Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 8

Μονόλογοι γυναικών - μέρος Γ'

της Ελισάβετ Φωτοπούλου

 

ΠΟΡΕΙΑ

Τους είδα να ’ρχονται κατά πάνω μου. Έκανα να ξεφύγω αλλά έρχονταν κι άλλοι από απέναντι. Βρέθηκα στο πάτωμα. Κάποιος με χτυπούσε από πίσω στα πλευρά κι άλλος από μπροστά μου ’ριξε μία στο κεφάλι. Όταν κατάλαβα πως σταμάτησαν, προσπάθησα να σηκωθώ. Τα μάτια μου δεν άνοιγαν από τα δακρυγόνα. Τότε νομίζω ήταν που τον είδα να στέκεται από πάνω μου διστακτικός : "Να την χτυπήσω, να τη σκοτώσω, να τη συλλάβω ή να φύγω;".  Ήθελα να ρωτήσω, "δε σου φτάνει;",  μα δεν είχα λόγια. Και απλώς κοιτούσα δακρυσμένη.

-Πάμε ρε μαλάκα, έρχονται οι δημοσιογράφοι! είπε ο άλλος. Και χάθηκαν στους καπνούς των δακρυγόνων.

Επειδή δεν κατάφερνα να σηκωθώ, σύρθηκα μέχρι το κοντινότερο πεζοδρόμιο. Τα ρούχα μου είχαν γεμίσει μαλόξ από ένα μπουκάλι που πέταξε στο δρόμο κάποιος διαδηλωτής την ώρα του χαμού. Όταν –επιτέλους- μπόρεσα να σταθώ στα πόδια μου, συνειδητοποίησα πως έτρεμα σαν γέρος με πάρκινσον και το πρόσωπο μου κάλυπταν δάκρυα και μύξες.  Οι δημοσιογράφοι με απαθανάτιζαν ασταμάτητα και οι περαστικοί όταν τους ζητούσα χαρτομάντιλο με προσπερνούσαν επιταχύνοντας το βήμα τους. Στο τέλος δανείστηκα το βρώμικο μαντίλι ενός άστεγου αλκοολικού για να σουλουπώσω όπως όπως τη μούρη μου.

Θυμάμαι πως είχα μια άσχημη μελανιά στα πλευρά και στο δεξί μου πόδι ψιλοκούτσαινε. Η μόνη μου σωτηρία ήταν ο κοντινότερος σταθμός μετρό. Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να κατέβω τα σκαλάκια και να αφήσω το συρμό να με οδηγήσει στο σπίτι με ασφάλεια. Αλλά σε όλη τη διαδρομή είχα τη Γώγου να μου ψιθυρίζει : "Εντάξει. Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε. Μονάχα όταν βρέχει βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας. Και καπνίζουμε. Η ζωή μας είναι άσκοπα λαχανητά σε κανονισμένες απεργίες, ρουφιάνους και περιπολικά. Γι’ αυτό  σου λέω. Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε να μην την κοπανίσουμε. Να ζυγιαστούμε. Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε".

Δε λέω. Μ’ επηρέασε. Μάλιστα ξεκίνησα με τα πόδια ν' ανεβαίνω προς τα Εξάρχεια, όπου θα κατέληγε η πορεία. Μα όταν έφτασα ήταν όλοι εκεί μαζεμένοι και ετοίμαζαν πέσιμο ανάβοντας κάδους για αντιπερισπασμό. Και εγώ ήμουν χτυπημένη και δεν θα μπορούσα να τρέξω σε σε ώρα ανάγκης.

Οπότε με φυγάδεψαν πάνω σ’ ένα μηχανάκι μέχρι την Πλατεία Βικτώριας. Θυμάμαι ακόμα το αεράκι που χτυπούσε το πρόσωπο μου και μ’ έκανε να αισθανθώ καλύτερα σκεπάζοντας τον ψίθυρο της  Γώγου στο αυτί μου : "Μη. Βρέχει. Δόσμου τσιγάρο".