που να την ξέρω πραγματικά.
Ούτε μια παρηγοριά.
Ξερό φως,
πόνος στα μάτια -
το δικό μου μερίδιο
μιας θεόρατης σιωπής;
Όταν έσπασαν τα μάγια,
σκέφτηκα, πεθαίνω.
Δεν πέθανα.
Μέχρι τώρα απορώ.
Λεπτή είναι
η μεμβράνη της σκέψης
κι εντός της φέγγει
το άδειο που εκτυφλώνει.
*
Φυλακισμένος
Πίσω από το παράθυρο μόνο ένα δέντρο
άγγιξε την ψυχή μου.
Τα φύλλα του ίδρωσαν
στην αιώνια βροχή.
Ένα περιστέρι μες στο βυθό του σκοταδιού
γουργούρισε
το κάλεσμά του.
Όλοι οι αυτήκοοι σώπασαν.
*
Απ' τη ζωή επιστρέφει η πέτρα του θανάτου
ανατριχιάζει στο νερό γράφοντας κύκλους.
Όλο και πιο εσωτερικά, πιο ξεκάθαρα
Σ' έχω αντικρίσει.
Εσύ -πιο πολύ εγώ, παρά έμενα την ίδια.
Ένα πρόσωπο, μια εγγύτερη ψυχή, ακτινοβολούσα.
Μέσα από του πηγαιμού τη θανατερή λάμψη
Σ' έχω γνωρίσει.
*
Τι παράξενο -Σε κάλεσα στην σκέψη μου
και Συ ήρθες. Πραγματικός.
Φάνηκες
εμπρός μου, αγγίζοντας με το ζεστό σου χέρι
τα κρύα μου δάχτυλα.
Κι όλα τα θραύσματα
λόγια που δεν κοπιάσαμε να σώσουμε.
Τη χρονιά που μόλις είχε αρχίσει.
Ο πάγος κρεμόταν απότομος και βαρύς από την άκρη της στέγης
σαν κάποιο άγαλμα που το λάξευσε η θλίψη -
η αναίσθητη αγανάκτηση.
Γελούσες, νέος και ζωντανός.
Μα βέβαια, το είχες νιώσει Εσύ ότι.
Και τότε για πρώτη φορά στη ζωή
Σε είδα.
Την τελευταία μου άνοιξη.
*
Ποτέ δεν είναι η δύση
ποτέ δεν ήταν η ανατολή τόσο λαμπρή,
κοντινέ θάνατε -
Χαίρε
Απλώνω τα χέρια -
δε φτάνω.
Το κύμα του πόνου
έρχεται και φεύγει.
Στάχτη.
*
Όταν η προσευχή απομένει καθαρό φύλλο μπροστά σου
και το μολύβι αντιστέκεται τυφλά
Τι είναι, δε φανερώνεται απ' τα λόγια
Το πρόσωπο δεν έχει ονόματα.
Κοιτάζει προς το μέρος σου βαθιά,
από ψηλά. Αλλόκοτη, αληθινή και θλιμμένη,
σχεδόν τρομακτική αρμονία -
γ
έ
ν
ν
η
σ
η
μ' αυτό συμμετρική
ς
ο
τ
α
ν
ά
θ
Σημείωση: Από την ποιητική συλλογή Σκιά και Στιγμή (Vari ja Viiv).