Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 21

Μόνικα τζ. Ο' Ρουρκ: Μαρτυρία της σάρκας

Μαρτυρία της σάρκας, μυθιστόρημα, Monica j. O' Rourke, μτφρ. Ιωάννης Πλεξίδας, Εκδόσεις Λογείον, 2013
Κεφάλαιο 1
Μπορώ να σε βοηθήσω.
    Αυτά ήταν τα λόγια, τα λόγια με τα οποία ξεκίνησαν όλα, τα λόγια που άλλα-ξαν τη ζωή της Ζόι.
    Έστριψε στη γωνία της δέκατης τέταρτης οδού στη Γιούνιον Σκουέαρ, έπεσε πάνω σ’ έναν μικροπωλητή που πουλούσε με το καρότσι του ψημένα καρύδια με μέ-λι, είδε έναν αδύνατο τύπο που έμοιαζε με τη φιγούρα που βρίσκεται στο Τζόνι Γουόκερ, ο οποίος πουλούσε αντίγραφα Ρόλεξ σε μια δερμάτινη βαλίτσα και η οποία άξιζε πιο πολλά απ’ το εμπόρευμα που προσπαθούσε να πουλήσει. Όχλος από το κέ-ντρο του Μανχάταν που πηγαίνει βιαστικά καθημερινά στη δουλειά του με τη συ-γκοινωνία, πέρασε δίπλα της και χάθηκε στη λήθη. Μπήκε σ’ ένα βιβλιοπωλείο στη δέκατη έβδομη οδό.
    «Μπορώ να σε βοηθήσω».
    Κρατώντας σφιχτά στο στήθος της ένα βιβλίο, κοίταξε τη γυναίκα που στεκό-ταν δίπλα της. Η Ζόι γονάτισε μπροστά στους ατελείωτους τόμους εγχειριδίων αυτο-βοήθειας σχετικούς με δίαιτες στα ράφια του Μπαρνς και Νομπλς. «Συγγνώμη;»
    Η γυναίκα γονάτισε δίπλα της και τίναξε τα μακριά, ξανθά μαλλιά της πάνω απ’ τον ώμο της. «Μπορώ να σε βοηθήσω».
    Η Ζόι ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Μάλλον με μπερδεύετε με κάποια άλλη. Δεν ζήτησα τη βοήθειά σας».
    «Αλλά τη χρειάζεσαι, έτσι δεν είναι;»
   «Τι;» Η Ζόι σηκώθηκε, ένα «κρακ» ακούστηκε απ’ τα γόνατά της. Έξυσε το φρύδι της που τη φαγούριζε και μετακίνησε τα βιβλία που κρατούσε, από το ένα χέρι στ’ άλλο.
    Η γυναίκα σηκώθηκε ακολουθώντας τη. «Ε, κοίτα, δεν είναι κάτι σπουδαίο. Απλώς είναι… λοιπόν, έχω βρεθεί εκεί. Ξέρω πώς είναι. Ξέρω πώς μπορώ να το δι-ορθώσω».
    Η Ζόι δεν καταλάβαινε τι της έλεγε αυτή η παράξενη γυναίκα, αλλά ήξερε ότι δεν ήταν το πιο ασυνήθιστο πράγμα να σε πλησιάζουν μερικοί ανισόρροποι άνθρωποι όταν ζεις στη Νέα Υόρκη. Ακόμη και στο Μπαρνς και Νομπλς. Ακόμη και στους τρελάρες άρεσε ένα καλό βιβλίο.
    Μαζεύοντας τους ώμους της αδιάφορα και γελώντας νευρικά, απομακρύνθηκε σιγά σιγά από το ράφι των Πάουτερ και Άτκνις και πήγε προς το ράφι με τα βιβλία της Νέας Εποχής.
    «Το όνομά μου είναι Μελ. Όπως λέμε Μελωδία. Θα μπορούσες να σταματή-σεις να απομακρύνεσαι για ένα λεπτό;»
    Η Ζόι σταμάτησε. Έσυρε το δάχτυλό της κατά μήκος του ραφιού, σαν να το εξέταζε για σκόνη. Μετά κατάλαβε τι θα ακολουθούσε. Η έκφραση του προσώπου της Μελ, ο τρόπος που σήκωσε το κεφάλι της, ο τρόπος που σούφρωσε τα χείλη της και τη λοξοκοίταξε. Αυτό το επικριτικό ύφος. Η Ζόι ήξερε τι θα ακολουθούσε ― τα σχόλια. Η συμβουλή. Μερικές εκατοντάδες κλισέ. Η Ζόι συχνά είχε να πει κάτι, αν και τις περισσότερες φορές δεν έλεγε τίποτα. Τις πιο πολλές φορές δεν άξιζε, ενώ ο αντίλογος σπάνια είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα.
    Η Ζόι αναστέναξε, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της. «Τι συμβαίνει;»
    «Είχα κι εγώ τα κιλά σου».
    Το ήξερα. «Τι πουλάς; Γουέιτ Γουότσερς; Τζένη Κρέγκ; Νούτρι-σύστεμ;»
    «Όχι».
    Η Ζόι περίμενε να συνεχίσει η Μελ. Ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν από ντροπή και θύμωσε για την αντίδρασή της. Γιατί ένιωθε την ανάγκη να δέχεται τις γνώμες των άλλων για εκείνη;
    «Δεν πρόκειται για δίαιτα».
    «Χάπια τότε. Συμπληρώματα;» Τα είχε ακούσει όλα. Αύξηση και ταχύτητα του μεταβολισμού, πρωτεϊνούχες δίαιτες, όλα τα είδη υγρών, όλα τα είδη φρούτων, μέτρηση θερμίδων, μέτρηση γραμμαρίων λίπους, άσκηση μέχρι εξαντλήσεως. Δεν υπήρχε κάτι καινούργιο εκεί έξω.
    «Θα μ’ αφήσεις να τελειώσω;»
    Τα μαγουλά της κοκκίνισαν ξανά, και σ’ αυτή την κατάσταση την έφερε μια εντελώς άγνωστη.
    «Δεν είχα σκοπό να σε προσβάλλω. Όμως δεν πρόκειται να το βρεις ποτέ, για-τί δεν πρόκειται για δίαιτα, χάπια ή κάτι τέτοιο. Είναι… λοιπόν, είναι πολύ περισσό-τερα από μια δίαιτα».
    «Δηλαδή, κατασκήνωση για παχύσαρκους;» γέλασε η Ζόι. «Αν προσπαθείς να μου πουλήσεις κάτι, δεν είσαι καθόλου καλή σ’ αυτό».
    Η Μελ γέλασε θλιμμένα. «Απλώς είναι… βλέπεις, αυτό δεν είναι…» Ένωσε τα χείλη της στραβώνοντάς τα. «Δεν θα έπρεπε να σου το πω αυτό. Υπάρχουν προϋ-ποθέσεις στρατολόγησης».
    «Στρατολόγηση; Τι είναι, στρατόπεδο εκπαίδευσης; Έχει να κάνει με τον στρατό;»
    Η Μελ κούνησε το κεφάλι της.
    Τώρα είχε διεγείρει την περιέργεια της Ζόι. Παρατήρησε πόσο ελκυστική ήταν η Μελ, πόσο λεπτή, και αισθάνθηκε να ζηλεύει, όπως συχνά αισθανόταν όταν έβλεπε μια λεπτή, όμορφη γυναίκα.
    «Ενδιαφέρεσαι;» ρώτησε η Μελ.
    Για ποιο πράγμα; Δεν ήξερε περισσότερα απ’ όσα γνώριζε πριν μερικά λεπτά.
    «Πόσο στοιχίζει;»
    «Τίποτα. Είσαι παντρεμένη;»
    «Παντρεμένη; Όχι ― γιατί;» Η Ζόι κούνησε το κεφάλι της.
    «Πώς σε λένε, εν πάσει περιπτώσει;»
    «Ζόι».
    «Παιδιά, Ζόι; Κατοικίδια; Σοβαρή σχέση;»
    «Η απάντηση είναι όχι σε όλα τα παραπάνω. Αλλά ―»
    «Είσαι η τέλεια υποψήφια. Δεν έχεις δεσμεύσεις».
    «Για ποιο πράγμα;» Κατάπιε χωρίς να είναι σίγουρη για τον λόγο που ξαφνι-κά ένιωσε φοβισμένη. Ένα πρόγραμμα που δεν στοίχιζε τίποτα και δεν περιελάμβανε δίαιτα. Τώρα η Μελ της έκανε ανάκριση τρίτου βαθμού, αυτή η ασυνήθιστη γυναίκα την οποία είχε γνωρίσει μερικά λεπτά πριν. Υπήρχε κάτι για το οποίο δεν θα έπρεπε να ανησυχεί;
    Θυμήθηκε μια διαφήμιση για πωλήσεις που είχε λάβει έναν χρόνο πριν, από μια εταιρεία που προσπαθούσε να την πείσει ότι ήταν το μέλλον στις τηλεπικοινωνίες και ότι θα έπρεπε να επενδύσει μεγάλα χρηματικά ποσά και να γίνει πωλήτρια. Η α-λήθεια ήταν ότι όλα έχουν μια παγίδα. Μια τιμή.
    «Αυτό λοιπόν είναι δωρεάν; Και θα χάσω βάρος;»
    «Οπωσδήποτε. Φορούσα νούμερο είκοσι και τώρα φοράω έξι».
    «Ποια είναι η παγίδα;»
    «Κοίτα ―Δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο. Εκείνοι ήδη γνωρίζουν ότι ενδιαφέρεσαι―»
    «Εκείνοι;»
    «― Λοιπόν, η δουλειά μου τελείωσε. Καλή τύχη, Ζόι». Η Μελ έφυγε και κα-τευθύνθηκε προς την κυλιόμενη σκάλα. Έριξε μια ματιά πίσω και πάνω απ’ τον ώμο της καθώς κατέβαινε. «Σε παρακαλώ, μη με μισήσεις…»
    Τα λόγια που είπε η Μελ κατά την αναχώρησή της έπεσαν σαν πέτρα στο στομάχι της Ζόι.
    Το να διαβάσει και να αγοράσει βιβλία, ξαφνικά δεν είχε κανένα ενδιαφέρον. Αυτό που είχε συμβεί ήταν πολύ παράξενο. Χρειαζόταν μια σοκολάτα.
    Η Ζόι κατευθύνθηκε προς το κέντρο, βρήκε ένα κατάστημα Μπάσκιν και Ρό-μπινς, και παρήγγειλε ένα παγωτό με σιρόπι φρούτων και γλυκίσματα. Οι προσπάθει-ες που έκανε να αυτοκτονήσει με σοκολάτα δεν ήταν ποτέ μοιραίες.
    Σκούπισε τη γωνία του στόματός της με το πίσω μέρος του χεριού της, αφού είχε ξεχάσει τις χαρτοπετσέτες. Τα λόγια της Μελ γύρναγαν στο κεφάλι της, αλλά δεν έβγαζε νόημα@ ήταν τόσο αινιγματική.
    Ποιοι ήταν εκείνοι; Και πότε θα επικοινωνούσαν μαζί της; Πώς θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί της;
    Κατευθύνθηκε δυτικά προς τον υπόγειο σιδηρόδρομο, προς το τρένο Ν, με το οποίο θα επέστρεφε σπίτι της, στο Κουίνς. Μερικά τετράγωνα πριν τον προορισμό της την πλησίασε ένας αγριεμένος, άστεγος άντρας ζητώντας ψιλά.
    Προσπάθησε να τον αγνοήσει, να περάσει από γύρω του, όμως της έκλεινε τον δρόμο. Κινήθηκε προς το πεζοδρόμιο, αλλά εκείνος ήταν πιο γρήγορος και φαινόταν ότι προέβλεπε τις κινήσεις της. Μύριζε κάτουρο και ιδρώτα, ενώ τα χέρια του είχαν πιάσει κρούστα απ’ τη λέρα.
    Κοίταξε γύρω, έψαξε για βοήθεια, αν και ήταν χαμένος κόπος σε μια πόλη που δεν ήταν γνωστή ως Πόλη της Αδελφικής Αγάπης. Οι περαστικοί κοίταζαν το πεζοδρόμιο καθώς περπατούσαν βιαστικά, αποφεύγοντας τον τρελό που είχε να αντι-μετωπίσει.
    «Έλα, κοριτσάκι, θα πληρώσεις 25 σεντς για να περάσεις». Μόρφασε, είχε εκπληκτικά λευκά δόντια, τα οποία έλαμπαν περισσότερο απ’ το κανονικό. Υπήρχε κάτι ενοχλητικό στο χαμόγελό του, κάτι που δεν μπορούσε να αποφασίσει τι ακριβώς ήταν σ’ αυτές τις φευγαλέες στιγμές.
    «Έχεις πολύ φαγητό μέσα σου, κοριτσάκι».
    Παρά το γεγονός ότι φοβόταν, παρά τον τρόμο που ένιωθε, η αμηχανία απλώ-θηκε στα μάγουλά της σαν αρρώστια. Το να αναφέρει κανείς το βάρος της ήταν το μυστικό όπλο. Η Ζόι ήταν έτοιμη να παραδοθεί, να αδειάσει ό,τι είχε και δεν είχε στο πορτοφόλι της στα βρόμικα, αρρωστημένα χέρια του, μόνο και μόνο για να τον κάνει να το βουλώσει. Για να αποσπάσει την προσοχή του από πάνω της, απ’ το μέγεθός της. Πολεμούσε βρόμικα κι εκείνη ήταν αβοήθητη.
    «Τι συμβαίνει εδώ;» Αστυνομικός. Της λύθηκαν τα γόνατα. Είχε ακούσει τα τελευταία λόγια του τρελού; «Είστε εντάξει, δεσποινίς; Σας πείραξε;»
    Έβαλαν χειροπέδες στον άστεγο και τον οδήγησαν σ’ ένα περιπολικό χωρίς διακριτικά. Δεν τους είχε δει καν να πλησιάζουν.
    «Ελάτε», είπε. «Θα σας πάμε σπίτι σας».
    «Δεν υπάρχει πρόβλημα, μένω στο Κουίνς. Μπορώ να πάρω τον υπόγειο».
    Χαμογέλασε, το επίμονο βλέμμα του την έκανε να αισθανθεί άβολα. Τα μάτια του περιπλανούνταν στους μηρούς της, στους γοφούς, στο στομάχι, στο στήθος, στο πρόσωπο@ σαν να τη ζύγιαζε. Δεν μπορούσε να πει αν αυτό που έβλεπε στα μάτια του ήταν αηδία. Υπήρχαν άντρες εκεί έξω που τους άρεσαν οι υπέρβαρες γυναίκες, αν και αυτή δεν είχε βρει ακόμη κανέναν.
    «Κανένα πρόβλημα», είπε με χαμηλωμένα τα καστανά μάτια του. Έβγαλε και ξανάβαλε το καπέλο του αποκαλύπτοντας τα αραιά μαλλιά του. «Είναι τυπική διαδι-κασία». Κούνησε το χέρι του προς το αυτοκίνητο χωρίς διακριτικά, που η μόνη ένδει-ξη ότι ήταν περιπολικό ήταν ο κατακόκκινος, γαλήνια άφωνος φάρος.
    Ποτέ δεν ζήτησε να δει το σήμα του.
    Μόλις μπήκε στο αυτοκίνητο, ο αστυνομικός έκλεισε την πόρτα πίσω της. Τα παράθυρα και οι πόρτες δεν είχαν χερούλια ― φαινόταν σαν να τα είχαν σπάσει. Ένα πλέγμα σαν κιγκλίδωμα χώριζε το μπροστινό από το πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Το εσωτερικό μύριζε σαν τσιπς καλαμποκιού, το πάτωμα ήταν γεμάτο από πεταμένα ά-δεια κουτιά σόδας και μπίρας. Το κάθισμα ήταν σκισμένο.
    Ένας δεύτερος αστυνομικός μπήκε στο αυτοκίνητο και κάθισε δίπλα της τρα-βώντας και κλείνοντας την πόρτα. Το σήμα στο στήθος του έγραφε ΜΕΡΦΙ. Κοντά γένια κάλυπταν το μισό πρόσωπό του.
Ο Μέρφι χτύπησε δυνατά το διαχωριστικό και το αυτοκίνητο ξεκίνησε.
    «Δεν θέλετε να μάθετε τη διεύθυνσή μου;» ρώτησε τον άντρα δίπλα της.
    «Βέβαια. Είπατε Κουίνς».
    «Σωστά, Αστόρια».
    Έγειρε μπροστά. «Μένει στην Αστόρια».
    Ο αστυνομικός που οδηγούσε ένευσε.
    «Θέλετε τη διεύθυνσή μου;» Η ανάσα της Ζόι είχε γίνει πιο έντονη. Οι σφυγ-μοί της είχαν ανέβει και δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο.
    Ο Μέρφι κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο.
    «Αλλά ― » Αλλά τι; Ίσως τους εκνεύριζε. Ίσως τους εκνεύριζε αρκετά και την άφηναν κάπου στο Μπρούκλιν.
    Έγειρε πίσω ακουμπώντας με δύναμη πάνω στο κάθισμα, ενώ παρακολου-θούσε τη ροή της κυκλοφορίας στο κέντρο της πόλης, υπνωτιζόμενη από την αστα-μάτητη κίνηση την ώρα της αιχμής, πεζοί περνούσαν τις διαβάσεις αδιαφορώντας για το κόκκινο ανθρωπάκι, κάνοντας μανούβρες για να αποφύγουν τα αυτοκίνητα σαν τις μπάλες στα φλιπεράκια. Οι σκέψεις της παρασύρθηκαν στην αντιπαράθεση που είχε με τον άστεγο, στο πώς την είχε πλησιάσει και στο πόσο τυχερή ήταν που εμφανίστηκε η αστυνομία. Δεν ήταν τύχη αυτό;
    Τελικά της έκανε κλικ και ξαφνικά συνειδητοποίησε γιατί ένιωθε άβολα. Κοί-ταξε έξω απ’ το παράθυρο και παρατήρησε ότι πήγαιναν βόρεια στο Ίστ Ρίβερ Ντρά-ιβ, πολύ πιο μακριά απ’ τη Γέφυρα Κουίνσμποροου, που ήταν ο δρόμος για το σπίτι της. 
    Έγειρε στο διαχωριστικό και τύλιξε τα χέρια της στο σύρμα.
    «Δεν είναι αυτός ο δρόμος. Πού με πηγαίνετε;»
    «Κάθισε πίσω και χαλάρωσε», είπε ο Μέρφι.
    Η κυκλοφορία αραίωνε και οδηγούσαν χωρίς να ξεπερνούν το όριο της ταχύ-τητας. Η πόλη χανόταν πίσω τους με ανησυχητικό ρυθμό καθώς περνούσαν το στάδιο των Γιάνκις και κατευθύνονταν προς τη γέφυρα Τζορτζ Ουάσιγκτον. Χολή κάθισε στον λαιμό της Ζόι. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά.
    Συνέχισαν να οδηγούν περνώντας τη γέφυρα για το Νιού Τζέρσεϊ. Μετά από λίγο ο οδηγός έστριψε αρκετές φορές στους άδειους δρόμους, σε παρόδους, μέχρι που έφτασαν σε μια ερημωμένη περιοχή, σ’ ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο.
    Η Ζόι έπεσε πάνω στην πόρτα. Προσπάθησε να φωνάξει, όμως τα πνευμόνια της είχαν παγώσει.
    Ο ψεύτικος αστυνομικός με το όνομα Μέρφι χαμογέλασε. «Ηρέμησε. Δεν πρόκειται να σου κάνουμε κακό». Την πλησίασε κι εκείνη μαζεύτηκε φοβισμένη. «Κοίτα, μπορείς να μας διευκολύνεις, ή όχι. Θες να δημιουργήσεις πρόβλημα;»
    Ποτέ δεν προσπάθησαν να κρύψουν την ταυτότητά τους. Ακόμη κι αν συνερ-γαζόταν, γιατί να μην τη σκότωναν; Θα μπορούσε εύκολα να τους αναγνωρίσει.
    Το αμάξι σταμάτησε και ο Μέρφι είπε, «Πάμε».
    Ρούφηξε τον αέρα, τίναξε πίσω το κεφάλι της και ούρλιαξε. «Όχι! Όχι, σας παρακαλώ».
    Ο Μέρφι της έπιασε το μπράτσο κι εκείνη τύλιξε τα δάχτυλά της στο πλέγμα. Δάχτυλα χωρίς αίμα που κρατιόνταν στη ζωή, πρόθυμα να παραδοθούν μόνο αν κό-βονταν.
    Την έπιασε από πίσω και έβαλε το χέρι του στο πρόσωπό της, καλύπτοντας τη μύτη και το στόμα της μ’ ένα πανί. Κουνούσε τη γροθιά της δυνατά, προσπαθώντας να χτυπήσει τη μύτη, το κεφάλι, οποιοδήποτε μέρος του σώματός του. Μετά από λίγο το σώμα της χαλάρωσε και κατέρρευσε πάνω του, καθώς τα δάχτυλά της χαλάρωσαν τη λαβή θανάτου στο πλέγμα. Κάπου βαθιά μέσα της υπήρχε ένα στρώμα πανικού, όμως βρισκόταν σε καταστολή. Πάλευε για να έρθει στην επιφάνεια, αλλά προς το παρόν, μακαριότητα.
    «Τι στο διάολο χρησιμοποίησες;» Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα και την έπιασε πριν πέσει κάτω.
    «Κάτι για να τη χαλαρώσω, Τζέισον. Είναι ακόμη μαζί μας για την ώρα».
    «Ωραία. Επομένως, μπορεί να περπατήσει. Δεν θα ήθελα να την κουβαλήσω αυτή».
    Ο Τζέισον γέλασε. Σκούντηξε τη Ζόι στα πλευρά. «Έλα, πριγκίπισσα, βγες έξω».
    Η ομίχλη στον εγκέφαλό της εμπόδιζε τις σκέψεις της για αντίσταση και αδύ-ναμα σήκωσε το κεφάλι της. Γλίστρησε αργά απ’ το κάθισμα και έπεσε έξω απ’ την πόρτα, όταν προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της.
    Οι άντρες γέλασαν.
    «Γουστάρω να τις βλέπω έτσι», είπε ο Τζέισον. «Κοίταξέ τη — δεν μπορεί ού-τε να σταθεί».
    Ενώ βρισκόταν στα τέσσερα, η Ζόι κινήθηκε ψάχνοντας να βρει κάτι να κρα-τηθεί, ψάχνοντας στα τυφλά για μια πέτρα ή για κάποιο ξύλο που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για όπλο.
    «Καλά θα κάνει να συνηθίσει σ’ αυτή τη στάση», είπε ο Μέρφι και οι δύο ά-ντρες έσκασαν στα γέλια.
    «Έι, εκεί είναι», είπε ο Τζέισον.
    Η Ζόι σήκωσε το κεφάλι της, είδε το βαν από απόσταση να κατευθύνεται προς το μέρος τους. Έγειρε στο πλάι, δεν είχε πλέον τη σωματική δύναμη να παλέψει, όμως το μυαλό της συνέχιζε να ψάχνει για μια διέξοδο.
    Το βαν σταμάτησε και η Ζόι είδε τον Τζέισον να μιλάει στον οδηγό. Το κεφά-λι της καθάριζε από την απελπισία, φόρτωνε με αγνή αδρεναλίνη, έτοιμη να δώσει μάχη για τη ζωή της.
    Ο Μέρφι, ο Τζέισον και ο τρίτος άνδρας την κύκλωσαν.
    «Μπορεί να περπατήσει», είπε ο Τζέισον.
    Ο οδηγός του βαν σήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. «Κανένα πρόβλημα. Ας τη βάλουμε πίσω στο βαν».
    Πάλεψε μαζί τους χωρίς δύναμη, χωρίς αποφασιστικότητα. Ήταν ακόμη ζαλι-σμένη, αποπροσανατολισμένη, δεν αντιστάθηκε σθεναρά. Την έσπρωξαν βίαια στο πίσω μέρος του βαν, πάνω σ’ ένα λεκιασμένο στρώμα που ανέδιδε ξεθυμασμένο κα-πνό και κάτουρο σκύλου. Τη γύρισαν μπρούμυτα και έδεσαν τα χέρια και τα πόδια της με ιμάντες στα πλαϊνά του βαν. Καθώς ήταν δεμένη με τους ιμάντες και συγκε-ντρωνόταν, ο πανικός έκανε την εμφάνισή του.
    Ο οδηγός του βαν πήγε πάνω της και χτύπησε ελαφρά με τα δάχτυλά του μια σύριγγα. Καθάρισε το μπράτσο της και την προειδοποίησε να μείνει ακίνητη. Δεν υ-πήρχε πλέον κανένας λόγος να αντιστέκεται, ενώ μια σπασμένη βελόνα στο χέρι της θα χειροτέρευε τα πράγματα. Με τα μάτια κλειστά έγειρε πίσω το κεφάλι της, ενώ ένας λυγμός βγήκε απ’ το στόμα της καθώς ένιωσε το τρύπημα απ’ τη βελόνα. Ένιω-σε το υγρό να καίει όπως έρρεε στο αίμα της, και λίγα λεπτά αργότερα λιποθύμησε.