Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 5

Ν. Ζαχαροπούλου : "Ο κινέζικος κήπος"

Ο κινέζικος κήπος, Συλλογή διηγημάτων, Νατάσα Ζαχαροπούλου, Εκδόσεις Ανατολικός, 2010

 Κοιτούσε τό μικρό φωτάκι πού αναβόσβηνε στό απέναντι μπαλκόνι. Χειμώνα-καλοκαίρι. Όλες τίς ώρες του εικοσιτετραώρου. Ήταν η συντροφιά της.
Έμπαινε σπίτι γυρίζοντας από τή δουλειά, κι αμέσως στό παράθυρο. Τό κοίταζε κι ένιωθε πώς όλα είναι εντάξει. Στεκόταν η καρδιά της στή θέση της. ύστερα πήγαινε νά κάνει ένα γρήγορο ντούς, πάλι μιά φευγαλέα ματιά στό φωτάκι, Έφτιαχνε κάτι γρήγορο στήν κουζίνα, κάνα τόστ, άντε καμιά σαλάτα κομμένη χοντρικά καί πρόχειρα, ίσα πού ξέβγαζε τά μαρουλόφυλλα, τά ‘κοβε μέ τά χέρια, τά τίναζε νά φύγουν τά νερά από πάνω τους, τά πέταγε στό πιάτο, ούτε λάδι δέν έβαζε, που νά κάθεσαι νά πλένεις καί νά σαπουνίζεις;, μιά φέτα ψωμί, ένα κομμάτι τυρί, από κείνα τά συσκευασμένα, τυράκι να 'ταν κι ό,τι να ‘ταν, καί καθόταν στήν καρέκλα δίπλα στό παράθυρο νά τσιμπολογήσει κοιτάζοντας τό πορτοκαλί παλλόμενο φως.
Οι απέναντι δέν άνοιγαν τίς πόρτες τους ποτέ. Ούτε ήξερε τί λογής είναι. Νέοι-γέροι… Καμιά φορά έβλεπε από τίς γρίλλιες πού ‘σπαζε τό σκοτάδι του σπιτιού τους από τό αναμμένο φως. Αυτή ήταν η ζωή τους όλη κι όλη.
Συνήθως έμπλεκε τά πόδια της σφιχτά, στήριζε τόν αριστερό αγκώνα της πάνω στό μικρό μεταλλικό στρογγυλό τραπέζι, καί έτρωγε μέ τό δεξί της χέρι, μέ μικρές αφηρημένες μπουκιές.
Της αρκούσε νά μετράει τά αναβοσβήσματα. Τριάντα ανάμματα, τριάντα σβησίματα τό λεπτό. Ένιωθε νά χαλαρώνει. Πάντως, τά πόδια της δέν τά ξέσφιγγε. Τά κρατούσε μπλεγμένα, όπως ακριβώς ήταν μπλεγμένα καί τά μακρυά νήματα τηςς καλοστιμμένης σφουγγαρίστρας, πού τήν απασχολούσε μές τή μέρα.
Δούλευε σ’ έναν μεγάλο οργανισμό. Πλήρες ωράριο. Είχε καταλήξει σ’ αυτή τή δουλειά μετά από αρκετές περιπέτειες. Στήν αρχή, όταν έφτασε σ’ αυτή τή χώρα της Επαγγελίας, ήρθε σ’ ένα γραφείο καί μπήκε εσωτερική νά προσέχει έναν γέρο.
Ούτε τή γλώσσα ήξερε, ούτε καί τί νά κάνει. Έμαθε όμως πως νά τόν σηκώνει, πως νά του βάζει τήν πάπια, πως νά του καθαρίζει τό ανοιγμένο του σώμα. Ο γέρος μούγκριζε.
Της είχαν βάλει τό κρεβάτι της δίπλα του, νά τόν προσέχει όλη νύχτα. Κι αυτός, μόλις, έκείνη έσβηνε τό φως για νά κοιμηθεί, άρχιζε τό μούγκρισμα. Όλη νύχτα. Κόντευε νά τρελαθεί.
Στό τέλος έφερε τό κρεβάτι της όσο μπορούσε κοντύτερα στό δικό του καί του κράταγε τό χέρι. Μόνο έτσι ηρεμούσε. Ήταν σάν δικός της. Ο Ντραγκάν ήταν μέθυσος, γύρναγε σπίτι, βάραγε τή γιαγιά, μετά έφτυνε στό πάτωμα, της έπαιρνε τά χρήματα καί ξανάβγαινε, γυρνώντας ράκος τά χαράματα.
Ο παππούς ήδη δέν μίλαγε. Τόν είχε βουβάνει τό εγκεφαλικό. Τουλάχιστον είχε βρει τό χέρι του, ας ήταν κοκκαλωμενο, κι η μαλακή ζέστη της χούφτα, οι λεπτές φλέβες πίσω από τίς αχνές γραμμές της παλάμης, οι ανυπόμονοι παλμοί των νιάτων της γίνονταν οι λέξεις πού ποτέ δέν είπε στόν παππού της.
Ο γιός κι η νύφη του είχαν τή ζωή τους. Σχεδόν δέν μπαίναν στό δωμάτιο, από τότε πού είχε εγκατασταθει αυτή δίπλα στό γέρο. Τά εγγόνια ούτε λόγος. Του είχαν, μάλιστα, καί νεύρα, επειδή στριμώχτηκαν κι οι δυό, αγρίμια στήν εφηβία, στό ίδιο δωμάτιο, γιά νά βολευτεί αυτός.
Θά τόν έβαζαν στό γηροκομείο, αλλά κάτι τά υπονοούμενα από τούς συγγενείς, κάτι αιχμές από τούς φίλους, καί τόν κράτησαν σπίτι. Ήταν βέβαια καί τά έξοδα. Τούς ερχόταν πιό φτηνή η Βουλγάρα. Κι άμα προλάβαινε, τούς έκανε κι ένα φαΐ, έστω καί νερόβραστο, κι ένα ξεσκόνισμα.
Αλλά ήταν άτυχη. Ο παππούς τό δίμηνο δέν τό ‘κλεισε τελικά. Τό βράδυ πέθανε, τό άλλο απόγευμα έγινε η κηδεία, τήν μεθεπόμενη της είπαν νά τά φορτώσει.
Τόν έκλαψε πού πέθανε. Μάρτυς της ο θεός, βούλιαξε η ψυχή της από τό κλάμα. Αυτόν έκλαιγε, αυτήν έκλαιγε;… Πάντως όταν κατέβαζαν τό φέρετρο, εκεί στεκόταν, πρώτη-πρώτη, καί τού ‘ριξε μιά φούχτα δάκρυα…
Απόσωσε τήν μπουκιά της καί άρχισε νά πατάει μέ τά δάχτυλο τά σκόρπια σουσάμια πάνω από τό τραπέζι, τά  ‘φερνε στή γλώσσα της καί τά ‘σπαγε μέ τά μπροστινά της δόντια.
Τριάντα χρονώ κι όλα τά δόντια της ήταν ψεύτικα. Άλλα θήκες, άλλα γέφυρες. Αλλά η ιδιόρρυθμα γλυκειά γεύση του σπόρου γέμιζε τό στόμα της μέ τήν ευωδιά του.
Τά μάζεψε όλα. Τό φως αναβόσβηνε. Σάν ένα μάτι απέναντί της, πού τήν πρόσεχε καί της έκλεινε μέ νόημα τά βλέφαρα. Σηκώθηκε απρόθυμα, πήγε μέ τό πιάτο στό νεροχύτη καί τό ξέβγαλε.
Δέν σαπούνιζε ποτέ. ένα πέρασμα μέ τό χέρι, έτσι γιά τήν ιδέα περισσότερο ότι τό καθάρισε καί μέ τό νερό νά τρέχει σάν κλωστή. Άλλωστε, τόσα απορρυπαντικά καταβρόχθιζε σάν τό σφουγγάρι τό δέρμα της όλη μέρα, πού ό,τι κι αν άγγιζαν καί όποτε, τό απολύμαιναν. Τό άφησε αναποδογυρισμένο πάνω στόν αλουμινένιο στεγνωτήρα.
Γύρισε στό φωτάκι της. Ήταν νωρίς ακόμη νά πάει νά ξαπλώσει. Δέν νύσταζε. Κι από τό νά κοιτάζει τό λευκό ταβάνι μές στό σκοτεινό δωμάτιο, καλλίτερα νά κάθεται εδώ καί νά τά λένε.
Τό πρώτο φως πού της έμεινε ανεξίτηλο ήταν μιας μαρκίζας πού αναβόσβηνε απέναντι από τό παράθυρο του τμήματος, όπου τήν είχαν μεταφέρει σηκωτή, καμιά βδομάδα μετά πού έφυγε από κείνο τό σπίτι, κι έπεσε σέ μπλόκο μιας ἐπιχείρησης «σκούπας».
Φυσικά δέν ήξερε γρί από τή γλώσσα. Στήν αρχή τό ‘παιξε άσχετη, άλλά έτρεμε σάν τό ψάρι. Μετά άρχισε τήν παντομίμα, ανακατεμένη μέ κάτι λέξεις ξέμπαρκες της γλώσσας της, πού κι αυτές σάν νά ‘χε γλωσσοδέτη.
Τή χώσανε στό περιπολικό κι όταν φτάσανε στό τμήμα τή στοιβάξανε σέ μιά γωνιά μέ κάθε καρυδιάς καρύδι. Δέν τή ρωτήσανε τίποτα. Μόνο πού κάποιος νεαρός, πού της έμοιαζε σάν φοβισμένος κι αυτός κάτω απ’ τό καπέλο της στολής καί τ’ ασημιά σειρήτια, στάθηκε μπροστά της, έπιασε τό τσίτι πού φορούσε από τόν ώμο και τή σήκωσε.
Της έδειξε μέ τό βλέμμα του νά προχωρήσει. Που νά πήγαινε; Της έκανε νόημα: «μπροστά». Τρία βήματα ήτανε-μιά σκάλα. «Χάθηκα», σκέφτηκε, κι ανέβηκε. Δεξιά μιά γκρίζα πόρτα. άνοιξε αυτός μισοσκύβοντας καί τήν έσπρωξε μέσα.
Νόμιζε θά τήν ανέκρινε. Ένα γραφείο παλιό, μιά γραφομηχανή σάν εκείνες τίς βαρειές, πού ‘χαν ξεμείνει καί στήν πατρίδα της, σέ κάποια παλιά γραφεία του Κόμματος, πού τώρα τά ‘χανε κάνει αποθήκες.
Αυτός πήγε καί γύρισε τή μηχανή πρός τήν εξωτερική μεριά του γραφείου. Ύστερα έσβησε τό φως κι έμεινε μονάχα ν’ αναβοσβήνει η κόκκινη μαρκίζα. Της λύγισε τό σώμα πάνω απ’ τό γραφείο καί της έδειξε πώς πρέπει νά χτυπάει τά πλήκτρα. Μέ δύναμη.
Της σήκωσε τή φούστα κι αυτή βάραγε. Σφιγγόταν καί βάραγε. Κι η μαρκίζα αναβόσβηνε. Κι αυτή βάραγε. Κι αυτός σφίχτηκε καί μετά τραβήχτηκε καί έφτυσε τό γάλα του στή χούφτα. Κάπου σκουπίστηκε. Δέν είδε που.
«Στά τσακίδια, βρώμα», της είπε. Δέν καταλάβαινε, Αλλά τίς κράτησε τίς λέξεις του. Τίς ασφάλισε στό μυαλό της. Κατάλαβε αργότερα, όταν βρήκε κάποιους δικούς της καί τούς ρώτησε.
Δέν ήταν ο πρώτος. Μπορεί καί νά μήν ήταν ο τελευταίος, Αλλά εκείνη τή νύχτα, μέ τό πού βγήκε έξω, ξεκίνησε γιά νά φτάσει ως εδώ. Χάρη σέ κείνο τό φως τή γλίτωσε κείνο τό βράδυ.
Καί τώρα δουλεύει στόν οργανισμό. Έχει καλό μισθό καί στέλνει τά μισά, σχεδόν, στήν αδελφή της, νά τήν έχει σάν βασίλισσα, πού ‘χει μείνει πίσω ακόμη. Νά ξεσκατίζει τόν παππού Ντραγκάν, που είναι στά τελευταία του αλλά εδώ ακόμη.
Η γιαγιά έφυγε λίγο μετά από αυτήν. Τό τελευταίο ξύλο τό ‘φαγε αφού είχε πεθάνει, όταν νόμιζε αυτός, χαράματα πάλι, γυρνώντας σκνίπα, ότι του  ‘χε πεισμώσει καί δέν του καθόταν.
Τά δυό μικρότερα αδέλφια τά πήρε η μάνα τους στή Γερμανία. Μιά γκαρσονιέρα όλη κι όλη. Πόσους νά πάρει;
Τουλάχιστον αυτή έβγαλε άδεια, δυό χρόνια τώρα τήν έχει βγάλει, κι είναι στόν οργανισμό. Ζει σέ δυάρι. Έχει μαζέψει καί μερικά ψιλά στήν τράπεζα. Δώδεκα χιλιάδες ευρώ. Δέν φτάνουν βέβαια, Άμα γεράσει εδώ, άλλά πίσω δέν ξαναπάει.
Κοίταξε τό λαμπερό άστρο, πού ‘χε σταθεί στήν ευθεία πάνω απ’ τό φωτάκι της. Τήν πήρε η ώρα πάλι…
Του ‘πε καληνύχτα καί σηκώθηκε.

[Το φωτάκι, 4/12/2008]

Η έκδοση είναι προγραμματισμένη να κυκλοφορήσει μες το 2010

Η Νατάσα Ζαχαροπούλου είναι συγγραφέας και ποιήτρια. Έχει εκδώσει δυο μυθιστορήματα, δυο συλλογές διηγημάτων και δυο ποιητικές συλλογές.