Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 32

Μπενίτο Πέρεθ Γκαλντός: Νιάου

Exo

Νιάου, μυθιστόρημα, Μπενίτο Πέρεθ Γκαλντός, μετάφραση: Τάσος Ψάρρης, εκδόσεις Vakxikon.gr 2016

Αχ, Θεέ μου! Πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς στιφάδο; Και πώς θα ήταν η έρμη ανθρωπότητα χωρίς μισθούς; Οι μισθοί ήταν το μοναδικό είδος επίγειων αγαθών που συμβάδιζε με τις ηθικές αρχές, γιατί για όλες τις άλλες μορφές ευμάρειας ο Παντόχα έτρεφε βαθιά περιφρόνηση. Ήταν δύσκολο να τον πείσεις ότι στην τάξη των πλουσίων υπήρχε κάποιος πραγματικά τίμιος, και κοίταζε τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους θρασείς εργολάβους με θρησκευτικό τρόμο. Ήταν αδύνατον να αποκτήσει κάποιος με νόμιμα μέσα μέσα σε λίγα χρόνια μεγάλη περιουσία, να περάσει από τη φτώχια στη χλιδή. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, είναι απαραίτητο να λερώσει κανείς τα χέρια του, να στύψει το αιώνιο θύμα, τον βασικό ιδιοκτήτη, το Κράτος. Τον εκατομμυριούχο που είχε κληρονομήσει την περιουσία του και δεν έκανε τίποτε άλλο από το να την ξεκοκαλίζει, ο καλόκαρδος Παντόχα τον συγχωρούσε· κι αυτόν όμως δεν τον θεωρούσε εκατό τοις εκατό άγιο, γιατί πίστευε ότι εάν δεν είχε κλέψει ο ίδιος, το είχαν κάνει οι γονείς του, και η ενοχή, όπως και τα λεφτά, περνούσε από γενιά σε γενιά.
Όταν έβλεπε τον εκπρόσωπο των Ρότσιλντ ή κάποιου άλλου επιχειρηματικού κολοσσού, ισπανικού ή ξένου, να μπαίνει στο υπουργείο και να κατευθύνεται στο γραφείο του Υπουργού, σκεφτόταν πόσο χρήσιμο θα ήταν να κρέμαγαν όλους εκείνους τους κυρίους που πήγαιναν εκεί μόνο και μόνο για να στήσουν κάποια κομπίνα. Αυτή κι άλλες παρόμοιες ιδέες τις ξεφούρνιζε ο Παντόχα στο καφενείο όπου σύχναζε, και δεχόταν βροχή από καυστικά σχόλια από την παρέα που αποδοκίμαζε τη στενομυαλιά του· αυτός όμως δεν χαμπάριαζε. Μιλούσαν για το Υπουργείο Οικονομικών; Ο Παντόχα σήκωνε αμέσως τη παντιέρα του μ’ αυτό το απλό και πειστικό σλόγκαν: «πολλή δημόσια διοίκηση και λίγη ή καθόλου πολιτική». Πόλεμος στις μεγάλες επιχειρήσεις, πόλεμος στην κερδοσκοπία κι επίσης πόλεμος στους ξένους που έρχονται εδώ μόνο και μόνο για να μας εκμεταλλευτούν και να μας πάρουν τα φράγκα, αφήνοντάς μας πανί με πανί. Ο Παντόχα δεν έκρυβε επίσης τη συμπάθειά του για τους υψηλούς δασμούς, γιατί οι ελεύθερες συναλλαγές ευνοούν το λαθρεμπόριο.
Την ίδια στιγμή υποστήριζε ότι οι μεγαλοϊδιοκτήτες γκρινιάζουν από βίτσιο, ότι πουθενά αλλού δεν πληρώνουν χαμηλότερους φόρους απ’ ό,τι στην Ισπανία, ότι η χώρα είναι ουσιαστικά ένας καταχραστής κι ότι η πολιτική είναι η τέχνη της συγκάλυψης των υπεξαιρέσεων και της ειρηνικής ή βίαιης λεηλασίας του Δημόσιου Ταμείου. Κοντολογίς, ο Παντόχα είχε μόνο δυο τρεις πεποιθήσεις, αλλά ήταν τόσο βαθιά ριζωμένες μέσα του που νόμιζε κανείς πως είχαν χαραχτεί με σφυρί και καλέμι. Δεν ήταν και η πιο ενδιαφέρουσα παρέα γιατί δεν μιλούσε ποτέ άσχημα εναντίον των προϊσταμένων του, ούτε κατέκρινε τα σχέδια του Υπουργού· δεν έμπαινε ποτέ σε λεπτομέρειες και δεν αποκάλυπτε μυστικά από τα παρασκήνια. Στο βάθος του μυαλού του υπήρχε μια λανθάνουσα μορφή κομμουνισμού για την οποία δεν είχε ιδέα. Αυτό το είδος δημοσίου υπαλλήλου, που η ξέφρενη πολιτική ζωή των τελευταίων χρόνων έχει βαλθεί να εξαλείψει, επιβιώνει ακόμα, αν και έχουν μείνει ελάχιστα δείγματα.
Στη δουλειά του ο Παντόχα ήταν σχολαστικός, επιμελής, αδιάφθορος, ο άσπονδος εχθρός αυτού που ο ίδιος αποκαλούσε «οντότητα». Δεν γνωμοδοτούσε ποτέ εναντίον του Υπουργείου Οικονομικών· το υπουργείο τον πλήρωνε, ήταν το αφεντικό του και δεν ήταν εκεί για να υπηρετεί τους εχθρούς «του σπιτιού». Όσον αφορά τις σκοτεινές υποθέσεις, που είχαν βγάλει αράχνες και ήταν πολύ δύσκολο να διεκπεραιωθούν, πίστευε ότι δεν έπρεπε να επιλύονται ποτέ, κι όταν τελικά έφταναν αναγκαστικά, καθ’ επιβολήν του νόμου, ένα βήμα πριν επιλυθούν, έψαχνε στον ίδιο τον νόμο το παραθυράκι που θα του επέτρεπε να τις περιπλέξει ξανά. Το να γράψει τον επίλογο σε μία απ’ αυτές τις διαμάχες ήταν σαν παραδεχόταν την αδυναμία της δημόσιας διοίκησης, σαν να διακήρυττε την ήττα της, σχεδόν την ταπείνωσή της. Όσο για την ακεραιότητά του, αρκεί να πούμε ότι έστελνε στον αγύριστο τους εκπρόσωπους που ήθελαν να του δώσουν φακελάκι για να τακτοποιήσει γρήγορα και αποτελεσματικά τη μία ή την άλλη υπόθεση. Τον ήξεραν πια και ήταν επιφυλακτικοί μ’ εκείνον τον σκαντζόχοιρο που τέντωνε όλα του τα αγκάθια όταν διαισθανόταν να πλησιάζει κάποια «οντότητα», δηλαδή ένας φορολογούμενος.
Και στην προσωπική του ζωή ο Παντόχα αποτελούσε φωτεινό παράδειγμα. Δεν υπήρχε πιο νοικοκυρεμένο σπίτι από το δικό του, ούτε γυναίκα πιο οικονόμα από τη δική του. Αποτελούσαν την άλλη όψη του νομίσματος σε σύγκριση με τους Βιγιααμίλ, που τις εποχές των χρυσών αγελάδων ξόδευαν όλα τους τα εισοδήματα και μετά ψωμολύσσαγαν. Τη γυναίκα του Παντόχα δεν τη διέκρινε η καταστροφική επιδειξιομανία της δόνια Πούρα, εκείνη η έπαρση του ανθρώπου που νομίζει ότι είναι ανώτερος από τα μέσα και την κοινωνική του θέση. Η κυρία Παντόχα είχε εργαστεί κάποτε ως υπηρέτρια (νομίζω του δον Κλαούντιο Αντόν δε Λουθουριάγα, στον οποίο ο Παντόχα όφειλε την πρώτη του δουλειά), και η ταπεινή της καταγωγή την έκανε να ρέπει προς την απομόνωση και να ζει λιτά και μετρημένα. Δεν ξόδευαν ποτέ πάνω από τα δύο τρίτα του μισθού του, και τα παιδιά τους μεγάλωναν μαθαίνοντας να αγαπάνε τον Θεό και να φοβούνται όπως ο διάολος το λιβάνι τα λούσα και τα εγκόσμια μεγαλεία. Παρά τη στενή φιλία που υπήρχε μεταξύ του Βιγιααμίλ και του Παντόχα, ο πρώτος δεν τόλμησε ποτέ να ζητήσει βοήθεια από τον δεύτερο τις ουκ ολίγες φορές που είχε αφραγκιές· τον ήξερε σαν να τον είχε γεννήσει, ήξερε πολύ καλά ότι ο ενάρετος Ιωσήφ ούτε ζητούσε ούτε έδινε, ότι η ελεημοσύνη και η γαλαντομία ήταν εξίσου ασύμβατες προς τον χαρακτήρα του, κασέλες που τα καπάκια τους δεν άνοιγαν ποτέ ούτε προς τα μέσα ούτε προς τα έξω.
Ήταν και οι δύο καθισμένοι, ο ένας στο γραφείο, ο άλλος στην πιο κοντινή καρέκλα. Ο Παντόχα έφτιαξε τον σκούφο του, που γλιστρούσε με την παραμικρή κίνηση του χεριού πάνω στο γυαλιστερό του κεφάλι, και είπε στον φίλο του:
«Χαίρομαι που ήρθες σήμερα. Έχει φτάσει ο φάκελος του γαμπρού σου… Μόνο μια ματιά πρόλαβα να του ρίξω. Δεν φαίνεται καθόλου καθαρός. Δεν συμπεριέλαβε στη λίστα με τις διαταγές πληρωμής δύο τρία χωριά, και στον καταμερισμό του τελευταίου εξαμήνου υπάρχουν σημεία και τέρατα».
«Βεντούρα, ο γαμπρός μου είναι λωποδύτης· το ξέρεις πολύ καλά. Είναι ικανός για κάθε είδους αθλιότητα».
«Επίσης χθες ο Διευθυντής με ενημέρωσε ότι τριγυρίζει εδώ κάνοντας τον καμπόσο, κερνώντας τα φιλαράκια του και ξοδεύοντας μια περιουσία, μοστράροντας κάτι καπέλα και κάτι γραβάτες που είναι να κάνεις εμετό. Το τσουτσέκι κυκλοφορεί στολισμένος σαν λατέρνα. Δεν μου λες, μένει μαζί σου;»
«Ναι» απάντησε κοφτά ο Βιγιααμίλ καταντροπιασμένος γιατί θυμήθηκε πως και τα δικά του ρούχα τα είχε αγοράσει με λεφτά του Καδάλσο, χάρη στα καμώματα της Πούρα. «Ελπίζω όμως να πάρει σύντομα πόδι απ’ το σπίτι μου. Δεν θέλω τίποτα απ’ αυτόν».
«Ρωτάω γιατί… ε λοιπόν, χαίρομαι που μου δίνεται η ευκαιρία να σ’ το πω: αυτή η κατάσταση σου κάνει κακό. Το ότι είναι γαμπρός σου και το ότι ζείτε κάτω απ’ την ίδια στέγη είναι αρκετό για να σκεφτούν κάποιοι ότι τον αβαντάρεις».
«Εγώ!... Αυτόν!» (Τρομοκρατημένος). «Βεντούρα, τι πράγματα είναι αυτά…»
«Περίμενε· ούτε πιστεύω κάτι τέτοιο, ούτε και θα περνούσε ποτέ από το μυαλό μου. Ξέρεις όμως τι παίζει εδώ μέσα… Η μπαμπεσιά πάει σύννεφο! Όταν ένας κάφρος πιάσει στο στόμα του έναν αθώο, τον σέρνει στη λάσπη μέχρι να ματώσει».
«Σε πληροφορώ ότι παρ’ όλο που ο Βίκτορ είναι γαμπρός μου, δεν έχω ουδεμία σχέση με τις βρωμιές του. Αν ήταν στο χέρι μου το να τον κλείσουν μέσα, θα τους έδινα και την ευχή μου… Ξηγημένα πράγματα».
«Εμ δεν θα τον κλείσουν, δεν θα τον κλείσουν· μην έχεις αυταπάτες. Και δεν θα τον κλείσουν ακριβώς επειδή του αξίζει. Έχει άκρες. Η διαφθορά είναι τόσο μεγάλη στην εποχή μας που αυτά τα αποβράσματα σαν τον γαμπρό σου είναι που βγαίνουν κερδισμένοι. Να δεις που θα βάλουν την έρευνα κάτω από το χαλί, θα του βγάλουν το καπέλο για όσα έχει κάνει και θα του δώσουν την κωλοπροαγωγή. Ειλικρινά, δεν έχω ξαναδεί πιο ξεδιάντροπο άνθρωπο. Χθες ήταν εδώ· μετά κατέβηκε κάτω να δει τον Υφυπουργό, και χάρη σ’ αυτό το λέγειν που έχει και στα ωραία του τα μάτια, ο Υφυπουργός… (μου το είπε κάποιος που ήταν παρών) τον υποδέχτηκε μετά βαΐων και κλάδων, κι έπιασαν την πάρλα για πάνω από κάνα μισάωρο».
«Είδε και τον Υπουργό» (με βαθύτατη θλίψη).
«Δεν έχω ιδέα· ξέρω όμως από πρώτο χέρι ότι ένας βουλευτής από την επαρχία όπου δούλευε το μπουμπούκι σου ήρθε να μεσολαβήσει για χάρη του. Είναι απ’ αυτούς που όσο περισσότερα τους δίνεις τόσο περισσότερα θέλουν. Δεν φεύγει ποτέ από δω χωρίς δυο τρεις βαρβάτες προσλήψεις στο τσεπάκι του, κι όταν λέμε βαρβάτες εννοούμε βαρβάτες, κι αυτό παρ’ όλο που είναι αντιφρονών· αλλά γι’ αυτό ακριβώς, επειδή είναι αντιφρονών τού δίνουν μεγαλύτερη προσοχή».
«Εσύ πιστεύεις ότι θα δώσουν προαγωγή στον Βίκτορ;» (Με μεγάλη αγωνία).
«Δεν μπορώ να πω τίποτα με σιγουριά».
«Και για τη δική μου υπόθεση, ξέρεις τίποτα;» (Με ακόμα μεγαλύτερη αγωνία).
«Ο Διευθυντής Προσωπικού είναι σφίγγα. Όποτε του μιλάω για σένα, μου πετάει ένα ”θα δούμε” ή ένα “θα κάνω ό,τι μπορώ”· αυτό όμως είναι σαν να μην λέει τίποτα. Α! Παρένθεση: χθες, μετά τη συζήτηση με τον Υφυπουργό, ο Βίκτορ τρύπωσε στο Τμήμα Προσωπικού. Μου το είπε ο αδελφός του Εσπινόσα. Ο Διευθυντής τού έδειξε τις κενές θέσεις που υπάρχουν στην επαρχία, κι ο γαμπρούλης σου είχε το θράσος να πει ότι στην επαρχία δεν θα πήγαινε ούτε δεμένος».
«Φίλε μου Βεντούρα» είπε ο Βιγιααμίλ με οδυνηρή δυσαρέσκεια, «θυμήσου αυτό που θα σου πω…, κι αν διαφωνείς, βάζουμε στοίχημα… Κόβω το χέρι μου ότι θα δώσουν προαγωγή στον Βίκτορ κι ότι εμένα δεν θα με προσλάβουν. Οτιδήποτε διαφορετικό θα είναι δίκαιο και λογικό, και η δικαιοσύνη και η λογική έχουν πάει περίπατο».
Ο Παντόχα μετακίνησε ξανά τον σκούφο του. Είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να ξύνει το κεφάλι του. Βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό, που γλίστρησε με δυσκολία από το στόμα του γιατί δεν το άνοιγε ποτέ χωρίς κάποια επισημότητα, προσπάθησε να παρηγορήσει τον φίλο του με τον παρακάτω τρόπο:
«Δεν ξέρουμε αν θα καταφέρουν να κουκουλώσουν την υπόθεση με τη δίωξη του Βίκτορ, αν και οι προστάτες του φαίνεται να το θέλουν πολύ. Κι όσο για σένα, εγώ στη θέση σου θα συνέχιζα να πρήζω τα συκώτια του Διευθυντή, του Υφυπουργού και του Υπουργού, ταυτόχρονα όμως θα φρόντιζα να βρω κι ένα καλό δόντι στα κέντρα των αποφάσεων».
«Μα αφού δεν τους αφήνω σε χλωρό κλαρί… Και πάλι όμως δεν γίνεται τίποτα».
«Συνέχισε να το κάνεις μέχρι να τους φέρεις στα νερά σου. Πλεύρισε τα μεγάλα κεφάλια, εντός ή εκτός Υπουργείου· απευθύνσου στον Σαγάστα, στον Κάνοβας, στον δον Βενάνθιο, στον Καστελάρ, στους Σιλβέλα · μην στέκεσαι στο αν είναι άσπροι, μαύροι ή κίτρινοι, γιατί έτσι που το πας, αν συνεχίσει στο ίδιο βιολί, δεν θα καταφέρεις τίποτα. Ούτε ο Πεθ ούτε ο Κουκούρμπιτας θα σου φανούν χρήσιμοι· είναι πνιγμένοι στις δεσμεύσεις και βολεύουν μόνο τους δικούς τους, τους ημέτερους, τους μπάτλερ τους, ακόμα και τους μπαρμπέρηδες που τους ξυρίζουν. Όλοι αυτοί που έπαιξαν ρόλο πρώτα στην Ένδοξη Επανάσταση και μετά στην Παλινόρθωση δεν έχουν κανένα περιθώριο, γιατί πρέπει να τακτοποιήσουν αυτούς που είναι τώρα στα πράγματα χωρίς να εγκαταλείψουν τους παλιούς, που λένε το ψωμί ψωμάκι. Ο Πεθ βόλεψε εδώ πέρα κάποιον που ήταν στη φατρία του και κάποιους που φλέρταραν με τους οπαδούς της αυτονόμησης. Πώς είναι δυνατόν να ξεχάσει ο Πεθ τους κοκκινοσκούφηδες που τον υποστήριξαν στο Τμήμα Εισοδήματος, τους οπαδούς του Αμαντέο που τον έκαναν σχεδόν Υπουργό και τους συντηρητικούς από την εποχή της Αδελφής Πατροθίνιο που του έδωσαν τον Σιδηρούν Σταυρό;
Ο Βιγιααμίλ άκουγε αυτές τις σοφές συμβουλές με τα μάτια χαμηλωμένα, με πένθιμη έκφραση, ξέροντας πόσο λογικές ήταν. Κι ενόσω οι δύο φίλοι κουβέντιαζαν μ’ αυτόν τον τρόπο, χωρίς να έχουν την παραμικρή συναίσθηση του τι συνέβαινε γύρω τους, ο κερατάς ο κουτσό-Σαλβαδόρ Γκιγιέν σχεδίαζε σ’ ένα χαρτί, με χιουμοριστικά ποικίλματα της πένας, την καρικατούρα του Βιγιααμίλ. Μόλις τελείωσε, αφού πρώτα βεβαιώθηκε ότι ήταν πετυχημένη, έγραψε από κάτω: Ο κύριος Νιάου, σταθμίζοντας τις προτάσεις του για το Υπουργείο. Έδωσε το χαρτί στους συναδέλφους του για να σπάσουν πλάκα, και η φιγούρα πέρασε από γραφείο σε γραφείο προσφέροντας μια στιγμή ξεγνοιασιάς στους δύστυχους δεσμώτες της αιώνιας γραφειοκρατικής σκλαβιάς.
Ο Βιγιααμίλ κι ο Παντόχα δεν συμφωνούσαν πάντα όταν μιλούσαν για θέματα που άπτονταν του τμήματος. Στην πραγματικότητα είχαν διαμετρικά αντίθετες απόψεις, γιατί ο ενάρετος Ιωσήφ διακατεχόταν από στενότητα πνεύματος και παρωπίδες, ενώ ο Βιγιααμίλ είχε ανοιχτούς ορίζοντες, μια δομημένη φιλοσοφία που πήγαζε από τις γνώσεις και την εμπειρία του. Αυτό που έκανε τον Παντόχα έξαλλο ήταν που ο φίλος του έσταζε μέλι για τον income tax, στέλνοντας στην πυρά τους Φόρους Ακίνητης Περιουσίας, Βιομηχανίας και Κατανάλωσης. Ο φόρος εισοδήματος, ο οποίος θα βασιζόταν στη φορολογική δήλωση του πολίτη και θα είχε ως ραχοκοκαλιά το ατομικό συμφέρον και την καλή πίστη, του φαινόταν σκέτος παραλογισμός σε μια χώρα στην οποία είναι σχεδόν αναγκαίο να βάλεις το πιστόλι στον κρόταφο του φορολογούμενου για να τον κάνεις να πληρώσει. Κοντολογίς, κάθε προσπάθεια απλοποίησης ήταν αντίθετη με το πνεύμα εκείνου του αδέκαστου δημοσίου υπαλλήλου, που θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρχει πληθώρα προσωπικού, πληθώρα μπερδεψούρας κι ακόμα μεγαλύτερη πληθώρα χαρτούρας. Και τέλος, ο σκεπτικισμός του Παντόχα απέναντι σ’ εκείνη τη μανία για κατάργηση των φόρων είχε κι ένα προσωπικό στοιχείο: ένιωθε σαν να ήθελαν να καταργήσουν τον ίδιο. Συζήτησαν έντονα γι’ αυτό το θέμα, ώσπου τα στόματά τους στέγνωσαν. Κι όταν ο Διευθυντής φώναξε τον Παντόχα κι εκείνος έφυγε αφήνοντας τον Βιγιααμίλ μόνο, οι υπάλληλοι διασκέδασαν λιγάκι παίρνοντάς τον στο μεζέ με πρωτοστάτη τον κουτσο-Γκιγιέν που έκανε άλλη μια επίδειξη φαυλότητας.
«Δεν μου λέτε, δον Ραμόν, γιατί δεν δημοσιεύετε τις προτάσεις σας για να τις μάθει ο λαός;»
«Σιγά μην δημοσιεύσω τις προτάσεις μου» (βηματίζοντας ορμητικά στο γραφείο). «Όχι δα· λες και θα μου έδινε κανείς σημασία σ’ αυτή την καταραμένη χώρα. Ο Υπουργός τις διάβασε, κι ο Διευθυντής Εισφορών τούς έριξε μια ματιά. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω… Και το πρόβλημα δεν είναι ότι δυσκολεύονται να τις καταλάβουν, γιατί στα υπομνήματα που έχω συντάξει είμαι πολύ προσεκτικός: πρώτον, απλότης· δεύτερον, σαφήνεια· τρίτον, περιεκτικότης».
«Εγώ νόμιζα πως ήταν πολύ μακροσκελείς, πάρα πολύ μακροσκελείς» είπε σοβαρά ο Εσπινόσα. «Αφού καλύπτουν τόσα θέματα…»
«Ποιος σας το είπε αυτό το πράγμα;» (Θυμώνοντας). «Το καθένα καλύπτει μόνο ένα θέμα, και είναι τέσσερα. Φτάνουν και περισσεύουν. Μακάρι να μην είχα μπει στον κόπο να τα γράψω. Μακάριοι οι λωποδύτες…»
«Τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν η αντιμισθία τῶν οὐρανῶν… Αυτό ξαναπέστε το, δον Ραμόν» παρατήρησε ο Αργουέγιες κοιτάζοντας με αντιπάθεια τον Γκιγιέν, τον οποίο απεχθανόταν. «Σκέφτηκα κι εγώ κάποιες προτάσεις· αλλά είπα να μην τις προχωρήσω. Πιο χρήσιμο μου φάνηκε να συνθέσω το σόλο για την τρομπέτα μου».
«Ακριβώς, παίξτε εσείς την τρομπέτα σας και αφήστε τις νουθεσίες προς το Υπουργείο, γιατί έτσι όπως πάει το πράγμα, σύντομα θα έχουν γίνει όλα σκόνη. Κοιτάξτε, φίλε μου Αργουέγιες» (σταματώντας μπροστά από το γραφείο του ιππότη του Φιλίππου του Δ’, με την μπέρτα του να κρέμεται από τον έναν ώμο και χειρονομώντας ζωηρά με το δεξί χέρι). «Σ’ αυτή τη μελέτη έχω αφιερώσει δουλειά ολόκληρων ετών. Μπορεί να έχω δίκιο, μπορεί και όχι· αλλά ότι πρόκειται για κάτι καλό, ότι εδώ έχουμε μια καλή ιδέα, γι’ αυτό κανείς δεν αμφιβάλλει». (Όλοι τον άκουγαν με μεγάλη προσοχή). «Η μελέτη μου αποτελείται από τέσσερα υπομνήματα ή πραγματείες που φέρουν εύγλωττους τίτλους. Σημείο πρώτον: Νόρμες ηθικής».
«Πολύ σωστά. Η ηθική σέρνει το χορό, έρχεται πρώτη».
«Είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της διοικητικής τάξης. Ηθικοί κανόνες αριστερά, ηθικοί κανόνες δεξιά, ηθικοί κανόνες παντού. Δεύτερο σημείο: income tax».
«Το άλφα και το ωμέγα».
«Τέρμα ο Φόρος Ακίνητης Περιουσίας, οι επιδοτήσεις κι ο Φόρος Κατανάλωσης. Τους αντικαθιστώ όλους μ’ έναν φόρο εισοδήματος προσαυξημένο μ’ ένα χαμηλό δημοτικό τέλος, πολύ απλά, πολύ πρακτικά, πολύ ξεκάθαρα· κι εκθέτω τις ιδέες μου σχετικά με τον τρόπο είσπραξης, τις διαταγές πληρωμής, τους ελέγχους, τα πρόστιμα, κτλ… Τρίτο σημείο: Απαιτήσεις τελωνείων. Γιατί, προσέξτε, οι τελωνειακοί δασμοί δεν αποτελούν απλά τέλη, είναι κυρίως ένα σύστημα προστασίας της εθνικής απασχόλησης. Θεσμοθετώ ένα υψηλούτσικο χαράτσι που θα εξασφαλίσει την ευμάρεια των εργοστασίων, και μας βλέπω όλους να ντυνόμαστε με ισπανικά ρούχα».
«Καλύτερα από τα ολλανδικά… Δον Ραμόν, μπροστά σας ο Μπράβο Μουρίγιο θα έβαζε τα κλάματα… Συνεχίστε…»
«Τέταρτο σημείο: Ουσιαστική ενοποίηση χρέους. Μαζεύω όλα τα χρεόγραφα που βόσκουν εδώ υπό διάφορες μορφές: τριετή και πενταετή ομόλογα, τραπεζογραμμάτια, συναλλαγματικές, υποσχετικές, ενυπόθηκους τίτλους, έντοκα γραμμάτια, και τα αντικαθιστώ με αναλογία 4 προς 100 με ένα ομόλογο με προνομιακό επιτόκιο έκδοσης… Και τέρμα οι πονοκέφαλοι».
«Δον Ραμόν, εσείς ξέρετε περισσότερα από εκείνο το σίχαμα που ίδρυσε το Υπουργείο».
(Ζωηρές επευφημίες. Ο μοναδικός που σώπαινε ήταν ο Αργουέγιες, που δεν του άρεσε να διασκεδάζει με τις σαχλαμάρες του Γκιγιέν).
«Μη νομίζετε ότι ξέρω πολλά» (με μετριοφροσύνη)· «απλά βλέπω τα θέματα της δουλειάς σαν να είναι δικά μου, και θα ήθελα να δω επιτέλους αυτή τη χώρα να νοικοκυρεύεται. Δεν έχει να κάνει με επιστημονικές γνώσεις, έχει να κάνει με την καλή θέληση, την υπομονή και τη σκληρή δουλειά. Και τώρα πείτε μου: εσείς μου δώσατε σημασία; Ε λοιπόν ούτε εκείνοι. Νίπτουν τας χείρας τους. Θα έρθει μια μέρα που οι Ισπανοί θα περπατάνε ξυπόλυτοι στον δρόμο και που οι πιο πλούσιοι θα εκλιπαρούν για ένα κομμάτι ψωμί… εντάξει, δεν θα ζητιανεύουν ακριβώς, γιατί δεν θα υπάρχει κανένας να τους δώσει ελεημοσύνη. Εκεί οδεύουμε. Και σας ρωτώ: το θεωρείτε ή δεν το θεωρείτε λογικό να με αποκαταστήσουν στη θέση του Διοικητικού Διευθυντή; Το θεωρείτε, έτσι δεν είναι; Παρ’ όλα αυτά, θα πάρετε οτιδήποτε άλλο στα σοβαρά αλλά αυτό θα το περάσετε στο ντούκου. Χαίρεται».
Έφυγε καμπουριαστός λες και δεν μπορούσε να αντέξει το βάρος του κεφαλιού του. Όλοι τον λυπήθηκαν· όμως ο άσπλαχνος Γκιγιέν πάντα σκαρφιζόταν κάποιον λίβελλο για να του κολλήσει όταν έφευγε.
«Έγραψα στο χαρτί τα τέσσερα σημεία έτσι όπως τα έλεγε: κύριοι, χτυπήσαμε φλέβα χρυσού. Ελάτε να δείτε· θεέ μου, τι γέλιο! Κοιτάξτε, κοιτάξτε τους τέσσερις τίτλους γραμμένους ο ένας κάτω από τον άλλον:

Νόρμες ηθικής
Income tax
Απαιτήσεις τελωνείων
Ουσιαστική ενοποίηση χρέους

Αν διαβάσει κανείς μαζί τα αρχικά γράμματα προκύπτει η λέξη ΝΙΑΟΥ.
Μια έκρηξη γέλιου σήκωσε το γραφείο στον αέρα σκορπώντας τέτοιο κέφι λες και βρίσκονταν στο θέατρο.