Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 20

Μπράνε Μοζέτικ, Banalités

Μεταφράζει η Αγγελική Δημουλή
Ο Μπράνε Μοζέτικ είναι ποιητής, συγγραφέας, μεταφραστής, εκδότης, ακτιβιστής και προωθητής της λογοτεχνίας της Σλοβενίας. Έχει δημοσιεύσει δεκατρείς ποιητικές συλλογές, δυο νουβέλες και μια συλλογή με διηγήματα. Εικοσιοχτώ από τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί κυρίως στα ιταλικά, στ’ αγγλικά και στα γερμανικά. Έχει μεταφράσει πάνω από είκοσι βιβλία κυρίως απ’ τα γαλλικά όπως τα άπαντα του Ρεμπώ, του Ζενέτ και του Φουκώ. Είναι ο εκδότης της σειράς Άλεφ και Λάμδα στην οποία έχουν δημοσιευτεί επίσης μεταφρασμένοι ο Κωνσταντίνος Καβάφης και ο Χρήστος Χρυσόπουλος. Είναι εδώ και είκοσι χρόνια ο συντονιστής του ετήσιου φεστιβάλ λογοτεχνίας της Λιουμπλιάνα και του ετήσιου γκέι και λεσβιακού κινηματογραφικού φεστιβάλ. Είναι επίσης ο ηθικός αυτουργός τριών προκλητικών εγκαταστάσεων/ ερμηνειών.Όπως κάθε φορά επέστρεψε αργά. Αδύνατον
να βρεθεί οποιαδήποτε «αρμονία». Τα πράγματα,
έγιναν βαρετά, η ζωή, η γραφή υπεβολική.
Κοιμήθηκε δίπλα μου, με φίλησε
κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένιωσα μια μυρωδιά.
Ριγώντας, μύρισα ακόμα μια φορά αλλά: καμία σχέση,
ήταν ξεκάθαρο. Ήθελα να ξεράσω,
σηκώθηκα και πήγα προς το μπάνιο.
Πήρα μια ανάσα απ’τ’ανοιχτό παράθυρο,
Το στομάχι μου ανακατευόταν.
Η μυρωδιά ενός άντρα.
Επέστρεψαν όλα τα χρόνια που πάσχιζα
να ξεχάσω. Να’ταν άραγε η μυρωδιά του;
Πότε γύρισε; Μήπως ήταν εκεί από πριν;
Μήπως ήταν η μυρωδιά ενός άλλου άντρα
πάνω του; Δε γύρισε σε μένα, δε χτύπησε.
Έμεινε εκεί μ’αυτή τη μυρωδιά, πολύ μακριά.
Έτρεμα από το κρύο εκεί, καρφωμένος στο πάτωμα.
Αυτό δεν πρόσφερε καμία βοήθεια.
Το χέρι του πεθερού μου ήρθε προς το μέρος μου,
το χέρι ενός άνδρα, το κεφάλι μου πέταξε. Κάθε φορά,
όταν με πλησίαζε, αποτραβιόμουν.
Παρόλο που το χέρι του ήταν μακριά,
αρκούσε μόνο η μυρωδιά, δεν υπήρχε τρόπος να
φύγει απ’το διαμέρισμα. Απέφευγα τους άνδρες.
Δεν μου άρεσε ο κόσμος τους. Σε ποιον λοιπόν κόσμο
έπρεπε να ανήκω; Ανέδυα κι εγώ παρόμοια μυρωδιά
όταν χτυπούσα κάποιον; Λες να πονάει ακόμα;
Πρέπει να ξεκλειδώνω την πόρτα; Πρέπει να το πλύνω;
Είναι τώρα πια δυνατό; Πρέπει να φτιάξω αλλού το σπίτι μου
και να προσπαθήσω να κοιμηθώ χωρίς αυτόν;

Η Παρασκευή είναι η μέρα όπου σκέφτεσαι το θάνατο.

Επίσης πρέπει να βγεις καθώς βαρέθηκες τον πόνο,
να υποφέρεις, το μαζοχισμό, το διαρκές χτύπημα
στους τοίχους. Μαστουρωμένος και μεθυσμένος, γυρνάς από κλαμπ σε κλαμπ.
Ίσα που θυμάσαι με ποιον φιλήθηκες. Τα πρόσωπα γίνονται ομιχλώδη.
Έχεις την τάση να θυμάσαι κάποιο στο σπίτι
αλλά μετά το ξεχνάς.
Οι αστυνομία σε σταματά και σου λέει ότι είσαι μεθυσμένος
κι ότι πρέπει να συνεχίσεις με τα πόδια.
Οι φίλοι σου χαμένοι στην ανυπαρξία τους σε τραβούν
σε άλλο μπαρ όπου μαστουρώνεις και λιώνεις στο ποτό.
Είναι σκοτεινά. Τα παντζούρια είναι κλειστά
κι εσύ ελπίζεις ότι δε θα έρθει ποτέ το πρωί.

Γιατί δε μ’ αρέσουν οι στρατιώτες; Γιατί
σπέρνουν παντού παιδιά. Γιατί σκοτώνουν τα παιδιά.
Θυμάμαι τον πατέρα μου στη φωτογραφία με τη
στρατιωτική του στολή. Όλες οι άλλες έχουν χαθεί
από τη μνήμη μου.
Δεν ξέρω πού χάθηκε ούτε πού είναι.
Δε θυμάμαι ότι δε με άγγιξε ποτέ.
Ή είμαι φοβισμένος. Στο στρατώνα,
περπατούσαμε  εδώ κι εκεί όλη τη μέρα,
γυαλίζαμε τις αρβύλες μας εκατό φορές
στη σειρά χωρίς να ξέρουμε το γιατί. Οι στρατιώτες πάντα
υπερασπίζονται την ειρήνη. Όπως οι αστυνομικοί, ασχολούνται
κι αυτοί με την ασφάλειά μας. Με τις  στολές τους είναι όλοι
ίδιοι κατά κάποιον τρόπο. Κι αυτό μ’ερεθίζει. Φαντάζομαι
πάντα άδεια κεφάλια
που ενεργούν πάντοτε με το ίδιο σχέδιο.
Αυτό είναι που μ’ανησυχεί. Ότι η πλειοψηφία
των ανθρώπων λίγο ή πολύ, φορά στολές.
Κι όταν κάποτε μου είχες ζητήσει να φορέσω μία,
δεν είχα καταλάβει ότι ήθελες να μου κάνεις πλύση εγκεφάλου.
Κι όταν αργότερα μου είπες
ότι είχες βρει έναν αστυνομικό, σε κατάλαβα.
Ήδη από παιδί δεν ήμουν ικανός στα παιχνίδια των
καουμπόι και των ινδιάνων. Δεν καταλάβαινα τίποτα.

Μετά τους ποιητές της αυλής έρχονται οι διανοούμενοι ποιητές

και έπειτα οι σοφοί και οι ποιητές οραματιστές και οι τρελοί ποιητές.
Και στις μέρες μας έχουμε και τους μαστουρωμένους ποιητές.
Όχι αυτούς που ταλαντεύονται στους σκοτεινούς δρόμους μ’ένα
μπουκάλι στο χέρι τρομάζοντας τις γάτες και που σπαζοκεφαλιάζουν.
Αλλά τους ειδικούς στην πρέζα. Θέτουν εαυτόν εκτός θανάτου,
σημειώνουν αντικατοπτρισμούς και τρυπούν το δέρμα τους.
Ένα χέρι με τατουάζ χτυπά
τα πλήκτρα του υπολογιστή και ενίοτε
παίρνει ένα καλαμάκι και σνιφάρει μια γραμμή λευκής σκόνης.
Όταν είμαι πλήρης έρχομαι μαζί σου στο κρεββάτι.
Σφίγγεις τα δόντια. Και τραβάς τα μαλλιά απ’το κεφάλι μου
Σπρώχνοντάς με πρός τα κάτω. Αλλά κάνω πολύ ώρα και
θυμώνεις. Πιθανόν να μην αισθάνεσαι τίποτα για μένα
αλλά δε θέλεις πια να με εγκαταλείψεις.
Απλώνω λίγη άσπρη σκόνη στο πέος σου,
αναδιπλώνεσαι και μετά χύνεις. Πόσος θόρυβος.
Ειλικρινά τίποτα το ποιητικό!
Γυρνάς, σηκώνεσαι και φεύγεις γιατί είναι δύσκολη η ζωή
αυτών των μαστουρωμένων ποιητών.

Ένας νεαρός κινέζος μου εξηγεί Ντεριντά.

Κρατά ένα ποτήρι στο χέρι και τραυλίζει.
Στην πραγματικότητα δεν έπαψα στιγμή να τον παρατηρώ και ν’αναρωτιέμαι
τι φύλο ήταν. Κοντύτερος ένα κεφάλι, εύθραυστος, μ’ένα καπέλο
λες κι έβγαινε από ταινία με γκάνκστερ. Θα μπορούσε να γράφει σενάρια
ή θα μπορούσε να είναι λεσβία. Αλλά να, που έρχεται προς εμένα...
μα πώς σκέφτηκε αυτό το τόσο ενδιαφέρον θέμα;
ακριβώς εκεί, στο μπαρ Παλατσίνκα, στην κινέζικη γειτονιά.
Ενώνω τις σκηνές, ο σεναριογράφος εξαφανίζεται, κι άλλα πρόσωπα,
βόλτα στους γεμάτους από νύχτα δρόμους. Μου φαίνεται ότι τα ‘χω
ήδη δει όλα τούτα στο σινεμά. Ακολουθεί  βεβαίως μια παρέλαση
από όντα παραμορφωμένα, διαταραγμένα, με έλκη στο δέρμα που γέρνουν
στη γη. Ακολουθίες που πάντα πρέπει να κόβω. Και να ‘μαι καθισμένος
στο μπαρ και δεν πιστεύω στα μάτια μου: κι άλλες αστυνομικές σειρήνες,
πυροσβέστες, σημαίες, ονόματα που περνούν, η λέξη ΤΕΛΟΣ κι έπειτα
σκοτάδι.

Το ταξίδι που θα κάναμε,
δε θα ήταν στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στο Τόκιο ή στο Σάο Πάολο
γιατί αυτά δε θα ήταν αρκετά τρελά. Εμείς θα περπατούσαμε
συνέχεια στη μέση των σκοταδιών έτσι ώστε να μπορέσουμε
δίχως δισταγμό να φοβηθούμε παρόλη την πίεση, τις τεράστιες κατσαρίδες,
του σκοτωμένου βουβαλίσιου αίματος και των σαγονιών του λιονταριού που
θα ξέσκιζε το κρέας. Οι διακοπές ρεύματος θα μας ανάγκαζαν να συρθούμε
μέχρι το τοξικό μας δωμάτιο. Έτσι θα έπρεπε να είναι τα πράγματα
ώστε να μπορέσουμε να είμαστε μόνο εγώ και συ και να γαντζωθούμε μεταξύ μας
σα δυό φοβισμένοι πίθηκοι.
Ούτε που θυμάμαι αν μαζέψαμε αρκετή ενέργεια για το γαμήσι. Και όμως τα πάντα
ήταν γαμήσι. Η γέννηση και ο θάνατος. Τα μαστουρωμένα παιδιά που
τριγύριζαν επιθετικά στους δρόμους, τα άνευρα σώματα που κείτονταν στους σωρούς
των σκουπιδιών δίχως να φαίνεται αν ζούσαν ακόμα. Όλοι αυτοί οι στρατιώτες και τα
λεωφορεία τους που είχαν κολλήσει στη λάσπη στη μέση μιας άγριας έκτασης κι αυτός ο
ήλιος που σηκωνόταν απ’τη θάλασσα κι ο μοναχικός κινηματογράφος όπου καπνίζαν
οι γυναίκες κι αυτοί οι απέραντοι, ανερμάτιστοι ορίζοντες. Ας μείνουμε καλύτερα εδώ,
στη σκηνή, στο απόλυτο σκοτάδι. Εσύ θα σφίγγεσαι πάνω μου ενόσω πάνω στη σκηνή
θα μας απειλούν τα τρομερά ζώα.

Αγαπητή Άννα, η Λιουμπλιάνα είναι ένας εφιάλτης.
Το πρώτο πράγμα σ’αυτή την πόλη που σου ‘ρχεται στο μυαλό είναι να κόψεις
τις φλέβες σου ή να βάλεις ένα σχοινί γύρω απ’το λαιμό σου ή να πηδήξεις
από έναν ουρανοξύστη. Ίσως πάλι προκειμένου ν’αντέξω να πρέπει να ‘μαι
αδιάκοπα μεθυσμένος ή φτιαγμένος. Οι φίλοι που δεν είναι φίλοι, οι γνωστοί που δεν είναι
γνωστοί, οι εραστές που δεν είναι εραστές, η μάνα που δεν είναι μάνα, ο πατέρας που δεν
είναι πατέρας, η γυναίκα που δεν είναι γυναίκα, το έδαφος που δεν είναι έδαφος,
όλα, τα φαντάσματα, τα πνεύματα, τα παραμορφωμένα όντα αιωρούνται στο
αχανές κενό• το νερό δεν είναι νερό κι ο αέρας δεν είναι αέρας, η φωτιά δεν είναι φωτιά.
Αγαπητή Άννα, η πόλη σου είναι το τέλος του κόσμου δίχως ελπίδα που
φυτοζωεί. Είναι ένα βασανιστήριο του διαβόλου, η πίεση στο στομάχι, η συγκέντρωση
όλων των αρνητικών δυνάμεων που στοχεύουν στο να μας αποβλακώσουν, να μας
ακρωτηριάσουν. Η Λιουμπλιάνα είναι ένας όφις με κρόταλα που αγκαλιάζει το σώμα σου
βελούδινα, αργά, ανεπαίσθητα, τόσο καλά που παθαίνεις ασφυξία και που δεν μπορείς να
τον ξεφορτωθείς, πάντα σε ακολουθεί, γλυστρά πίσω σου, τόσο πολύχρωμος, τόσο
«αβλαβής».
Αχ! χάσου! εξαφανίσου στο βάλτο σου! γύρνα στη λάσπη σου και απάλλαξέ μας για πάντα από σένα!

Ακούς έξω Ντέιβ; Κάποιος κάνει θόρυβο.
Μπορεί να ‘ναι ληστής ή κάποια βόμβα που εξερράγη.
Έλα, ξύπνα, Ντέιβ. Μπορεί να ξέσπασε πάλι πόλεμος και
να πρέπει να κατέβουμε στο κελάρι. Δεν ξέρεις τίποτα σχετικά.
Πόσες ώρες, πόσες μέρες θα πρέπει να μείνουμε στο σκοτάδι;
Ή μήπως είναι μια πυρκαγιά μονάχα; Ή ο γείτονας που έπεσε απ’το κρεβάτι;
Όλα είναι πιθανά. Κι εσύ κοιμάσαι και δε λες τίποτα.
Ξύπνα Ντέιβ, δε θέλω να είμαι μόνος μου όταν θα έρθει
το τέλος του κόσμου. Εσύ Ντέιβ, ένα κομμάτι σάρκας που
έχει γαμηθεί με όλο τον κόσμο. Τίποτα δε μπορεί να σε συγκρατήσει.
Δε θα ξέρεις ούτε πότε θα πεθάνεις και η σάρκα σου θα βρωμάει.
Στο υπόγειο όλα θα είναι τόσο ανέλπιδα που θα πρέπει
να σε πετάξω έξω, λεία στα λυσσασμένα σκυλιά.
Κι έτσι λοιπόν θα εγκαταλείψεις (θα σώσεις) όλα τα μπαρ
της νύχτας. Ντέιβ, δε λες τίποτα. Μ’ακούς; Μ’ακούς
έστω μερικές φορές; Πάλι έχει θόρυβο. Δίχως αμφιβολία
πόλεμος δε  θα γίνει. Ίσως και να’ναι ο κόσμος μας που
γίνεται κομμάτια. Έτσι, στη μέση της νύχτας, όταν όλοι
οι έντιμοι άνθρωποι, σαν κι εσένα Ντέιβ, κοιμούνται.
Αλλά εγώ, ακούω τους θορύβους
και φοβάμαι.

Πήγα στη γιατρό μου και της εμπιστεύτηκα
με δυσκολία ότι δεν ήθελα πια να ζω. Δεν ξέρω
πώς έφτασα εδώ, είναι σα να μην το αντιλήφθηκα.
Αναρωτήθηκα χωριστά για κάθε μέλος της οικογένειάς μου,
έπειτα για τους φίλους μου ή για τους γνωστούς μου ή
για όλους αυτούς που συναντούσα. Και με κανέναν τρόπο
δε μου φάνηκαν να έχουν επιθυμία για ζωή.
Μου πρότεινε να βρω κάποιο χόμπυ. Κι εγώ αμέσως αντέστρεψα
την ερώτηση ρωτώντας τη αν είχε την επιθυμία να ζει. Χαμογέλασε
απότομα και εξέτασε το φάκελό μου. «Δε μιλάμε για μένα αλλά για σας,
σίγουρα υπάρχουν χιλιάδες πράγματα που σας ευχαριστούν. » «Αυτό
δε λέει τίποτα κι έπειτα: με ευχαριστούν πραγματικά; »
«Λοιπόν ηρεμήστε,κατέληξε, δε βλέπω τι δε σας πάει καλά! είναι μια δύσκολη στιγμή που θα
παρέλθει όπως ήρθε. » Κι αν δεν μπορώ να θυμηθώ πότε μου συνέβη αυτό ούτε κι αν έπρεπε
στο τέλος να περάσει δεν το αμφισβήτησα. Κουρασμένος από τη συμβουλευτική, επέστρεψα
σπίτι μου. Σε κοίταξα στα μάτια. Δεν έβλεπα τίποτα γιατί τίποτα δεν υπήρχε πια εκεί.
Μόνο το σκυλί έδειχνε φανερά τα σημάδια ότι για εκείνο δεν είχε ακόμα περάσει.

Κοιτάζω πώς κυκλοφορούν τα ευέλικτα αγόρια
στις γωνίες των δρόμων. Κινέζοι, Άραβες, μαύροι, λατίνοι, Βόσνιοι.
Πώς γελούν μ’ένα γέλιο μεστό και πώς φτύνουν σε κύκλο ξύνοντας τ’αρχίδια τους.
Τα γδύνω με το βλέμμα• το στέρνο τους,
την ίσια τους κοιλιά, τους μελαμψούς μύες, τα σώματά τους που περιφέρονται
από ‘δω κι από ‘κει. Εκτός κι αν τρέχουν πίσω από κάμια μπάλα στο γήπεδο.
Λόγω της ζέστης σηκώνουν τις μπλούζες τους, οι σταγόνες του ιδρώτα
λαμπυρίζουν, σφυρίζουν στα κορίτσια και φαντάζομαι τι θα μου έκαναν
αν ήξεραν ότι τους παρατηρώ. Τα μάτια τους εξερευνούν με περιέργεια τον κόσμο,
αλλά για μένα είναι ξεκάθαρο ότι το χειρότερο πέρασε, ότι μπορώ να τα παρατηρώ
με την ησυχία μου γιατί τι θα έκαναν στο δωμάτιό μου όπου όλα βρίσκονται σε τάξη,
όπου δεν πρέπει να έχουν το νου του τους στους μπάτσους, όπου δεν μπορούν
να υπερβάλλουν στους τσακωμούς, να ξεφύγουν απ’τους πυροβολισμούς.
Τι θα μπορούσαν να πουν στους φίλους τους; Για ποιο πράγμα να καυχηθούν,
τι άραγε θα έδινε λάμψη στους πρωταθλητές του διπλανού δρόμου;
Βρίσκω μια γλυκύτητα στην αίθουσα της γυμναστικής όπου εκθέτουν τους μύες τους,
ή στα μπαρ, ή στις παραλίες όπου χιλιάδες ομοφυλόφυλοι πασχίζουν να κερδίσουν τη
μάχη με το χρόνο. Πώς, λοιπόν, θα προπονούνταν στο υπνοδωμάτιό μου;
Πώς θα ανταγωνίζονταν όταν ο χρόνος σταματά; Πώς θα μπορούσαν ν’
αντιληφθούν τα υπαινικτικά φιλιά, ν’αντλήσουν ικανοποίηση απ’τη σιωπή
ή απλά από ένα ψιθύρισμα; Όλα αυτά τα άγνωστα θα τα τρόμαζαν, όπως εσένα που
περήφανος γελάς μπαίνοντας απ’την πόρτα και μετά γίνεσαι όλο και πιο μικρός
μέχρι που το πρωί η ομίχλη σε διαλύει.