Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 25

Μικρό δοκίμιο μεταφραστικών προσεγγίσεων [Mέρος 1ο]

Γράφει ο Στάθης Κομνηνός*
I. Κατόψεις
Η εποχή δεν ενθαρρύνει, μάλιστα αποτρέπει δυσφορώντας. Ενθαρρύνει η αγάπη κι ο έρωτας. Η εποχή απεύχεται την εμπλοκή. Την εύχεται και την προϋποθέτει ο έρωτας. Η εποχή μιλά κομψεπίκομψα. Εκείνος γεμίζει πόρους το Λέγειν, το σαρκοδοτεί. Τραχύνει και τραχύνεται. Εκείνη διεκπεραιώνει. Αυτός κατασκηνώνει. Εκείνη περατώνει. Εκείνος ποτέ. Μόνο σημαίνει. Μόνο αλληγορεί. Μόνο σκυταλοδρομεί. Ακόρεστα, ως ακόρεστος. Έτσι αυτή η βιβλιοκριτική. Ανυποτακτεί στην εποχή και εκτίθεται ανεπανόρθωτα, με την ελπίδα να υποταχθεί στο διάχρονο. Ώστε να δραπετεύσει από το χρόνο, κοιτάζοντάς τον από την απέναντι πλευρά. Με θαλπωρή, απεξαρτημένη όμως πια. Δεν στέκεται πειθήνια στα όρια. Εξοκείλει, παρασύρεται. Κι ελπίζει, ακόμη κι αυτά της τα παραστρατήματα, οι προσκρούσεις της στα συμβατικά όρια, να υδροδοτήσουν τόσο τους ατίθασους του μέλλοντος, όσο και τους παραμένοντες εντός των συμβατικών ορίων. Θα στεκόταν, υπό μια οπτική, η μομφή του (οχληρού;) ακαδημαϊσμού, ακόμη και του στεγνού σχολαστικισμού, γι αυτήν τη βιβλιοκριτική, που άλλο δεν πόθησε μύχια παρά να μην σταθεί «εν πειθοίς σοφίας λόγοις, αλλ’ εν διδακτοίς Πνεύματος». Όπως κάθε έννοια, έτσι κι αυτές δεινοπαθούν από τη συμβατική μεταχείρισή τους, η οποία κατά κανόνα δεν ωτακουστεί στους καρδιακούς παλμούς. Μού ’ρχεται στο νου ο Έλιοτ και η διάλεξή του στο πανεπιστήμιο του Leeds το 1961. Κάνει λόγο για επαγγελματίες κριτικούς, κριτικούς με γούστο, ακαδημαϊκούς κριτικούς αλλά και θεωρητικούς κριτικούς, χωρίς (…ελληνοπρεπώς) να πετά τίποτε. Η παρούσα δοκιμιακή κριτική τα θέλησε (και τα έπραξε;…) όλα αυτά. Επιθύμησε την ολότητα και κινήθηκε στην κατεύθυνση όπου και ο Έλιοτ τοποθέτησε τον εαυτό του: «κριτική από έναν κριτικό που είναι και ποιητής», όπως αρκετοί, άλλωστε, αγαπημένοι του Έλιοτ σαν τους Coleridge, M.Arnold, Johnson. Έτσι, στη βιβλιοκριτική αυτή ο «ακαδημαϊσμός», τολμώ να πω, είναι ευθέως ανάλογος του Έρωτα. Ο «σχολαστικισμός» της τον επιτείνει. Ο ερωτικός «φιλολογισμός» της αναλαμβάνει μυρεψικά καθήκοντα λατρευτικής εφημερίας στη νύχτα. Ουσιαστικά, πρόκειται για επιθυμία παραμονής στο Σώμα, για εξονυχιστική του μέθεξη λόγω ακατάσβεστης δίψας, για ερωτική ολονυκτία, για εορταστική παννυχίδα και όχι για χυδαία (=δημοσιοϋπαλληλική) επισταθμία, για one-night stand, για ξεπέτα. Και όπως κάθε έρωτας, μπορεί, ενδεχομένως, να φαίνεται… βαρύς, να κουράζει ή να ηχεί πλεοναστικός, έτσι κι αυτή. Όμως, η περίπτωση αυτής της βιβλιοκριτικής είναι αμετανόητα τέτοια… Άλλωστε, κάτι ανάλογο έκανε και έζησε ο Αλγαζάλι. Όσος ο σχολαστικισμός (κάποτε) τόσος κι ο απόκρυφος Έρωτας... Κι αισθάνομαι πως μέσα από τον ερωτικό αυτόν ακαδημαϊσμό και σχολαστικισμό, εκείνος που δρέπει τους καρπούς από τις ιδρωμένες ερωτικές ολονυκτίες τελικά, είναι ο αναγνώστης, αυτός ο συνουσιαστής των κειμένων, ο συνομιλητής τους, που όσο πιο εύστοχα πληροφορείται, όσο πιο ουσιαστικά, τόσο πιο καίρια διεισδύει στην ουσία συμμετέχοντας ενεργά και δημιουργικά στο ερωτικό παιχνίδι, καθώς όσο πιο πολύ εισέρχεται τόσο περισσότερο εισέρχεται ως Εαυτός, αφού, για να θυμηθούμε και τον Προύστ, «…κάθε αναγνώστης είναι, όταν διαβάζει, ο ίδιος ο αναγνώστης του εαυτού του». Κι αν έτσι, τότε αυτή η βιβλιοκριτική, με τον ερωτικό της ακαδημαϊσμό, δικαιώνεται, αφού, ως φαίνεται, είναι ιδίωμα του έρωτα να αρέσκεται στο πολύωρο των θωπειών και των ψιλολογημάτων…

Οσμίζομαι ότι η αναλογικότητα θα πρέπει να είναι θεμέλιος πνευματικός νόμος. Όχι τόσο για την αίσθηση ακριβοδικίας και δικαιοσύνης που ενδεχομένως προσφέρει -άλλωστε μια τέτοια αίσθηση είναι πάντα πλασματική, επικίνδυνα παραπλανητική και εγκλωβιστική-, όσο για την αθλοθέτηση που θεμελιώνει και την υπέρβαση των συνηθισμένων εσκαμμένων στην οποία προτρέπει, με σκοπό να αναδυθεί, δια της αυθυπέρβασης, ο Εαυτός. Κάτι ανάλογο πρέπει, δηλαδή, να προσφέρεις στο χ αντικείμενο που έχεις ενώπιόν σου και προτίθεσαι να το δεξιωθείς, ώστε να προκύψει, έστω και ακροθιγώς, μια επάξια Συν-ομιλία, η οποία θα αναδεικνύει, κάπως, μυστικώ τω τρόπω και πάντα ανεπιγνώστως, και τα δυο μεγέθη αυτού του διαλόγου, δηλαδή τους Εαυτούς. Χωρίς αναλογικότητα δεν προκύπτει αυτογνωσία. Είναι θέμα, λοιπόν, αυτοπραγμάτωσης η αναλογικότητα, και ευεργεσία διασωστική η ύπαρξη υπαρξιακών Ιμαλαϊων, αφού παρακινεί, πλην της αυθυπέρβασης και της εκστατικότητας, στη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας των μεγεθών στα οποία και οφείλονται ανάλογα  ταξίδια. Ποτέ το βουνό δεν έχει τέλος κι όταν πατήσεις την κορυφή του, μ’ όλο το αίσθημα χαράς, θριάμβου και ικανοποίησης που σε πλημμυρίζει, το Κενό είναι αυτό που διεκδικεί και παίρνει τη μερίδα του λέοντος στην δήθεν κατάκτηση. Αυτό το ανεκπλήρωτο, αυτό το Κενό, είναι που καταφλογίζει τον Πόθο, που τον λαστιχώνει. Το τίποτα, το παντελώς… Ανικανοποίητο, είναι αυτά που ορίζουν την έσω επικράτεια του ορειβάτη. Τα άδεια χέρια στο πάτημα της κορυφής, αν ποτέ συμβαίνει αυτό, τα άδεια από έπαθλα και ανταποδοτικούς ισολογισμούς χέρια, είναι το μοναδικό εχέγγυο, η μοναδική σιγοψιθυρίζουσα επωδός, ότι όντως προσπάθησες. Συνεπώς, θα ήταν δυσανάλογο τόσο για το έργο του Αλγαζάλι και τη σημασία αυτού του έργου, όσο και για την αναπάντεχη έκπληξη της εκδόσεως ενός μέρους του από τις δονκιχωτικές εκδόσεις Baraka, αν κάποιος συναντούσε το προκείμενο με μια συνηθισμένη (και δη στην Ελλάδα που εγώ ερωτεύθηκα, όχι στην Ελλάδα που συνάντησα) βιβλιοπαρουσίαση. Το αντιλήφθηκα σχεδόν πριν γράψω την πρώτη λέξη αυτού του κειμένου. Οφειλόταν στο προκείμενο «αντικείμενο» μια ευπαρουσίαστη βιβλιοκριτική. Όμως γοργά συνειδητοποίησα, μετά τις πρώτες 2-3 σελίδες, ότι ούτε αυτό αρκούσε. Βλέπεις, τα Ιμαλάϊα υπάρχουν για να τονίζουν τον κοινωνιοκεντρικό προσανατολισμό τους. Για να πανηγυρίζουν κοινοτισμό. Για να εμπνέουν ναυσιπλοϊες. Να προκηρύσσουν ελεητικά λυτρωτικούς, όσο και επώδυνους, μαραθωνίους. Έτσι, η μπάρα φιλοξένησε περισσότερα βάρη στην απόπειρα εύκοσμης άρσης των μεγεθών, με αποτέλεσμα να προκύψει μια βιβλιοκριτική-δοκίμιο, σχεδόν μια βιβλιοκριτική-πραγματεία. Εδώ, στο σημείο αυτό, έδειχναν κάπως τα πράγματα να ευρυχωρούν, να υπάρχει σεβασμός στις διαστάσεις τους, ειλικρινής απόπειρα δεξίωσης των μεγεθών τους. Και στο σημείο αυτό παρέμεινα μέχρι τέλους.

Η εμπειρία δείχνει και η καρδιά συνηγορεί βιώνοντας το Χρόνο, ότι ο Δρόμος είναι μακρύς μα και ταυτόχρονα βραχύτατος. Ότι η αφετηρία συμπίπτει με τον τερματισμό. Ότι η Αγάπη είναι πάντα στην αρχή. Ότι όσο και να ταξιδέψει κανείς πάντα λίγο είναι. Ότι οι κύκλοι της προσωπικής μας πορείας συμποσούνται σε μια σημειωτόν κίνηση, στη σημειακότητα του επιτόπιου. Ότι τον πολυταξιδεμένο πόθο τον ισοκρατεί η (ριζική) ακινησία. Έτσι, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, και σε μια αποκάλυψη και της άλλης πλευράς του νομίσματος των όσων παραπάνω ανέφερα, ο νόμος της αναλογικότητας παρέχει, αφειδώς και σωστικά, την αίσθηση της ελαχιστότητας, της σμικρότητας, της ανεπάρκειας, της αδυναμίας, και εν τέλει την ταπείνωση. Και γι αυτό  θα επιμείνω σθεναρά ότι η τηλεγραφικότητα, η μερικότητα και η  σχηματικότητα είναι αυτά που χαρακτηρίζουν τη δοκιμιακή αυτή βιβλιοκριτική. Και το μόνο που με ανακουφίζει, στην αλγεινή αυτή διαπίστωση, είναι ότι, έστω κι έτσι, ο αναγνώστης του γαζαλικού κειμένου των εκδ. Baraka, μπορεί διαβάζοντας την δοκιμιακή αυτή βιβλιοκριτική να αποκτήσει μια γενικότερη πληροφόρηση, έστω και ελλιπέστατη, που θα τον ωθήσει σε προσωπικό ταξίδι, αφού τρομάζω στην ιδέα ότι η ευκαιρία που δόθηκε γι αυτήν την βιβλιοκριτική δεν θα επαναληφθεί εύκολα στο μέλλον, μια που οι εκδοτικές απόπειρες, σαν αυτή των εκδ. Baraka, δεν είναι κάτι που έχει καθημερινό χαρακτήρα. Και στην ελπίδα και προσπάθειά μου αυτή, με στόχο της πάντα και μόνο, τον αναγνώστη, βρίσκω και πάλι πατρικό μου σύμμαχο τον Έλιοτ, όταν λέει ότι «Ο κριτικός… είναι λογοτεχνικός κριτικός αν, γράφοντας κριτική, ενδιαφέρεται κυρίως να βοηθήσει τους αναγνώστες του να κατανοήσουν και να απολαύσουν» (οι υπογραμμίσεις του ποιητή), για να συνεχίσει, υποστηρίζοντας με έναν τρόπο την όποια  φιλοσοφικότητα αυτής της δοκιμιακής βιβλιοκριτικής, και λέγοντας ότι  «Πρέπει, όμως, να έχει και άλλα ενδιαφέροντα, όπως και ο ίδιος ο ποιητής΄ διότι ο λογοτεχνικός κριτικός δεν είναι μόνο ένας τεχνικός εμπειρογνώμονας που έμαθε τους κανόνες που οφείλουν να τηρούν οι κρινόμενοι συγγραφείς: ο κριτικός πρέπει να είναι ολοκληρωμένος άνθρωπος, άνθρωπος με πεποιθήσεις και αρχές, με γνώση και εμπειρία από τη ζωή» (οι υπογραμμίσεις δικές μου).

Μα κι αν το δει κανείς εντελώς πραγματιστικά και παραμερίσει τις… «ρομαντικές» σκέψεις, όπως πια φαντάζουν, περί Ιμαλαϊων και αναλογικότητας, η σπανιότητα του εκδοτικού εγχειρήματος που ανέλαβε ο εκδοτικός οίκος Baraka, δικαιολογεί πιθανώς την εκτενέστατη αυτή βιβλιοκριτική, και θεωρώ ότι θα την δικαιολογούσε και θα την υποστήριζε, αν όχι θα την εκζητούσε μάλιστα, ακόμη κι ο… εκσυγχρονισμένος (χρησιμοθηρικός) ρεαλισμός, στην προκειμένη ειδικά περίπτωση, και θα επικροτούσε, για τους δικούς του πάντα λόγους…, την έκτασή της κι ας επαγγέλλεται τη λακωνική (ευφημισμός) κωδικοποίηση στην έκφραση και την επικοινωνία. Και σε μια χώρα δίχως εμμονές συνέχειας και εθισμούς σκυταλοδρομίας όπως περιήλθε η Ελλάδα, επαναλαμβάνω, για μια ακόμη φορά, ότι δεν ξέρει κανείς αν θα ’χει ποτέ δεύτερη ευκαιρία, μια που η εμφάνιση κειμένων από την μεσανατολική πολιτισμική παράδοση ειδικά είναι σχεδόν μηδενική στα εκδοτικά μας πράγματα. Κατά ένα τρόπο : όσα προφτάσει, ευκαιρίας δοθείσης, να πει λαχανιαστά κανείς…

Ο Σεφέρης θρηνολογούσε για το απελπιστικά αυτοδίδακτο των νεοελλήνων και για την έλλειψη βαθιάς και καλλιεργημένης φιλολογικής κριτικής παράδοσης. Ο Έλιοτ, αντιθέτως, ζούσε και ανέπνεε μέσα σ’ αυτήν στο αγγλοσαξονικό του περιβάλλον. Εξομολογούμαι πως αν κάτι κρυφοπόθησε αυτή η βιβλιοκριτική μου, που με τις μύριες ελλείψεις της εξελίχθηκε σε ένα μικρό δοκίμιο μεταφραστικής πρόσληψης, ήταν να βάλει ένα ελάχιστο πετραδάκι προς αυτή την κατεύθυνση, στην οποία κινήθηκε κι ο πόθος του Σεφέρη, και να γυρίσει με νηφαλιότητα την πλάτη στο συναισθηματισμό, τον ψυχολογισμό και τον φολκλορισμό της νεοελληνικής φιλολογικής κριτικής, που κυριαρχούν στον τόπο μας τα τελευταία 200 χρόνια, μας ταλαιπωρούν και μας κρατούν στάσιμους. Αυτοί οι ιοί που μολύνουν την κριτική προσπάθεια, είναι ό,τι αποκαλούσε ευστοχότατα, νομίζω, ο Έλιοτ ως «εντυπωσιολογική κριτική», ως impressionistic. Όχι, βεβαίως, πως η μονομανής, όπως την χαρακτηρίζω, επεξηγηματική κριτική έχει το αλάθητο και την πρωτοκαθεδρία, αφού λίγη αίσθηση να έχει κανείς θα αντιληφθεί γοργά ότι το, με διάκριση, σθένος και τόλμη, συναμφότερόν τους οδηγεί σε ωφέλιμα αποτελέσματα. Όμως, στην περίπτωση της απολυτότητας του γούστου, της όρεξης και της εντύπωσης, δηλαδή της μη αντικειμενικής συστοιχίας με τα πραγματικά δεδομένα του ζην -και υπάρχει τέτοια, πιστέψτε με-, με τον Κοινό Λόγο, έχουμε μια λαίλαπα ιδιωτικής ανοησίας κατά βάση, που εμποδίζει το ποτάμι της ζωής να προχωρά ανενόχλητο. Είναι αυτό που διαβάζουμε στα Ευαγγέλια (βλ. κατ. Ματθ. 23:14) για τους λογής (ανίκανους, δηλαδή κατ’ εμέ ανέραστους…) Φαρισαίους (=εξηγητές, αφού η εβραϊκή ρίζα π-ρ-ς σημαίνει εξηγώ, διευκρινίζω…), δηλαδή για τους «κριτικούς» της εποχής του Χριστού, ότι «κλείετε την βασιλείαν των ουρανών (στην περίπτωσή μας εδώ: το κείμενο και την πνοή των συγγραφέων) έμπροσθεν των ανθρώπων (στην περίπτωσή μας εδώ: των αναγνωστών)΄ υμείς γαρ ουκ εισέρχεσθε (στην περίπτωσή μας εδώ: στο κείμενο και τα βαθύτερά του), ουδέ τους εισερχομένους αφίετε εισελθείν (στην περίπτωσή μας εδώ: μέσω της εντυπωσιολογικής και δημοσιοϋπαλληλικής «κριτικής»). Η κατά τόπους «ποιητικότητα» αυτής της δοκιμιακής βιβλιοκρισίας, η επαγωγική της διάθεση, και η προσπάθειά της να βαδίσει την «βασιλικήν οδό», δεν έχαναν ποτέ από τα μάτια τους την ελιοτική παρακαταθήκη :«Αν στη λογοτεχνική κριτική δώσουμε τη μεγαλύτερη βαρύτητα στην κατανόηση, κινδυνεύουμε να ολισθήσουμε από την κατανόηση στην εξήγηση. …Αν, από την άλλη μεριά, υπερτονίσουμε την απόλαυση, υπάρχει φόβος να πέσουμε στο υποκειμενικό και εντυπωσιολογικό (impressionistic) και η απόλαυσή μας δε θα μας ωφελήσει περισσότερο από το να μας δώσει απλώς διασκέδαση και αναψυχή» (οι υπογραμμίσεις του ποιητή), κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που στην παρούσα βιβλιοκρισία πολλά αφέθηκαν σκοπίμως ασχολίαστα (π.χ. το περιεχόμενο ή το νόημα του γαζαλικού κειμένου) και άλλα ετέθησαν ενώπιον της δικαστικής έδρας του βιβλιοκριτικού, αφού και πάλι με τους ελιοτικούς όρους, ο κριτικός είναι πάντα ένας judge (με ό,τι πρέπει να διακρίνει έναν δικαστικό…) και η κριτική πάντα μια judgement.

 
Και για να επανέλθουμε στην αρχή αυτής της παραγράφου, βεβαίως από την εποχή του Σεφέρη πολλά βήματα προόδου έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση και υπάρχουν φωτεινότατα παραδείγματα, όμως ΠΑΡΑΔΟΣΗ δεν υπάρχει, ενώ αντιθέτως υπάρχει και κυριαρχεί η καθυστέρηση. Άλλωστε, είναι πασίγνωστο ότι με κάποιες μεμονωμένες και φωτεινές εξαιρέσεις δεν δημιουργείται Παράδοση, αφού αυτή προϋποθέτει συνέπεια, προγραμματισμό, επιτελικό σχεδιασμό και επαγγελματικότητα. Δεν χαρακτηρίζουν τέτοιες ιδιότητες την άνυδρη χώρα. Και με την ευκαιρία, σπεύδω να τονίσω πως ό,τι πιο θαρραλέο και αξιόλογο επιχειρήθηκε αναφορικά με τη γνωριμία μας με το ισλαμικό πολιτισμικό παράδειγμα, εκπονήθηκε, ως ελληνικό βιβλιογραφικό κεφάλαιο, από την ελληνική διασπορά (κυριότατα της Αιγύπτου) και όχι από το καθυστερημένο και άνυδρο μητροπολιτικό «κέντρο», όπως άριστα δηλώνει η περίπτωση Γερ. Πεντάκη (Κοράν), Κ. Τρικογλίδη (Χίλιες και μια νύχτες), Ε. Μιχαηλίδη (Τα θεμέλια του Ισλάμ), Αρτ. Θαλασσινού (αραβο-ελληνικό λεξικό) κ.λ.π.

Εν τούτοις, πάντα η αμφιβολία (για να έχουμε κατά νου και τον προβαλλόμενο εδώ συγγραφέα μας που τη γεύτηκε σε μεγάλες δόσεις) είναι χρέος να υπάρχει. Και ποτέ δεν σταμάτησε να φιδοσέρνεται μέσα μου κατά τη συγγραφή αυτής της δοκιμιακής βιβλιοκριτικής. Αφού, αμφιβάλλοντας κανείς, γίνεται ένα είδος advocatus diaboli, αν αποσκοπεί να ξεθεμελιώσει τις σιγουριές του και τις εγκυστώσεις του και να σκεφτεί, περιπαθώς αγαπητικά και με γνήσια μέριμνα, τον αναγνώστη. Φυσικά, όπως πάντα, για να αμφιβάλλει κανείς πρέπει πρώτα να έχει ένα σταθερό έδαφος (…), κάτι που να στέκει… αναμφίβολο, αλλιώς η γονιμότητα της αυτοκριτικής και της αμφιβολίας για την Πράξη που αυτή επιχειρεί θα ήταν έωλη και παιδαριώδης. Η δική μου βεβαιότητα ήταν (μια σταθερά, ίσως, από τις λίγες που έχω στο βίο μου) ότι σε καμία περίπτωση δεν οφειλόταν –αλλά και ούτε προσωπικά, άλλωστε, μπορούσα να συμμορφωθώ με προκαθορισμούς–, ειδικά στην έκδοση του Αλγαζάλι στην Ελλάδα, αλλά ούτε και σε καμιά άλλη έκδοση πιστεύω, μια «ενημέρωση» του αναγνωστικού κοινού μέσω ενός δελτίου τύπου, ως είθισται να πράττουν οι εφημεριδογράφοι «κριτικοί» λογοτεχνίας. Έτσι, η παρούσα βιβλιοκριτική κλωτσά με τον πιο επιδεικτικό τρόπο, τα «βιβλιοκριτικά» στερεότυπα στον τόπο μας και απεχθάνεται την εικόνα του «βιβλιοκριτικού» με το δελτίο τύπου υπό μάλης, ή το ευσύνοπτο σχολιάκι, που βάση και τέλος του έχει το «γούστο», την «προτίμηση» και την «όρεξη».Ας θυμούνται, όμως, ότι δεν είμαστε μόνο επιθυμητικόν οι άνθρωποι…

Και ιδού η αμφιβολία: μήπως όμως όλο αυτό το ορειβατικό νυχτέρι απωθεί τον αναγνώστη; Αφού, άλλωστε, η μέριμνα γι αυτόν είναι πάντα έτσι κι αλλιώς καρφωμένη στο νου του γράφοντος. Μήπως οι (παντός είδους) ορειβασίες είναι ριζικά μάταιες ; Μήπως πλαστογραφούν, με τις επιδιώξεις τους, το βουνό; Μήπως το συσκοτίζουν εκεί που επιθυμούν να το αποκαλύψουν; Ακόμη, μήπως το καταπονούν ενώ επιδιώκουν να το εναγκαλιστούν; Και να οι ερωτήσεις που με κύκλωσαν για να απαντήσει μόνος του τώρα πια ο αναγνώστης: Τι θα γινόταν το βιβλίο του Αλγαζάλι (και κάθε βιβλίο επαναλαμβάνω), αν δεν υπήρχε κάποιος με εξειδίκευση στο σημιτικό πολιτισμό (γι' αυτό μιλώ για την ελληνική ανεπάρκεια…) για να το εισαγάγει και να αποτιμήσει την προσπάθεια των εκδοτών του; Πειράζει και πόσο αν δεν υπάρχει αποτίμηση και εισαγωγή; Ποιος πλην αυτού θα μπορούσε να την κάνει; Ενοχλεί η διεξοδικότητα; Πώς; Γιατί; Πώς επιζητούμε να δεξιωθούμε τα γεγονότα (εδώ τα εκδοτικά); Αν ότι γράφεται εδώ δεν γραφόταν, τι θα προσλάμβανε ο αναγνώστης και πόσο γόνιμα; Ο αμύητος αναγνώστης διεκδικεί αυτάρκεια; Μα αν έτσι, τότε δεν εξισώνουμε προσβλητικά τη γνώση με την άγνοια; Δεν ακυρώνουμε τις λυτρωτικές διακρίσεις; Είναι κακό να επεμβαίνει η γνώση στα πράγματα; Οφείλει να επεμβαίνει; Πώς αυτά γίνονται μεθεκτά δίχως αυτήν; Μια ανάλυση του χ εκδοθέντος βιβλίου, πιο εμπεριστατωμένη από τις συνήθεις, είναι βοηθητική για να βρει ο αναγνώστης μόνος το δρόμο του; Η ομοείδεια αντιμετώπισης (δηλαδή, όλα τα εκδιδόμενα να προσλαμβάνονται «κριτικά» ίδια και απαράλλαχτα…) δεν θα ακύρωνε ποιότητες και αποχρώσεις, με τις οποίες ουσιαστικά ζούμε οι άνθρωποι; Αν τα αφήναμε όλα να κυλούν όπως κυλούν, απρόσωπα, αδιαφοροποίητα, ουδετεροποιημένα, μαζοποιημένα, δεν θα ασχημονούσαμε εγκληματικά στα γεγονότα;… Μια φωνή εντός μου ψιθυρίζει: «η ορειβατική κατάκτηση της κορυφής και το ταυτοχρόνως απάτητό της, μα και η παραμονή στα ριζά του βουνού που κρύβουν στα σπλάγχνα τους ήδη ό,τι κορυφή μπορούσε να πατήσει κανείς». Την πιστεύω. Κι αναρωτιέμαι: Όλα αυτά γιατί; Κάλλιστα θα μπορούσα να πατήσω πάνω στις πέτρες με ουδετερότητα, με αδιαφορία ίσως. Όμως, αυτό που με εμποδίζει και με καίει, είναι μια αναζήτηση ακριβείας που μπορεί να βγάζει σ’ ένα υπαρξιακό ρεαλιστικό ξέφωτο, όπου θα ζει πιθανόν καλύτερα κανείς… Εν πάση περιπτώσει, σε ό,τι με αφορά θα έλεγα ότι αν προκαλείται ωφέλεια από τη σκαπάνη κάποιου, τότε καλώς και γίνεται με τη μορφή που γίνεται η παρούσα βιβλιοκριτική, αν όχι, τότε ας πεταχτεί αυθωρεί και παραχρήμα στα σκουπίδια. Δεν θα είχα κανένα πρόβλημα…

II. Μικρή ανασκόπηση
Πάντα όταν πλεονάζει η ανυδρία, η επίσκεψη της βροχής ή έστω και μερικών σταγόνων, μόνον ως ευλογία μπορεί να βιωθεί. Ευλογία και δύναμη ελπίδας για μελλούμενους πλούσιους υετούς. Ελπίδα για γόνιμους κατακλυσμούς ακόμη. Συνηθίζεται, μυστηριωδώς, σ’ αυτόν τον κόσμο οι γόνιμες και δημιουργικές υδατοπτώσεις να πηγάζουν από… παράγκες (κάνω λογοπαίγνιο, όπως αντιλαμβάνεστε, με το όνομα του εκδοτικού οίκου Baraka), οι οποίες καθεαυτές αποτελούν και ευλογία (το όνομα του εκδοτικού οίκου σημαίνει ΕΥΛΟΓΙΑ στα αραβικά, αλλά και γενικά στις σημιτικές γλώσσες την ίδια σημασία διατηρεί το τρίηχο συμφωνικό φώνημα b-r-k), καθότι συνηθίζεται και πάλι στον κόσμο αυτό, να υψιπετούν και να στοχεύουν πολύ ψηλά ποιοτικά, τόσο στο Φαίνεσθαι όσο και στο Είναι, τα ταπεινά ενδιαιτήματα που αποκαλούμε παράγκες και οι ενδιαιτώμενοι σ’ αυτά. Ίσως, διότι ολιγαρκώντας στο παρερχόμενο μονιμοποιούν την αξίωσή τους για το καίριο και το σταθερό, μη έχοντας και πολλά να χάσουν μέσα στη φαινομενική τους ευτέλεια και ολιγότητα. Άλλωστε, πολλά θα είχαν να συνηγορήσουν επ’ αυτού και οι εν μηλωταίς πολιτευόμενοι σούφι...

Ο άνυδρος και έρημος τόπος, όπως εύκολα μαντεύει κανείς, είναι η Ελλάδα. Η Ελλάδα της άγνοιας, της αδιαφορίας, του επαρχιωτισμού, της ημιμάθειας, της ήσσονος προσπάθειας, των χαμαίζηλων στοχεύσεων, απαιτήσεων, επιδιώξεων. Μια Ελλάδα που, φυσικά, δεν ήταν πάντοτε έτσι, αφού και επαφές είχε με τον σημιτικό πολιτισμό εν γένει (η πρώτη ευρωπαϊκή μετάφραση τμημάτων του Κορανίου, αλλά και ολόκληρη ανάλυσή του (!) είναι ελληνική και γίνεται τον 9ο αιώνα από τον Νικήτα Βυζάντιο (βλ. PG 105), για να ακολουθήσουν, πολύ αργότερα, μεταφράσεις του σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως στη λατινική τον… 12ο αιώνα από τον Robert of Ketton ή αλλιώς Robert Rettines, με τη στήριξη και αρωγή του Πέτρου του Ευσεβούς), και διαλεγόταν μ’ αυτόν (θυμίζω ότι υπάρχουν αρκετά παραδείγματα εκκλησιαστικών πατέρων, όπως π.χ. του Ιωάννη Δαμασκηνού ή αλλιώς… Ιωάννη Μανσούρ, που δρουν και θάλλουν σε αραβικά περιβάλλοντα, καθώς και πατέρων που, δοθείσης ευκαιρίας, όπως η αιχμαλωσία του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, ανοίγουν δημιουργικό διάλογο με την ισλαμική παράδοση, υπό οιαδήποτε μορφή κι αν προσέλαβε αυτός ο διάλογος) και είχε γονιμοποιήσει, κατ’ αποκλειστικότητα μάλιστα, την αραβική φιλοσοφική αναζήτηση, αφού οι πριν από τον Αλγαζάλι φιλόσοφοι (αλκίντι, αλφαράμπι, Αβικένας κλπ), μα και ο ίδιος ο Αλγαζάλι κατά κόρον (είναι εύκολα ανιχνεύσιμες οι επιρροές του από τον ημέτερο Ιωάννη Φιλόπονο), γαλουχείται και  τρέφεται από την ελληνική φιλοσοφική παράδοση και αυτήν έχει ως κατεξοχήν πεδίο αναφοράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη στιγμή που η Δύση υστερεί αρκετούς αιώνες τον διάλογό της (το τονίζω ιδιαίτερα και το επαναλαμβάνω για μια ακόμη φορά: έστω και υπό οιαδήποτε μορφή προσέλαβε αυτός ο διάλογος, ακόμη κι αν έφτανε σε διατυπώσεις του είδους Summary of the Whole Heresy of the Diabolic Sect of the Saracens, όπως αυτή του Πέτρου του Ευσεβούς) με την Ισλαμική παράδοση, υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες για πάρα πολύ πρώιμη επαφή των ελλήνων με τον ισλαμικό κόσμο, από τα χρόνια ακόμη σχηματοποίησης του Κορανίου! Ήδη αναφέρεται μια πρώτη θεολογική επαφή από τα χρόνια του Ιωάννη Αντιοχείας (639 μ.Χ., δηλαδή, κατά την ίδια την εποχή του Μωάμεθ. Ας σημειωθεί, ότι ο θάνατος του Προφήτη συμβαίνει το 632 μ.Χ. και τονίζω ότι προκρίνω εδώ εντελώς συμβατικά τη χριστιανική χρονολόγηση.) και επίσημες διπλωματικές σχέσεις από την εποχή του αυτοκράτορα Ηράκλειου. Κι είναι τέτοια η σχέση των δύο πολιτισμικών μεγεθών, ώστε το Κοράν παίρνει θέση υπέρ των ελλήνων (!), στους πολέμους που διεξήγαγε η βυζαντινή αυτοκρατορία κατά των περσών Σασσανιδών (βλ. σούρα 30:2-5), και βροντοφωνάζει ότι η ελληνική νίκη επί των περσών θα αποτελέσει μέρα χαράς των πιστών (των μουσουλμάνων δηλαδή)! Για το βάθος αυτής της σχέσης είναι ενδεικτική η στάση του ίδιου του Μωάμεθ, όταν το 630 μ.Χ. κατακτά τη Μέκκα και δίνει την εντολή για την καταστροφή των ειδώλων στην Κάαμπα, εξαιρώντας ωστόσο μια αναπαράσταση της Βρεφοκρατούσας (!), όπως επίσης και η στάση του χαλίφη Ομάρ (638 μ.Χ.), ο οποίος δεν επιθυμεί τη μετατροπή του ναού της Αναστάσεως σε μουσουλμανικό τέμενος και το καταφέρνει με ένα υψηλού πολιτισμικού ήθους εφεύρημά του, από εκείνα που θα ζήλευε η μη ανεκτική και βαθιά φονταμενταλιστική εποχή του 21ου αιώνα μ.Χ.

Αν και η δυτική καθυστέρηση (των προηγμένων, κατά τα άλλα, εθνών της Εσπερίας, που οι έλληνες, αιώνες τώρα, φροντίζουν να μιμηθούν με δουλοφροσύνη και εμετικό πιθηκισμό), έναντι της ελληνικής πρωτοπορίας, μετρούσε αιώνες (σημειώνω ότι η πρώτη αγγλική μετάφραση του Κοράν γίνεται το 1734 (!), η γερμανική το 1828 (!), το 1821 η γαλλική και η ιταλική το… 1914 !), η ελληνική υστέρηση, στην εμπέδωση διάρκειας, συνέπειας, εμβάθυνσης και προπαντός επιστημοσύνης αυτού του πολύ πρώιμα αρχινισμένου διαλόγου μεταξύ ελληνικής (χριστιανικής) και αραβικής (ισλαμικής) παράδοσης, συνιστά, κατά τη γνώμη μου, σχεδόν τραυματική εθνική εμπειρία, αφού μια χώρα με χιλιετίες διαλογικού εθισμού στην πλάτη της και συνηθισμένη πάντα να κοιτά, ως πολιτισμικό της μάλιστα γνώρισμα σ’ όλη την ιστορική της διαδρομή, εκ δεξιών και εξ ευωνύμων, παραμένει, λες και της συνέβη βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο που την παρέλυσε ολοσχερώς, σε απελπιστικά εμβρυακή κατάσταση και απαράδεκτο μιμητισμό, φολκλορισμό και ερασιτεχνισμό, τη στιγμή που η Δύση μετρά αιώνες πια επιστημονικής θεμελίωσης και ανάπτυξης αυτού του διαλόγου, με το Παρίσι να αποκτά το 1587 επισήμως έδρα αραβικής γλώσσας και να βρίσκονται, εν συνεχεία, οι μεσανατολικές σπουδές στη Δύση σε περίοπτη θέση παγκοσμίως. Όταν προέρχεσαι και ζεις σε μια χώρα που ενέπνευσε, ας πούμε, τον Αλμανσούρ να αναζητήσει ελληνικά φιλοσοφικά συγγράμματα (ας θυμηθούμε τα Στοιχεία του Ευκλείδη) και τον δισέγγονό του Μααμούν να ιδρύσει τον Οίκο της Σοφίας, ένα μεταφραστικό και ερευνητικό κέντρο προγραμματικά προορισμένο γι αυτά τα συγγράμματα, αλλά και να δει ο ίδιος το περίφημο φιλοσοφικό του όνειρο με τον… Αριστοτέλη, και στοιχηματίζεις το κεφάλι σου πως ελάχιστοι κάτοικοι ή και κανείς αυτής της χώρας θα ήταν σε θέση, τους τελευταίους αιώνες, να κατανοήσουν την αφιέρωση του γκαιτικού Westöstlicher Diwan (νομίζω πως η διεκδίκηση κάτινος «δυτικο-ανατολικού» θα όφειλε να αφορά στην Ελλάδα πρωτίστως… ως εκ των πραγμάτων –πολιτισμικών-γεωγραφικών – ΦΥΣΙΚΗΣ γέφυρας) στον σαϊντ-ι-σιραζί, πέρση μυστικό ποιητή, αλλά και πως μέχρι σήμερα ούτε καν θα είχαν ακουστά το όνομα του πέρση ποιητή, τότε αυτό πονά και πονά με δριμύτητα. Πονά να ξέρεις ότι μια χώρα που, από το απώτατο ακόμη ιστορικό της παρελθόν, είχε συνειδητοποιήσει ότι «μια καθολική αυτάρκεια (autarky) στην κουλτούρα δεν πρόκειται να φέρει κανένα αποτέλεσμα: η ελπίδα διαιώνισης της κουλτούρας κάθε χώρας βρίσκεται στην επικοινωνία της με άλλες» (βλ. Τ.Σ. Έλιοτ, Δοκίμια, σελ.201, εκδ. Ηριδανός 1983), αποδεικνύεται βλαχαδερός αυνάνας από τη μια και αξιολύπητος κλόουν-πίθηκος από την άλλη. Πονά να βλέπεις μια χώρα που ακόμη και γεωγραφικά αποτελεί Κέντρο, μεταξύ ανατολής-δύσης, να καταντά επαρχία και απομακρυσμένο χωριό. Να χάνει την όποια πολιτισμική της πρωτοπορία και να φτιασιδώνεται αυτάρεσκα φορώντας τα επαρχιώτικα πολύχρωμα ρούχα του πιθηκισμού της. Να δέχεται να συνομιλεί με παραδόσεις που σχετιζόταν με αμεσότητα και επάρκεια, μέσω πια τρίτων (της Δύσεως δηλαδή) και να μην στηρίζεται ο διάλογός της μ’ αυτές τις παραδόσεις σε αυτόχθονα υλικά, να μην επιδεικνύεται προσληπτική και διαλογική επάρκεια. Να δικαιώνει, με τον πλέον βαρβαρικό, αυτοκτονικό και απωθητικό τρόπο, με τις ίδιες τις πράξεις της, με την ίδια την (αφασική) στάση της, τις πιο στεγανοποιημένες, μονολιθικές, στερούμενες και της ελάχιστης φαντασίας και διχαστικές αντιλήψεις, όπως η παροιμιώδης εκείνη του Κίπλινγκ ότι η Ανατολή κι η Δύση δεν θα συναντηθούν ποτέ μέχρι την εσχάτη Κρίση!

Η ανυδρία του ελλαδικού χώρου – και μ’ αυτό εννοώ την παραίτηση από τη συνέχεια των επαφών και του διαλόγου με εν γένει το σημιτικό πολιτισμικό παράδειγμα και την κατασίγαση της πρωτοβουλίας και του πόθου, ακόμη, για κάτι τέτοιο (εκατέρωθεν;) –  πονά ιδιαίτερα. Κι αυτό, διότι η ανυδρία αφαιρεί ανθρωπολογικά ή οντολογικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες, που όταν χάνονται ή έστω ατονούν επικίνδυνα, απομακρύνεται ή καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής η δυνατότητα ολοκληρώσεων, σωσμού και ακεραιότητας δηλαδή. Η βροχή (έστω και ελάχιστη υδατόπτωση, λίγες σταγόνες μόνο, όπως στην αρχή σημείωσα) αλληλουχεί με το χώμα, εγκαθιδρύοντας αποκαλυπτικές δυαδικότητες και, συνεπώς, σε τόπους όπου η βροχή συνήθιζε να ενδημεί (Ελλάδα), συνήθιζε, ως εκ τούτου, να ενδημεί κι η ευλογία της: ο Διάλογος. Με το κύριο χαρακτηριστικό του ιδίωμα (και ας μην πολυσυμπαθεί τα ιδιώματα ο Αλγαζάλι…): τη διάνοιξη, άρα την τρώση των στεγανοποιημένων φρουρίων και των απολυτοποιημένων πεποιθήσεων.

 
 
[ Συνεχίζεται ]
*Ο Στάθης Κομνηνός είναι ποιητής και μεταφραστής.