Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 11

Μονόλογοι γυναικών

της Ελισάβετ Φωτοπούλου

Υπερβολικά καλή θέληση    

Έχοντας ήδη ξεκινήσει να κατεβαίνω τα σκαλιά φώναξα μόνο ένα καληνύχτα.  Ύστερα άνοιξα την πόρτα κ έφυγα. Στην αρχή σκέφτηκα να την αφήσω ανοιχτή σαν μια τελευταία απελπισμένη κίνηση άρνησης της προσγείωσης στη σκληρή συνειδητοποίηση. Τελικά όμως νομίζω την έκλεισα για να μην αναγκαστεί να σηκωθεί να το κάνει αυτός. Δεν θα μάθω ποτέ αν μου απάντησε. Ίσως να πε κ αυτός καληνύχτα από καλή θέληση.  Ίσως κ όχι όμως.  Ήταν το πιο άδοξο τέλος που είχα ζήσει ποτέ. Δεν κράτησε ούτε δυο λεπτά έτσι για το γαμώτο. Και δεν θυμάμαι καν αν τον ρώτησα γιατί. Όχι πως με ένοιαζε και πολύ ο λόγος δηλαδή, κουβέντα να γίνεται…
Βγήκα στο δρομάκι και ένοιωσα ένα κρύο να με διαπερνά. Έσφιξα πάνω μου το καρό φανελένιο πουκάμισο αλλά δεν άλλαξε τίποτα. Άνοιξα το mp3 κ έστριψα ένα τσιγάρο. Έμοιαζε σαν ιστορία που τη διαβάζω σε κάποιο τυχαίο βιβλίο που έπεσε στα χέρια μου αλλά ήταν πραγματικότητα. Πήρα τηλέφωνο τα παιδιά αλλά είχε δυνατά μουσική στο μαγαζί και δεν το άκουγαν φαίνεται. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, είχα χάσει και το τελευταίο δρομολόγιο. Πήρα απόφαση ότι θα κοιμηθώ μόνη μου το βράδυ.  
Η αδερφή μου με περίμενε στο αμάξι. Μπήκα μέσα με ένα κόμπο στο λαιμό ή στο στομάχι –δε θυμάμαι ακριβώς. Εκείνη δε ρώτησε τίποτα, είπε μόνο ότι θα μου έκανε καλό να κλάψω για να το βγάλω από μέσα μου κ δεν ξαναμίλησε. Μέχρι να φτάσουμε στο κέντρο προσπαθούσα έστω να βουρκώσω αλλά δεν τα κατάφερνα. Παρ’ όλα αυτά ο κόμπος εξακολουθούσε να με ενοχλεί.  
-Πόσο θα κρατήσει αυτός ο πόνος; τη ρώτησα με την περιέργεια ενός μικρού παιδιού που μαθαίνει τον κόσμο. Αλλά εκείνη έλεγε ότι τώρα θα πρέπει να το ξεπεράσω κ αντί να με πάει σπίτι με άφησε έξω από το πρώτο μπαρ με στερημένους σαραντάρηδες που βρήκαμε στο δρόμο.  
Δεν κατάφερα ούτε λεπτό να κάτσω σε τούτο το σκουριασμένο πεζοδρόμιο χωρίς τα αδηφάγα μάτια των αντρών να διαπερνούν τα μπούτια μου σαν κοψίδια, να ξεσκίζουν τις σάρκες μου με αυτό το λυσσαλέο βλέμμα που ουρλιάζει αθόρυβα  ‘ΘΑ ΣΕ ΣΚΙΣΩ ΜΩΡΗ, ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΘΑ ΣΕ ΚΑΝΩ ΝΑ ΣΕ ΚΑΤΑΒΡΟΧΘIΣΩ Κ ΑΠΑΝΩ ΣΤΑ ΑΠΟΜΕΙΝΑΡΙΑ ΣΟΥ ΘΑ ΧΕΣΩ ΤΑ ΠΕΡΙΤΤΩΜΑΤΑ ΣΟΥ’ Κι εγώ να χαμογελώ ευγενικά κ να λέω ‘περάστε’ ξανά κ ξανά όπως μου μάθαν  στο σχολειό γιατί δεν μου απέμεινε τίποτα άλλο πέρα από αυτήν τη μαγνητοφωνημένη λεξούλα ‘περάστε, περάστε, περάστε, περάστε…’  
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που δείχνουν καλή θέληση αλλά υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που δείχνουν υπερβολικά καλή θέληση και οι πρώτοι δεν χρειάζονται τους δεύτερους στη ζωή τους.   
-Όλοι το ίδιο λάθος κάνουμε σε αυτές τις περιπτώσεις, μου είπε αργότερα γελώντας ένας φίλος. Κι εγώ στραβώνοντας το στόμα μου έκανα μια γκριμάτσα που ίσως θύμιζε κάτι από χαμόγελο.*

Κάθε μέρα,
                  κάθε μήνα,
                                    χρόνια τώρα,
                                                       φυλακές απροσάρμοστων θηλυκών…
Δώδεκα Κυριακές πέρασαν θαρρώ. Ίσως και παραπάνω. Φταίνε αυτές οι γαμημένες Δευτέρες που μπαίνουν στη μέση και χάνω το μέτρημα. Καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς θα’ταν ο κόσμος χωρίς αυτές. Τις Κυριακές εννοώ, για τις Δευτέρες δεν τρέφω πια αυταπάτες.
  

Εδώ μέσα δεν σ’αφήνουν να κάνεις έρωτα, να ζωγραφίσεις ένα τοίχο και να πιεις σοκολάτα. Τα δικαιώματά σου σταματούν στον αυνανισμό. Μπορείς επίσης να χαράξεις τα ντουβάρια με τα νύχια σου μέχρι να ματώσουν. Τα νύχια εννοώ, τα ντουβάρια δε συγκινούνται ποτέ. Και φυσικά –με λίγη καλή διαγωγή και 120 ευρώ- υπάρχει και η επιβράβευση του χαπιού που προσφέρει ύπνο ατάραχο και διαρκείας. Αν είσαι πολύ τυχερή ίσως και να μην ξαναξυπνήσεις.
  
Ο ανθρωποφύλακας που με έχει αναλάβει στέκεται ακούραστος μέρα νύχτα από την άλλη μεριά του σιδερένιου κλουβιού. Μέρες τώρα αναρωτιέμαι γι’αυτά τα  κάγκελα που μας χωρίζουν. Θέλω να πω, τελικά εμένα φυλάνε από τον κόσμο ή αυτόν από μένα? Ποίος από τους δυο μας βρίσκεται μέσα και ποιος έξω από το κελί? Αφού τα ίδια γαμημένα μαύρα ντουβάρια βρίσκονται και από τις δύο μεριές. Όχι, ψέματα. Τα δικά μου έχουν και λίγο κόκκινο από αίμα σε κάποια σημεία.
 
Και είναι ακόμα αυτό το μικροσκοπικό παραθυράκι εκεί ψηλά που με μπερδεύει. Δεν μπορώ να αποφασίσω αν εγώ έχω κοντύνει ή αυτό μακραίνει μέρα με τη μέρα. Στην αρχή, θυμάμαι, μπορούσα να δω πεντακάθαρα τον ουρανό και –που κ που- κανένα πετούμενο. Τώρα από όποια μεριά και να κοιτάξω δε βλέπω τίποτα πια. Ίσως τελικά να είμαι τόσο επικίνδυνη που να χρειάστηκε να με προφυλάξουν και από το Θεό.  Ή –αντίστοιχα- το Θεό από μένα.
  
Μερικές φορές ο ανθρωποφύλακας βαριέται και σηκώνεται να κάνει καμιά βόλτα. Τρία βήματα μπροστά, μεταβολή, τρία βήματα πίσω. Δεν έχει άλλο χώρο άλλωστε. Άλλες φόρες πάλι, βγάζει το πιστόλι του από τη θήκη και το γυαλίζει. Τον παρατηρώ να στέκεται έτσι ψηλός και γεροδεμένος που είναι, με πρόσωπο μονίμως σκληρό και ανέκφραστο κ το όπλο στο χέρι και αναρωτιέμαι με ποια κριτήρια αυτή η κοινωνία ονόμασε εμένα επικίνδυνη.
  
Αλλά δε γαμιέται! Υπάρχουν ακόμα τρόποι να παρανομείς εδώ μέσα. Κάθε φορά που χαμογελάω, που τραγουδάω δυνατά κ φάλτσα μέχρι να με ακούσουν σε όλα τα κελιά και να ξεκινήσουν το τραγούδι και οι υπόλοιπες, ξέρω πως τις πραγματικές μου αλυσίδες τις έχω αφήσει απ’έξω. Στο μεγάλο κελί της κοινωνίας. Τώρα είμαι ελεύθερη πραγματικά αφού δεν έχω τίποτα να μου ανήκει. Μπορώ να ονειρεύομαι ξανά και ξανά και να χαμογελάω και όσο κι αν θυμώνουν κι εξοργίζονται, όσο κι αν χτυπάνε, εγώ ονειρεύομαι περισσότερο και το χαμόγελό μου μεγαλώνει. Ενάντια σε κάθε τάξη, ασφάλεια, καταστολή, οργάνωση, καθοδήγηση και δογματισμό. Άγρια, περήφανα, απροσάρμοστα, επικίνδυνα, απολίτιστα, ελεύθερα…ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΑΣ ΔΕ ΛΟΓΟΚΡΙΝΟΝΤΑΙ
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΜΑΣ ΔΕ ΦΥΛΑΚΙΖΕΤΑΙ
ΦΥΛΑΚΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΑΛΥΣΟΔΕΜΕΝΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ