Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 9

Μονόλογοι γυναικών - μέρος Δ'

της Ελισάβετ Φωτοπούλου

Κάθε πρωί, στο δρόμο για τη δουλειά, σταματάω να πιω ένα τσιγάρο στο πρώτο νεκροταφείο. Παρατηρώντας τα πανάκριβα μνημεία, με συναρπάζει η ανθρώπινη αλαζονεία του να σπαταλάς περισσότερα χρήματα για μια ταφόπλακα, παρά για το ίδιο σου το σπίτι.

                      The one who mades me doesn’t want me
The one who buys me doesn’t use me
And the one who uses me doesn’t need me

Θεωρώ τον εαυτό μου ανώτερο από τα σκουλήκια ώστε να πιστέψω πως μετά το θάνατο τελειώνουν όλα, μου είπε κάποτε ένας τύπος που δήλωνε Σατανιστής. Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι γαντζώνονται από μια θρησκεία για να απαλύνουν το φόβο του θανάτου. Εκτός από τους πολύ δυστυχισμένους. Αυτοί συνήθως γαντζώνονται από μια ιδεολογία για να απαλύνουν το φόβο της ζωής.

Θυμάμαι ένα βράδυ στο Γκάζι, τύφλα από τα ούζα, απάντησα τυχαία το Σατανά. Περιμένοντας στην ουρά για κατούρημα, έξω από τις βρόμικες τουαλέτες του ρακομελάδικου, εμφανίστηκε με τη μορφή ενός τόσο σαγηνευτικού άντρα που ακόμα και η πιο συντηρητική θεούσα θα έσκιζε τα ρούχα της παρακαλώντας να την πηδήξει. Εγώ, θυμάμαι, προσπάθησα να το παίξω έξυπνη και αυτός γελώντας με αποπήρε πως ποτέ κανένας δαίμονας δεν κατάφερε να εξαπατήσει το Διάβολο.

Κι όμως εγώ, αν και απλός δαίμονας, κάποια μέρα θα Σε νικήσω! Το ξέρω, το νιώθω πως έτσι θα γίνει. Αλλά όχι τώρα. Δεν είμαι αρκετά υγιής για να με νοιάξει έστω και λίγο. Κάποια μέρα… κάποια άλλη μέρα… Στο κάτω κάτω –όπως λέει κ ο Tom Waits- ‘’there is no devil, it’s just God gets drunk’’. Θα μπορούσε βέβαια να συνέβαινε κ το αντίθετο, μα σε κάθε περίπτωση πόσο δύσκολα πια αποπλανείται ένας μεθυσμένος;

Όταν βρίσκεται και κανένα τριπάκι, έρχεται ο Θάνατος λέγοντας πως για να’μαι κάθε μέρα στο νεκροταφείο του τα θέλει ο κώλος μου. Μη, στάσου, δεν είμαι έτοιμη! αλλά όλοι τα ίδια λέμε. Παίζεις καλό σκάκι, ε; Πού το ξέρεις, ρωτά καχύποπτα. Το’ χω ακούσει σε τραγούδια, το’ χω δει σε πίνακες και σε μια ταινία του Bergman. Θες να παίξουμε? Είδες την ταινία, απαντά, θες να γίνεις ο επόμενος Antonius Block μου;

*

Ήθελα πολύ να’ ρθω για ρακόμελα
Μα η επιθυμία φέρνει καταπίεση, η καταπίεση ασφυξία κ’ η ασφυξία απομάκρυνση
Και γω δεν είχα όρεξη σήμερα
-ή μάλλον είχα
Μα πιο πολύ ακόμα πρόσεχα μην σε χάσω

Ήταν τότε περίπου που σου’πα ‘Νομίζω είμαι έτοιμη τώρα’, ‘Κατεβαίνω’
Κ συ δε μου πες ‘Ασ’ το ρε’, ‘Είναι αργά’, ‘Άλλη φορά’
ούτε κάτι όμοιό του, μα δεν ήσουν εκεί
-ή μάλλον ήσουν
Αλλά κατειλημμένος, χωρίς προώθηση στον τηλεφωνητή

Κάπου εκεί πρέπει να’ ταν
που’ κανα και γω απόπειρα να σ’ αγγίξω
Μα δε σ’ έφτανα
-ή μάλλον σ’ έφτασα
Αλλά απ’ τη λαχτάρα ίδρωσε η παλάμη μου και τα χέρια γλιστρούσαν και δεν έκλειναν

Τότε λοιπόν, θυμάμαι καθαρά, οπισθοχώρησα
Είπα μόνο ‘καληνύχτα’ και ‘το νου σου στο βυθό’
Και εσύ δεν έκανες να με κρατήσεις στον πάτο
-ή μάλλον έκανες
αλλά η βαρύτητα της μέθης με τράβηξε με δύναμη στη στεριά