Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 32

Μιχάλης Κατσαρός: Στις οδούς Καρλ Γιόχαν του κόσμου

thivaioskeim32

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Στάθηκε απέναντί μας. Σαν τον μοναχικό  Μουνκ, κόντρα στο πλήθος των νεκρών της λεωφόρου. Ο λόγος του πύρινος. Απευθύνθηκε προς όλους μας, δίχως καμιά στιγμή να χάσει την έντασή και τη ρώμη του.
 
Οι γραφές μας καταργήθηκαν, το είδος μας ξέπεσε. Αν δεν βιαστούμε θα χάσουμε ό,τι μας απέμεινε.
 
Νέοι ποιητές, βαστάζοι, πλύστρες, ιχνηλάτες δήλωναν το παρόν. Ο Νίκος Καρούζος αξύριστος, νεκρός όπως οι παροιμιώδεις λογικές αστοχίες του Soupault βρισκόταν ανάμεσά τους. Αυτός, ο Καρούζος, μάλιστα φώναζε αδιάκοπα χωρίς κανένα κάγκελο και δίχως απεραντοσύνη χωρίς αιωνιότητα δίχως τ΄αντίθετό της αγέννητη και ξένη προς το θάνατο λάμπει στα φυλλοκάρδια η ελευθερία. Φώναζε, μπράβο, χειροκροτούσε, μιλούσε για πνεύματα εξαίσια εισδυτικά και πρωτότυπα.
 
Ο φέρελπις ποιητής, κάνει λόγο για συνήθειες ελληνιστικές που εξαντλούνται στα δικαστήρια, τις ολομέλειες, τις ονοματοδοσίες των οδών και τις πλατείες. Ο ίδιος επιμένει να μας υπερασπίζεται. Άβουλοι καθώς είμαστε μοιάζουμε μονάχα με γυρτούς, ντροπιασμένους διαβάτες.
 
Σαν ν΄ακούμε το νούμερό μας σ΄ένα προθάλαμο.

Περάστε, η ιστορία τώρα θα σας δεχτεί. Παρακαλώ λίγα λόγια, μας ενδιαφέρουν πρωτίστως τα λάθη, οι αμέλειες. Αυτού του είδους οι ηρωισμοί κατέχουν τη μεγαλύτερη σημασία.
 
Οδός Μαγνησίας, Σταδίου, Ιερά οδός.Σ΄όλες τις γωνιές έχουν να λένε με το θάρρος του. Υπάρχουν ακόμη προφήτες λένε και άλλα τέτοια που ΄χουν γούστο. Όμως ο Μιχάλης Κατσαρός είναι κάτι αντίστοιχο με τους ελεύθερους ποιητές της λατινικής Αμερικής που πεθαίνουν μες στις ωδές και τους μαύρους ήλιους των ντουέντε. Η Ανδαλουσία και τ΄αδέρφια στην Ισπανία συνιστούν τον περιβόητο καημό του. Τη δική του ιστορία την τραγουδούν τα πιο ταπεινά παιδιά. Αυτοί οι χαρακτήρες που καμιά φορά εννοούνται σε κάποιες σκηνοθετικές οδηγίες, γεμίζοντας τη ζωή μας μ΄ιδιότητες, όπως αυτοκράτορας, υπουργός, σύζυγος, τέως.
 
Το πεζό ποτέ δεν ήταν το φόρτε του Μιχάλη Κατσαρού. Ολόκληρα ποιήματα ιστορίες γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, στο πιο προσωπικό και παθητικό ρυθμό. Σκληρή ελπίδα,  ζεστή  πίστη στην ανθρωπιά μας που και εσύ ο ίδιος δεν έχεις ξεχάσει. Καλύτερα να πούμε πως σ΄ότι πρόσωπο και αν γράφει ο Κατσαρός εννοεί πάντα το πρώτο. Ο κύκλος του αντλεί από σύμβολα οικεία που ΄χουν αναφορές σε πρότυπα κοινωνικά της ελληνικής ιστορίας. Ο ρυθμός του πάντα βυζαντινός με προδοσίες, χαφιέδες, παρατηρητές πίσω από σκοτεινές κουρτίνες. Για πολλούς εκείνη την εποχή παίχτηκαν οι πιο λυπητερές σκηνές του ελληνικού δράματος. Προσομοιάζονται μόνον με τ΄αλεξανδρινά έτη και συνιστά την ύστερη, την πιο κοντινή μας εποχή.

Έκτοτε η περίοδος ονομάστηκε ως έξοδος απ΄τους ελληνικούς κήπους. Ο παλμός του ανήκει στα φιλμ νουάρ, με τις γρήγορες, ξαφνικές σκιές που περνούν εμπρός απ΄τα κτίρια αφού έχει γίνει ο φόνος. Διαθέτει ευστροφία, χιούμορ. Τέτοιες στροφές θέλουν ορισμένη ανάσα, αδιάκοπη, θέλουν τον αναγνωστικό ρυθμό και τη ροπή μιας οκτάνας υποκύπτοντας στο ένστικτο. Μας εντυπωσιάζει πάντα όταν οι στίχοι απασφαλίζονται μες στις αγορές, στα σκόρπια καρέ της ιστορίας, στα ονόματα των οίκων και τις αυλές που έπεσαν. Και θρέφεται το αιώνιο θυμικό μας, εκείνο που μας κάνει να εννοούμε, να συμπάσχουμε με έναν Οιδίποδα. Ολόκληρο το έπος και εμείς γεμάτοι μάτια στην πιο θεαματική παρακμή του μείζονος ελληνισμού.

Έκτοτε γίναμε πόζα, πώς αλλιώς να στο πω; Ξεπουλήσαμε βράχους, κολώνες, γρύπες, μετώπες, περηφάνια, στ΄όνομα της Εσπερίας. Υποκλινόμαστε δίχως να ξέρουμε σε τι. Σαν τους δρομείς  με τις λιγοστές  δυνάμεις κυνηγούμε τον καιρό, κοιτώντας πίσω καμένα στάδια, αγελαία πλήθη, σκηνικά από καταστροφές, αστέρια στην πτώση τους. Μας είπαν ξεχάστε τα και ζήστε. Ο Μιχάλης Κατσαρός μας αφήνει ένα υπόμνημα, μας επισημαίνει την προσοχή. Αναστυλώνει μια ολόκληρη εποχή, ταιριάζει τα κομμάτια της σκισμένης φωτογραφίας, η έννοια του είναι η έννοια για τον καινούριο κόσμο. Είναι ευθύς και αποφασιστικός, κηρύττει το λόγο της ιστορίας και της φυλής μες στην διαχρονική της ατέλεια που τώρα δοκιμάζει την ελευθερία μας.

Γι΄αυτό και απ΄όλα τα αντισταθείτε του Μιχάλη Κατσαρού μ΄αρέσει εκείνο που εννοεί ο ποιητής και που ποτέ δεν γράφεται. Η προστακτική του μας συγκινεί γιατί είναι ικετευτική. Αυτός ο άνθρωπος μας αγαπούσε, αγαπούσε τη ζωή. Και επέμενε πως ίσως, πάντα με την αμφιβολία, πως ίσως θα μπορούσε κανείς να πει πως πια περνούμε στην ελευθερία. Πριν γραφτεί στο μέτωπο της γενιάς μας η μοιραία χρονολογία. Η  άνοιξη δεν χαρίστηκε ποτέ. Τα διαδήματα και η ευλογημένη κουρελαρία ετούτου του κόσμου που αντλεί την καταγωγή της απ΄το παραμύθι κουβαλά ολόκληρο το φορτίο. Γεμάτη ορόσημα, σύμβολα, ημερομηνίες, ολόκληρες εποχές στέκει το πρότυπο των αιώνων.Ο ίδιος ο ποιητής δηλώνει το παρόν σ΄όλους εκείνους τους καιρούς που γύρισαν με αίμα. Η πανοπλία, ο χαμένος αγώνας κόντρα στο χρόνο, η γεωμετρία, το σχήμα, οι ζωγραφιές, όλα όσα σκληραίνουν την επιφάνεια της ζωής μας. Σ΄όλα αντιστέκεται ο Μιχάλης Κατσαρός μ΄ευθύ ανάστημα, μ΄όλη του την ψυχή, με την άρνηση που δεν γνωρίζει δισταγμό. Αποστρέφει το βλέμα του, εγκαταλείπει το ρεύμα μια για πάντα, υπερασπιστής και θιασώτης του παγκόσμιου, πανανθρώπινου πολιτισμού. Τον Νικηφόρο Βρεττάκο θυμάμαι κάποτε ν΄ αφήνει γράμματα κραυγές στις κορυφές του Ταϋγέτου.

Τέτοια ποιήματα, όπως αυτά το Κατσαρού δεν γίνονται ποτέ προσευχές. Είναι οι ασθενικοί πυρσοί που καιν στα υπόγεια. Εκεί πετούμε επιτέλους τις στολές μας και χυνόμαστε ελεύθεροι στις επαναστάσεις. Ένα παιδί, ένα ξανθό παιδί μπορεί να είναι το πλήθος ή ακόμη περισσότερο το ίδιο το μέλλον. Μια ιδανική ζωγραφιά, ένα φαινόμενο που συμβαίνει εμπρός στα μάτια μας, η γένεση ενός άστρου. Και εμείς, με την κλασσική ροπή μας  δοκιμάζουμε το παιδί σ΄ανήθικους αγώνες, σε στημένα ματς, σ΄ανίκητους αντιπάλους, δείχνουμε στο παιδί στρας και το πείθουμε. Όμως προσέξτε, ειδικά γι΄αυτό το παιδί μην πιστέψετε πως ήταν ποτέ στίχος. Έχετε τότε χάσει όλη σας την ανθρωπιά και δεν υπάρχει λόγος να δοκιμάζετε τέτοια επικίνδυνα νούμερα ή να διαβάζετε τα ποιήματα του Μιχάλη Κατσαρού. Τα δίχως καμιά ασφάλεια, τα δίχως πλέγμα. Μια ακόμη πτώση, και  πιστέψτε με, ίσως αποβεί ευκαιρία λυτρωτική. Ίσως σταματήσουν οι άνεμοι που ξεθωριάζουν το τοπίο. Και  ίσως οι σωροί από γκρεμισμένους στύλους που καμιά αξία δεν κατέχουν έτσι συντριμένοι και  μας κόβουν την ανάσα να βλαστήσουν πάνω στο χώμα, σαν όλα τα υλικά αυτής της ζωής.

Τέτοιος στόχος θέλει πολλή αγάπη και σκληρή μοναξιά. Γι΄αυτό το δεύτερο θυμήθηκα απόψε τον Μιχάλη Κατσαρό.