Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 13

Ντίνο Καμπάνα, Η ποίηση του

της Μαρίας Σκιάνο
Συχνά στο παρελθόν όσα δεν ήταν κατανοητά θεωρούνταν αλλόκοτα και αντικανονικά, τρελά και κάπως επικίνδυνα για την κοινωνία. Δυστυχώς με αυτόν τον τρόπο  αντιμετωπίστηκε και η ποίηση του Ντίνο Καμπάνα, του οποίου η ιδιοφυΐα τον οδήγησε, δυστυχώς,  κατευθείαν σε ενα ψυχιατρείο. Εκεί τελείωσε τις μέρες του η πιο απόκρυφη μορφή της ιταλικής σύγχρονης ποίησης! Σε τρελάδικο! Όπως ο Σαίξπηρ έφτασε στην πλήρη κατανόηση του μόλις στον εικοστό αιώνα έτσι και ο Καμπάνα βρίσκει μόνο στις μέρες μας την θέση που του αξίζει στην παγκόσμια λογοτεχνική κατάταξη χάριν σε μια ομάδα  κριτικών αφοσιωμένη στο πρόσωπο και το έργο του. Χάριν  στην λεπτολογική δουλειά αυτών  των «μυστών» του ποιητή, που με ιώβεια υπομονή εξερευνούν και εκδίδουν κάθε φορά κομμάτια φωτός, μπορεί σήμερα ο Καμπάνα να αποκωδικοποιηθεί και να κατανοηθεί πλήρως .
Η ιστορία του χειρόγραφου των «Ορφικών Τραγουδιών»
To 1912-1913 ο ποιητής έγραψε σε σκόρπια φύλλα κάποια από τα ποιήματά του και σύντομα τα μεταμόρφωσε σε ένα χειρόγραφο που έφερνε το όνομα «Η Μακριά Μέρα». Ο Καμπάνα σκέφτηκε να το εμπιστευτεί στους Αρντένγκο Σόφιτσι (Ardengo Soffici)  και  Τσιοβάνι Παπίνι  (Giovanni Papini), διευθυντές τότε του περιοδικού «Λακέρβα» (Lacerba) της Φλωρεντίας, για να δημοσιευτεί. Έτσι πήγε ο ίδιος στην Φλωρεντία για να τους το παραδώσει – δεν είχε παρά μόνο εκείνο το χειρόγραφο! Μετά από λίγες μέρες αναχώρησε από την πόλη με την υπόσχεση ότι «Η Μακριά Μέρα» θα δημοσιευόταν σύντομα. Μερικές μέρες αργότερα ο Καμπάνα έγραψε στο περιοδικό για να του επιστρέψουν τα χαρτιά του αλλά μάταια. Το χειρόγραφο είχε πλέον  χαθεί! Ξαναβρέθηκε ανάμεσα στα έγγραφα του Σόφιτσι μόνο το 1971 και δημοσιεύτηκε το 1973 με το όνομα « Il lungo giorno» . Στον Καμπάνα δεν έμενε παρά μόνο να κάνει την τεράστια προσπάθεια να το ξαναγράψει με το να το θυμηθεί όλο απ’ έξω! Αυτό τον εξάντλησε όπως διαβάζουμε σε πολλά γράμματά του σε φίλους. Χάριν στην εύρεση αυτού του χειρόγραφου πολλά από τα απόκρυφα των Ορφικών Τραγουδιών – όπως τα θυμήθηκε και τα δημοσίευσε το 1914 ο ίδιος ο Καμπάνα – βρήκαν την εξήγηση τους.
Τα «Ορφικά Τραγούδια» ως σύνολο
Τα Ορφικά Τραγούδια δεν είναι μια εύκολη και απλή ανάγνωση, και δεν είναι για όλους. Απαιτούνται αφοσίωση, γνώση , πάθος και υπομονή. Χρειάζεται εξερευνητική ψυχή και θέληση για να φτάσει κανείς στο βάθος των λέξεων και των αισθήσεων που αυτά προκαλούν προκειμένου να μην αρκείται  μόνο στην επιφάνεια. Αυτό το έργο, όπως μας παρουσιάζεται σήμερα, αποτελείται από  ένα σύνολο, πολύπλοκο και πολύ ιδιόρρυθμο μάλιστα, που δεν παύει όμως  να είναι ένα σύνολο. Κομμάτια μπορούν ν’ αποσπαστούν βέβαια  και να τα γεύεται κανείς σαν απομονωμένα ποιήματα μα αυτό δεν βοήθα στην κατανόηση του συνόλου. Τα ορφικά τραγούδια έχουν έναν σταθερό άξονα αναφοράς : το ταξίδι. Και αυτό τον οδηγό πρέπει ν’ ακολουθήσουμε για να  καταλάβουμε. Οι παραστάσεις αλλάζουν συνέχεια : από το ονειρικό ταξίδι στην «αρχαία νύχτα του ανθρώπινου ζώου», στις Άλπεις σε έναν γαλήνιο οδοιπόρο προς το κυανό, στις μικρές πόλεις της Ιταλίας, ως την Πάμπα, στη Αργεντινή, στο Παρίσι, στην Αμερική.Εμείς είδαμε ν’ αναδύεται από το μαγεμένο φως
Μια αποκοιμισμένη λευκή πόλη
Στους πρόποδες των πανύψηλων κορυφών των σβησμένων εφεστίων
Στην θολή πνοή του ισημερινού…

 
(Ταξίδι στο Μοντεβίδεο) Ένα ταξίδι που ο ποιητής πραγματοποιεί από το σώμα στην ψυχή και από την ψυχή στο μυαλό συγχωνεύοντας μέσα του ονειρικό και πραγματικό χρόνο, μορφές παρούσες και φανταστικές, αρχαιότητα και σύγχρονη εποχή, μαγεία και πραγματικότητα, δημιουργώντας τα θεϊκά  πρόσωπα του, τις θριαμβευτικές εικόνες του, τα σκίτσα της φύσης και της αρχαίας τέχνης.

Χάθηκα μες’ το θόρυβο κολοσσιαίων πόλεων, είδα τους λευκούς καθεδρικούς ναούς ν’ ανυψώνονται, πελώριους συνωστισμούς  της πίστης και του ονείρου με τις χιλιάδες κορυφές στον ουρανό, είδα τις Άλπεις ν’ ανυψώνονται σαν μεγαλύτερους ακόμα ναούς, και γεμάτες από τις μεγάλες πράσινες σκιές των ελάτων, και γεμάτες από την μελωδία των χειμάρρων των οποίων άκουγα το τραγούδι γεννούμενο απ’ τ’ άπειρο του ονείρου.
Εκεί πάνω μεταξύ των καπνικών ελάτων στην ομίχλη, μεταξύ χιλιάδων και χιλιάδων παλμών οι χιλιάδες φωνές της σιωπής, φανερωμένο ένα νεογνό φως ανάμεσα τους κορμούς, ανέβαινα σε μονοπάτια αιθρίας. Ανέβαινα στις Άλπεις στο βάθος λευκό απαλό μυστήριο. Λίμνες, εκεί πάνω ανάμεσα στους βράχους καθαρό νερό φυλαγμένο απ’ το χαμόγελο του ονείρου, τα διαυγές ρυάκια οι εκστατικές λίμνες της λήθης  που εσύ Λεονάρντο επινοούσες.

 
(Η Νύχτα)
Συχνά η «Εκείνη» δεν είναι μια γυναίκα αλλά μια πόλη, έναν πινάκας, μια ανάμνηση, η ιδία η ποίηση, η προσωποποιημένη φύση.Και εν άρωμα δάφνης,
Εν άρωμα δάφνης οξύ και εξασθενημένο
Ανάμεσα στ’ αθάνατα αγάλματα στην δύση
Εκείνη μ’ εμφανίζετε, παρούσα. 

    
(Φθινοπωρινός κήπος)
Ο Καμπάνα ακολουθεί την δική του ροη των σκέψεων διευρύνοντας την :
η φύση του δίνει αφορμή για φαντασμαγορικές ομοιότητες με πινάκες, η παρατήρηση των προσώπων γύρω του, του φέρνουν στο νου την αρχαία ποίηση του Ομήρου και του Δάντη, η παρακολούθηση  του ίδιου του  πνεύματος του χαρίζει μυστηριώδεις εικόνες ονείρου.

Η ανατολή χαμογελά στις κορφές των βουνών. Ψηλά στις ακμές ενός ερημικού τριγώνου φεγγίζει το κάστρο, ψηλότερο, πιο μακρινό. Μες σε μια άμαξα κουλουριασμένη η Αφροδίτη περνά στο μοναστηριακό δρόμο…

(Η Βέρνα)

…το ορθογώνιο του κεφαλιού με τις λεπτές γραμμές  της ξανθιάς Δήμητρας διαφαίνεται στην απόκρυφη λεπτή  γραμμή  του χαμόγελου της: διαυγή κάτω από την γραμμή του μαύρου φρυδιού τα ανοιχτόγκριζα μάτια: η γλύκα της γραμμής των χειλιών, η γαλήνη του φρυδιού, ανάμνηση της ποίησης της Τοσκάνης που δεν είναι πια.
( Εσύ είχες ήδη κατανοήσει ω Λεονάρντο, ω θεϊκό πρωτόγονο!)

(Η Βέρνα)

Αυτό είναι άλλωστε το νόημα της Ορφικής ποίησης.

Ο μουσική νέα αναίματη
στον κύκλο των πολύκαμπτων χειλιών σου
Βασίλισσα της μελωδίας.
Μα για κείνο τ’ αγνό
Σκυφτό κεφάλι εγώ της νύχτας ποιητής
Αγρύπνησα επάνω στ’ αστερία ζωντανά μες στα πελάγη τ’ ουρανού
Εγώ για το δικό σου μυστήριο γλυκό
Εγώ για το δικό σου γίγνεσθαι σιωπηλό.

 
(Η Χίμαιρα)
Ο Καμπάνα ήταν λόγιος και γνώριζε καλά τόσο την αρχαία όσο και την σύγχρονη λογοτεχνία. Ήταν από τους λίγους τότε που κατείχε γνώση των ξένων γλωσσών. Μιλούσε αγγλικά και γαλλικά και επίσης μετέφραζε από εκείνα στα ιταλικά. Επισκεπτόταν εκθέσεις ζωγραφικής και οι εικόνες των πινάκων του παρουσιάζονταν άξαφνα όταν καθόταν στην απέραντη μοναξιά του στις ατέλειωτες  κοιλάδες ή στις ερημωμένες πλατείες του κόσμου. Εκεί ο Καμπάνα αθροιζόταν και δημιουργούσε σαν ζωγράφος του λόγου, σαν καλλιτέχνης της μαγείας της ποίησης. Και όλη αυτή η μαγεία γίνεται σώμα μέσα από το ιδιαίτερο και προσωπικό του στυλ.
 

 Το στυλ του Καμπάνα
Ο Καμπάνα διαλύει την σύνταξη της περιόδου προς όφελος του λόγου. Μακριά και βασανιστική είναι η επεξεργασία του κάθε στοίχου. Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Οι λέξεις  συνυπάρχουν για την λειτουργία  τις  τελικής εικόνας ως αναζωογονητικός αγωγός της ψυχής. Οι ιδεοληπτικές επαναλήψεις, οι ομοιοκαταληξίες, δυστυχώς όχι πάντα εφικτές  στην απόδοση στα ελληνικά, καταστούν το ρυθμό, όλο και πιο έντονο, όλο και πιο έμμονο.  Μια πρωτοφανή διαδικασία που ο ίδιος ο Καμπάνα ονομάζει «συναισθηματική κινηματογραφία» χαρίζει αναδρομές και προβλέψεις, αναπηδήματα σε άλλες χώρες και εποχές, σε αλλά στυλ και σε νέα βιώματα. Όλοι και όλα παίρνουν μέρος σε αυτό το ονειρικό ταξίδι μέσα στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής, εκφραζόμενο με ένα θεσπέσιο  λυρικό λόγο  που δεν μπορεί να μην αγγίζει τις καρδίες των πιστών.
Η Μετάφραση
Αποφάσισα να μεταφράσω  αυτό έργο στα ελληνικά γιατί με τιμή μου θεωρώ ότι είμαι από τους μύστες του Ντίνο Καμπάνα και ξέρω ότι εάν ζούσε θα λάτρευε να ακούσει την μελώδια των στοίχων του στην όμορφη και αρχαία αυτή γλώσσα. Αποφάσισα να μην ακολουθήσω το δρόμο της απλοποίησης ή της διασκευής των ποιημάτων διότι δεν το βρίσκω σωστό προς τον κόπο που έκανε ο  Καμπάνα για να τα γεννήσει. Κράτησα σκόπιμα, λοιπόν, τις ιδιοσυγκρασίες του, την περίεργη σύνταξη, την αλλόκοτη διάστιξη, την ιδιορρυθμία της μελωδίας του λόγου και σκοπεύω να εφοδιάζω την τελική έκδοση με όλες τις απαραίτητες υποσημειώσεις ως προς την καλύτερη και σωστότερη ανάγνωση των Τραγουδιών. Δυστυχώς χάθηκαν στην μετάφραση πολλά εφευρήματα της δεξιοτεχνίας του ποιητή όπως η τέχνη του να χρησιμοποιήσει ένα ουσιαστικό σαν συντονιστή της ρύθμισης τόσο του προηγούμενο όσο και του ακόλουθου ουσιαστικού. Επίσης για να μην χαθεί η αρχική σύνταξη με μετοχές  πεισμάτωσα και χρησιμοποιώ πολύ συχνά την πρόθεση  « εκ » όπως επέμενα να εφευρίσκω και να κρατήσω ασυνήθιστες  λέξεις που θα έδιναν το ίδιο ακριβώς νόημα που εκείνος τους είχε δώσει:
…ανέβηκα σε μονοπάτια αιθρίας…Επιπλέον κράτησα παθητικές και ενεργητικές μετοχές δανείζοντάς τα από τα αρχαία:

Περνάνε στην γόνιμη αγρυπνία των αγγελιαφόρων του έρωτα, ελαφρές σαΐτες  υφαίνοντες πολύχρωμες φαντασιώσεις…

η παιχνιδιζόμενη δαντελωτή κουρτίνα για φόντο…

ένα ρεγχάζον κορμί πλαγιασμένο στην μυστική νύχτα του αρχαίου ανθρώπινου ζώου

Αυτό που προσπάθησα να κάνω, τελικά,  είναι να κρατήσω πάντα το ίδιο ύφος και  τον ίδιο ρυθμό του πρωτοτύπου και να είμαι όσο το δυνατότερο πιο πιστή στο κείμενο και στον ίδιο τον  ποιητή. Αφεθείτε λοιπόν  στον ρυθμό της μελωδίας των τραγουδιών και καλή ανάγνωση.

Ορφικά Τραγούδια
                                                                        Ι
                                                                Η νύχτα
1. Θυμάμαι μια παλιά πόλη, εκ των τοίχων κόκκινη και πυργωτή, κατακαμένη στην απέραντη  κοιλάδα τον Αύγουστο καυτό, με την μακρινή  δροσιά των  λόφων χλοερών και  μαλακών στο βάθος(1)
Τεράστιες άδειες αψίδες  γεφυρών στο ποτάμι τελματωμένο σε μια λιπόσαρκη μολυβένια ακινησία : μαύρες  σιλουέτες τσιγγάνων κινητές και σιωπηλές στην όχθη: στ’ απόμακρο  θάμβο  των καλαμιών μακρινές μορφές γυμνών εφήβων και το προφίλ και η ιουδαία γενειάδα ενός γέροντα: κι έξαφνα  από τα μέσα του νεκρού νερού οι τσιγγάνες και ένα τραγούδι, από τον άφωνο  βάλτο ένα αρχέγονο μοιρολόι μονότονο και ερεθιστικό: και του χρόνου διεκόπη η πορεία.

                                                                      *
2. Ασυνείδητα  ανύψωσα το βλέμμα μου στο βάρβαρο πύργο που δέσποζε  στην μακρύτατη οδό των πλατάνων. Επάνω στην σιωπή, την γινωμένη έντονη, τούτος αναβίωνε το μακρινό και φοβερό του μύθο. Ενώ, από  μακρινά οράματα κι’ απ’ αδιαφανές και βίαιες αισθήσεις, ένας άλλος μύθος, και τούτος μυστικός και άγριος, επανερχόταν ενίοτε στο νου μου. Εκεί πέρα είχαν σύρει  απαλά προς την αόριστη λάμψη της πόρτας, τα μακριά ενδύματά τους οι περιπατώμενες, οι αρχαίες: η εξοχή ναρκωνόταν τότε στο δίχτυ των καναλιών : κοπέλες μ’ εύγραμμα  χτενίσματα και προφίλ  μεταλλίου, χάνονταν ενίοτε στις χειράμαξες πίσω από τις πράσινες καμπές. Ένας χτύπος  καμπάνας αργυρόηχος και γλυκός απ’ απόσταση : το Βράδυ :
στο μοναχικό εκκλησάκι, στην σκιά ταπεινών  ναρθήκων, εγώ έσφιγγα Εκείνη, με την ρόδινη  σάρκα και τα διαφεύγοντα φλογέρα μάτια : χρόνια και χρόνια και χρόνια έλειωναν  στην θριαμβευτική γλύκα της ανάμνησης.

                                                                      *

3.Ασυνείδητα εκείνος που εγώ υπήρξα(2) βρισκόταν  κατευθυνόμενος προς το βάρβαρο πύργο, μυθικός φύλακας των ονείρων της εφηβείας. Ανέβαινε στην σιωπή των πανάρχαιων δρομιών  κατά τα τείχη εκκλησιών  και μοναστηριών: δεν ακουγόταν ο θόρυβος των βημάτων του. Μια έρημη πλατειούλα, συνωστισμένα καλυβόσπιτα, μουγκά παράθυρα: παραπλεύρως σε μια αναλαμπή, τεράστιος ο πύργος οκτάπλευρος κόκκινος αδιάβατος άγονος . Ένα σιντριβάνι του χίλια πεντακόσια σώπαινε αποξηραμένο, η πλάκα κομμένη στην μέση του λατινικού της σχολίου. Ξετυλιγόταν ένα δρόμο λιθόστρωτο και έρημο  προς την πόλη.

                                                                *


4. Τραντάχτηκε από το διάπλατο άνοιγμα μιας  πόρτας. Γέροντες(3), μορφές γερτές  οστεώδεις και μουγκές, συνωστίζονταν σπρώχνοντας με τους διατρητικούς αγκώνες, τρομεροί στο έντονο φως. Μπροστά στο γενειόφορο πρόσωπο ενός μοναχού που έσκυβε από το άνοιγμα μιας θύρας, στέκονταν σε υπόκλιση αγωνιώδη και δουλοπρεπή, ξεγλιστρούσαν μακριά  μουρμουρίζοντας, ανασηκώνοντας λίγο -λίγο, σέρνοντας ένας- ένας τις σκιές τους κατά μήκος των κοκκινωπών και ξεθωριασμένων τοίχων, παρόμοιοι όλοι με σκιά. Μια γυνή με λικνιζόμενο βήμα και ασυνείδητο γέλιο προσχωρούσε και έκλεινε την πομπή.                              
                                                                        *
5. Σέρνονταν οι σκιές τους κατά μήκος των κοκκινωπών και ξεθωριασμένων τοίχων:  αυτός ακολουθούσε, άβουλος. Απευθύνθηκε στην γυνή μ’ ένα λόγο που ‘πεσε στην σιωπή του μεσημεριού : ένας γέροντας εστράφη  να τον κοιτάξει με ένα κοίταγμα  παράλογα γυαλιστερό και άδειο. Και η γυναίκα χαμογελούσε πάντα μ’ ένα χαμόγελο υγρό στην μεσημβρινή  ξέρα, αποβλακωμένη και μόνη στο καταστροφικό φως. 

                                                                       *

6. Δεν έμαθα ποτέ πως, διαπλέοντας νωθρά κανάλια, ξανάδα  τον ίσκιο μου που με περιγελούσε στο βάθος. Με συνόδεψε σε δυσώδες δρόμους όπου οι γυναίκες τραγουδούσαν στην κάψα. Στην άκρη των κάμπων  μια θύρα χαραγμένη από πλήγματα, φυλαγμένη από νέο θήλυ σε ρόδινο ένδυμα, χλωμό και λιπώδη, τον σαγήνευε :μπήκα. Μια αρχαϊκή και πληθωρική κυρία  με προφίλ κριού και τα μαύρα μαλλιά εύστροφα συστρεφόμενα στο αγαλμάτινο κεφάλι της, βάρβαρα στολισμένο από τα υγροποιημένα μάτια σαν μαύρα πετράδια παράξενα λαξευμένα, καθόταν ταραγμένη από νηπιακή χάρη που αναγεννιόταν με την ελπίδα, τραβώντας εκείνη από ένα μάτσο μακριών και λιγδωμένων χαρτιών, παράξενες θεωρίες για εξουθενωμένες  βασίλισσες βασιλιάδες φάντες όπλα και ιππότες. Χαιρέτησα και μια φωνή μοναστηριακή, βαθιά και μελοδραματική μου απάντησε μ’ ένα χαριτωμένο ρυτιδιασμένο χαμόγελο. Διέκρινα στην σκιά το δουλάκι που κοιμόταν με το στόμα μισάνοιχτο, ροχαλίζοντας σε ύπνο βαρύ, ημίγυμνο το ωραίο ευλύγιστος και κεχριμπαρένιο σώμα της. Κάθισα σιγά.

                                                                     *

7. Η μακρά θεωρία των ερωτών της παρέλαγε μονότονη στ’ αυτιά μου. Παλιά  οικογενειακά πορτρέτα ήταν αραδιασμένα στο λιγδωμένο τραπέζι. Η εύγραμμη  μορφή της κεχριμπαρένιας γυνής ξαπλωμένη στο κρεβάτι άκουγε με περιέργεια, ακουμπισμένη στους αγκώνες σαν μια Σφίγγα. Έξω καταπράσινοι κήποι ανάμεσα στους κόκκινους τοίχους: Εμείς μόνοι τρεις ζωντανοί στην μεσημβρινή σιωπή.

                                                                    *

8. Εν το μεταξύ είχε βασιλέψει ο ήλιος και περιτύλιγε με το  χρυσό του το τοπίο  συγκινημένο από τις αναμνήσεις και έμοιαζε να το χειροτονεί. Η φωνή της Ματρόνας είχε γίνει αργά- αργά πιο γλυκιά, και το κεφάλι της σαν ανατολίτικης ιέρειας συναινούσε σε ναζιάρικες  πόζες.  Η μαγεία του βραδιού, συναινούσα φίλη του εγκληματίας, ήταν υπαίτια των σκοτεινών  μας ψυχών  και η μεγαλοπρέπειά της  φαινόταν να υπόσχεται ένα μυστηριώδη βασίλειο. Και η ιέρεια της στείρας ηδονής, η δούλα αφελή και άπληστη και ο ποιητής κοιτάζονταν, άγονες ψυχές ασυνείδητα αναζητούμενες το προβληματισμό της ζωής τους. Αλλά το βράδυ έπεφτε, μήνυμα  χρυσό των σύγκρυων δροσερών της νύχτας.

                                                                      *


9. Έφτασε η νύχτα και περατώθηκε η κατάκτηση της δούλας. Το κεχριμπαρένιο σώμα, το αδηφάγο στόμα της, τα ακανθώδη μαύρα της μαλλιά ενίοτε και η αποκάλυψη των έντρομων από ηδυπάθεια ματιών της έπλεξαν μια φανταστική υπόθεση. Ενώ πιο γλυκιά, ήδη πλησίον να σβηστεί, ακόμη βασίλευε μακρόθεν η ανάμνηση Εκείνης(4), η δελεαστική κυρία, η  βασίλισσα ακόμη στην κλασσική της γραμμή ανάμεσα στις μεγάλες της ανάμνησης τις αδελφές: κατόπιν ο Μιχαήλ Άγγελος είχε λυγίζει στα γόνατα κουρασμένα απ’ το δρόμο, εκείνη η οποία  λυγίζει, που λυγίζει και δεν καταλαγιάζει, βάρβαρη βασίλισσα υπό το βάρος όλου του ανθρώπινου ονείρου, και τον χτύπο των απόκρυφων και βίαιων στάσεων των κατανικημένων βάρβαρων αρχαίων βασιλισσών είχε ακούσει ο Δάντης να σβήσει στην φωνή της Φραντσέσκας(5) εκεί στις όχθες των ποταμών που, κουρασμένοι από τον πόλεμο εκβάλλουν, ενώ στις όχθες τους αναδημιουργούνται τα αιώνια πάθη του έρωτα, ξανά και ξανά. Και η δούλα, η αγνή Μαγδαληνή με τα δασύτριχα μαλλιά και τα στιλπνά μάτια επαιτούσε σε σκιρτήματα από το χρυσαφένιο άγονο σώμα της, ωμό και άγριο, γλυκά κλεισμένο στην ταπεινότητα του μυστηρίου της. Η μεγάλη νύχτα γεμάτη απάτες ποικιλόμορφων εικόνων.
                                                                   *

10. Προβάλλονταν απ’ τ’ αργυρά κάγκελα των πρώτων περιπετειών οι αρχαίες εικόνες, γλυκαμένες από μια ζωή αγάπης  να με προστατεύον ακόμα μ’ ένα  χαμόγελό μυστηριώδης μαγευτικής τρυφερότητας. Άνοιγαν οι κλειστές αίθουσες όπου το φως βυθίζεται ίδιο μες τους καθρέπτες επ’ άπειρων, φανερώνοντας τις περιπετειώδεις εικόνες των αυλικών στο φως των καθρεπτών, αμυδρές στην κλίσης  της σφίγγας : Και ακόμη, εκείνα όλα που ήταν άνυδρα και γλυκά, μαραμένα τα ρόδα της νιότης, επέστρεφαν να αναζωογονηθούν στο αποσκελετωμένο πανόραμα του κόσμου.

                                                                    *


11. Στην πύρινη  οσμή μιας βραδιάς πανηγυριού, στον αέρα οι τελευταίοι οξείς  ήχοι, έβλεπα τις πανάρχαιες κορασίδες της πρώτης φρεναπάτης να παρουσιάζονται στο μέσο των γεφυρών ριγμένων από την πόλη στο προάστιο, στις βραδιές του καυτού καλοκαιριού: στρεφόμενες κατά τρία τέταρτα, ακούγοντας απ’ το προάστιο τον οξύ ήχο που τονίζεται αναγγέλλοντας τις πύρινες γλώσσες των άστατων λυχνιών να τριβελίζουν την ατμόσφαιρα φορτωμένη απ’ οργιαστικά φώτα : τώρα γλυκαμένες : στον ήδη νεκρό ουρανό γλυκές και ρόδινες, ξαλαφρωμένες απ’ ένα πέπλο : έτσι όπως η Αγία Μάρθα(6),  κομμένα στο πάτωμα τα όργανα, παυμένο ήδη  στ’ αειθαλή τοπία το τραγούδι που η καρδία της Αγίας Σεσίλιας εναρμονίζει με το λατινικό ουρανό, γλυκιά και ρόδινη, πλησίον το αρχαίο λυκόφως στην ηρωική γραμμή της μεγάλης θηλυκής ρωμαϊκής μορφής στάθμευε. Αναμνήσεις τσιγγάνων, αναμνήσεις μακρινών ερώτων, αναμνήσεις ήχων και φώτων : καταπόνηση αγάπης, κόπωση ξαφνική στο κρεβάτι μιας απόμακρης ταβέρνας, έτερον περιπετειώδη λίκνο της αβεβαιότητας και της μετάνοιας: και έτσι εκείνα που ακόμα ήταν άνυδρα και γλυκά, μαραμένα τα ρόδα της νιότης, ανέκυπταν στο αποσκελετωμένο πανόραμα του κόσμου.
                                                                       *


12. Μες την  βραδιά των πυρών του καλοκαιρινού πανηγυριού, μες το φως, τερπνό και λευκό,  τότε που τ ’αυτιά ξεκουράζονταν μόλις  στην σιωπή και τα μάτια ήταν κουρασμένα απ’ τα πυροστρόβιλα, απ’ τα πολύχρωμα αστερία που είχαν αφήσει μια πύρινη οσμή, ένα αόριστο κόκκινο βάρος στον αέρα, και το παράπλευρο περπάτημά μας μας είχε εξουθενώσει, εκθειάζοντάς μας απ’ ομορφιά, η δική μας, υπερβολικά διαφορετική, αυτή λεπτή και μελαχρινή, αγνή στα μάτια και στο πρόσωπο, χαμένος ο  θάμβος του κολιέ στο γυμνό της λαιμό, περπατούσε τώρα, ενίοτε ανήξερη σφίγγοντας την βεντάλια. Προσελκύστηκε απ’ την καλύβα(7) : η λευκή της ρόμπα με τα λεπτά κυανά σκισίματα κυμάτισε στο διάχυτο φως, και’ γώ ακολούθησα την ωχρότητά της χαραγμένη στο μέτωπό της απ’ την νυχτερινή φράντζα των μαλλιών της. Μπήκαμε. Μελαψά πρόσωπα αυταρχών , γαλήνια από νιότη και γιορτή, στραφήκαν προς εμάς, βαθιά διαυγές στο φως. Και κοιτάξαμε το βλέπειν. Όλα ήταν μιας στοιχειώδης ανυπαρξίας. Ήταν  αποσκελετωμένα πανοράματα πόλεων. Παράλογοι νεκροί κοίταζαν τον ουρανό σε ξυλώδες στάσεις. Μια οδαλίσκη από κόμμι ανάπνεε χαμηλόφωνα και έστρεφε γύρο τα ειδωλοποιημένα μάτια της. Και η  οξεία μυρωδιά του πριονιδιού που άμβλυνε τα βήματα και το σούσουρο  των δεσποινίδων του χορίου έκπληκτες για ‘κείνο το μυστήριο. << Είναι έτσι το Παρίσι; Ιδού  το Λονδίνο. Η μάχη του Μούκντεν.>> Εμείς κοιτάζαμε γύρο: πρέπει να ήταν αργά. Όλα εκείνα τα πράγματα ιδωμένα με τα μαγνητικά μάτια των φακών σ’ εκείνο τ’ ονειρικό φως!
Ακίνητη πλησίον μου, εγώ την ένιωθα να γίνει απόμακρη και ξένη καθώς η γοητεία της εκβάθυνε υπό την νυχτερινή φράντζα των μαλλιών της. Κουνήθηκε. Και εγώ ένιωσα μ’ ελαφριά πίκρα, γρήγορα παρηγορημένη ότι δεν θα υπήρξα πλάι της ποτέ ξανά. Την ακολούθησα λοιπόν όπως ακολουθείτε ένα όνειρο που μάταια αγαπιέται: έτσι είχαμ’ γίνει άξαφνα  μακρινοί και ξένοι μετά απ’ την ταραχή της γιορτής, μπροστά απ’ τ’ αποσκελετωμένο πανόραμα του κόσμου.
                                                                 *


13. Ήμουν κάτω απ’ την σκιά των καμάρων(9) αποσταγμένη από στάλες και στάλες αιματικό φως  στην ομίχλη μιας νύχτας του Δεκεμβρίου. Έξαφνα μια θύρα είχε ανοίξει σε μια επίδειξη φωτός. Στο βάθος μπροστά στεκόταν στην μεγαλοπρέπεια μιας κόκκινης ντιβανοκασέλας, ο αγκώνας κρατώντας το κεφάλι, στήριζε τον αγκώνα κρατώντας το κεφάλι, μια ματρόνα, τα μάτια καφέ ζωηρά, οι μαστοί τεράστιοι: δίπλα μια κόρη γονατισμένη, κεχριμπαρένια και λεπτή, τα μαλλιά κομμένα
στο μέτωπο με νηπιακή χάρη, τα πόδια απαλά και γυμνά  με την φανταχτερή ρόμπα: και πάνω από αυτήν, πάνω από την σκεπτική ματρόνα με τα νεανικά μάτια, μια κουρτίνα, μια άσπρη δαντελωτή κουρτίνα, μια κουρτίνα που έμοιαζε να ταρακουνά εικόνες, εικόνες πάνω απ’ αυτήν, εικόνες αγνές πάνω απ’ αυτήν σκεπτική μέσα στα νεανικά μάτια. Εκτιναγμένος στο φως από την σκιά των καμάρων αποσταγμένη από στάλες και στάλες αιματικό φως  εγώ προσηλωνόμουν, περιορισμένος, έκπληκτος, στο συμβολικό και περιπετειώδη  θέλγητρο εκείνης της σκηνής. Ήδη ήταν αργά, μείναμε μονοί και μεταξύ μας γεννήθηκε μια ελεύθερη οικειότητα και η ματρόνα με τα νεανικά μάτια, ακουμπισμένη, η παιχνιδιζόμενη δαντελωτή κουρτίνα για φόντο, μίλησε. Η ζωή της ήταν μια μακρά αμαρτία: η ακολασία. Η ακολασία αλλά όλη γεμάτη ακόμη γι’ αυτήν απ’ απρόσιτη περιέργεια. << Το θηλυκό το χτυπούσε τόσο με φιλία από τα δεξιά: από τα δεξιά γιατί; Ύστερα το αρσενικό περιστέρι έμενε επάνω, ακίνητος ; ,δέκα λεπτά, γιατί;>> Οι ερωτήσεις έμεναν ακόμα δίχως απάντηση, τότε αυτή ωθούμενη από νοσταλγία θυμόταν θυμόταν  επί μακρόν το παρελθόν. Ως που η συζήτηση είχε εξασθενίσει , η φωνή είχε σωπάσει γύρο, το μυστήριο της ηδυπάθειας είχε επικαλύψει εκείνη που το επικαλούταν. Αναστατωμένος, τα δάκρυα στα μάτια εγώ, φάτσα την δαντελωτή άσπρη κουρτίνα, ακολουθούσα  ακολουθούσα  λευκές ακόμα φαντασιώσεις. Η φωνή είχε κοπάσει γύρο. Η ματρόνα είχε εξαφανιστεί. Η φωνή είχε σωπάσει. Βέβαια την είχα ακούσει να περνά με ένα σιωπηλό λαχταριστό  άγγισμα. Μπροστά στην τσαλακωμένη δαντελωτή  κουρτίνα η κόρη στεκόταν ακόμη πάνω στα κεχριμπαρένια γόνατα, λυγισμένα, λυγισμένα με χάρη κίναιδου.
                                                                    *


14. Ο Φάουστ(8)  ήταν νέος  κι ωραίος, είχε σγουρά μαλλιά. Οι μπολονέζες έμοιαζαν τότε με σιρακουσιανά  μετάλλια και η κόψη των ματιών τους ήταν τόσο τελεία που αγαπούσαν να φαίνονταν ακίνητα για να αντιτίθενται αρμονικά με τις μακριές μελαχρινές μπούκλες. Ήταν εύκολο να τις συναντήσεις το βράδυ στους μελανούς δρόμους ( το φεγγάρι φώτιζε τότες τους δρόμους) και ο Φάουστ σήκωνε τα μάτια στις καμινάδες των σπιτιών που μες το φεγγαρόφωτο έμοιαζαν μ’ ερωτηματικά κι έμενε σκεπτικός στο γλίστρημα των βημάτων τους που άμβλυναν. Μερικές φόρες από την παλιά ταβέρνα που μάζευε μαθητές του άρεζε ν’ ακούσει ανάμεσα στις ήρεμες   συζητήσεις του μπολενέζικου χειμώνα, ψυχρό και ομιχλώδη σαν το δικό του,  στο τρίξιμο  των κούτσουρων και το τρεμούλιασμα  των φλογών  πάνω στην ώχρα των θόλων τα βιαστικά βήματα κάτω από τις κοντινές καμάρες . Αγαπούσε τότες να συναθροίζεται σ’ ένα τραγούδι ενώ η νεαρή ταβερνιάρισσα, κόκκινο το ύφασμα και τα ωραία μαγούλα κάτω από τ’ ογκώδη χτένισμα περνούσε και ξαναπερνούσε μπροστά του. Ο Φάουστ ήταν νέος κι ωραίος. Μια μέρα σαν εκείνη, από την ταπετσαρισμένη καμαρούλα, μεταξύ των ρεφραίν των αυτόματων οργάνων και ενός λουλουδένιου στολίσματος, από την καμαρούλα άκουγα το πλήθος να κυλά  και τους μελανούς ήχους του χειμώνα. Οχ! Θυμάμαι! Ήμουν νέος, το χέρι ποτέ ήσυχο  ακουμπισμένο να κρατά τ’ αναποφάσιστο πρόσωπο, αβρό απ’ αγωνία και μόχτο. Υπέβαλλα τότε το αίνιγμά μου στις μοδιστρούλες λείες και εύκαμπτες, καθιερωμένες από το άγχος μου για την υπέρτατη αγάπη από την αγωνία της βασανιστικής και διψασμένης νιότης μου. Όλα ήταν μυστήριο για την πίστη μου, η ζωή μου όλη ήταν  << μια αγωνία για το μυστήριο των αστέρων, όλη ένα σκύψιμο προς την άβυσσο>>. Ήμουν ωραίος από βάσανο, ανήσυχος ωχρός διψασμένος περιπλανώμενος πίσω από τις προνύμφες του μυστήριου. Ύστερα έφυγα. Χάθηκα μες’ το θόρυβο κολοσσιαίων πόλεων, είδα τους λευκούς καθεδρικούς ναούς ν’ ανυψώνονται, πελώριους συνωστισμούς  της πίστης και του ονείρου με τις χιλιάδες κορυφές στον ουρανό, είδα τις Άλπεις ν’ ανυψώνονται σαν μεγαλύτερους ακόμα ναούς, και γεμάτες από τις μεγάλες πράσινες σκιές των ελάτων, και γεμάτες από την μελωδία των χειμάρρων των οποίων άκουγα το τραγούδι γεννούμενο απ’ τ’ άπειρο του ονείρου.
Εκεί πάνω μεταξύ των καπνικών ελάτων στην ομίχλη, μεταξύ χιλιάδων και χιλιάδων παλμών οι χιλιάδες φωνές της σιωπής, φανερωμένο ένα νεογνό φως ανάμεσα τους κορμούς, ανέβαινα σε μονοπάτια αιθρίας. Ανέβαινα στις Άλπεις στο βάθος λευκό απαλό μυστήριο. Λίμνες, εκεί πάνω ανάμεσα τους βράχους καθαρό νερό φυλαγμένο απ’ το χαμόγελο του ονείρου, τα διαυγές ρυάκια οι εκστατικές λίμνες της λήθης  που εσύ Λεονάρντο επινοούσες.
Ο χείμαρρος μου διηγούταν ασαφώς την ιστορία. Εγώ απλανής ανάμεσα στις μόνιμες λόγχες των ελάτων πιστεύοντας ενίοτε να περιφέρετε μια νέα άγρια μελωδία εν τούτης μελαγχολική ίσως προσηλωνόμουν στα σύννεφα που έμοιαζαν να βραδύνουν περίεργα μια στιγμή πάνω σ’ εκείνη την βαθιά θέα και να την παρακολουθούν και να εξαφανίζονται πίσω από τις μόνιμες λόγχες των ελάτων. Και φτωχός, γυμνός ευδαίμων να ‘μαι φτωχός γυμνός, ν’ αντανακλώ για μια στιγμή την θέα σαν μαγευτική ανάμνηση και φρυχτή στα βάθη της καρδιάς μου ανέβαινα: και έφτασα έφτασα εκεί ως που τα χιόνια των Άλπειων μου φράξων το δρόμο. Μια κοπέλα στο χείμαρρο έπλενε, έπλενε και τραγούδαγε στα χιόνια των λευκών Άλπειων. Στράφηκε, με υποδέθηκε, μες την νύχτα μ’ αγάπησε. Και ακόμη στο βάθος οι Άλπειες τ’ άσπρο απαλό μυστήριο, στην ανάμνηση μου άναψε η αγνότητα της αστρικής λυχνίας, έλαμψε το φως της νύχτας αγάπης.
                                                                    *

15. Όμως τι εφιάλτη βάρυνε ακόμη πάνω σε όλη μου την νιότη; Ο τα φιλία, τα μάταια φιλία της κόρης που’ πλύνε, που’ πλύνε και ταγούδαγε στο χιόνι των λευκών Άλπειων!( δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια μου με την ανάμνηση!) Ξανάκουγα το χείμαρρο ακόμα μακρινό: κροτούσε βρέχοντας αρχαίες πόλεις ερημωμένες, μακριές σιωπηλές οδούς, έρημες σαν ύστερα από λεηλασία. Μια θέρμη  χρυσή παρούσα στην σκιά του δωματίου, μια άφθονη κόμη, ένα ρεγχάζον κορμί πλαγιασμένο στην μυστική νύχτα του αρχαίου ανθρώπινου ζώου. Κοιμόταν η δούλα ξέγνοιαστη μες στα σκοτεινά της όνειρα: σαν βυζαντινή εικόνα, σαν αραβικό μύθο στο βάθος άσπριζε την αβέβαιη ωχρότητα της κουρτίνας.
 
                                                                 *


16. Και τότε απεικονίσεις μιας πανάρχαιας ελεύθερης ζωής , πελώριων ηλιακών μύθων, εξολοθρεύσεων και οργιών δημιουργήθηκαν μπροστά στην ψυχή μου. Ξανάδα μια αρχαία εικόνα, μια αποσκελετωμένη μορφή ζώσα δια την μυστηριώδη δύναμη ενός βάρβαρου μύθου, τα στροβιλοειδή μάτια αλλάζοντα ζωντανά εκ σκοτεινών λυμφών, στα πάθη του ονείρου ν’ ανακαλυφτεί το μελανό κορμί, δυο κηλίδες δυο ανοίγματα από βολές ντουφεκιού στους σβηστούς μαστούς(10).  Πίστεψα πως άκουγα κιθάρες  να τρίζουν εκεί στη καλύβα από σανίδες και τσίγκο στ’ αόριστα εδάφη της πόλης, καθώς ένα κερί αιθρίαζε το γυμνό έδαφος. Απέναντί μου μια πρωτόγονη κυρία  με κοιτούσε δίχως να κτυπήσει βλέφαρο. Το φως ήταν ανεπαρκή στην γυμνή γη στην δόνηση των κιθάρων.  Παραπλεύρως στον ανθό θησαυρό μιας κοπέλας εν όνειρο η γριά ήταν τώρα γραπωμένη σαν αράχνη ενώ έμοιαζε να ψιθυρίζει στ’ αυτί λόγια που δεν άκουγα, γλυκά σαν τον άνεμο δίχως λόγια της Πάμπας που κατακλύζει. Η άγρια ματρόνα μ’ είχε αρπάξει: το χλιαρό μου αίμα ήταν βέβαια πιωμένο από την γη : τώρα το φως ήταν πιο ανεπαρκή στην γυμνή γη στην μεταλλική αναπνοή των κιθάρων. Ξαφνικά η κοπέλα απελευθερωμένη απέπνευσε την νιότη της, εξασθενούσα στην άγρια χάρη της, τα μάτια γλυκά και οξεία σαν στρόβιλο. Στους ώμους της ωραίας άγριας εξασθένησε το θέλγητρο στην σκιά των ρευστών μαλλιών και η μεγαλοπρεπή κόμη του δέντρου της ζωής υφάνθηκε στην στάθμευση στην γυμνή γη, προσκαλώντας οι κιθάρες τ’ απόμακρο ύπνο. Από την Πάμπα ακούστηκε καθαρά ένα εκτίναγμα, ένα ποδοπάτημα άγριων αλόγων, ο άνεμος ακούστηκε καθαρά να σηκώνεται, το ποδοκύλημα έμοιασε να χαθεί υπόκωφο
στο άπειρο. Στην κορνίζα της ανοιχτής πόρτας έλαμψαν τ’ αστέρια κόκκινα και ζεστά εκ του μακρόθεν: η σκιά των αγριοθήλυκων στην σκιά.
                                                               *


                                                                ΙΙ
                                               Το ταξίδι και η επιστροφή
1. Ανέβαιναν φωνές και φωνές και τραγούδια παιδιών και απληστίας από τα συνεστραμμένα στενά μες την καυτή σκιά, στο λόφο(11) στο λόφο.  Στην σκιά των πράσινων φαναριών οι λευκές πελώριες πόρνες ονειρεύονταν αόριστα όνειρα στο παράλογο φώς στον αέρα. Η θάλασσα στον άνεμο έχυνε τ’ αλάτι του που ο άνεμος έχυνε κι’ έβγαζε από την άπληστη οσμή των στενών, και η άσπρη μεσογειακή νύχτα έπαιζε με τις πελώριες φόρμες των θηλυκών ανάμεσα στις παράλογες προσπάθειες της φλόγας να αποσπάτε απ’ τον αγωγό των φαναριών. Εκείνες κοιτούσαν την φλόγα και τραγούδαγαν τραγούδια περί καρδιές αλυσοδεμένες. Όλα τα προοίμια ήταν πλέον παρασιωπούμενα. Η νύχτα, η χαρά η πιο ήσυχη της νύχτας είχε πέσει.
Οι μαυριτανικές θύρες υπερφορτώνονταν και μπλέκονταν  σε τερατώδη μαύρα θαύματα εν τω μεταξύ στο βάθος το βαθυγάλανο φλεγόταν από αστέρια. Μοναχική θρόνιαζε τώρα η νύχτα αναμμένη σε όλο της το σμήνος αστέρων και φλογών. Μπροστά σαν τερατόμορφη πληγή χαραζόταν μια οδός. Παραπλεύρως της γωνίας των θυρών, άσπρες καρυάτιδες ενός τεχνητού ουρανού ονειρεύονταν, το πρόσωπο ακουμπισμένο στην παλάμη. Εκείνη είχε την αγνή αυτοκρατορική  γραμμή του προφίλ και του λαιμού ντυμένη με γαλάζια λάμψη. Με την γοργή χειρονομία της αυτοκρατορικής νιότης τραβούσε το ελαφρύ ένδυμα στους ώμους με απαλές κινήσεις  και το παράθυρό της άστραφτε σε αναμονή έως γλυκά τα παντζούρια έκλειναν πάνω σε μια διπλή σκιά. Και η καρδιά μου ήταν πεινασμένη απ’ όνειρο, για εκείνη, για την εξασθενούσα σαν τον έρωτα εξασθένον, την δωρητή της αγάπης των λιμανιών, την καρυάτιδα των ουρανών της μοίρας. Στα θεϊκά της γόνατα, στην ωχρή της μορφή σαν όνειρο βγαλμένο από τ’ αμέτρητα όνειρα της σκιάς, μες στα αμέτρητα απατηλά φώτα, η αρχαία φίλη, η αιώνια Χίμαιρα κρατούσε ανάμεσα στα κόκκινα χέρια της την αρχαία μου καρδιά.

                                                                *


2. Επιστροφή. Στο δωμάτιο όπου τις  δικές της φόρμες  μισάνοικτες από την αυλαία του φωτός εγώ έσφιξα, μια βραδύ αναπνοή: και στο λυκόφως η προγενέστερη μου λυχνία  πληρεί την αβέβαιη καρδιά μου από αναμνήσεις ακόμη. Πρόσωπα, πρόσωπα των οποίων γέλασαν τα μάτια εκ των ονείρων, εσείς νέοι ηνίοχοι μες τους δρόμους που εγώ στόλιζα με γιρλάντες πόθου: ο εύθραυστες ρίμες, ο γιρλάντες νυχτερινών ερώτων…
Από τον κήπο ένα τραγούδι σπάει σε αδύναμη αλυσίδα λυγμών: η φλέβα άνοιξε: ξερό κόκκινο και γλυκό είναι το αποσκελετωμένο πανόραμα του κόσμου.
                                                                *


3. Ο το κορμί σου! Το άρωμά σου μου θόλωνε τα μάτια: εγώ δεν έβλεπα το κορμί σου  (μια γλυκιά οξιά μυρωδιά): εκεί γυμνό στο μεγάλο καθρέπτη, γυμνό στο μεγάλο καθρέπτη θαμπωμένο απ’ τα’ άχνα του μοβ, από  ψηλά φιλημένο απ’ ένα αστέρι φωτός   ήταν το ωραίο, το ωραίο και γλυκό χάρισμα ενός Θεού: και οι συνεσταλμένοι μαστοί ήταν διογκωμένοι από φως, και τ’ αστερία ήταν απόντα, και ένας Θεός δεν ήταν στην βραδιά του μοβ έρωτας: αλλά εσύ ελαφριά εσύ στα γόνατά μου καθόσουν, νυχτερινή καρυάτιδα ενός μαγευτικού ουρανού. Το σώμα σου ένα αέρινο χάρισμα πάνω στα γόνατά μου, και τ’ αστερία απόντα, και ούτε ένας Θεός στην βράδια του μοβ έρωτας: αλλά εσύ στην βράδια του μοβ έρωτας: αλλά εσύ χαμηλωμένα τα μάτια του μοβ, εσύ που’ χες απαγάγει απ’ ένα άγνωστο νυχτερινό ουρανό μια μελωδία χαδιών.
Θυμάμαι αγαπητή: αλαφρά σαν πούπουλα περιστεριών εσύ τα ευγενή σου μέλη ακούμπησες στα ευγενή μου μέλη. Ανάσαιναν αίσια , ανέπνευσαν την ομορφιά τους, ανάσαιναν σ’ ένα πιο λαμπρό φως τα μέλη μου στο ήμερο των θεϊκών αντανακλάσεων σύννεφο σου. Ο μην τ’ ανάβεις! μην τ’ ανάβεις! Μην τ’ ανάβεις: όλα είναι μάταια μάταιο τ’ όνειρο: όλα είναι μάταια όλα είναι όνειρο. Αγάπη, άνοιξη του ονείρου είσαι μόνη είσαι μόνη που εμφανίζεσαι στ’ άχνα των καπνών του μοβ. Σαν άσπρο σύννεφο, σαν άσπρο σύννεφο πλησίον την καρδιά μου, ο μείνε, ο μείνε, ο μείνε! Μην θλίβεσαι Ήλιε!
Ανοίξαμε το παράθυρο στο νυχτερινό ουρανό. Οι άνθρωποι σαν περιπλανώμενα φαντάσματα : περιπλανούσαν σαν τα φαντάσματα: και η πόλη (οι δρόμοι οι εκκλησιές οι πλατείες) συνετάχθην σ’ ένα όνειρο ρυθμικό, σαν απ’ αόρατη μελωδία προερχόμενη από κείνη την περιπλάνηση. Δεν ήταν λοιπόν ο κόσμος κατοικημένο από γλυκά φαντάσματα και μες την νύχτα δεν ήταν τ’ όνειρο αφυπνισμένο στις δυνάμεις του όλες θριαμβευτικό; Πια γέφυρα, σιωπηλοί ρωτήσαμε, πια γέφυρα έχουμε εμείς ρίξει στο άπειρο, που όλα μας φαίνονται σκιά της αιωνιότητας; Σε πιο όνειρο ανυψώσαμε την νοσταλγία της ομορφιάς μας; Η σελήνη ανάδυε στην παλαιά της ρόμπα πίσω από μια βυζαντινή εκκλησία.

                                                                *


                                                                ΙΙΙ
                                                             Τέλος
1.Στην θαλπωρή του κόκκινου φωτός, μες στις κλειστές αίθουσες όπου το φως βυθίζεται ίδιο μες στους καθρέπτες επ’ άπειρον ανθίζουν μαραίνουν δαντελωτές λευκότητες. Η θυρωρός στην φθορισμένη πολυτέλεια ενός πράσινου ενδύματος, οι ρυτίδες του προσώπου πιο γλυκές, τα μάτια που μες την αιθρία θολώνουν το μαύρο, φυλάγει την αργυρή πόρτα. Του έρωτα αντιλαμβάνεται η  απροσδιόριστη γοητεία. Κυβερνά μια ώριμη γυνή γλυκαμένη από μια ζωή αγάπης μ’ ένα χαμόγελο με μια αμυδρή  λάμψη που είναι στα μάτια η ανάμνηση των δακρίων της ηδυπάθειας.
Περνάνε στην γόνιμη αγρυπνία των αγγελιαφόρων του έρωτα, ελαφρές σαΐτες  υφαίνοντες πολύχρωμες φαντασιώσεις, περιπλανούν, σκόνη φωτεινή  που καταλαγιάζει  στο αίνιγμα των καθρεπτών. Η θυρωρός φυλά την αργυρή πόρτα.
 Έξω είναι η νύχτα με την μακριά κόμη σιωπηλών τραγουδιών, ωχρό έρωτα των περιπλανωμένων(12).      

Σημειώσεις (1)Μιλά για το Πύργο της Φαέντζας (Faenza), (2)Το υποκείμενο εδώ είναι ο αρχαίος άνθρωπος, (3)Αναφέρεται στους φτωχούς του οίκου του μοναστηριού δίπλα στην Φαέντζα, (4)Αναφέρεται στο άγαλμα «Η Νύχτα» του Μιχαήλ Άγγελου, στις  δίκες του μνήμες (οι αδελφές της ανάμνησης και αργότερα στις βασίλισσες του Δάντη.: Σεμίραμις, Κλεοπάτρα, Δίδων : inf v 31), (5)Είναι η Φραντσέσκα της Θειας Κωμωδίας του Δάντη. Inf  v 97-99, (6)Αναφέρεται στο πινάκα του Ραφαήλ  «Sacra Conversazione», (7)Εδώ ο ποιητής και η κοπέλα μπαίνουν σε μια αίθουσα σινεμά: όλη η παράγραφος μιλάει για το ότι είδαν μέσα από τον φακό, (8)Εδώ ταξιδεύει εικονικά στις καμάρες της Μπολόνιας, (9)Ο Φάουστ του Γκαίτε είναι μια από τις πιο δυνατές επιρροές του Καμπάνα, (10) Με την ίδια διαδικασία ο ποιητής μεταφέρετε στην Πάμπα της Αργεντινής: ίδιο σκηνικό σε διαφορετικό τοπίο : ο ποιητής, η κοπέλα, η γριά. Σύμβολα του αρχαίου ανθρώπινου είδος, (11) Εδώ απεικονίζεται η Γένοβα, (12) Περατώθηκε η αποκατάσταση του πρόστυχου έρωτα και η μετατροπή του σε θεϊκό χαμόγελο. Όλα ολοκληρώθηκαν στο φανταστικό ταξίδι μέσα στην Νύχτα.
Βιογραφικό σημείωμα
Ονομάζομαι Μαρία Σκιάνο και γεννήθηκα στην Ιταλία το 1972. Αποφοίτησα από το κλασσικό λύκειο «Γνέο Νέβιο»  της Σάντα Μαρία Κάπουα Βέτερε –την πόλη μου- με μια καλή γνώση της λατινικής και της  αρχαίας ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας μετά από  πενταετή φοίτηση και, φυσικά, θέλησα να προχωρήσω στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας ακολουθώντας την εξέλιξή της μέσα στο χρόνο. Έτσι, αποφάσισα να γραφτώ στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης  «Οριεντάλε», όπου ακoλούθησα το τμήμα «Ξένες  γλώσσες και λογοτεχνίες της Ευρώπης». Εκεί προσέγγισα στη σύγχρονη ιστορία, γλώσσά και λογοτεχνία της Ελλάδας. Αφοσιώθηκα τότε στο έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, τον οποίο συνάντησα δυο φορές για την ολοκλήρωση της πτυχιακής μου εργασίας  που  αφορούσε τον ίδιο. Σ’ εκείνο το διάστημα μετέφρασα μερικά από τα έργα του στα ιταλικά και το αριστούργημά του "Η  αυλή των θαυμάτων" συμπεριλαμβάνεται στην πτυχιακή μου. Στη συνέχεια κέρδισα υποτροφία για να εκβαθύνω στη γνώση της ελληνικής και παρακολούθησα ειδικά μαθήματα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ασχολούμαι με την διδασκαλία της ιταλικής και της αγγλικής γλώσσας. Είμαι ένα από τους administrator του  site «Impariamo l’ italiano»  όπου και δημοσιεύτηκε η διασκευή μου προς διδακτικούς σκοπούς του υπέροχου έργου του ΓΒ Βασίλε « Το Πενταήμερο». Ζω στην Ελλάδα.