάποιο πηγάδι στην αφήγηση για τον Abbot Thomas σ’ εκείνο το βιβλίο το Sertum;». Φυσικά και υπήρχε! Έχτισε, έλεγε το βιβλίο ένα «puteus in atrio» («ένα πηγάδι στο αίθριο»). Δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην δεχτώ ότι η μισαρχινισμένη λέξη που έψαχνα δεν ήταν άλλη απ’ το atrio. Το επόμενο βήμα ήταν να αντιγράψω τα περισσευούμενα γράμματα της επιγραφής, διαγράφοντας τα γράμματα εκείνα που είχα ήδη χρησιμοποιήσει. Το αποτέλεσμα ήταν το εξής:

RVIIOPDOOSMVVISCAVBSBTAOTDIE AMLSIVSPDEERSETAEGIANRFEEALQD VAIMLEATTHOOVMCA.H.Q.E.»

«Ήξερα ότι τα τρία πρώτα γράμματα που έψαχνα ήταν τα γράμματα rio, το υπόλοιπο μισό δηλαδή της λέξης atrio, και όπως μπορείτε να δείτε και τα τρία βρίσκονται ανάμεσα στα πρώτα πέντε γράμματα. Στην αρχή βέβαια μπερδεύτηκα λιγάκι από εκείνη τη διπλή παρουσία του i, αλλά πολύ γρήγορα διαπίστωσα ότι κάθε διπλό γράμμα έπρεπε απλώς να τοποθετηθεί στο υπόλοιπο της επιγραφής. Μπορείτε να το διαπιστώσετε εύκολα και μόνοι σας. Εν πάση περιπτώσει, το αποτέλεσμα μετά από τον πρώτο ‘γύρο’ αποκρυπτογράφησης είχε ως εξής:

rio domus abbatialis de Steinfeld a me, Thoma, qui posui custodem super ea. Gare à qui la touche.(2)»

«Συνεπώς όλο το κρυπτογράφημα είχε ως εξής:

Decem millia auri reposita sunt in puteo in atrio domus abbatialis de Steinfeld a me, Thoma, qui posui custodem super ea. Gare à qui la touche.»

«Η τελευταία φράση στα γαλλικά, οφείλω να πω, ήταν ένα τέχνασμα του Abbot Thomas. Το είχα ήδη βρει χαραγμένο από το χέρι του σε ένα άλλο βιτρώ στο παρεκκλήσι του Λόρδου Δ. και το είχε ξαναχρησιμοποιήσει και στο κρυπτογράφημα, μολονότι δεν ήταν εντελώς σωστό από γραμματικής άποψης.»
«Και σε ρωτώ, καλέ μου Gregory, τι θα επιχειρούσε να πράξει ένα οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα στη θέση μου; Θα είχε αντισταθεί άραγε στον πειρασμό να ξεκινήσει ευθύς αμέσως για το Steinfeld προς άγραν του κρυμμένου θησαυρού; Δεν νομίζω πως θα μπορούσε. Σε κάθε περίπτωση εγώ δεν μπορούσα, και όπως καταλαβαίνεις, ξεκίνησα αμέσως για το Steinfeld, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο κάθε μέσο της τεχνολογικής προόδου που θα μπορούσε να με μεταφέρει μια ώρα αρχύτερα εκεί, και εγκαταστάθηκα στο πανδοχείο που με βρήκες. Οφείλω να ομολογήσω πως μια παράξενη, δυσοίωνη διαίσθηση με διακατείχε• διαίσθηση που μοιραζόταν ανάμεσα σε ένα αίσθημα απογοήτευσης και σ’ ένα αίσθημα κινδύνου. Διότι, βλέπεις, υπήρχε πάντα η πιθανότητα το πηγάδι του Abbot Thomas να έχει ολοσχερώς γκρεμιστεί, ή ακόμα, κάποιος άλλος, εντελώς αδαής μεν κρυπτογραφημάτων, προικισμένος δε με τύχη, να είχε προλάβει να βάλει χέρι στο θησαυρό πριν από μένα. Κι άλλωστε», στο σημείο αυτό η φωνή του τρεμόπαιξε αισθητά, «δεν χρειάζεται να ομολογήσω ότι εκείνη η μνεία στον φύλακα του θησαυρού παράμενε, μέχρι εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον για μένα, σκοτεινή κι ακατανόητη. Αλλά αν δεν σε πειράζει θα προτιμούσα να μην μιλήσω γι αυτό το ζήτημα παρά μόνο όταν αυτό θα είναι απολύτως απαραίτητο…»

Σημειώσεις

(1) Steganographia… Cryptographia… De Augmentis Scientiarum: Ο Joachim Trithemius (1462 – 1516), ήταν ένας Γερμανός μοναχός και λόγιος• εφηύρε ένα σύστημα στενογραφίας που περιγράφει στο έργο του Steganographia, που τυπώθηκε πρώτη φορά στη Φρανκφούρτη το 1606, μολονότι κυκλοφορούσε ήδη από παλαιότερα σε χειρόγραφα. Ο Selenius είναι ο Gustave Selenus, Δούκας του Brunswick – Luneburg. To έργο του Cryptomenytices et Cryptographiae δημοσιεύτηκε το 1624 στο Luneburg. Το De Augmentis Scientiarum είναι η συμπληρωμένη λατινική εκδοχή του The Advancement of Learning του Francis Bacon, που κυκλοφόρησε το 1605.
(2) «Δέκα χιλιάδες χρυσά νομίσματα είναι κρυμμένα στο πηγάδι στο αίθριο της οικείας του Αββά του Steinfeld από εμένα, τον Θωμά, ο οποίος τοποθέτησα εκεί έναν φύλακα να τον φυλάει. Προσοχή σε όποιον τον αγγίξει».