Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 5

Μουσική ουρανού - Βασίλης Παπαδόπουλος

Ηνίοχος

Ονειρεύομαι σκιές και φωνές ανθρώπων
το ποδοβολητό των αλόγων
ονειρεύομαι γλώσσες ακατάληπτες
μια ατελείωτη νύχτα
ονειρεύομαι τον ηνίοχο που κάποτε υπήρξα
το άγαλμα που θα γίνω

Βινσεντ βαν Γκογκ
(Σημείωμα που βρέθηκε κολλημένο στο πίσω μέρος του πίνακα «Τα ηλιοτρόπια» μετά το θάνατο του ζωγράφου)

Στην αρχή πίστευα πως πριν μαραθεί η πρώτη αγκαλιά θα 'χες γυρίσει
μια δεύτερη μαράθηκε γρήγορα στο βάζο
κι αμέσως μετά μια τρίτη βυθίστηκε αύτανδρη
Δεν άντεχα να βλέπω τόσα λουλούδια να πεθαίνουν για χάρη σου
Ζωγράφισα δώδεκα ηλιοτρόπια για να σε περιμένουν μαζί μου
Τουλάχιστον αυτά δεν θα μαραθούν πριν από μένα.

Ο Στρατής Πασχάλης μπροστά στο καθρέφτη

 Θα βγάλω από το στήθος μου το βέλος της νοσταλγίας
Θα με φιλέψω ύστερα λωτούς για να στραγγίξω κάθε μνήμη
Θα ξαπλώσω τις επιθυμίες μου στο κρεβάτι του Προκρούστη
Θα γεννηθώ ξανά στους στίχους ενός άλλου
Θα σταθώ αδιάφορος μπροστά στην ευτυχία
Θα κλειδώσω τους εφιάλτες μου από μέσα πριν γίνω ο Λυτρωτής τους
Ο θάνατος μου θα ναι απλά η πρόφαση
“Onorate l’altissimo poeta!”

Ο κ. Κ γευματίζει στο Savoy

Ο Ίκαρος αφέθηκε στον ρεύμα του αέρα με τον τρόπο που του είχε δείξει τόσες φορές ο πατέρας του. Η γη από ψηλά του φαινόταν ακατανόητη κι αδιάφορη. Ανέβαινε ψηλά και αφηνόταν να πέσει ξανά και ξανά. Τα μάτια του γυάλιζαν μέσα στη επανάληψη. Το σώμα του ήταν πια μια ασημένια βελόνα – μ αυτό έραβε μαζί ένα ένα όλα τα σύννεφα με μεγαλόψυχες βελονιές. Θυμήθηκε το γεμάτο πνευματικότητα πρόσωπο του Βιτγκενστάιν. Φυσούσε μονότονα εκείνο το πρωί και ο ουρανός είχε το χρώμα των μαλλιών της Πασιφάης. Κάποιος άλλος ευαγγελιστής έγραφε εκείνη τη στιγμή για το όραμα ενός φτερωτού αγοριού πάνω από τη πόλη των Γομόρρων. Πετούσε αβίαστα στον αέρα κι ένιωθε ν ανατριχιάζει. Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του τη μητέρα του δεν τα κατάφερε. Αμύνθηκε απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη σκέψη.  Ένιωσε πως αυτός μόνο κινούνταν πια σε ένα κόσμο απόλυτα ακίνητο. Το άγαλμα του λόρδου Ουέλινγκτον  τον κοίταξε αδιάφορα Άκουσε έναν υπόκωφο  τριγμό. Οι ώμοι του πονούσαν αλλά η δροσιά του γαλήνευε το πρόσωπο. Βλέποντας τον ο Σβέντεμποργκ άρχισε να οραματίζεται αγγέλους. Οι πτυχώσεις των νεφών επαναλαμβάνονταν πανομοιότυπα μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του. Κατάλαβε πως και η ίδια εκείνη μέρα θα επαναλαμβανόταν  αδιάκοπα  μέσα στην αιωνιότητα . Ήταν πια ένα βότσαλο, κάθε του φτερούγισμα έφευγε από πάνω του σα κυκλικός κυματισμός. Είδε ένα στρογγυλό σιντριβάνι μακριά κάτω στη γη κι εκατοντάδες ανθρώπους τριγύρω. Άκουσε τον ήχο του νερού που εκτοξεύονταν και τον ήχο που έκαναν οι σταγόνες πέφτοντας πάλι στη στέρνα. Άκουσε τα βήματα του Μινώταυρου στο Λαβύρινθο. Είδε το Ικάριο πέλαγος, το μύθο του. Η Άννα Μπολέυν του χαμογέλασε. Πετούσε με τη μικρότερη δυνατή προσπάθεια. Εκείνη τη στιγμή όλα του φανερώθηκαν και αμέσως σταμάτησε να κουνάει τα φτερά του. Λίγο πριν συντριβεί  πρόλαβε να δει τον κ. Κ να γευματίζει στο Savoy με τη συντροφιά δυο μαυροντυμένων κυρίων.

Ο Βασίλης Παπαδόπουλος είναι μουσικός και ποιητής. Ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή : "Ισημερία" (Εκάτη, 2007).