Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 18

Νίτσε, Η βούληση για Ισχύ ως τέχνη - Ανάγνωση του Μάρτιν Χάιντεγκερ

Νίτσε, Η βούληση για Ισχύ ως τέχνη, Φιλοσοφία, Μάρτιν Χάιντεγκερ, μτφρ. Γιώργος Ηλιόπουλος, εισαγωγή Γκόλφω Μαγγίνη, επιστημονική θεώρηση Γιώργος Ξηροπαΐδης Εκδόσεις Πλέθρον, 2011


Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ είναι αδιαμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του 20ου αιώνα. Ασφαλώς 100% υπ' ευθύνη του, αναφέρεται πολύ συχνά σε σχέση με τις ομιχλώδεις -σίγουρα όχι εχθρικές- σχέσεις που διατηρούσε με το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας. Εν τούτοις, το ενδιαφέρον για τη σκέψη του αυξάνεται όλο και περισσότερο με την πάροδο του χρόνου. Ειδικότερα, την τελευταία πενταετία έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά πολλά από τα έργα αλλά και τις διαλέξεις του. Ταυτοχρόνως αυξάνεται και η δευτερογενής βιβλιοπαραγωγή, με κείμενα που αναφέρονται στον ίδιο και τη σκέψη του. Ενδεικτικά αναφέρουμε το Χάιντεγκερ του διάσημου Τζορτζ Στάινερ (Πατάκης, 2009) δίκην εισαγωγής στη σκέψη του, αλλά και το παλαιότερο Heidegger – ο φιλόσοφος του λόγου και της σιωπής της Τ. Βαλαλά (Βάνιας, 2001).

Θα ήταν δύσκολο να αποδώσουμε συνοπτικά τις φιλοσοφικές βασικές θέσεις του Χάιντεγκερ, και μάλιστα με τρόπο εύληπτο για τον ανυποψίαστο αναγνώστη. Ωστόσο, αν θα έπρεπε να επιλέξουμε δυο τρεις βασικές κατευθυντήριες γραμμές θα αναφερόμασταν στην προσπάθειά του να προσεγγίσει το ερώτημα της αλήθειας μέσω της διαύγασης του αντιστοίχου ερωτήματος για το Είναι και την προσπάθειά του να γίνει αντιληπτό το τελευταίο σε σχέση με το χρόνο και οι συχνές αναφορές στην οντολογική σημασία της γλώσσας. Εισηγητής του περίφημου, κατά πολλούς αμετάφραστου, όρου Dasein ('εδώνα-είναι'), ο Χάιντεγκερ κινείται μεταξύ φαινομενολογίας και υπαρξισμού, με ένα τρόπο όμως εντελώς διαφορετικό απ' ότι οι άλλοι φιλόσοφοι που αναφέρονται σε αυτά τα ρεύματα.

Ο Χάιντεγκερ μοιράζεται κάτι σχετικά παραπλήσιο με τον Νίτσε: τη συστηματική παρερμηνεία/ διαστρέβλωση των θέσεων του. Η διαφορά έγκειται στο ότι στον Νίτσε τούτο έγκειται κυρίως στην αδερφή του και στην περιώνυμη μεταθανάτια έκδοση της Θέλησης για Δύναμη (ή βούληση για ισχύ όπως προτιμά η παρούσα έκδοση) ενώ στον Χάιντεγκερ κυρίως στις σκοτεινές, αμφίσημες και δύσληπτες εννοιολογήσεις που χρησιμοποιεί. Τα τελευταία χρόνια μια άλλη τάση τείνει να υφάνει ένα νήμα μεταξύ των δυο φιλοσόφων, με την άκρη του να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του μεταμοντερνισμού, κυρίως όπως εκφράστηκε στη γαλλική σκέψη του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα,  και την, υποστηριζόμενη, ροπή αυτού προς τον ολοκληρωτισμό (βλ. το μεταφρασθέν και στα ελληνικά Ρ. Γολίν Η γοητεία του ανορθολογισμού -Πόλις 2007).

Έχουμε συνηθίσει να κατανοούμε το έργο και τη σκέψη των φιλοσόφων ως μια συνέχεια, ή έστω ασυνέχεια, της φιλοσοφικής σκέψης, μιας κριτικής, επεξήγησης ή και αναίρεσης όσων υποστηρίχθηκαν από προηγούμενους φιλοσόφους, ρεύματα ή συστήματα. Η διαφορά της ερμηνευτικής του Χάιντεγκερ επί του Νίτσε έγκειται στο ότι θεωρείται σε μεγάλο βαθμό αυτό-ερμηνεία του ιδίου μέσω των κειμένων του δευτέρου. Όπως πληροφορούμαστε από την εξαιρετική εισαγωγή της καθηγήτριας Γκόλφως Μαγγίνη (η οποία, παρεμπιπτόντως πέρυσι εξέδωσε την εμβριθή μελέτη Για μια ερμηνευτική του τεχνικού κόσμου -από τον Χάιντεγκερ στη σύγχρονη τεχνοεπιστήμη, Πατάκης) , ήδη από τη διατριβή του επί υφηγεσία το 1915-16 ο Χάιντεγκερ “εστιάζει το ερευνητικό του ενδιαφέρον στη διάσταση μεταξύ του φιλοσοφείν, το οποίο ιδωμένο στην αμιγώς επιστημονική του διάσταση συνιστά 'πολιτισμική αξία' (Kulturwert) και του φιλοσοφείν ως ζωτικής αξίας' (Lebenswert)”, (σελ. 13), πρόσληψη πολύ κοντά στις νιτσεϊκές θέσεις. Το εν λόγω βιβλίο, που αποτελείται από τις πανεπιστημιακές παραδόσεις του έτους 1936-37, εστιάζει στο ζήτημα της περιώνυμης βούλησης για ισχύ ως τέχνη. H νιτσεϊκή σκέψη θα συνεχίσει να απασχολεί τον Χάιντεγκερ κι έπειτα  -μετά από τρία χρόνια η θεματική που θα επιλέξει να διδάξει είναι η βούληση για ισχύ ως γνώση, τούτη τη φορά, ενώ θα επανέλθει στους στοχασμούς του Νίτσε κατά τη δεκαετία του πενήντα. Η διδασκαλία της βούλησης για ισχύ ως γνώση είναι που απαιτεί και την προσθήκη του προσδιορισμού 'ως τέχνη' και στον παρόντα τόμο, παρά την αρχική του μορφή ως απλώς 'Νιτσε. Η βούληση για ισχύ'.

Ο Χάιντεγκερ λοιπόν θεωρεί πως ο Νίτσε, πέραν της κλασικής κριτικής που ασκεί η πλειοψηφία όσων ακολουθούν χρονικά και φιλοσοφικά το πνεύμα του Διαφωτισμού και εστιάζεται στην κλασική μεταφυσική, εννοεί όλο το οικοδόμημα της δυτικής σκέψης και φιλοσοφίας ως μεταφυσικό και προστρέχοντας στα θεμέλια και στις εκδιπλώσεις του αναζητά το καθοριστικό οδηγητικό ερώτημα. Διακρίνει μάλιστα τρεις θεμελιώσεις σχέσεις που αντιστοιχούν σε χρονικές περιόδους και έργα του Νίτσε, την πρώτη από το 1882 εως το 1885 (περίοδος του Ζαρατούστρα), τη δεύτερη ως το 1887 με επίκεντρο το Πέραν του Καλού και του Κακού και τη Γενεαλογία της Ηθικής, και την τρίτη με ορόσημο το έτος 1888 (Λυκόφως των Ειδώλων, Ίδε ο άνθρωπος, Αντίχριστος, Θέληση για Ισχύ). Κοινά στοιχεία των θέσεων, η φιλοσοφία τη αιώνιας επιστροφής, η μεταξίωση των αξιών και ασφαλώς η βούληση για ισχύ. Η ΄βούληση για ισχύ' επικαθορίζει τον χαρακτήρα του όντος – με άλλα λόγια “κάθε όν, το οποίο είναι, είναι, καθόσον είναι, βούληση για ισχύ” (σελ. 67). Με όρους περισσότερο στενά φιλοσοφικούς θα μπορούσαμε να πούμε πως η ύψιστη βούληση για ισχύ είναι η εγχάραξη του γίγνεσθαι στον χαρακτήρα του είναι.

Πιο συγκεκριμένα, ο Χάιντεγκερ καταπιάνεται με το τρίτο βιβλίο της βούλησης για ισχύ, με υπότιτλο 'αρχή μιας νέας αξιοθεσίας', κι ενώ έχει προηγηθεί στα δυο προηγούμενα η παρουσίαση του ευρωπαϊκού μηδενισμού και η κριτική των ως τώρα ύψιστων αξιών, κορυφαίες εκ των οποίων είναι η θρησκεία, η ηθική και η φιλοσοφία παρά το γεγονός πως αποτελούν έμμεσες αξίες και περισσότερο τρόπους προσδιορισμού των καθεαυτό αξιών. Πως όμως ακριβώς αντιλαμβάνεται τη βούληση στο Νίτσε ο Χάιντεγκερ;

Ο Νίτσε απέρριψε την πολύ διαδεδομένη εκείνη την εποχή αντίληψη του Σοπενχάουερ περί της βούλησης, θέτοντας στο επίκεντρο το ον που είναι το ίδιο η βούληση για ισχύ ή, αντιστρόφως διατυπωμένο, η βούληση για ισχύ αποτελεί το θεμελιώδες χαρακτηριστικό όλων των όντων. Επιπλέον, η βούληση και η ισχύς αλληλοκαθορίζονται. Η βούληση αποτελεί ένα είδος αιτίας, που προκαλεί μια κίνηση, ένα στόχο. Δεν πρέπει να συγχέεται με την επιθυμία που νοείται περισσότερο ως μια ψυχική κατάσταση καθώς η βούληση είναι πιο ενεργητική, πιο βιωμένη, κατά ένα τρόπο εγγύτερα στην πράξη. Η βούληση λοιπόν αποτελεί μια αποφασιστικότητα προς εαυτόν, ένα βούλεσθαι πέραν του εαυτού (σελ. 97), και έχει ένα χαρακτήρα προστακτικό εσωτερικά (προς τον εαυτό) και εξωτερικά (προς τους άλλους). Άρα αποτελεί ένα σημείο αυτό-αναγνώρισης του εαυτού και ταυτόχρονα 'ανοίγματος' στους άλλους. Πρόκειται για ένα σημείο παρεξηγήσιμο που στη συνέχεια θα χρησιμοποιηθεί από τους υποστηρικτές των φυλετιστών.

Η βούληση για ισχύ επιπρόσθετα είναι και η πρωταρχική θυμική διέγερση ή, ακριβέστερα, οι θυμικές διεγέρσεις αποτελούν μορφοποιήσεις της. Ο Χάιντεγκερ μάλιστα πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, υποστηρίζοντας πως η νιτσεϊκή βούληση για ισχύ συνδέεται με τις αριστοτελικές έννοιες της δυνάμεως, ενεργείας και εντελέχειας.

Ο Χάιντεγκερ εκθέτει πέντε σημεία/προτάσεις της νιτσεϊκής πρόσληψης της τέχνης, από το όλο έργο του σε αυτή την περίπτωση, προς κατανόηση της εμφάνισής της ως βούληση για ισχύ. Τούτες είναι οι εξής:
1) Το είναι-ως καλλιτέχνης αποτελεί ταυτόχρονα και δύνασθαι και παράγειν. Επειδή κατά τη διάρκεια παραγωγής της τέχνης βρισκόμαστε εν τη γενέσει του γίγνεσθαι των όντων, έχουμε τη δυνατότητα να τα δούμε στην ουσία, στην καθαρότητά τους.
2) Η τέχνη διερμηνεύεται με βάση τους δημιουργούς.
3) Η τέχνη είναι το θεμελιώδες επισυμβαίνειν όλων των όντων.
4) Η τέχνη είναι η εξέχουσα αντίρροπη κίνηση κατά του μηδενισμού: κι αυτό επειδή αποτελεί την ύψιστη μορφή βούλησης για ισχύ έναντι του ψευδούς, 'αληθούς' κόσμου της ηθικής.
5) Η επικράτηση της τέχνης έναντι της αλήθειας: η στιγμή της καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι η στιγμή όπου αποφασίζεται ποια θα είναι η αλήθεια που θα πρεσβεύει το έργο, το ον.

Στη συνέχεια ο Χάιντεγκερ προσεγγίζει έξι θεμελιώδη γεγονότα από την ιστορία της αισθητικής, πάντα σύμφωνα με το Νίτσε Η αισθητική εδώ γίνεται πιο ευκρινής ως η ονομασία επί του φιλοσοφικού στοχασμού περί της ουσίας της τέχνης. Τα γεγονότα είναι:
1) Η μη αναγκαιότητα αισθητικού λόγου στην αρχαία Ελλάδα.
2) Η συσχέτιση του πρωταρχικού ερωτήματος περί τέχνης με τους Πλάτωνα-Αριστοτέλη και ειδικότερα στην εννοιολόγηση των ζευγμάτων ύλη-μορφή, είδος-ιδέα και στο βάθος τέχνη-φύση.
3) Η ένταξη της τέχνης στο πλαίσιο των πολιτισμικών φαινομένων κατά τη νεωτερικότητα.
4) Η υπέρβαση της Αισθητικής  του Χέγκελ..
5) Το ζήτημα της αισθητικής του μουσουργού Ρίχαρντ Βάγκνερ.
6) Η εμφάνιση της νιτσεϊκής αισθητικής ως 'φυσιολογίας της τέχνης'.

Πως όμως συναρμόζονται η κατάσταση της τέχνης ως αντίρροπης προς το μηδενισμό κίνησης με την επενέργειά της ως φυσιολογία; ο Χάιντεγκερ αναφέρεται και σε ορισμένες σκόρπιες, και σε ένα βαθμό ασύνδετες, σημειώσεις του Νίτσε για να προβάλλει τη θέση πως θεωρεί τη μέθη ως μια ενδεικτική αισθητική κατάσταση, και μάλιστα επιμερίζοντας τη μέθη στα είδη του απολλώνιου και του διονυσιακού, προσδιορισμοί που προέρχονται από το νεανικό έργο του Η γέννηση της τραγωδίας. Διασταυρώνοντας και με ένα σχετικό παράθεμα από το Λυκόφως των ειδώλων, επιβεβαιώνει τα περί μέθης -όχι ασφαλώς αποκλειστικά με τη σημασία της επήρειας του αλκοόλ ή ουσιών- συμπεριλαμβάνοντας όλες τις διαβαθμίσεις, και φθάνοντας στη 'μέθη μιας συσσωρευμένης και διογκωμένης βούλησης' (σελ. 172). Η μέθη προκαλεί το συναίσθημα της πληρότητας και της δύναμης και ως εκ τούτου αποτελεί ενσώματο, ενδιάθετο, εναρμονισμένο είναι.

Υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ των περί αισθητικής αποφάνσεων των Καντ, Σόπεναουερ και Νίτσε, η οποία εκκινεί από την παρερμηνεία της Κριτικής της Κριτικής Δύναμης του πρώτου και ειδικότερα των σημείων περί καλαισθησίας και της 'χωρίς ενδιαφέρον' ευαρέσκειας. Εν ολίγοις, το ωραίο που προσδιορίζεται 'χωρίς σκοπό' και 'χωρίς ενδιαφέρον' να κατακτηθεί. Με παρεμφερή τρόπο, η βούληση γα ισχύ ως τέχνη προσδιορίζεται στη βάση της σχέσης τέχνης-αλήθειας, όπου η αλήθεια στη νιτσεϊκή προσέγγιση εμφανίζεται να εγγράφεται στο πεδίο της γνώσης, του γνωρίζειν. Το ζήτημα της προέλευσης της γνώσης συστηματοποιείται από τις πλατωνικές ερμηνείες και φτάνει μέχρι τις περί Θεού ρήσεις του Νίτσε. Το αληθές, εν τέλει, σε μεγάλο βαθμό νοείται ως το αισθητό. Η τέχνη στο Νίτσε καταλήγει να έχει μεγαλύτερη αξία από την αλήθεια, σε μια εντυπωσιακή αναστροφή του Πλατωνισμού. Ο Χάιντεγκερ δε διστάζει να προβεί σε μια αναλυτική παρουσίαση των σημασιοδοτήσεων της τέχνης στον Πλάτωνα προκειμένου να καταδείξει το μείζον αυτής της αντιστροφής.

Στο Παράρτημα, τέλος, ο Χάιντεγκερ αναφέρεται στην ανάγκη μιας αντιπαράθεσης, όχι με τη σημασία της αντιπαλότητας, με τη σκέψη του Νίτσε καθώς και στις συστηματικές παραχαράξεις του πνεύματός του. Ο Χάιντεγκερ είναι ένας άξιος ερμηνευτής/συνομιλητής του Νίτσε, συνάμα όμως μια επιπλέον, ακούσια αφορμή για τη διαστρέβλωση-ιδεολογικοποίηση της σκέψης του.

Ιορδάνης Κουμασίδης