Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 30

Μικέλ Σαντιάγο: Η τελευταία νύχτα στο Τρέμορ Μπιτς

1psichprodimo.jpg
Η τελευταία νύχτα στο Τρέμορ Μπιτς, μυθιστόρημα, Μικέλ Σαντιάγο, μτφρ. Βασιλική Κνήτου, εκδόσεις Ψυχογιός 2015

 

4

 

Άνοιξα τα μάτια νιώθοντας μια φοβερή ναυτία. Πού βρισκόμουν; Ό,τι κι αν ήταν εκείνο το μέρος, κουνιόταν.
«Κοιτάξτε! Άνοιξε τα μάτια του», είπε κάποιος. Αναγνώρισα τη φωνή: Ήταν η Μαρί.
Ήμασταν μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο που κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα.
«Μαρί… Σταματήστε. Θα κάνω εμετό».
Ένιωσα το αυτοκίνητο να σταματάει απότομα. Έψαξα με το χέρι μου να βρω το χερούλι της πόρτας, συγκρατώντας τον εμετό μου, ώσπου τελικά κατάφερα να την ανοίξω και άφησα το στομάχι μου να αδειάσει.
Άνοιξαν κι άλλες πόρτες. Άκουσα βήματα. Έρχονταν προς το μέρος μου.
«Υπάρχει ένα μπουκάλι νερό στο πορτμπαγκάζ. Και χαρτοπετσέτες. Φέρε μερικές».
Ένιωσα ένα χέρι να με χτυπάει ενθαρρυντικά στην πλάτη.
«Έτσι μπράβο, αγόρι μου, βγάλ’ τα όλα».
Πίσω απ’ το δικό μας αυτοκίνητο είχε σταθεί κι ένα άλλο, που οι προβολείς του φώτιζαν εκείνο το έργο τέχνης που είχα μόλις δημιουργήσει πάνω στην άσφαλτο. Υπέθεσα πως κάπου εκεί βρίσκονταν τα ζυμαρικά του δείπνου, η υπέροχη μπριζόλα και το μπορντό του Λίο.
Κάποιος μου έδωσε ένα ανοιγμένο μπουκάλι νερό. Ήπια λιγάκι. Ένιωσα να μου κάνει καλό. Ύστερα κάποιος μου έδωσε μία χαρτοπετσέτα. Φύσηξα τη μύτη μου και σκούπισα το στόμα μου. Είχα μια απαίσια γεύση στον ουρανίσκο μου. Έστω κι έτσι, κατάφερα να πω ευχαριστώ.
Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου αλλά τα ένιωθα βαριά. Σαν τα μάτια μιας γέρικης χελώνας. Η αλήθεια είναι πως αισθανόμουν όλο μου το κορμί σαν το κορμί μιας γέρικης χελώνας απ’ τα Γκαλάπαγκος. Μιας χελώνας τουλάχιστον εκατό χρόνων. Και το δέρμα μου θα πρέπει να ήταν εξίσου ξερό και σκληρό.
«Συνήλθε;» είπε μια άλλη φωνή, εκείνη του Φρανκ Ο’Ρουρκ.
«Έτσι φαίνεται», αποκρίθηκε ο Λίο.
Σήκωσα το βλέμμα μου και προσπάθησα να τους δω, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να διακρίνω τις σιλουέτες τους.
«Τι συνέβη;» ρώτησα με μισοσβησμένη φωνή.
«Λιποθύμησες, Πίτερ, αλλά τώρα είσαι καλά. Είμαστε στον δρόμο για το νοσοκομείο».
«Το νοσοκομείο;» είπα εγώ. «Πλάκα μού κάνεις;»
«Όχι, φίλε μου. Καμία πλάκα. Πιστεύουμε πως χτυπήθηκες από κεραυνό. Τώρα κάθισε πάλι. Σε δυο λεπτά θα είμαστε εκεί».
Δεν ξέρω πόση ώρα ακόμα κράτησε η διαδρομή, αλλά εγώ λιποθύμησα και πάλι και το επόμενο πράγμα που θυμάμαι ήταν η ρεσεψιόν ενός νοσοκομείου –του Κοινοτικού Νοσοκομείου του Ντάνγκλοου, απ’ ό,τι έμαθα αργότερα– και το γεγονός πως σερνόμουν πιασμένος απ’ τους ώμους του Λίο και του Φρανκ Ο’Ρουρκ. Ύστερα δύο νοσοκόμοι που βγήκαν από έναν θάλαμο με ξάπλωσαν σε ένα φορείο. Και η Μαρί εκεί, να με κρατάει από το χέρι και να μου λέει πως όλα θα πάνε καλά, ενόσω το φορείο κινούνταν κατά μήκος ενός διαδρόμου.
«Τίποτα δε θα ’ναι, Πιτ», είπε μια φωνή.
Έκλεισα τα μάτια και λιποθύμησα ξανά.
Η γιατρός που με είδε λεγόταν Ανίτα Ράιαν, μια όμορφη Ιρλανδέζα με κόκκινα μαλλιά και φακίδες, κάπως στρουμπουλή. Μιλούσε γρήγορα και με ακρίβεια. Πήρε τον σφυγμό μου, με ακροάστηκε, έλεγξε τα μάτια μου με έναν φακό.
«Ξέρετε γιατί βρίσκεστε εδώ;»
«Νομίζω πως με χτύπησε κεραυνός».
Ύστερα μου έκανε μια σειρά από ερωτήσεις, πολύ απλές στην αρχή. Πώς με λένε, πόσων χρόνων είμαι. «Τι ακριβώς σας συνέβη, κύριε Χάρπερ; Πού νιώσατε το χτύπημα; Πονάτε κάπου;» Προσπάθησα να της πω ό,τι θυμόμουν. Για το αυτοκίνητο, το κλαδί στον δρόμο κι ύστερα για κείνο το φως. Τον γαλάζιο στρόβιλο. Ένιωσα κάτι να με χτυπάει στο κεφάλι… και τώρα είχα πονοκέφαλο και έντονη τάση για εμετό. Κι ένιωθα το δέρμα μου να με τραβάει.
Η γιατρός ανακοίνωσε πως θα μου έκανε μαγνητική τομογραφία. Ύστερα μου έκανε μια ένεση στο μπράτσο και ξαναγύρισα στο φορείο. Διασχίσαμε έναν άλλο διάδρομο, ώσπου φτάσαμε στο Ακτινολογικό. Εκεί με έβαλαν στα σωθικά ενός μεγάλου μηχανήματος και έμεινα μέσα του κάμποση ώρα ακούγοντας γύρω μου θορύβους και σφυρίγματα. Ο πονοκέφαλος μαλάκωσε για λίγο και το δέρμα μου σταμάτησε να με τραβάει. Υπέθεσα πως μου είχαν δώσει κάποιο είδος ηρεμιστικού.
Ύστερα από μία ώρα συναντήθηκα και πάλι με τη γιατρό. Είχε όλες τις απεικονίσεις μου τοποθετημένες με τη σειρά σε ένα διαφανοσκόπιο. Με κάλεσε να καθίσω και βιάστηκε να μου πει τα αποτελέσματα που προέκυπταν απ’ όλες εκείνες τις εικόνες. Ήταν καλά. Δεν είχαν βρει τίποτα το ανησυχητικό. Η μαγνητική μου ήταν άψογη. Κατά τα φαινόμενα, ανήκα στους «τυχερούς» – περιστατικά σαν το δικό μου συνέβαιναν πού και πού, αν και τη γιατρό εξακολουθούσε να την ανησυχεί το γεγονός πως είχα νιώσει το χτύπημα στο κεφάλι.
«Τώρα προσέξτε. Θέλω να σας δείξω κάτι».
Κάθισα σε ένα φορείο και γδύθηκα από τη μέση και πάνω. Με το που έβγαλα τα ρούχα μου κάτω από το φως του εξεταστηρίου, ανακάλυψα κάτι το απίστευτο. Το μισό πάνω μέρος του στήθους μου, αρχής γενομένης από τον λαιμό, καθώς και ο αριστερός μου μηρός ήταν κόκκινα και σκεπασμένα από κάτι παράξενα σημάδια. Έμοιαζαν με φύλλα φτέρης ή με φτερά πουλιού κι ήταν τόσο τέλεια που θα έλεγε κανείς πως κάποιος είχε περάσει μέρες ή και βδομάδες ολόκληρες κάνοντάς μου εκείνο το τατουάζ.
Όπως μου εξήγησε η γιατρός, αυτά τα σημάδια λέγονταν «σχηματισμοί του Λίχτενμπεργκ», προς τιμήν του επιστήμονα που τα ανακάλυψε, του Γερμανού φυσικού Γκέοργκ Κριστόφ Λίχτενμπεργκ, που δεν είχε χτυπηθεί ποτέ από κεραυνό αλλά είχε ασχοληθεί παλιά με τη μελέτη του ηλεκτρισμού. Αυτά τα τατουάζ είχαν προκύψει λόγω της ρήξης των τριχοειδών αγγείων που σημειώθηκε καθώς περνούσε το ηλεκτρικό ρεύμα από το σώμα μου, και το καλό ήταν πως θα άρχιζαν να εξασθενούν ύστερα από μερικές μέρες. Η γιατρός μού εξήγησε πως είχε δει ένα ακόμα πιο θεαματικό, σε σχήμα αστερία, σχεδιασμένο στην πλάτη ενός ψαρά που τον είχε πετύχει κεραυνός πριν από δύο χρόνια.
«Και εκείνος επιβίωσε – δόξα τω Θεώ», συνέχισε η γιατρός. «Στην πραγματικότητα, αν και ο πολύς κόσμος πιστεύει το αντίθετο, δεν είναι και τόσο σπάνιο το να επιβιώσει κανείς από χτύπημα κεραυνού. Όλα εξαρτώνται από την ενέργεια του ίδιου του ατόμου, από το σημείο που θα το πετύχει ο κεραυνός και κυρίως από τη διαδρομή που θα κάνει μέσα στο σώμα του. Πάντα υπάρχει ένα σημείο εισόδου, μια εσωτερική διαδρομή και ένα σημείο εξόδου του κεραυνού και κατά τη διάρκεια αυτής του της διαδρομής ο κεραυνός καίει ό,τι βρεθεί μπροστά του. Ανάλογα με τις περιοχές και τα όργανα απ’ όπου θα περάσει, ο τραυματισμός μπορεί να είναι θανάσιμος – ή και όχι. Στη δική σας περίπτωση όλα δείχνουν πως σταθήκατε τυχερός, αλλά, όπως και να ’χει, θα πρέπει απόψε να μείνετε εδώ για παρακολούθηση».
Ο Λίο και η Μαρί με περίμεναν όταν έφτασα στο δωμάτιο που με είχαν βάλει. Η γιατρός τούς είχε ενημερώσει για όλα. Μου πρότειναν, αν ήθελα να τηλεφωνήσω σε κάποιον, να το κάνω από τα κινητά τους.
«Όχι…» αποκρίθηκα. «Θα είμαι μια χαρά. Η γιατρός είπε πως θα με κρατήσουν μόνο απόψε. Δε θέλω να ανησυχήσω κανέναν».
«Ούτε καν την Τζούντι;» επέμεινε ο Λίο. «Νομίζω πως θα ήθελε να έρθει να σε επισκεφθεί».
«Όχι, φίλε μου», του αποκρίθηκα, «είμαι σίγουρος. Θα μου κάνει καλό να περάσω τη νύχτα μόνος μου, με τα ηρεμιστικά μου και τη μυρωδιά του νοσοκομείου. Και, πέρα απ’ αυτό, η Τζούντι θα έχει δουλειά στην πανσιόν. Χτες μου είπε πως είχε καταφθάσει ένα γκρουπ από Γερμανίδες – ξέρεις, απ’ αυτές που ταξιδεύουν με τα σακίδια στην πλάτη. Πριν φύγεις όμως, πες μου τι ακριβώς έγινε».
Απ’ ό,τι φαίνεται, οι Ο’Ρουρκ είχαν φύγει μισή ώρα ύστερα από μένα και εκείνοι με είχαν βρει. Το αμάξι μου ήταν ακόμα με τη μηχανή στο ρελαντί και τα φώτα αναμμένα. Όταν με είδαν καταγής, μουσκεμένο απ’ τη βροχή, μες στις λάσπες, πίστεψαν πως είχα πεθάνει. Η Λόρα Ο’Ρουρκ είχε ταραχτεί τόσο πολύ, που της έδωσαν ένα ηρεμιστικό όταν φτάσαμε στο νοσοκομείο και μετά την είχε πάει ο Φρανκ στο σπίτι.
«Να τους ευχαριστήσετε εκ μέρους μου όταν τους δείτε».
«Θα το κάνουμε, αλλά κοίτα να προετοιμαστείς: Σίγουρα θα είσαι το νέο θέμα συζήτησης στο χωριό», μου αποκρίθηκε ο Λίο χαμογελώντας. «Η Λόρα Ο’Ρουρκ είναι μανούλα στο να διαδίδει ιστορίες».
«Α, ναι, το φανταζόμουν αυτό…»
«Μη γίνεστε κακοί!» αναφώνησε η Μαρί.
Επέμειναν να μείνουν μαζί μου εκείνη τη νύχτα, αλλά τους έπεισα να φύγουν. «Δε σκοπεύω να πεθάνω απόψε – μείνετε ήσυχοι. Εκτός αυτού, ποτέ δε θα ανάγκαζα έναν φίλο μου να κοιμηθεί σε τούτα τα όργανα βασανιστηρίων», είπα δείχνοντας τις πολυθρόνες που υπήρχαν στο δωμάτιο.
«Σου αφήνω το τηλέφωνό μου», είπε ο Λίο, ακουμπώντας το κινητό του στο τραπεζάκι πλάι στο κρεβάτι. «Καλή σου νύχτα, λοιπόν, και φρόνιμα με τις νοσοκόμες».
Η Μαρί, αφού έριξε πρώτα μια καρπαζιά στον άντρα της, με φίλησε στο μέτωπο και με καληνύχτισε. «Όνειρα γλυκά, Πιτ».

Εκείνη τη νύχτα φαίνεται πως το ηλεκτρικό ρεύμα εξακολουθούσε να διατρέχει τις φλέβες μου, γιατί δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Κι εκτός αυτού, είχε αρχίσει να με πονάει πάλι το κεφάλι μου.
Έμεινα ξύπνιος στο κρεβάτι, να ακούω ένα «τικ τακ» που θύμιζε ήχο ρολογιού και ερχόταν απ’ το βάθος του κεφαλιού μου. Ήμουν μόνος στο δωμάτιο, αλλά έξω απ’ την πόρτα άκουγα πού και πού κανένα βογκητό, τα βήματα κάποιας νοσοκόμας, τον ήχο της τηλεόρασης απ’ το δωμάτιο κάποιου άλλου ασθενή που υπέφερε από αϋπνία. Πολύ καιρό είχα να περάσω νύχτα στο νοσοκομείο. Μπορούσα να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά; Μα και βέβαια.
«Ζαλίστηκα λίγο – αλήθεια, δεν είναι τίποτα, μια ζάλη μόνο».
Την Ντέρντρα Χάρπερ, τη μητέρα μου, την είχε πιάσει τάση λιποθυμίας μέσα σε ένα κατάστημα παπουτσιών στο εμπορικό κέντρο και κάμποσοι άνθρωποι είχαν τρέξει να τη βοηθήσουν να καθίσει. Ο πατέρας μου την πήγε μετά στα επείγοντα, κι όταν έφτασα κι εγώ, με μια πτήση Άμστερνταμ-Λονδίνο-Δουβλίνο, εξακολουθούσε να είναι υπό παρακολούθηση. «Η ίδια λέει πως είναι καλά, πως ήταν μόνο μια ζάλη», είπε ο πατέρας μου. Πιστεύαμε πως την επόμενη μέρα θα τρώγαμε μεσημεριανό στο σπίτι μας.
«Τίποτα δε θα ’ναι, θα δεις».
Μια υπέροχη γυναίκα, πενήντα δύο ετών, με καστανά μαλλιά κι ένα χαμόγελο που μπορούσε να διώξει τα σύννεφα και να σου φτιάξει τη μέρα. Μ’ εκείνο το χαμόγελο τη θυμάμαι όταν της είπαν πως έπρεπε να γίνει εισαγωγή για να της κάνουν διεξοδικές εξετάσεις κι εκείνη μας αποχαιρέτησε «για λίγο»…
Και τότε την άκουσα, την ίδια αυτή φωνή που μου είχε μιλήσει κι εκείνη τη βραδιά πριν φύγω από το σπίτι: Αποχαιρέτα τη μητέρα σου, Πίτερ. Να τη θυμάσαι πάντα όπως τη βλέπεις αυτή τη στιγμή: μ’ αυτό το φόρεμα, τα κοκκινωπά της μαλλιά, την καφέ της τσάντα και τα ασορτί παπούτσια.
Κι εκείνη θα πρέπει να το διέκρινε στο βλέμμα μου. Θυμάμαι πως είδα τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα, αλλά δεν άφησε ούτε ένα να κυλήσει. Το έκανε για τον πατέρα μου, βέβαια. Και μας ξανάπε πως θα γύριζε στο σπίτι μέχρι το απόγευμα… το πολύ την επομένη. Κι έφυγε πηγαίνοντας προς εκείνες τις πλαστικές πόρτες που την κατάπιαν για πάντα, μεταμορφώνοντάς τη σε σκλάβα ενός φορείου και κάτι σωλήνων, δίχως μαλλιά πια, αλλά πάντα με το ίδιο χαμόγελο, μέχρι που ο Θεός την πήρε κοντά του μια σκληρή μέρα του Νοέμβρη, δυο μήνες αργότερα, καταστρέφοντας ένα ευτυχισμένο σπιτικό, κάνοντας τον πατέρα μου να περιφέρεται στο εξής σαν μια σκιά δίχως ανάπαυση κι ανοίγοντας στο δικό μου στήθος ένα κενό που ποτέ μου δεν κατάφερα να ξανακλείσω εντελώς.
Καθώς θυμήθηκα τη μάνα μου, άφησα να κυλήσουν δυο πικρά δάκρυα μες στη μοναξιά του δωματίου μου. Κόντευε πια να ξημερώσει όταν επιτέλους το σώμα μου αναπαύτηκε.
Μετά είδα ένα όνειρο και νομίζω πως ήταν κι εκείνη μέσα. Την είδα τρομαγμένη, να προσπαθεί να μου πει κάτι που εγώ όμως δεν καταλάβαινα.

Την επόμενη μέρα ξύπνησα με τον ίδιο πονοκέφαλο. Η γιατρός πέρασε να με δει μετά το πρωινό και μου έκανε μερικές ερωτήσεις σχετικά με το είδος του πόνου που ένιωθα. Ήταν συνεχής ή περιοδικός; Ένιωθα λες κι η καρδιά μου χτυπούσε μέσα στο κεφάλι μου;
«Ναι, έτσι ακριβώς», της αποκρίθηκα. «Σαν ένας επώδυνος παλμός».
«Εντάξει. Και σε ποια περιοχή πονάτε; Μπροστά, πίσω, στο πλάι ή σε όλο το κεφάλι;»
Της είπα ότι πονούσα κάπου «μέσα» αλλά ένιωθα εντονότερο τον πόνο στην αριστερή πλευρά του κεφαλιού μου. «Θολή όραση; Λάμψεις στο οπτικό σας πεδίο; Πόνος στο υπογάστριο; Εφίδρωση; Δάκρυσμα;» Η γιατρός μού έγραψε κάτι χάπια, «δύο το πρωί, δύο το μεσημέρι, δύο πριν ξαπλώσετε, μετά τα γεύματα. Αν ο πόνος επιμένει και μετά τη δεύτερη εβδομάδα, ελάτε πάλι να σας δω. Την πρώτη εβδομάδα δεν πρέπει να οδηγείτε, παρά μόνο αν είναι απολύτως αναγκαίο. Και καθόλου ναρκωτικά ή αλκοόλ».
«Σεξ, γιατρέ;»
«Μόνο το απολύτως αναγκαίο».
«Κι αυτό είναι πολύ περισσότερο απ’ ό,τι συνηθίζω τελευταία».
Στο τηλέφωνό μου είχα μία αναπάντητη από την Τζούντι. Υπέθεσα πως η Μαρί και ο Λίο την είχαν ενημερώσει για το συμβάν.
Της τηλεφώνησα. Αφού χτύπησε μια δυο φορές, κάποιος το σήκωσε και ακούστηκε η χαρακτηριστική φωνή της Τζούντι, ευγενική, γεμάτη ζωντάνια, λιγάκι βραχνή στο τέλος της κάθε φράσης της.
«Κατάστημα Χούλιχαν – πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
«Γεια», είπα εγώ. «Μόλις μετακόμισα στο χωριό και θα ήθελα να μάθω πού μπορώ να νοικιάσω μια καλή πορνοταινία».
Άκουσα την Τζούντι να γελάει στην άλλη άκρη της γραμμής. Μπορούσα να τη φανταστώ βαριεστημένη πίσω από τον πάγκο, να διαβάζει κανένα χοντρό βιβλίο, με ένα φλιτζάνι ανατολίτικο τσάι –με άρωμα βατόμουρο, τζίνσενγκ ή κάποια άλλη απ’ αυτές τις ποικιλίες που της αρέσουν– να αχνίζει δίπλα της.
Το κατάστημα της κυρίας Χούλιχαν ήταν εδώ και κάμποσους μήνες το πιο φανταχτερό κτίριο στο Κλένμπουραν. Πρόσοψη ροζ, παράθυρα βαμμένα κίτρινα κι ένα σωρό λουλούδια, σημαιάκια, κουδουνάκια και μικροί Βούδες καθισμένοι στα περβάζια. Στο ισόγειο βρισκόταν το παλιό μαγαζί της κυρίας Χούλιχαν, που προοριζόταν να καλύπτει τις ανάγκες των παραθεριστών και, κατά παράδοση, τον χειμώνα λειτουργούσε ως φαρμακείο, βιβλιοπωλείο και παιχνιδάδικο. Και για να νοικιάζεις ταινίες. Με τη συνταξιοδότηση της κυρίας Χούλιχαν όμως, πριν από δύο χρόνια, και την άφιξη της καινούργιας του ιδιοκτήτριας, της νεαρής και γεμάτης ζωντάνια Τζούντι Γκάλαχερ, το μαγαζί –και κατ’ επέκταση ολόκληρο το χωριό– είχε ζήσει μια μικρή επανάσταση. Τώρα το παλιό κατάστημα είχε γίνει, εκτός των άλλων, κέντρο εκμάθησης γιόγκα –με δύο μαθήματα τη βδομάδα που παρέδιδε η ίδια–, καθώς επίσης σαλόνι μασάζ και βελονισμού. Και επιπλέον, ανεπίσημα βέβαια, το μαγαζί είχε γίνει τελικά επιχειρησιακή βάση των γυναικών του χωριού, που μέχρι τότε ήταν αναγκασμένες να αρκούνται σ’ ένα μικρό δωματιάκι στο πίσω μέρος της μικρής εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ, όπου σχεδιάζονταν και παραδίδονταν μαθήματα κάθε είδους, καθώς και ταξίδια για ψώνια στο Μπέλφαστ ή στο Ντέιρι –ως και ένα στο Λονδίνο, πράγμα που απασχόλησε κάμποσο τους άντρες για αρκετές μέρες– και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, όπως η βραδιά υπαίθριου κινηματογράφου, που θα πραγματοποιούνταν στο Κλένμπουραν τον Ιούλιο. Δε χρειάζεται καν να πούμε πόσο ευχαριστημένες ήταν οι γυναίκες του χωριού με εκείνο το καινούργιο κέντρο επιχειρήσεων.
Εκτός από το μαγαζί και το «πολιτιστικό» κέντρο, η Τζούντι είχε αναδιαμορφώσει το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου φτιάχνοντας δυο δωμάτια με κουκέτες, που απευθύνονταν βασικά σε νεαρούς τουρίστες –είχε μάλιστα καταφέρει να μπει στον οδηγό Lonely Planet της Ιρλανδίας την περασμένη χρονιά–, αλλά και στους μουσικούς που έρχονταν να παίξουν παραδοσιακή μουσική στο Φάγκανς ή σε τουρίστες περαστικούς από την περιοχή που δεν κατάφερναν να βρουν δωμάτιο σε κανένα από τα δύο ξενοδοχεία του Ντάνγκλοου και κατέληγαν απελπισμένοι μες στη νύχτα να παρακαλάνε για ένα κρεβάτι όπου θα μπορούσαν να πέσουν να κοιμηθούν.
Και, εκτός απ’ όλα αυτά, η Τζούντι είχε την καλύτερη συλλογή από κλασικά DVD σε όλο το Ντονιγκόλ.
«Λοιπόν, διαθέτουμε μία μεγάλη συλλογή από ταινίες για ενήλικες. Σας αρέσουν τα ζώα; Οι νάνοι του τσίρκου; Τα ελαφρώς σαδομαζοχιστικά ίσως;»
«Αχ, καλά είναι όλα αυτά, αλλά μήπως έχετε τίποτα με φυτά; Σαν το Τρελές Κολοκύθες ΙΙΙ; Ξέρετε, εγώ μεγάλωσα σ’ ένα πολύ μικρό χωριό, μ’ ένα μεγάλο περιβόλι».
«Φτάνει, Πιτ», είπε γελώντας και πάλι η Τζούντι, «πες μου, πώς είσαι; Μου τηλεφώνησε η Μαρί και μου τα ’πε όλα. Γιατί δε μου τηλεφώνησες χτες το βράδυ;»
«Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω. Ήξερα πως είχες δουλειά στην πανσιόν. Κι εκτός αυτού, δεν είναι τόσο σοβαρό όσο ακούγεται».
«Γαμώτο, Πιτ, είναι σαν να έπεσε το αεροπλάνο σου και να επέζησες για να το περιγράψεις. Θα ήθελα να ερχόμουν να σε δω χτες το βράδυ, ακόμα κι αν χρειαζόταν να αφήσω για λίγο τις Γερμανίδες κλειδωμένες μέσα. Τέλος πάντων, είσαι καλύτερα; Τι ακριβώς έγινε;»
«Η αλήθεια είναι πως κι εγώ δεν το έχω πιστέψει ακόμα», είπα, εκφράζοντας μια σκέψη που μου είχε έρθει έξαφνα στον νου εκείνη τη στιγμή. Το φως. Ο στρόβιλος του γαλάζιου φωτός. «Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, αλλά νομίζω πως είμαι πια καλά. Μόνο το κεφάλι μου πονάει λίγο, αλλά μου έδωσε κάτι χάπια η γιατρός. Λέει πως σε μια δυο βδομάδες θα είμαι μια χαρά».
«Η Μαρί λέει πως δεν έπαθες ούτε γρατζουνιά – μόνο κάτι εγκαύματα στο δέρμα».
«Ναι, σαν τατουάζ είναι. Συνειδητοποίησα πως θα μου άρεσε να είχα ένα τατουάζ. Ίσως κάνω έπειτα απ’ όλα αυτά. Α και, επί τη ευκαιρία, έχασες ένα φοβερό δείπνο χτες. Και τους Ο’Ρουρκ».
Άφησε ένα σαρκαστικό γελάκι.
«Ναι, η Μαρί μού είπε πως αυτοί σε βρήκαν. Πάλι καλά που δεν ήρθα στο δείπνο, γιατί η Λόρα Ο’Ρουρκ θα είχε κάνει βιαστικά τους υπολογισμούς της και τώρα που μιλάμε εσύ κι εγώ μπορεί και να ’χαμε κάνα δυο εξώγαμα. Φαντάζομαι πως εσένα θα σε φακέλωσε κανονικά, ε;»
«Σχεδόν», αποκρίθηκα. «Προέβαλα μια κάποια αντίσταση».
«Έτσι νομίζεις…» είπε γελώντας. «Λοιπόν, μήπως χρειάζεσαι κάποιον να σε διασώσει απ’ αυτό το νοσοκομείο;»
«Αχ, ναι, σε παρακαλώ. Η γιατρός μού έδωσε ήδη κάτι χάπια και θέλουν απόψε να τους αδειάσω τη γωνιά».
«Δώσ’ μου μια δυο ώρες. Οι Γερμανίδες κάνουν ντους και μετά το πρωινό θα φύγουν. Μόλις αδειάσει η πανσιόν, έρχομαι. Θα επιβιώσεις μέχρι τότε;»
«Έτσι νομίζω».
«Εντάξει, λοιπόν τώρα πρέπει να σε αφήσω. Έχω πελάτισσα στο μαγαζί και το φοβερό είναι πως μάλλον κάτι θέλει να αγοράσει. Τα λέμε σε λίγο, Πίτερ Σπίθα».

Η Τζούντι με πήρε από την είσοδο του νοσοκομείου δύο ώρες αργότερα. Πετάχτηκε έξω απ’ το σκουροπράσινο Corsa της και ρίχτηκε στην αγκαλιά μου. Ήταν ο ορισμός της εικοσιεννιάχρονης κοπέλας. Γεμάτη σφρίγος, περιέργεια, εξυπνάδα. Και μ’ ένα τζιν παντελόνι που της πήγαινε χάρμα.
Την πρώτη φορά που την είχα δει να κάθεται σ’ ένα τραπέζι στο Φάγκανς, περιτριγυρισμένη από θαμώνες που την έτρωγαν με τα μάτια, σκέφτηκα πως μάλλον θα ήταν περαστική. Μέχρι εκείνη τη μέρα, στον κατάλογό μου με τις ντόπιες καλλονές πρώτη ερχόταν η Τερέζα Μαλόουν, η ταχυδρόμος του χωριού, μια κοκκινομάλλα γυναικάρα με μακριά πόδια και πλούσιο μπούστο, με την οποία φλέρταρα πότε πότε όρθιος πλάι στον φράχτη του κήπου μου, την ώρα που μου παρέδιδε την αλληλογραφία. Για κάποιο λόγο όμως, το ένστικτό μου της επιβίωσης με αποθάρρυνε από το να ασχοληθώ περισσότερο με τη δεσποινίδα Μαλόουν –από φόβο ίσως για έναν πρόωρο θάνατο από σύνθλιψη πάνω στο ίδιο μου το στρώμα– και από την ημέρα που είχα φτάσει στο Κλένμπουραν ποτέ δεν είχα περάσει τη νύχτα μου με καμία γυναίκα. Εκείνη τη μέρα, μπαίνοντας στο Φάγκανς, έκανα αυτό που συνήθιζα ως καλός νεοφερμένος: κάθισα σε μια γωνιά της σκοτεινής και δροσερής παμπ και προετοιμάστηκα να υπομείνω τη σκόπιμη αδιαφορία των ντόπιων. Ζήτησα μια μπίρα που άργησε να έρθει και κοίταξα διακριτικά ένα γύρο. Και, κάθε φορά που σήκωνα το βλέμμα μου, αργά ή γρήγορα, κάποια στιγμή συναντούσα το βλέμμα της Τζούντι, που μιλούσε με μια γυναίκα η οποία αργότερα έμαθα πως ήταν η κυρία Ντάγκλας.
Έπιασα κουβέντα με έναν άλλο πελάτη, έναν ψαρά ονόματι Ντόνοβαν, με δυο χέρια πελώρια, και σιγά σιγά, καθώς η μία ιστορία διαδεχόταν την άλλη, ξεπέρασα το όριο των τριών μισόλιτρων μπίρας. Εκείνη τη βραδιά έπρεπε να οδηγήσω πολύ προσεκτικά αν δεν ήθελα να καταλήξω με το αυτοκίνητό μου στον πάτο κανενός από κείνα τα λασπερά πηγάδια που ανοίγονταν δεξιά κι αριστερά του δρόμου. Κι ενόσω πίναμε, το βλέμμα μου σάρωνε την παμπ, με έναν και μοναδικό ξεδιάντροπο σκοπό. Ο ψαράς το κατάλαβε και τελικά έκανε ένα αστειάκι για την «αφηρημάδα» μου, ξύνοντας τη μύτη του και βάζοντας τα γέλια. Παραδέχτηκα, με μια σχετική ντροπή, ότι δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της και εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία να ρωτήσω και να μάθω περισσότερα για κείνη. Πώς την έλεγαν; Έμενε στο χωριό; «Τζούντι Γκάλαχερ», μου αποκρίθηκε ο ψαράς. «Εμφανίστηκε μια μέρα απ’ το πουθενά, πεζή, με έναν ταξιδιωτικό σάκο. Δεν ήταν τουρίστρια, αλλά ούτε και περαστική απ’ τα μέρη μας. Με κάποιον τρόπο είχε μάθει ότι η κυρία Χούλιχαν έψαχνε άνθρωπο να την αντικαταστήσει στο μαγαζί και με το που έφτασε πήρε τη δουλειά. Από τότε ζει μαζί μας και την αγαπάμε. Οι γυναίκες του χωριού είναι ξετρελαμένες με τα παράξενα πράγματα που τους μαθαίνει. Και οι ανύπαντροι άντρες θα σκοτώνονταν μόνο και μόνο για να κερδίσουν την προσοχή της. Κι όσοι έχουμε αρχίσει να γερνάμε πια, σαν και του λόγου μου, χαιρόμαστε απλώς και μόνο που την έχουμε κοντά μας».
Δεν το καθυστέρησα πολύ κι ένα απόγευμα πέρασα από το μαγαζάκι της κυρίας Χούλιχαν. Απ’ όλες τις δικαιολογίες που μου ήρθαν στον νου, επέλεξα αυτή του βίντεο. Ήταν μια καλή κάλυψη, κι εκτός αυτού, είχα ακούσει –απ’ τον Λίο και τη Μαρί– πως είχαν εκεί πέρα μια καλή συλλογή από κλασικές ταινίες που άξιζε τον κόπο να επιθεωρήσει κανείς, ενώ τις νοίκιαζαν και σχετικά φτηνά. Όταν μπήκα, η Τζούντι ήταν απασχολημένη με μία πελάτισσα. Με κοίταξε, χαμογέλασε και με καλωσόρισε. Εκείνη τη μέρα –το θυμάμαι ακόμα– φορούσε ένα μαύρο μπλουζάκι και μια φούστα με φαρδιές πολύχρωμες ρίγες. Το μπλουζάκι αναδείκνυε το σώμα της και ανακάλυψα πως ήταν πολύ πιο αδύνατη απ’ ό,τι μου είχε φανεί στο Φάγκανς κι ότι το στήθος, ο λαιμός και οι ώμοι της ήταν χάρμα οφθαλμών.
Αδιάφορα τάχα, λες κι είχα βρεθεί εκεί τυχαία, τη ρώτησα για τις ταινίες κι εκείνη μου έδειξε ένα ράφι στο βάθος. Την ευχαρίστησα και χώθηκα στο βάθος του μαγαζιού, κι όταν βρέθηκα μπροστά στο ράφι με τις ταινίες, έκλεισα τα μάτια μου και σκέφτηκα: Τι όμορφη που είναι! κι ένιωσα το αίμα μου να βράζει λες κι ήμουν έφηβος. Ύστερα προσπάθησα να ξεχαστώ λιγάκι κοιτώντας τις ταινίες. Ήταν αλήθεια, διέθετε μια καλή συλλογή. Από την παρουσία τίτλων όπως Το χρυσό παιδί, Ράμπο ή Πέρα από την Αφρική –οι δύο τελευταίες σε μορφή VHS–, συμπέρανα πως η κυρία Χούλιχαν είχε υπάρξει η προμηθεύτρια ονείρων και ψυχαγωγίας εκείνης της κοινότητας για πολλά χρόνια. Στα χαμηλότερα ράφια –μακριά από τις μεγάλες εμπορικές επιτυχίες– ανακάλυψα εκείνη την περιβόητη Κιβωτό του Νώε των κλασικών ταινιών για την οποία μου είχαν μιλήσει ο Λίο και η Μαίρη. Δυο τρεις ντουζίνες καλές ταινίες του Μπίλι Γουάιλντερ, του Ελία Καζάν, του Χίτσκοκ ή του Τζον Φορντ, χώρια μερικές πιο σύγχρονες, του Αλμοδόβαρ και του Γούντι Άλεν.
Ενώ διάβαζα το εξώφυλλο του Όλα για τη μητέρα μου –και τις πληροφορίες για το σάουντρακ του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας, του οποίου είμαι θαυμαστής–, εμφανίστηκε ξαφνικά δίπλα μου και μου είπε ότι της άρεσε πολύ αυτή η ταινία. Εγώ της απάντησα πως όλες οι ταινίες του Αλμοδόβαρ εν γένει μου φαίνονταν πολύ καλές, με εξαίρεση ίσως μια δυο μονάχα, κι έτσι αρχίσαμε να μιλάμε για κινηματογράφο κοιτώντας μία μία τις ταινίες που υπήρχαν εκεί. Κι όσο μιλούσαμε, εγώ πρόσεχα εκείνη. Διέκρινα την κόκνεϊ  προφορά της, πράγμα από το οποίο συμπέρανα πως ήταν Αγγλίδα, και μάλιστα Λονδρέζα. Είχε σίγουρα περάσει τα είκοσι πέντε, αλλά δεν πρέπει να πλησίαζε και τα τριάντα. Είχε μια ομορφιά από κείνες που δεν τυφλώνουν, που μπορούσες να την εξερευνήσεις και να συνειδητοποιήσεις ότι αυτές οι φακίδες ταίριαζαν θαυμάσια μ’ αυτή τη μύτη κι ότι αυτά τα μάτια φάνταζαν απύθμενα. Κουνούσε τα χέρια της νευρικά και είχε ένα μικρό, πολύ χαριτωμένο τικ στο δεξί της μάτι.
«Απ’ τις ταινίες του Γούντι προτιμώ το Μυστηριώδεις φόνοι στο Μανχάταν ή το Σφαίρες πάνω απ’ το Μπρόντογουεϊ, είναι πιο ρεαλιστικές, λιγότερο πειραματικές, αλλά…»
Και δεν μπορούσα να πάψω να αναρωτιέμαι τι δουλειά είχε ένα κορίτσι σαν κι αυτό σ’ ένα τέτοιο χωριό.
«Αυτή η κασετίνα του Μπίλι Γουάιλντερ περιλαμβάνει τα Φλόγα και πάθος, Η πρώτη σελίδα και Κατάσκοποι του Αλαμέιν, αλλά θα σ’ τη χρεώσω ως μία ταινία μόνο – τι λες;»
Εγώ προσπαθούσα να μην αποκαλυφθώ πέρα για πέρα από τον τρόπο που την κοίταζα, αλλά κι εκείνη δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω μου. Όποτε έστρεφα το βλέμμα μου προς το ράφι και μιλούσα για λίγο κοιτώντας αλλού, με το που ξαναγυρνούσα προς τη μεριά της, έβρισκα εκείνα τα δυο ζαφείρια καρφωμένα πάνω μου, με μια έκφραση παιχνιδιάρικη, λες και σκάρωνε κάποια σκανταλιά.
«Νομίζω πως θα πάρω την κασετίνα του Γουάιλντερ και μία ταινία του Αλμοδόβαρ: το Γύρνα πίσω. Πάντα ήθελα να την ξαναδώ… Θαρρώ πως κι ο τίτλος της αυτό σημαίνει. Σε παροτρύνει να επιστρέφεις ξανά και ξανά. Αχ, Θεέ μου, τι χαζό αστείο. Η καημένη, γέλασε για να μη με ντροπιάσει. Είχα αρχίσει να νιώθω ηλίθιος. Προσπαθεί απλώς να είναι ευγενική μαζί σου, κουφιοκέφαλε. Παίρνεις τις ταινίες που δε νοικιάζει κανείς άλλος.
Ύστερα από τόσα χρόνια γάμου, είχα ξεχάσει πώς να φλερτάρω… Μα τι λέω: ποτέ μου δεν ήξερα να φλερτάρω. Και τις λίγες φορές που το είχα κάνει ήταν επειδή οι γυναίκες μού είχαν ριχτεί.
«Εδώ μένεις;» με ρώτησε τελικά.
«Ναι, πάνε δυο μήνες περίπου που μετακόμισα σ’ αυτά τα μέρη. Μένω στο Τρέμορ Μπιτς».
«Α! Τότε θα ξέρεις τον Λίο και τη Μαρί. Έρχονται συχνά στο μαγαζί».
Δυο πελάτισσες διέκοψαν τη συζήτησή μας κι εγώ ηλιθιωδώς αποφάσισα πως η στιγμή ήταν κατάλληλη για να του δίνω. Πλήρωσα, τη χαιρέτησα και βγήκα από το μαγαζί παίρνοντας βαθιές ανάσες.
Από τότε με την Κλεμ και μετά είχα μόνο δυο χαζές και εφήμερες περιπέτειες, για τις οποίες το ’χα σχεδόν μετανιώσει. Η πρώτη, ένα μήνα αφότου είχα μάθει για την Κλεμ και τον Νιλς, με μια σπουδάστρια του βιολιού στο Ωδείο του Άμστερνταμ, που την είχα γνωρίσει σε μια γιορτή στο σπίτι του Μαξ Σίφερ – του σπουδαίου μου συναδέλφου και προστάτη της σεξουαλικής μου ζωής προ και μετά διαζυγίου. Η δεύτερη με μία πρώην αεροσυνοδό της KLM που είχα γνωρίσει όχι σε κανένα αεροπλάνο αλλά στο σούπερ μάρκετ. Πέρα απ’ αυτές τις δυο φορές που είχα ξεδώσει όμως, δεν είχα βρει καμία γυναίκα που να μου κεντρίσει την περιέργεια όπως η Τζούντι Γκάλαχερ.
Την ξανάδα ύστερα από μία εβδομάδα και με το που μπήκα στο μαγαζί τα βλέμματά μας συναντήθηκαν και χαμογελάσαμε κι οι δυο.
«Έι!»
«Έι!»
Εκείνη ήταν απασχολημένη κι εγώ περίμενα υπομονετικά πλάι στο ράφι με τις ταινίες, παριστάνοντας πως τις κοίταζα. Τότε ακούστηκε πίσω μου η φωνή της.
«Είσαι ο Χάρπερ, ο μουσικός, έτσι;»
Η Μαρί ήταν τακτική πελάτισσα του μαγαζιού κι εγώ είχα αναφέρει το Τρέμορ Μπιτς στην προηγούμενη επίσκεψή μου, οπότε η εξίσωση είχε φέρει αποτελέσματα και η Τζούντι ήξερε πια κάτι για μένα –στην πραγματικότητα ήξερε περισσότερα από «κάτι»–, αφού η Μαρί και εκείνη, απ’ ό,τι έμαθα αργότερα, είχαν πιει μαζί τσάι μιλώντας για κείνον τον «μυστηριώδη και ενδιαφέροντα τύπο με το μουσάκι» που είχε νοικιάσει μία ταινία απ’ το μαγαζί πριν από μερικές μέρες.
Αυτή τη φορά δε βιάστηκα καθόλου. Πελάτες έμπαιναν, έβγαιναν κι εγώ περίμενα υπομονετικά κοιτώντας το ράφι με τις ταινίες ή τα βιβλία για τον διαλογισμό, τη γιόγκα, την εναλλακτική ιατρική ή τη συλλογή με τα αγαλματάκια του Βούδα που στέκονταν στη σειρά μπροστά απ’ τον πάγκο. Είχα αποφασίσει πως θα της πρότεινα να βγούμε μαζί το ίδιο εκείνο βράδυ και έτσι έκανα. Της πρότεινα να πάμε για μια μπίρα –συνοδευόμενη κι από τη σχετική κουβεντούλα– στο Φάγκανς, και πράγματι εκεί πήγαμε όταν έκλεισε το μαγαζί. Ήταν Τρίτη και έριχνε καρεκλοπόδαρα. Το Φάγκανς ήταν μισοάδειο και το καλύτερο τραπέζι του, πλάι στο τζάκι, ελεύθερο. Εκεί καθίσαμε να στεγνώσουμε τα ρούχα μας και να πιούμε.
Αρχίσαμε να μιλάμε για το χωριό και για το πώς είχαμε βρεθεί εκεί. Εγώ της είπα για το Άμστερνταμ, το Δουβλίνο, το διαζύγιό μου και την κρίση που περνούσα ως καλλιτέχνης. Της έδωσα πλήρη αναφορά του βίου και του έργου μου κι εκείνη με άκουγε σιωπηλή πίνοντας την Guinness της και καρφώνοντάς με με τα γαλάζια, γεμάτα ζωή και πανέξυπνα μάτια της. Όταν όμως ήρθε η δική της σειρά, περιορίστηκε σε γενικότητες. Μου είπε πως ήταν Σκοτσέζα, από ένα μικρό ψαροχώρι στα βόρεια του Ινβερνές, όπου «τα κύματα έσκαγαν στην ακτή με έναν εκκωφαντικό θόρυβο που τρέλαινε τον κόσμο». Μίλησε λιγάκι για την οικογένειά της, που η ίδια την περιέγραψε ως «δυσλειτουργική και καταθλιπτική». Άλλα σχόλια δεν έκανε επί του θέματος. Νομίζω πως, αφότου είχε φύγει από κει, με το που έκλεισε τα δεκαοχτώ της χρόνια, δεν πρέπει να τους είχε ξαναδεί.
Σπούδασε ψυχολογία στο Λονδίνο κι έπιασε δουλειά σ’ ένα νοσοκομείο. Εκεί ακολουθούσε ένα κενό πέντε έξι χρόνων που η Τζούντι το προσπέρασε με μια φράση: «Με έκαψε το Λονδίνο». Ύστερα είχε κάνει ένα μεγάλο ταξίδι στην Ινδία, όπου ήρθε σε επαφή με τον κόσμο του πνευματισμού, των ενεργειακών πεδίων, της εναλλακτικής ιατρικής και της γιόγκα. «Πήγα μόνη μου και για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωθα ελεύθερη, δυνατή και ανεξάρτητη». Εκεί αποφάσισε πως ήθελε να ζήσει σ’ έναν τόπο που θα την έκανε να νιώθει σαν άνθρωπος κι όχι σαν καμιά μηχανή παραγωγής πραγμάτων για τους άλλους.
«Ναι, αλλά γιατί στην Ιρλανδία;» την παρότρυνα εγώ να συνεχίσει. «Γιατί στο Κλένμπουραν;»
«Γυρίζοντας στην Ευρώπη, έμεινα ένα καλοκαίρι σε μια φίλη μου στο Βερολίνο. Μια βραδιά ζωγραφίσαμε τις γραμμές στις παλάμες μας με μελάνι και ύστερα τις τυπώσαμε πάνω σ’ έναν χάρτη. Η γραμμή της ζωής μου διέσχιζε τη Σκοτία και κατέληγε σ’ ένα μέρος στον βορρά, ανάμεσα σε δύο χερσονήσους. Και γιατί όχι; σκέφτηκα».
«Αλήθεια;» τη ρώτησα. «Μου λες δηλαδή πως ήρθες εδώ βάζοντας στην τύχη το δάχτυλό σου πάνω στον χάρτη;»
«Όχι το δάχτυλο – ολόκληρο το χέρι μου».
Άρχισα να χάνω την υπομονή μου με τη μικρή. Ήταν όμορφη και έξυπνη, αλλά έπαιζε ένα παράξενο παιχνίδι. Σαν τον Μικρό Πρίγκιπα του Εξιπερί, που του άρεσε να ρωτάει αλλά σιχαινόταν να απαντάει. Και τι νόημα είχε εκείνο το παραμύθι με τις γραμμές στην παλάμη της, που ούτε και η ίδια το πίστευε;
Παρ’ όλα αυτά, είχε κάτι πάνω της που με τραβούσε – μία τεράστια δίνη, θαρρείς, μέσα στα μάτια της. Φωτιά, επαναστατικότητα – δεν ξέρω να πω. Λες κι εκείνα τα τρελά κύματα της Σκοτίας εξακολουθούσαν να σκάνε ορμητικά κάπου εκεί μέσα. Και, κάτω από όλη εκείνη την εξεζητημένη ιστορία για την Ινδία και τις γραμμές της παλάμης της, αναδευόταν μια προσωπικότητα γλυκιά, λεπταίσθητη και θερμή, που μου προξενούσε τεράστια περιέργεια. Ήταν με λίγα λόγια σαν το παλιό τζάκι του Φάγκανς: ένα μέρος όπου μπορούσες να μείνεις για πάντα.
Όταν τελικά ο κύριος Ντάγκλας μάς έδιωξε και βγήκαμε στον δρόμο, εξακολουθούσε να βρέχει. Τρέξαμε μέχρι το μαγαζί, όπου είχα παρκάρει το αυτοκίνητό μου, κι εκείνη μου είπε πως ήμουν πολύ μεθυσμένος για να οδηγήσω μέχρι την ακτή, ότι δεν μπορούσε να με αφήσει να φύγω έτσι. «Εντάξει λοιπόν», της είπα εγώ, «θα νοικιάσω μια κουκέτα στην πανσιόν σου». Εκείνη χαμογέλασε και με είπε χαζούλη. Και εκεί, κάτω από τη βροχή, ακουμπώντας στο καπό του Volvo μου, φιληθήκαμε για πρώτη φορά. Ύστερα ανεβήκαμε στην πανσιόν και για ολόκληρη την επόμενη μέρα είχε κρεμασμένη έξω από την πόρτα την ταμπέλα που έλεγε «πλήρες».
Καταφέραμε να το κρατήσουμε μυστικό για κανένα μήνα πάνω κάτω, μέχρι που μια μέρα ο Λίο μού έκανε μία από τις αιφνιδιαστικές του επισκέψεις, όπως συνήθιζε μετά το τζόκινγκ στην παραλία, και βρήκε την Τζούντι να φτιάχνει καφέ στην κουζίνα μου φορώντας μονάχα ένα μπλουζάκι. Γελούσε μια ολόκληρη βδομάδα με την έκφραση που ζωγραφίστηκε στα πρόσωπά μας, ενώ υποθέταμε ότι και στο χωριό είχαν αρχίσει στο μεταξύ να βγάζουν τα συμπεράσματά τους. «Πολλές ταινίες νοικιάζετε, κύριε Χάρπερ». «Πού πηγαίνετε μαζί τα βράδια; Μήπως έχετε κανένα σινεμά στο σπίτι σας;» Ο Λίο και η Μαρί παραδέχτηκαν πως η ιστορία μας ήταν σαν ένα μπαλόνι με οξυγόνο για τη σκουριασμένη, βουτηγμένη στη ρουτίνα κοινωνική ζωή του Κλένμπουραν.
«Μα… το πάτε σοβαρά ή…;»
«Όχι… είναι μια περιπέτεια μονάχα. Είμαστε φίλοι που αγγίζονται κιόλας… Ο καθένας στο σπιτάκι του και όλοι χαρούμενοι – κατάλαβες τώρα…»

Η Εθνική οδός μεταξύ Ντάνγκλοου και Κλένμπουραν ήταν σαν πίστα για αγώνες ράλι, όχι όμως και για την Τζούντι. Διανύσαμε εξήντα πέντε χιλιόμετρα γεμάτα στροφές μέσα σε λιγότερο από πενήντα λεπτά, ενώ εγώ σκεφτόμουν πως θα ήταν μεγάλη ειρωνεία να επιβιώσω από κεραυνό για να σκοτωθώ την επόμενη μέρα σε αυτοκινητικό. Βάλαμε βενζίνη στο πρατήριο του Άντι, στο Κλένμπουραν, κι αγοράσαμε δυο πράγματα για το δείπνο κι ένα μπουκάλι κρασί – «Αν δεν το βρεις στου Άντι, δεν το χρειάζεσαι στ’ αλήθεια» ήταν το σλόγκαν του. Ύστερα διασχίσαμε το χωριό και συνεχίσαμε για την παραλία.
Ανάμεσα στο Κλένμπουραν και το Τρέμορ Μπιτς υπήρχε μια μεγάλη έκταση με λιβάδια, έλη και χαμηλούς λόφους, απ’ όπου περνούσε ένας στενός δρόμος, που παλιά τον χρησιμοποιούσε ο στρατός. Ύστερα από δεκάξι χιλιόμετρα, ο δρόμος έστριβε προς τους γκρεμούς και μπορούσες να συνεχίσεις ευθεία μόνο αν έπαιρνες έναν άλλο δρόμο, ακόμα πιο στενό, χαλικόστρωτο, που διέσχιζε παλιά βοσκοτόπια οριοθετημένα από πέτρινα τοιχία, στις βάσεις των οποίων φύτρωναν πανέμορφα αγριολούλουδα όλες τις εποχές του χρόνου.
Περνώντας και τον τελευταίο λόφο, αντίκριζες τη γαλάζια απεραντοσύνη του ωκεανού. Σ’ εκείνο το σημείο η μυρωδιά της αλμύρας μπερδευόταν μ’ εκείνη του κάμπου και των κοπαδιών – πότε πότε και με τη μυρωδιά της τύρφης που καιγόταν σε κάποιο μακρινό τζάκι. Και τότε ακριβώς, ίσα ίσα εκείνη τη στιγμή, εμφανιζόταν μπροστά στα πόδια σου η μικρή, λευκή παραλία του Τρέμορ Μπιτς, χωμένη ανάμεσα σε δύο βραχίονες από μαύρο σχιστόλιθο.
«Εδώ έγιναν όλα», είπα στην Τζούντι όταν φτάσαμε στο Δόντι του Μπιλ.
Σταματήσαμε και κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο κι εκεί ξανάφερα στον νου μου όσα θυμόμουν από την προηγούμενη νύχτα. Το κλαδί που είχα βγάλει απ’ τον δρόμο είχε μείνει στην άκρη, με τη μαυρισμένη του άκρη, και στο σημείο που θυμόμουν ότι με είχε πετύχει ο κεραυνός φαίνονταν ίχνη από λάστιχα και ανακατεμένη άμμος.
«Ο Φρανκ Ο’Ρουρκ πρέπει να με βρήκε εδώ, ξαπλωμένο μες στο σκοτάδι – φαντάσου λαχτάρα που θα πήρε».
«Φαντάζομαι τη γυναίκα του να του λέει να περάσει από πάνω σου», αστειεύτηκε η Τζούντι.
Με αγκάλιασε και μείναμε σιωπηλοί, νιώθοντας τον αέρα που φυσούσε γητεμένος αλλά που εκείνη τη βραδιά δεν έφερνε μαζί του καταιγίδα.
«Για όνομα του Θεού, Πιτ, δε διάβασες ποτέ σου ότι δεν πρέπει να πλησιάζεις τα δέντρα τις νύχτες που πέφτουν κεραυνοί;» είπε πριν μου δώσει ένα γλυκό φιλί στα χείλη.
Εκείνη τη βραδιά η Τζούντι μαγείρεψε γεμιστές μελιτζάνες και φάγαμε μπροστά στο τζάκι συνοδεύοντας το δείπνο μας και μ’ ένα μπουκάλι χιλιανό κρασί, απ’ το οποίο εγώ γεύτηκα ένα μόνο ποτήρι. Ύστερα εκείνη με έγδυσε κι έμεινε να κοιτάζει τα εγκαύματά μου που σχημάτιζαν την εικόνα ενός δέντρου. Κάναμε έρωτα πάνω στο χαλί και μας πήρε ο ύπνος εκεί, μες στα σκεπάσματα.
Τα μεσάνυχτα με ξύπνησε εκείνος ο πονοκέφαλος. Ήταν σαν ένας παλμός που είχε τη ρίζα του στο κέντρο του κρανίου μου. Πήγα να βρω τα χάπια που μου είχε δώσει η γιατρός και τα είχα αφήσει στο σακάκι μου. Πήρα ένα και γύρισα στο σαλόνι.
Η Τζούντι έβλεπε πάλι ένα από κείνα τα όνειρα που την τάραζαν. Εφιάλτες. Την ξύπνησα με μια αγκαλιά, για να μην την τρομάξω, και τη φίλησα γλυκά. Ανεβήκαμε στην κρεβατοκάμαρα. Τα σεντόνια ήταν κρύα και αγκαλιαστήκαμε για να ζεσταθούμε. Ύστερα κοιμηθήκαμε κι εγώ είδα στον ύπνο μου τον Λίο και τη Μαρί.
Στο όνειρό μου ήμασταν και πάλι στο νοσοκομείο του Ντάνγκλοου, μόνο που αυτή τη φορά δεν ήμουν εγώ ο άρρωστος, αλλά ο Λίο. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα φορείο και δεν κουνιόταν καθόλου. Κάποια στιγμή, μες στ’ όνειρο, συνειδητοποίησα πως ήταν νεκρός. Το σεντόνι που τον σκέπαζε ήταν μουσκεμένο στο αίμα. Είχε τα μάτια του ανοιχτά και το στόμα του φάνταζε σαν σκοτεινό και άπατο πηγάδι.

5

 

Έπειτα από καμιά δυο μέρες όλα τα ίχνη της καταιγίδας είχαν σβηστεί κι άρχισε να κάνει τόσο καλό καιρό που πολλοί σκέφτηκαν πως το καλοκαίρι είχε έρθει νωρίτερα. Πέρασα μερικές μέρες άρρωστος στο σπίτι, με πονούσε το κορμί μου κι ένιωθα όλους τους μυς μου κουρασμένους, λες και κάποιος μου είχε ρίξει το ξύλο της χρονιάς μου. Και είχα κι εκείνο τον πονοκέφαλο. Έπαιρνα τα χάπια μου τακτικά, κρατούσα το δωμάτιο μισοσκότεινο –το φως με ενοχλούσε ακόμα λιγάκι στα μάτια– και άκουγα ώρες ολόκληρες κλασική μουσική – κομμάτια που υπήρχαν στο iPod μου και που ποτέ δεν είχα καταφέρει να ασχοληθώ μαζί τους.
Τα βράδια κατέβαινα κι έπαιζα πιάνο, κι όταν λέω «έπαιζα», το εννοώ κυριολεκτικά: το άγγιζα, το ψηλάφιζα, το χάιδευα, λες κι ήταν κανένα μαγικό λυχνάρι που έπρεπε να το τρίψει κανείς για να βγει από μέσα του ένα φιλικό τζίνι: «Καλησπέρα, Πίτερ, θα ικανοποιήσω τρεις επιθυμίες σου. Ποιες θέλεις να είναι;»
«Μία επιθυμία έχω μονάχα: να ακούσω και πάλι τις μελωδίες μες στον νου μου».
Ενώ έκανα ντους, ενώ περπατούσα ή διάβαζα ένα βιβλίο. Να τις σιγοτραγουδώ για κάμποση ώρα, από φόβο μην τυχόν και τις χάσω, και να φτάνω στο σπίτι ίσα ίσα προλαβαίνοντας να τις γράψω σε ένα πεντάγραμμο. Πόσες φορές δεν έγινε έτσι. Πόσα όμορφα πράγματα προέκυψαν απ’ το τίποτα, από κείνη τη μαγική πηγή που φάνταζε ανεξάντλητη. Και για δες με τώρα: κάθομαι και διαβάζω μελέτες περί σύνθεσης, μήπως και καταφέρω να γράψω κάτι κλέβοντας ιδέες. Είμαι έξω απ’ τον μαγικό κύκλο. Τώρα είμαι ένας ακόμα από τους μέτριους, απ’ τις αμέτρητες χιλιάδες των μετρίων που περνούν τη μισή τους ζωή μέχρι να καταφέρουν να συνθέσουν κάτι υποφερτό. Πάει πια η αστερόσκονη. Πάει και δε θα ξανάρθει ποτέ πια. Κάποτε, κατά τη διάρκεια μιας γιορτής στο εξοχικό ενός μεγάλου και τρανού της βρετανικής τηλεόρασης, γνώρισα κάποιον απ’ αυτούς τους συνθέτες της «μίας και μόνης επιτυχίας», έναν τύπο που είχε κάνει μια μικρή περιουσία με έναν μόνο δίσκο στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και την είχε ξοδέψει όλη σε ποτά και κόκα μέσα σε τρία μόλις χρόνια. Τώρα δούλευε για κείνον τον σπουδαίο και τρανό σερβίροντας στα τραπέζια του. Αλήθεια λέω, δεν κάνω πλάκα. Σέρβιρε κρασί στα ποτήρια και μιλούσε μ’ έναν παπαγάλο. Ο προσωπικός γελωτοποιός ενός εκατομμυριούχου. Τουλάχιστον είχε βρει μια δουλειά. Υπάρχουν κι άλλοι με πολύ χειρότερη κατάληξη. Ίσως κι εγώ;

Το πρωί της τέταρτης μέρας μετά το ατύχημα ξύπνησα σχεδόν χωρίς καθόλου πόνο, νιώθοντας μόνο έναν μακρινό παλμό στο κέντρο του κεφαλιού μου. Κατά τα άλλα, ήμουν μια χαρά, γεμάτος ενέργεια, κι αποφάσισα ότι μπορούσα να εκμεταλλευτώ τον καλό καιρό για να κάνω μερικά μαστορέματα. Φόρεσα ένα παλιό τζιν, ένα πρόχειρο πουκάμισο και κάτι μπότες Timberland. Όποιος με έβλεπε με τα μαλλιά μαζεμένα αλογοουρά και τα Ray-Ban γυαλιά μου, θα έλεγε ότι ο Νιλ Γιανγκ έμενε σε μια παραλία της Ιρλανδίας. Ήπια ένα φλιτζάνι τσάι με γεύση βατόμουρο ακούγοντας τους Kinks στο Ρέιντιο Κόουστ να τραγουδάνε πόσο χάλια είναι να νιώθει κανείς «Ήρωας από σελιλόιντ»  κι ύστερα πήρα το αυτοκίνητο και πήγα στο χωριό. Σκεφτόμουν ν’ αγοράσω γυαλόχαρτο, βούρτσες και μπογιά για να επισκευάσω τον φράχτη του κήπου, που είχε πάθει κάμποσες ζημιές ύστερα από έναν μακρύ και σκληρό χειμώνα. Αυτός ο καταραμένος ο φράχτης! Αν ήξερα όλα όσα θα συνέβαιναν από κείνη τη στιγμή κι έπειτα, θα τον είχα ξεπατώσει από τη ρίζα το ίδιο εκείνο απόγευμα.
Όπως ακριβώς το είχε προβλέψει ο Λίο, η ιστορία του ατυχήματός μου με τον κεραυνό είχε διαδοθεί ταχύτατα σε όλο το Κλένμπουραν. Στο μαγαζί του Τζον Ντάραν συνάντησα το μισό χωριό κι όλοι με ρωτούσαν για την υγεία μου. «Σαν να γεννηθήκατε δεύτερη φορά, κύριε Χάρπερ!» «Αγοράσατε λαχείο;» «Δοκιμάσατε να βάλετε μια λάμπα στο στόμα σας;» Ο Ντάραν δε με άφησε καν να προσπαθήσω να βάλω τη χορτοκοπτική μηχανή στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου μου. Φώναξε τον γιο του τον Όουεν, έναν κοκκινομάλλη νεαρό με φακίδες που πάντα φαινόταν να ’ναι στον δικό του κόσμο, και μαζί οι δυο τους τη φόρτωσαν στο αμάξι. «Καλό θα ήταν να σκεπάσετε κάπως εκείνο το φρεάτιο, αλλιώς θα ξαναπέσετε πάνω του», με συμβούλεψε. «Αν θέλετε, μπορεί να περάσει μια μέρα ο Όουεν και να του ρίξει μια ματιά. Και να θυμάστε αυτό που σας είπα για το βερνίκι. Θέλει τουλάχιστον τρία χέρια, αλλιώς θα το φάει αυτή η καταραμένη αλμύρα πριν από το τέλος του καλοκαιριού».
Ύστερα έκανα μια βόλτα στο χωριό. Σιγά σιγά είχαν αρχίσει να εμφανίζονται καινούργια πρόσωπα. Το Κλένμπουραν ήταν μια μικρή κοινότητα που δεν ξεπερνούσε τις εκατόν πενήντα ψυχές τον χειμώνα, αλλά το καλοκαίρι έφτανε τις οχτακόσιες. Όλο κι όλο το χωριό δεν ήταν παρά δύο μονάχα δρόμοι: η Χάι Στριτ και η Μέιν Στριτ, που κατηφόριζε ως το μικρό λιμάνι, όπου δυο τρεις ψαρόβαρκες τιμούσαν ακόμα την παλιά επαγγελματική παράδοση και κάθε πρωί έβγαζαν μερικούς φρέσκους αστακούς. Τον χειμώνα οι περισσότεροι πακετάρονταν κι έφευγαν την ίδια κιόλας μέρα για την αγορά του Ντέρι, αλλά το καλοκαίρι, με την άφιξη των τουριστών, υπήρχε μια κάποια κίνηση στην ιχθυόσκαλα του λιμανιού, κι εκεί έκαναν τις προμήθειές τους τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία των περιχώρων. Κατά τα λοιπά, η οικονομία της περιοχής περιοριζόταν στην κτηνοτροφία –παραγωγή γάλακτος, τυριού και μαλλιού–, τον τουρισμό και καμιά βιοτεχνία, όπως αυτές που κατασκεύαζαν παλτά και τραγιάσκες από τουίντ.
Η Μέιν Στριτ ξεκινούσε σχεδόν έξω απ’ το χωριό, στη διασταύρωση με την Εθνική οδό, και εκεί βρισκόταν ένα από τα κομβικά σημεία –εκτός από το εκκλησάκι του Αγίου Μιχαήλ– αναφορικά με την κοινωνική ζωή του μικρού αυτού χωριού: το κατάστημα του Άντι, κάτι ανάμεσα σε βενζινάδικο, φούρνο όπου μπορούσες να βρεις φρέσκο ψωμί, εστιατόριο για γρήγορο φαγητό, πρακτορείο Τύπου, καπνοπωλείο και καφετέρια σελφ σέρβις. Εκεί μπορούσες να βρεις σχεδόν τα πάντα. Πετρέλαιο για σόμπες, λίπασμα για τον κήπο, τύρφη, μπαταρίες αυτοκινήτου, ανταλλακτικά για μηχανές βάρκας, σπόρους φυτών, σακούλες με πάγο, μπίρα…
Τα υπόλοιπα από τα λιγοστά καταστήματα του Κλένμπουραν ήταν σκορπισμένα στη Μέιν Στριτ δίχως καμία εμφανή τάξη. Το κατάστημα του Ντάραν ψηλά, το Φάγκανς, ένα κινέζικο εστιατόριο και, τέλος, το κατάστημα-πανσιόν-κοινωνικό και πολιτιστικό στέκι της δεσποινίδας Χούλιχαν.
Βρήκα την Τζούντι στο μαγαζί της μαζί με τη Μαρί και μια ομάδα γυναικών που ασχολούνταν με τη διοργάνωση της βραδιάς υπαίθριου κινηματογράφου του Κλένμπουραν, που θα γινόταν τον Ιούλιο. Συζητούσαν ποιο θα ήταν το καταλληλότερο σημείο για να τοποθετηθούν η οθόνη και ο προτζέκτορας.
Ο καθοριστικός παράγοντας ήταν ο καιρός. Έπρεπε να υπάρχει και ένα εναλλακτικό σχέδιο σε περίπτωση που έβρεχε, πράγμα που ήταν πιθανό ακόμα κι ένα καλοκαίρι με τόσο ωραίο καιρό σαν κι αυτόν που όλοι περίμεναν εκείνη τη χρονιά. Η παλιά αποθήκη πλάι στο λιμάνι θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως καταφύγιο αν ανέκυπτε ανάγκη, αλλά, σε τέτοια περίπτωση, ήταν πολλά αυτά που έπρεπε να αλλάξουν.
Και η Λόρα Ο’Ρουρκ ήταν εκεί. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα μετά τη βραδιά του ατυχήματος. Αφηγήθηκε με κάμποσες υπερβολές, οφείλω να πω, το πώς με είχαν βρει πεσμένο καταμεσής του δρόμου, «μισοπεθαμένο», και πώς η ίδια δεν είχε μπορέσει να βγει από το αυτοκίνητο. «Ο Φρανκ γονάτισε, πήρε τον σφυγμό σας κι εγώ το μόνο που κατάφερα ήταν να προσευχηθώ για την ψυχή σας, κύριε Χάρπερ», είπε, πιάνοντάς με από το χέρι, ενώ στα μάτια της γυάλιζαν κάτι δάκρυα που τελικά δεν κύλησαν. Ύστερα ανακοίνωσε πως θα μου ζητούσε μια χάρη, εξ ονόματος όλων των γυναικών που ασχολούνταν με τη διοργάνωση της βραδιάς υπαίθριου κινηματογράφου: «Πιστεύω πως είστε ο ιδανικός άνθρωπος για να εκφωνήσει την εναρκτήρια ομιλία, κύριε Χάρπερ. Θα το κάνετε; Θα μπορούσατε ίσως ακόμα και να παίξετε ένα μικρό κομμάτι. Αχ, ναι! Αυτό θα ήταν καταπληκτικό».
Σκέφτηκα πως η Τζούντι ή η Μαρί θα παρενέβαιναν για να με σώσουν, αλλά έκαναν το ακριβώς αντίθετο: εξέφρασαν την άποψη πως αυτή η ιδέα ήταν φανταστική.
«Θα μπορούσες ίσως να συνοδεύσεις με το πιάνο σου μια βουβή ταινία μικρού μήκους», είπε η Τζούντι, «αν και δεν ξέρω πώς θα μπορούσαμε να μεταφέρουμε ένα πιάνο μέχρι το λιμάνι».
Εγώ κατένευσα, με ένα ύφος που έλεγε: «Ναι, ωραίο θα ήταν, αλλά δύσκολο να μεταφέρω το πιάνο μου μέχρι το λιμάνι του Κλένμπουραν».
«Μα, δε χρειάζεται να είναι πραγματικό πιάνο – σωστά, Πιτ;» είπε τότε η Μαρί. «Μπορεί να είναι ηλεκτρικό. Με βαρυκεντρισμένα πλήκτρα. Θα μπορούσαμε να το νοικιάσουμε. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτή η ιδέα, Τζούντι».
Οι γυναίκες άρχισαν να χειροκροτούν αμέσως κι εγώ δεν μπορούσα παρά να χαμογελάσω και να κατανεύσω ελαφρά, με την ελπίδα κάτι να πάει στραβά και το σχέδιο να ματαιωθεί στο τέλος –να μη βρουν πιάνο, να κοστίζει πάρα πολύ η μεταφορά του–, αν και ήξερα ότι από κείνη τη στιγμή κι έπειτα δεν είχα τρόπο διαφυγής και ότι κάτι –ομιλία, μουσική ερμηνεία, κάτι– θα έπρεπε να κάνω για τη βραδιά υπαίθριου κινηματογράφου.
Προσφέρθηκα να πάρω μαζί μου τη Μαρί πηγαίνοντας για το Τρέμορ Μπιτς, αλλά μου είπε ότι θα περίμενε τον Λίο, που είχε πάει στο Ντάνγκλοου για κάτι δουλειές και θα επέστρεφε σύντομα. Οπότε εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία για να ρίξω μια μικρή τσιμπιά στα όμορφα οπίσθια της Τζούντι, καθιστώντας της σαφές πως είχα αναρρώσει πια και ήμουν έτοιμος να της το αποδείξω όποτε ήθελε. Ύστερα αποχαιρέτησα τις κυρίες του χωριού, πήρα το αμάξι και γύρισα στην παραλία, με το Volvo μου φορτωμένο μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε άλλο. Άνοιξα τα παράθυρα και γέμισα τα ρουθούνια μου μ’ εκείνη την ωραία μυρωδιά της αλμύρας και της τύρφης, που όμοιά της δεν υπάρχει στον κόσμο.
Το σπίτι μου ήταν χτισμένο σ’ ένα μικρό ακρωτήρι στην άκρη της παραλίας. Ήταν ένα αρκετά μοντέρνο κτίριο –της δεκαετίας του ’70–, διώροφο, με στέγη από σχιστόλιθο και μια μεγάλη βεράντα από ξύλο, χτισμένη πάνω στον ίδιο εκείνο αμμόλοφο που ένωνε εκείνη τη λωρίδα στεριάς με την ακτή μέσω μιας σκάλας. Αυτή η λεπτομέρεια, η σκάλα, ήταν κάτι που το φανταζόμουν από μικρός –ίσως επειδή κάπου το είχα δει– και όταν μίλησα με την Ίμοτζεν Φιτζέραλντ –τη μεσίτρια από το γραφείο που μου είχε βρει εκείνο το σπίτι– και μου είπε πως «…έχει κάτι ξύλινα σκαλοπάτια που βυθίζονται στην άμμο…» ήταν λες και μου πάτησαν κάποιο κουμπί. «Ναι! Ακούγεται ιδανικό, ακριβώς αυτό που ψάχνω. Πότε μπορούμε να πάμε να το δούμε;»
Πήγαμε τον Οκτώβριο του 2009, ένα γκρίζο απόγευμα με μεγάλα, παράξενα σύννεφα στον ουρανό. Το σπίτι άστραφτε σαν θησαυρός κρυμμένος στην άμμο. Λευκή πρόσοψη, γκαζόν γύρω γύρω και ένας κομψός ξύλινος φράχτης που όριζε τα σύνορα της ιδιοκτησίας. Κι απέναντί του ο ωκεανός και μια παραλία τριών χιλιομέτρων, ανάμεσα στα απόκρημνα μαύρα βράχια. Είπα το ναι πριν καλά καλά μπούμε μέσα.
Έλεγαν πως το Τρέμορ Μπιτς βρισκόταν στην περιοχή της χερσονήσου που χτυπούσαν περισσότερο οι άνεμοι κι ότι γι’ αυτό κανείς δεν έχτιζε εκεί. Είχα ακούσει επίσης να λένε ότι το έδαφος ήταν πολύ αμμώδες σ’ εκείνη την περιοχή κι ότι κάθε χρόνο υποχωρούσε μερικά εκατοστά, γεγονός που εξηγούσε τις ρωγμές στους τοίχους του σπιτιού μου και την ελαφρά κλίση που είχε πάρει το μικρό μπάνιο του ισογείου.
Ο Λίο ήταν της γνώμης πως είχαμε απλώς σταθεί τυχεροί. Τα τελευταία χρόνια είχαν αρχίσει να ξεφυτρώνουν παντού τα εξοχικά σαν τα μανιτάρια μετά τη βροχή, κι εκείνο το μέρος ήταν ό,τι ονειρευόταν κανείς όταν έφερνε στον νου του το Ντονιγκόλ: μια μεγάλη άδεια παραλία, αμμόλοφοι γεμάτοι χορτάρι, μεγάλα λιβάδια κι ο άνεμος για μόνη σου συντροφιά.
«Πιστεύεις πως θα μπορούσα να στριμώξω κι ένα πιάνο εκεί μέσα;»
Η Ίμοτζεν, που κατά βάθος ήταν καλή φίλη, με προειδοποίησε για όλες τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζα: «Εδώ δεν είναι ούτε Άμστερνταμ ούτε Λονδίνο, Πίτερ. Το τηλέφωνο δεν έχει καλό σήμα –ενίοτε μάλιστα δεν έχει καθόλου–, ενώ υπάρχουν προβλήματα και στην παροχή νερού και ηλεκτρικού. Το σπίτι χρειάζεται πολλή δουλειά. Το γκαζόν ψηλώνει, ο βόθρος θα θέλει άδειασμα κάθε τόσο… χώρια η μοναξιά. Είσαι δεκάξι χιλιόμετρα μακριά από ένα χωριό που βρίσκεται στη μέση του πουθενά. Θα εξαρτάσαι από το αυτοκίνητο για τα πάντα –σου συνιστώ να πάρεις κι ένα ποδήλατο για καλό και για κακό–, αν και νομίζω ότι το πιο κοντινό σπίτι κατοικείται όλο τον χρόνο. Αυτό είναι ένα πλεονέκτημα…»
Σε όλα αυτά έπρεπε να προσθέσουμε και το γεγονός πως το νοίκι ήταν αρκετά τσιμπημένο –χώρια που θα ανέβαινε κι άλλο με την έναρξη της τουριστικής περιόδου–, αλλά τίποτε απ’ όλα αυτά δεν μπόρεσε να με κάνει να αλλάξω την αρχική μου απόφαση. Εκείνο το σπίτι είχε εμφανιστεί στη ζωή μου σαν τυχερό φυλαχτό, την πιο κατάλληλη στιγμή, πάνω που το χρειαζόμουν. Όλα τα βάρη και τις αναποδιές τα δέχτηκα σαν μια συμπαθητική πρόκληση. Είπα το ναι ενόσω βρισκόμασταν στο σαλόνι, κοιτώντας έξω από κείνη τη μεγάλη τζαμαρία, σκεφτόμενος πως θα έφερνα ένα Steinway & Sons και θα το έβαζα εκεί ακριβώς, απέναντι απ’ την μπαλκονόπορτα, κι ότι την άνοιξη και το καλοκαίρι θα μπορούσα να παίζω με τα παράθυρα ανοιχτά για έναν και μόνο ακροατή: τη θάλασσα.
«Είσαι σίγουρος, Πίτερ; Θα είσαι εδώ πέρα μόνος, με το πιάνο σου, και θα έρθουν βράδια που γύρω σου δε θα υπάρχει τίποτε άλλο πέρα απ’ τον άνεμο».
Έναν αέρα εκκωφαντικό, που δε θα άφηνε να ακούγεται ούτε η μουσική ούτε το τηλέφωνο ούτε τα καλέσματα σε βοήθεια σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι.
«Ναι», είπα τελικά. «Είναι ακριβώς αυτό που έψαχνα».

Για μεσημεριανό έφαγα μια σαλάτα έξω στη βεράντα, ενώ διάβαζα την εφημερίδα και παρακολουθούσα την αργή πορεία ενός φορτηγού πλοίου πέρα στα ανοιχτά. Εκείνο το απόγευμα η θάλασσα ήταν ήρεμη. Κάτι γλάροι είχαν κατέβει στην ακτή, κοντά στα βράχια, και εξερευνούσαν ένα σωρό από μαύρα φύκια που είχε ξεβραστεί εκείνο το πρωί, ψάχνοντας ίσως για καβούρια ή κάτι άλλο που θα μπορούσαν να φάνε. Υπήρχαν κάτι μικρές σπηλιές στα βράχια, γεμάτες ζωύφια, που ήξερα ότι θα άρεσαν πάρα πολύ στον Γιπ. Η μία ήταν τόσο μεγάλη, που θα μπορούσε να χωρέσει όρθιος μέσα, χωρίς ν’ αγγίζει την οροφή της. Μια φορά την είχα εξερευνήσει κάπως επιπόλαια και φαινόταν να προχωράει προς τα μέσα κάμποσα μέτρα, ώσπου γινόταν ένα στενό πέρασμα. Μια τέλεια κρυψώνα. Για να κρυφτείς… από τι; αναρωτήθηκα αμέσως.
Ένιωσα τότε πάλι εκείνο τον πονοκέφαλο, σαν μόνιμο βάρος σε κάποιο απομακρυσμένο σημείο στο κέντρο του εγκεφάλου μου. Θυμήθηκα τα χάπια. Σηκώθηκα, πήρα το πιάτο και την εφημερίδα μου και πήγα στην κουζίνα να τα βρω.

Δυο ώρες αργότερα ήμουν στον κήπο, έχοντας απλωμένα γύρω μου όλα εκείνα τα καινούργια πράγματα που είχα αγοράσει στο κατάστημα του Ντάραν, και προσπαθούσα ν’ αρχίσω τη δουλειά, όταν είδα τον Λίο να έρχεται τρέχοντας από την παραλία. Με είδε κι εκείνος από μακριά, σήκωσε το χέρι του και άλλαξε πορεία, κατευθυνόμενος πια προς το σπίτι μου.
Το Τρέμορ Μπιτς είχε μήκος τρία περίπου χιλιόμετρα, ενώ η αρχή και το τέλος της ακτής ορίζονταν από κάτι βραχίονες μαύρης πέτρας, οπότε ο Λίο έκανε πάντοτε τρεις τέσσερις φορές την παραλία πάνω κάτω. Κι αυτό το αποκαλούσε «βασική εκγύμναση». Ένα πρωινό θυμάμαι πως καθόμουν στο πιάνο μου και τον είδα να βγάζει τα ρούχα του μπροστά στη θάλασσα. Ήταν Φεβρουάριος και, παρόλο που εκείνο το πρωί ο καιρός ήταν καλός, η θάλασσα φάνταζε σαν ένα παγόβουνο σε ημίρρευστη κατάσταση. Ο Λίο Κόγκαν βούτηξε με το μαγιό του στα ασημένια κύματα του Ατλαντικού κι εγώ ήμουν έτοιμος να καλέσω την αστυνομία, πιστεύοντας ότι μάλλον προσπαθούσε να αυτοκτονήσει.
«Μπα, ούτε κατά διάνοια! Κάνει καλό στο κυκλοφορικό! Πρέπει να το δοκιμάσετε κι εσείς», μου είπε λίγες μέρες αργότερα, όταν συναντηθήκαμε στον δρόμο του έλους, εκείνος πηγαίνοντας προς το χωριό κι εγώ επιστρέφοντας με κάτι ψώνια.
Κάτι τέτοια πράγματα είχαν ως αποτέλεσμα στην αρχή να θεωρώ τον Λίο και τη Μαρί παράξενο ζευγάρι ή ίσως και εκκεντρικό – δεν ήξερα ποια λέξη ταίριαζε περισσότερο. Απ’ ό,τι φαινόταν, δεν είχαν παιδιά, δε δούλευαν και παρ’ όλα αυτά απολάμβαναν μια καταπληκτική ποιότητα ζωής. Εκτός αυτού, ενώ ήταν ολοφάνερο πως ήταν μεγάλοι, διατηρούσαν κι οι δυο τους μια αξιοζήλευτη φυσική κατάσταση. Σκεφτόμουν πως θα ήταν τίποτα εκατομμυριούχοι, παράξενοι τύποι, αλλά εκείνη η ζωή στην απομόνωση και το σπίτι τους, που ήταν απλό και λιτό, έρχονταν σε αντίθεση μ’ αυτή μου τη θεωρία.
Μια μέρα, δυο βδομάδες μετά τη μετακόμισή μου, εμφανίστηκαν απροειδοποίητα στην πόρτα μου, με ένα καλάθι γλυκά κι ένα μπουκάλι κρασί. «Καλώς όρισες, γείτονα!» μου είπαν, μπαίνοντας ακάλεστοι στο σαλόνι μου, και οφείλω να παραδεχτώ πως αρχικά τούς αντιμετώπισα με ψυχρή ευγένεια. Είχα αποσυρθεί σ’ αυτό το μέρος για να μπορέσω να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου και φοβόμουν πως εκείνοι οι εύθυμοι γείτονες θα εμφανίζονταν στο κατώφλι μου κάθε πρωί γυρεύοντας κουβεντούλα. Παρ’ όλα αυτά, έγινε το ακριβώς αντίθετο. Ο πρώτος μήνας στο σπίτι ήταν όλο προβλήματα. Ο καυστήρας δεν έλεγε να πάρει μπροστά και το σπίτι ήταν παγωμένο, τόσο που μερικά βράδια κατέβηκα και κοιμήθηκα μπροστά στο τζάκι, τυλιγμένος με παπλώματα και κουβέρτες. Μέχρι να στείλει το γραφείο κάποιον να τον επισκευάσει, ο Λίο προσφέρθηκε να ρίξει μια ματιά στην εγκατάσταση του καλοριφέρ. Ήλεγξε όλες τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις του σπιτιού και μου δάνεισε μια γεννήτρια πετρελαίου.
Σιγά σιγά συνήθισα στην ιδέα να τους βλέπω σχεδόν καθημερινά. Δεν ήταν και δύσκολο σ’ εκείνο τον τόπο. Έβλεπα τον Λίο να τρέχει στην παραλία τα πρωινά, διασταυρωνόμασταν με τα αυτοκίνητα στον δρόμο που διέσχιζε το έλος ή συναντιόμασταν στο χωριό όταν πηγαίναμε για ψώνια. Εκτός αυτού, ένας μήνας σ’ εκείνο το μέρος είχε σταθεί αρκετός για να καταλάβω πόσο σημαντικό ήταν να έχεις κάποιον κοντά σου. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όλη εκείνη η παράκτια περιοχή ήταν σχεδόν έρημη και, καθώς το Τρέμορ Μπιτς ήταν ένα από τα πιο απομονωμένα σημεία της χερσονήσου, ο Λίο και η Μαρί ήταν οι μόνοι άνθρωποι σε ακτίνα χιλιομέτρων. Και μη φανταστείτε πως είμαι κανένας τύπος αγχώδης και φοβητσιάρης, αλλά στη μοναξιά εκείνου του τόπου δε μου φαινόταν και κακή ιδέα το να τα πηγαίνω καλά με τους γείτονες.
Μια μέρα, όταν πια είχε περάσει ενάμισης μήνας από την άφιξή μου, τους συνάντησα στο Φάγκανς και γρήγορα καθίσαμε στο ίδιο τραπέζι. Ακολούθησε μία από κείνες τις ατελείωτες κι ευχάριστες συζητήσεις, ενώ εγώ κι ο Λίο ήπιαμε λιγάκι παραπάνω, οπότε μας πήγε στο σπίτι η Μαρί. Καταλήξαμε να αδειάσουμε οι τρεις μας ένα μπουκάλι Jameson, γελώντας και τραγουδώντας, μέχρι που κάποια στιγμή σωριάστηκα στον καναπέ τους και κοιμήθηκα εκεί όλη νύχτα. Υποθέτω πως από κείνη τη μέρα κι έπειτα θεωρούσαμε πια πως ήμασταν καλοί φίλοι, δίνοντας επίσημη άδεια για αμοιβαίες επισκέψεις όποτε μας έκανε κέφι.
«Χρειάζεσαι κανένα χεράκι μ’ αυτά τα πινέλα, γείτονα;» είπε λαχανιάζοντας, προσπαθώντας να ξαναβρεί τον ρυθμό της αναπνοής του.
«Δε θα μου κακόπεφτε κιόλας», παραδέχτηκα εγώ. Αν και ο Τζον Ντάραν μού είχε δώσει ορισμένες συμβουλές σχετικά με το πώς έπρεπε ν’ αρχίσω να επισκευάζω τον φράχτη μου, ήξερα πως ο Λίο ήταν πολύ πιο επιδέξιος από μένα στα μαστορέματα. «Θα σε πληρώσω με μπίρες».
«Σύμφωνοι – κι αν μπορείς, δάνεισέ μου ένα στεγνό μπλουζάκι, ρε φίλε. Κοντεύω να λιώσω μ’ αυτή τη ζέστη».
Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να τον τρίψουμε με γυαλόχαρτο, είπε, και μάλιστα καλά καλά, διαφορετικά δε θα έπιανε έπειτα σωστά η μπογιά. Μου έδωσε ένα κομμάτι γυαλόχαρτο και μου πρότεινε να αναλάβω εγώ καλύτερα το τμήμα του φράχτη που ήταν στ’ αριστερά της πόρτας, ενώ εκείνος θα ξεκινούσε από την άλλη μεριά. Υπολόγισα πως ο φράχτης είχε συνολικά σαράντα πασσάλους και σκέφτηκα πως, αν βιαζόμασταν λιγάκι, ίσως να μπορούσαμε να τελειώσουμε τη δουλειά πριν νυχτώσει. Φυσικά όμως αυτός μου ο υπολογισμός βασιζόταν στους ευσεβείς μου πόθους και μόνο.
Όταν ο ήλιος άρχισε να γίνεται πορτοκαλής και να γέρνει προς τη θάλασσα, εγώ είχα τελειώσει μόνο τρεις πασσάλους. Ο Λίο, από την άλλη, είχε καταφέρει να τρίψει οχτώ. Έντεκα στους σαράντα, μέσα σε τέσσερις ώρες! Αυτή η δουλειά, ειλικρινά, δεν ήταν τόσο διασκεδαστική όσο το να κουρεύεις το γκαζόν. Είπα στον Λίο πως αρκούσε για κείνη τη μέρα και τον κάλεσα να έρθει μέσα για να πιούμε καμιά ωραία μπιρίτσα.
Η θάλασσα ήταν ήρεμη και φυσούσε ένα ζεστό αεράκι. Ο ορίζοντας ήταν σαν καμβάς ζωγραφισμένος με φαρδιές πινελιές – πορτοκαλί, κόκκινες, γαλάζιες και μαύρες. Έβγαλα δυο πολυθρόνες έξω στον κήπο και τέσσερα μπουκάλια Trappistes Rochefort 6 που είχα αγοράσει πριν από τρεις βδομάδες σε ένα μαγαζί του Ντέρι που ειδικευόταν στις βέλγικες μπίρες. Καθίσαμε με τα πόδια μας να ακουμπάνε στο χορτάρι και τσουγκρίσαμε κοιτώντας τον ήλιο. Η γιατρός μού είχε πει καθόλου αλκοόλ, αλλά τι στον δαίμονα; Υποθέτω πως μπορούσα να κάνω μια μικρή εξαίρεση. Εκτός αυτού, εκείνα τα καταραμένα χάπια δε φαίνονταν να έχουν και κανένα σπουδαίο αποτέλεσμα. Ίσως μια γουλιά αλκοόλ να βοηθούσε.
Με την πρώτη Rochefort –περιεκτικότητα σχεδόν 8%– ζεσταθήκαμε αρκετά κι αρχίσαμε να μιλάμε για όλα. Για την κρίση. Το ευρώ. Το δολάριο. Τον Ομπάμα… Ο Λίο δεν ήταν ιδιαίτερα πατριώτης, όχι σαν κάτι άλλους Αμερικανοϊρλανδούς της περιοχής που είχαν σημαίες κρεμασμένες έξω απ’ τα σπίτια τους και τα καλοκαίρια έπαιζαν μπέιζμπολ. Ασκούσε ανοιχτά κριτική στην επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και στενοχωριόταν που η χώρα του περνούσε μια «μαύρη εποχή» τρομοκρατίας εξαιτίας της 11ης Σεπτεμβρίου. Μου είπε πως δούλευε στο Regency του Κουβέιτ μέχρι δυο μήνες πριν από την εισβολή. «Τη γλιτώσαμε από καθαρή τύχη. Κατά τη διάρκεια της εισβολής το είχαν κάνει φυλακή. Τότε χάρηκα που έστειλε τον στρατό ο Μπους».
Ο Λίο συνήθιζε να αφηγείται πολλές ιστορίες από ξενοδοχεία. Σ’ αυτά είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του – σε πολλά και διαφορετικά ξενοδοχεία, σκορπισμένα σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Λας Βέγκας, Ακαπούλκο, Μπανγκόκ, Τόκιο… Ο κατάλογος περιλάμβανε πάνω από δέκα – αν και η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κατάφερα να τα μετρήσω όλα. Εκεί που πίστευες πως είχες ακούσει πια όλες τις ιστορίες του ρεπερτορίου του, άρχιζε να λέει μια καινούργια, που έκανε τη βεντάλια των εμπειριών του να ανοίγει λίγο ακόμα μπροστά στα μάτια σου. «Αυτή η πουτίγκα μού θυμίζει μια φόλα που σέρβιραν στη Σαγκάη», «Μόνο μια φορά στη ζωή μου έχω κλάψει για αυτοκίνητο, κι αυτό ήταν όταν έφυγα απ’ το Μπουένος Άιρες».
Το επάγγελμά του ήταν κλασικό όσο και ρομαντικό: «ιδιωτικός αστυνομικός σε ξενοδοχείο», μια θέση που διατηρούνταν πια μόνο στα μεγάλα ξενοδοχεία. Στις περισσότερες περιπτώσεις, απ’ ό,τι μου είχε πει κάποια φορά, μίσθωναν εταιρείες παροχής ασφάλειας που δεν είχαν καν μια σταθερή βάση. Στα πολυτελή ξενοδοχεία όμως εξακολουθούσε να υπάρχει εσωτερική ασφάλεια.
Θα μπορούσες να βαρεθείς να τον ρωτάς και να σου λέει ιστορίες – πάντα είχε μια καινούργια να αφηγηθεί που ως τότε ήταν ξεχασμένη. Το μεγαλόσχημο στέλεχος επιχείρησης που το είχε πιάσει η γυναίκα του στα πράσα με τρεις πόρνες στο κρεβάτι και αναγκάστηκε να πηδήξει στην πισίνα του ξενοδοχείου για να ξεφύγει. Η ξεπεσμένη κυρία που έκλεβε τον εαυτό της για να εισπράττει την ασφάλεια. Η πανέμορφη κόρη ενός μεγιστάνα που αποδεικνυόταν τελικά κλεπτομανής. Το ζευγάρι που νοίκιαζε σουίτες και προσπαθούσε να φύγει χωρίς να πληρώσει. Και πολλές, πάρα πολλές ιστορίες για κάθε λογής κλέφτες. Απατεώνες που διαβεβαίωναν ότι διαχειρίζονταν τεράστιες περιουσίες χαμένες κάπου στην Πάμπα. Μεγάλες επενδύσεις που υπογράφονταν στο κομοδίνο ενός ξενοδοχείου – απελπισμένα θύματα που γύρευαν δικαίωση. «Ήταν ένας τύπος που τον λέγαμε “Ελ Φλάκο” , γιατί πιστεύαμε πως ήταν Αργεντινός. Εξαπάτησε πάνω από εκατό ανθρώπους μέσα σε πέντε χρόνια. Πότε εμφανιζόταν με μουστάκι, πότε φορούσε γυαλιά, άλλοτε εμφανιζόταν φαλακρός κι άλλοτε μακρυμάλλης. Ήταν ειδικός στις μεταμφιέσεις. Περνούσε απ’ τα πολυτελή ξενοδοχεία σε διάφορα μέρη του κόσμου, πλανεύοντας τους νεόπλουτους, που έπεφταν στα δίχτυα της γοητείας του. Ακίνητα στη Λατινική Αμερική. Ορυχεία στην Κόστα Ρίκα. Ό,τι μπορείς να φανταστείς. Ήταν φοβερός με το χαρτί και το μελάνι – σκάρωνε πραγματικά αριστουργήματα: συμβόλαια, ομόλογα, μετοχές… Πάντα βιαζόταν να εγκαταλείψει τη χώρα και είχε άμεση ανάγκη από ρευστό. Σε δικά μου ξενοδοχεία έδρασε δέκα φορές και σε πέντε περιπτώσεις καταφέραμε να τον καταγράψουμε με τις κάμερες ασφαλείας. Ακόμα τον θυμάμαι να φεύγει δίχως βιασύνη, διασχίζοντας το χολ του τελευταίου ξενοδοχείου που δούλευα, αφού πρώτα είχε βουτήξει σχεδόν δέκα χιλιάδες δολάρια σε μετρητά».
Έφυγαν κι οι άλλες δυο Rochefort, ενώ ο ήλιος είχε πια βουλιάξει στον ωκεανό. Ο Λίο είπε πως έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι πριν έρθει να τον βρει η Μαρί με καμιά σκούπα, αλλά πρώτα με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που σπίθιζε από πονηριά.
«Να σου πω, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι πολύ προσωπικό, με τη δικαιολογία πως είμαι μεθυσμένος – πράγμα για το οποίο, εκτός των άλλων, φταις εσύ και κανένας άλλος;»
«Ρίξ’ το, Λίο», αποκρίθηκα εγώ γελώντας, «το δέχομαι, αλλά μόνο επειδή φταίω για το μεθύσι σου».
«Πώς πάνε τα πράγματα με την Τζούντι; Συνεχίζετε την ιστορία “φίλοι που αγγίζονται κιόλας”;»
«Ε, λοιπόν», είπα εγώ φέρνοντας το χέρι στα μάτια μου και τρίβοντάς τα. «Ναι, συνεχίζουμε».
«Μα πότε θα την καλέσεις να βγείτε; Ξέρεις τι εννοώ – επίσημα».
Σταμάτησα να τρίβω τα μάτια μου και τον κοίταξα χαμογελαστός. Δεν ήταν η πρώτη φορά που μου ξεφούρνιζε κάτι για την Τζούντι και για το πώς στη δική του εποχή αλλιώς τα έκαναν τα πράγματα οι άνθρωποι, πως όταν σου αρέσει μια γυναίκα δεν πρέπει να το καθυστερείς και πάει λέγοντας.
«Τα είπαμε αυτά, Λίο, είμαστε σε άλλη φάση…»
«Α, ναι!» είπε εκείνος χτυπώντας ελαφρά τον κρόταφό του, με μια κίνηση μάλλον κωμική. «Το θυμάμαι. Μου το είπες. Αλλά κάθε φορά που σας βλέπω μαζί σκέφτομαι… τι ωραίο ζευγάρι που είστε! Μη μου δίνεις σημασία όμως, αυτές είναι οι σκέψεις ενός κουτσομπόλη γέρου. Και τώρα το βουλώνω».
«Όχι, δεν πειράζει», είπα, «θέλω να ξέρω τη γνώμη σου. Αλλά τώρα κανένας απ’ τους δυο μας δε θέλει σοβαρή σχέση».
«Το ’πιασα, Πιτ. Μη λες άλλα. Ξέχνα το».
«Και έχεις δίκιο – είναι φοβερό κορίτσι».
«Είναι».
«Πράγματι, είναι».
Ακολούθησε σιωπή. Πέρα στη θάλασσα, ένα κύμα έσκασε στην ακτή κάτω απ’ τον πορτοκαλί ουρανό. Η επιφάνεια του νερού ήταν λες κι είχε πάρει φωτιά.
«Λοιπόν, τώρα πρέπει στ’ αλήθεια να του δίνω. Αλλιώς η Μαρί θα με κυνηγήσει με τη σκούπα. Θα βρεθούμε αύριο να συνεχίσουμε τη δουλειά στον φράχτη;»
«Όπως νομίζεις – ευχαριστώ. Δε θέλω να σε εκμεταλλεύομαι κιόλας».
«Τι είναι αυτά που λες, φίλε μου. Ευχαρίστησή μου. Κι εκτός αυτού, θα σε φωνάξω όταν χρειαστώ κι εγώ βοήθεια για τον δικό μου φράχτη. Θα έρθει και η δική σου η σειρά».
«Βασίσου πάνω μου».
Ο Λίο έφυγε περπατώντας στην παραλία, κάτω από έναν ουρανό που γινόταν ολοένα και πιο σκούρος μπλε, κι εγώ γύρισα στο σπίτι νιώθοντας πως το κεφάλι μου είχε αρχίσει και πάλι να πονάει. Θυμήθηκα τα χάπια, αλλά πρώτα έπρεπε να ρίξω κάτι στο στομάχι μου.
Ποτέ δεν υπήρξα σπουδαίος μάγειρας, αλλά πότε πότε, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, μου αρέσει να φτιάχνω κάτι λουκάνικα με πουρέ που όποιος τα δοκίμασε παραδέχεται πως είναι να γλείφεις τα δάχτυλά σου. Βάλθηκα να καθαρίζω πατάτες ακούγοντας το Ρέιντιο Κόουστ από ένα μικρό τρανζίστορ που, όπως και πολλά άλλα πράγματα, είχα βρει στο αποθηκάκι της εισόδου όταν είχα μετακομίσει στο σπίτι. «Ο Ιούλιος αναμένεται να είναι ζεστός, με βροχές ίσως αλλά και με πολύ ήλιο». Χάρηκα που το άκουσα. Ήθελα ο Γιπ και η Μπέατρις να περάσουν υπέροχες διακοπές.
Έφαγα τα λουκάνικά μου, έγλειψα τα δάχτυλά μου κι ύστερα κατάπια τα χάπια μου. Έπειτα από μία ώρα, ενώ διάβαζα σελίδα τη σελίδα εκείνο το αστυνομικό μπεστ σέλερ ξαπλωμένος στον καναπέ, ένιωσα πως ο πόνος είχε μαλακώσει αλλά εξακολουθούσε να είναι κάπου εκεί μέσα, ρυθμικός κι επίμονος σαν ρολόι. Αν συνεχιζόταν η ίδια κατάσταση και την επόμενη βδομάδα, έπρεπε να τηλεφωνήσω στη γιατρό.