Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 6

Μονόλογοι γυναικών - μέρος Α'

της Ελισάβετ Φωτοπούλου

Η μαμά λέει πως σήμερα που μπαίνει η Άνοιξη γίνομαι δύο χρονών κα γι’αυτό ήρθε πολύς κόσμος στο σπίτι. Όμως δεν φαίνεται και τόσο χαρούμενη και όλο είναι στην κουζίνα και ετοιμάζει πολλά φαγητά. Ο μπαμπάς πίνει πολύ κρασί και καπνίζει τσιγάρα αφού τις άλλες μέρες η μαμά δεν τον αφήνει. Ο Άρης –που ποτέ δεν παίζει μαζί μου- όλο το πρωί ήταν στο μπάνιο κι εγώ χτυπούσα την πόρτα αλλά δεν μου μιλούσε και άκουγα γρήγορες ανάσες. Και ήρθαν στο σπίτι όλοι οι θείοι και οι θείες -που μου τσιμπάνε τα μάγουλα- με τα ξαδερφάκια μου.
Και είναι και ο κύριος Μάκης, ο φίλος του μπαμπά με το Γιάννη και την Αννούλα –που μένουν πολύ  μακριά- και αυτοί ήρθαν από χθες για να κοιμηθούν μαζί μας. Εμένα με αγαπάει πάρα πολύ γιατί κάθε φορά μου φέρνει δώρα και με έχει αγκαλιά και η Αννούλα όλο με δαγκώνει και δεν την αφήνουν να κοιμηθούμε μαζί.
Χθες το βράδυ ο κύριος Μάκης ήρθε στο δωμάτιό μου, με σήκωσε στα χέρια του και είπε τι γλυκό κοριτσάκι που είμαι και πόσο ομορφαίνω τον κόσμο. Μετά με γαργαλούσε ανάμεσα στα πόδια και γελούσα αλλά έβαλε το χέρι του στο στόμα μου και δεν ακουγόμουν και τότε άρχισα να πονάω πάρα πολύ –πιο πολύ και από το εμβόλιο- και ήθελα να κλάψω αλλά ήταν το χέρι του και δεν μπορούσα και το πρόσωπό του έμοιαζε με τον Τζαφάρ από τον Αλαντίν. Ο Αλαντίν είναι η αγαπημένη μου ταινία, την έχω δει έξι φορές!
Μετά έβγαλε το παντελόνι του και με έβαλε να κάτσω στα πόδια του και τότε πόνεσα ακόμα πιο πολύ –πιο πολύ και από τότε που έπεσα από την κούνια και χτύπησα στο κεφάλι και η μαμά με πήγε το γιατρό για να το φτιάξει-  και έλεγε κάποιες λέξεις που δεν ήξερα και έβγαλε μια φωνή και εγώ πονούσα λιγότερο αλλά τα πόδια μου είχανε κόκκινα, πολλά κόκκινα –όπως το καλό φουστάνι της μαμάς- και αυτός τα καθάρισε με το στόμα του και τότε άφησε το χέρι του και εγώ έκλαψα με όλη μου τη δύναμη και ήρθε η μαμά και αυτός είπε πως με άκουσε να κλαίω και ήρθε να δει τι κάνω –ψέματα, δηλαδή, γιατί εγώ δεν έκλαιγα πριν έρθει- αλλά η μαμά δεν του έβαλε πιπέρι στο στόμα –όπως στον Άρη όταν λέει ψέματα-  και εγώ έκλαιγα και ήθελα να με πάρει αγκαλιά η μαμά αλλά αυτή θύμωσε και είπε ότι είμαι κακομαθημένη και ότι πρέπει να μάθω να κοιμάμαι μόνη μου και φύγανε και κλείσανε την πόρτα και εγώ κοιμήθηκα με ανοιχτά μάτια γιατί ήταν τόσο σκοτάδι πια που ήταν σαν να τα είχα κλειστά...

*

Mμμμμ.... Τι κάνεις; Εεελα βρε μωρό μου, όχι τώρα. Νυστάζω. Μμμ.. Aχ! Χαχαχα . Nτάξει, μ’έπεισες. Πάντα αυτό κάνεις. Ξέρεις πως με τρελαίνει και δεν μπορώ να σου αντισταθώ. Αχ! Μμμ... Ναι, ναι! Έτσι. Εκεί. Συνέχισε έτσι ακριβώς. Μμμμ... Αχ, αχ, αχ! Θα μπεις; Έλα, σε παρακαλώ. Μη με βασανίζεις άλλο, μπες. Ααααααχ! Μμμ... Ναι, ναι ,ναι! Έτσι! Αχ! Πώς το κάνεις αυτό άντρακλά μου! Αχ, είσαι θεός! [....] Αν μ’αρέσει λέει? Με τρελαίνεις καυλιάρη μου! Αχ! Μμμ... Έτσι! Κάρφωσέ με! Ξέσκισέ με! Μμ.. Αχ, αχ αχ! Τι γαμιάς είσαι εσύ παιδί μου. Ναι,ναι. Αχ! Έτσι. [....] Θα με χύσεις καυλιάρη μου; Θα με χύσεις; Θέλω να τα καταπιώ όλα, θέλω να ροφίξω το καυλί σου! Μμμμμ... Ουφ! Ωραία δεν ήταν αγαπούλα μου; Ε γλυκό μου μωράκι; Μπουμπούκο μου; Εεε; Τι συμβαίνει; Γιατι δε μου μιλάς; Μωρό, μη μου πεις ότι κοιμήθηκες; Αυτό σου λέω μόνο. Κανόνισε! Ααα, δεν το πιστεύω. Κοιτάχτε! Ολόκληρος άντρας και δεν μπορεί να μείνει ούτε μισό λέπτο ξύπνιος. Μπράβο μαλάκα, ροχάλισε κι’όλας! Να μπει και το κερασάκι στην τούρτα. Αυτό μας έλειπε. Και με παρατάς σύξιλη και δημιουργείς ηχορύπανση! Μαλάκα, ε μαλάκα! Εγώ φταίω που ασχολούμαι μαζί σου παλιοπούστη! Και στο κάτω κα΄τω άντε και γαμήσου! Στ’αρχίδια μου σε γράφω [....] Ξύπνησες μωράκι μου; Όχι, ιδέα σου. Όχι αγάπη μου σου λέω. Αλήθεια! Σου τ’ορκίζομαι! Ναι αντρούλη μου, αμέσως. Πόσες κουταλές ζάχαρη; Μωρό μου εσύ! Επιστρέφω αμέσως...