Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 29

Μια «ιατρική» ανάγνωση του Ζητιάνου

dimouli29.jpg
Γράφει η Αγγελική ΔημουλήΣκιές και βαθύ σκοτάδι περιβάλλουν τα «χωριά» του Καρκαβίτσα και κατ’ επέκταση η αμφιλεγόμενη έννοια της «ηθογραφίας» διεκδικεί πέρα από τη φωτεινή και τη σκοτεινή πλευρά της. Γι’ αυτό ο Καρκαβίτσας (1865-1922) σχοινοβατεί ανάμεσα στην ηθογραφία(1) και τον ρεαλισμό φτάνοντας συχνά στον νατουραλισμό, χωρίς ν’ ανήκει ολότελα σε κανένα από τα παραπάνω ρεύματα αφού αποτελεί μια τελείως ιδιάζουσα περίπτωση λογοτέχνη.
Ο Καρκαβίτσας γεννημένος το 1865 στα Λεχαινά Ηλείας βιοποριζόταν ως ιατρός. Από το 1889 κατατάχθηκε στο στρατό ως ανθυπίατρος έχοντας έτσι την ευκαιρία με τις συνεχείς μεταθέσεις να ταξιδέψει το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας. Πραγματοποίησε ταξίδια ενδιαφερόμενος για τη λαογραφική, λαϊκή πλευρά της ελληνικής υπαίθρου, με το έμπειρο μάτι του ιατρού-περιηγητή.
Η κεντρική ιδέα ενός διηγήματος είναι οι ανθρώπινες πράξεις  οι οποίες αποτελούν σχεδόν πάντα σημασιολογικές δομές σφαιρικού ενδιαφέροντος. Η παραπάνω άποψη του Lucien Goldman(2) βρίσκει πρακτική εφαρμογή στα διηγήματα του Καρκαβίτσα τα οποία χρησιμοποιούν το μύθο ως σύμβαση προκειμένου να εξάρουν το πραγματικό. Η λαογραφία λοιπόν αποτέλεσε τη λύση στο θεματικό πρόβλημα του συγγραφέα ο οποίος δεν είχε παρά να αναπλάσει οικεία βιώματα του γενέθλιου τόπου του ή να αποθησαυρίσει τα βιώματα της περιήγησής του στον ελλαδικό χώρο(3).

Την εποχή που γράφει ο Καρκαβίτσας, στα τέλη του 19ου αιώνα δηλαδή,  υπάρχει ο διαχωρισμός εμπειρικής και επιστημονικής ιατρικής(4). Ο συγγραφέας όντας επαγγελματίας γιατρός εξασκεί και «θεραπεύει» μονάχα την επιστημονική ιατρική. Ωστόσο είναι αξιοπρόσεκτο ότι οι ήρωες των διηγημάτων του όπως ο Τζιριτόκωστας από τον Ζητιάνο και η κυρά-Παγώνα από την Λυγερή είναι αντίθετα εμπειρικοί ιατροί και μάγοι.
Αναζητώντας κάποια διευκρίνηση της επιλογής αυτής του συγγραφέα να ασχοληθεί με την εμπειρική ιατρική καταγράφοντάς τη μόνο ως λαογραφική μαρτυρία και δίχως να την κρίνει, δύο ερμηνείες μας φαίνονται πιθανές. Είτε οτι καταγράφει με πραγματικό ενδιαφέρον τις λαϊκές ιατρικές πρακτικές στα χωριά χωρίς να τις κρίνει ως ανεπαρκείς και γραφικές διότι ένα κομμάτι του συνεχίζει να πιστεύει στη δύναμη της λαϊκής ιατρικής, αφού κι ο ίδιος, καταγόμενος από τα Λεχαινά, μεγάλωσε σε χωριάτικη κοινωνία και σύμφωνα με τον ίδιο, παρόμοια με εκείνη που παρουσιάζεται στη Λυγερή. Η παραπάνω υπόθεση, συνεπικουρείται και από τις απόψεις ειδικών της ιστορίας της υγείας, ότι εφόσον, οποιαδήποτε ιατρική πρακτική αποβαίνει επαρκής τότε έλκει όχι μόνο διαφορετικά κοινωνικά στρώματα αλλά και τους ίδιους τους επιστήμονες ιατρούς.
Μια δεύτερη πιθανή ερμηνεία είναι ότι λόγω της μόρφωσης και της παιδείας του καθώς και της ιατρικής του ιδιότητας η οποία απαιτούσε μακροχρόνια παραμονή σε αστικά κέντρα, ο Καρκαβίτσας, ήδη από νεαρότατη ηλικία, καταγράφει δίχως ιδιαίτερη κριτική το χωριάτικο ιατρικό γίγνεσθαι διότι το προσεγγίζει  μέσα από  ένα λεπτά ειρωνικό πρίσμα, αυτό του αστού επιστήμονα ιατρού.
Πάντως είναι έκδηλο ότι ο Καρκαβίτσας απευθύνεται με τα λαογραφικά του έργα, τα ταξιδιωτικά του και τα διηγήματά του σε αστούς αναγνώστες. Ο αφηγητής δηλώνει σε πολλά σημεία την απόσταση που τον διακρίνει από τα μέλη των κοινοτήτων που περιγράφει. Ως πανόπτης αφηγητής μιλάει στην καθαρεύουσα ενώ οι χαρακτήρες του εκφράζονται στη δημοτική η οποία συχνά μπαίνει σε εισαγωγικά προκειμένου να μην αγγίξει καν τη γλώσσα των αστών(5). Τα διηγήματα και εν γένει το έργο του Καρκαβίτσα δε γράφεται για να απευθυνθεί στους χωρικούς. Μέσω της καθαρεύουσας υποδηλώνεται η πρόοδος αφήνοντας τη δημοτική και τη ντοπιολαλιά για τους ακαλλιέργητους χωρικούς(6).

                                                              *


Στο δεύτερο μέρος της μελέτης, θα προσεγγίσουμε αφενός κάποιες λαογραφικές μαρτυρίες του Καρκαβίτσα από τη γενέτειρά του και έπειτα θα παρουσιάσουμε κάποιες μυθοπλαστικές παραλλαγές λαογραφικών στοιχείων,  εστιάζοντας ιδιαίτερα σε δύο διαφορετικούς τύπους μάγων-γιατρών. Ενός εντόπιου, της κυρά-Παγώνας από τη νουβέλα Η Λυγερή και ενός ξένου μάγου, του Τζιριτόκωστα από το αφήγημα ο Ζητιάνος. Τα άπαντα εκδομένα έργα του συγγραφέα προσφέρουν πολλές λαογραφικές πληροφορίες σχετικά με την πρακτική της λαϊκής ιατρικής  ωστόσο αφήνουμε αυτή την καταγραφή για τα πρακτικά εφόσον τα άπαντα εκτείνονται σε πέντε τόμους.
Ο Άγιος Ιωάννης, για παράδειγμα που γιορτάζεται στις 24 Ιουνίου, στα Λεχαινά συμβαίνει όλες τις μέρες του χρόνου να λαμβάνει αρνητικά προσωνύμια όπως σπασοκαϊδης και καψοκαλυβιστής. Ωστόσο τη μέρα της τίμησής του μόνο λαμβάνει επίθετα γλαφυρά όπως λάμπαδας, κολυμπιστής, ριγανάς, σαρωματάς(7). Κολυμπιστής ονομάζεται γιατί:
Την πρωίαν πρό της ανατολής του ηλίου, οι πάσχοντες από δερματικά νοσήματα, έκαμνον θαλάσσια λουτρά και το νόσημα ευθύς εξηλείφετο. (8)
Και Λάμπαδας γιατί:
Οι πάσχοντες κεφαλαλγίαν ήρκει να ίδωσι τον ανατέλλοντα ήλιον, κεκαλυμμένην έχοντες την κεφαλήν δια μέλανος πέπλου και να ιάθώσιν.(9) Κατ’ εκείνην την πρωίαν εκάστη μήτηρ ήγειρε τα μικρά της και θέτουσα πρό των οφθαλμών του μάυρο μαντήλι, τοις εδείκνυε τον ήλιον, όστις «γυρίζει σαν ανεμίδι», μόνο κατά την ημέρα εκέινην.(10)
Η μυθοπλασία του Καρκαβίτσα για τα Λεχαινά, όπως θα τη δούμε εξετάζοντας τη Λυγερή, είναι εξίσου γλαφυρή με τις λαογραφικές μαρτυρίες του που μόλις διαβάσαμε.
Ο Καρκαβίτσας παρουσιάζει μια κοινωνία στην οποία η μάγισσα, η γητεύτρα της φύσης αλλιώς, κατέχει υπεράνθρωπες δυνάμεις ή οι χωρικοί της έχουν αποδώσει τέτοιες. Συνήθως, βέβαια, οι μάγοι και οι μάγισσες είναι απλοί άνθρωποι, ανώτερης ευφυίας από αυτής των συγχωριανών τους, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την άγνοια και την αφέλεια τους. Γι’ αυτό και σχεδόν πάντοτε πρόκειται για ανθρώπους της περιοχής οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά, πέρα από τις βασικές δομές των μικρών κοινωνιών, και τους ίδιους τους χωρικούς προσωπικά εφόσον συνυπάρχουν στον ίδιο κοινωνιοχωροταξικό  περίγυρο.
Ήδη η πρώτη σκηνή της Λυγερής ξεκινά με την αναφορά στην ασθένεια και τη γιατρειά της:
Φεύγα, ρουσούμπελη, σε κυνηγά η φωτιά, το στρουρνάρι και ο πρυόβολος• -σύρε στ’ωάγρια όρη, στ’ωάγρια βουνά!...(11)
Σύμφωνα με τη Τζίνα Πολίτη(12) η αναφορά της ασθένειας στην αρχή του έργου, είναι μια έμμεση προειδοποίηση ότι κάτι δεν πάει καλά στο χωριό. Δηλαδή η ασθένεια χρησιμοποιείται μετωνυμικά και συνεκδοχικά προκειμένου να τονιστεί κάποια άλλη «οργανική διατραχή»(13) που θα πρέπει να ιαθεί όπως η ασθένεια.
Ωστόσο αδιαμφισβήτητα, οι ικανότητες και οι εξουσίες της μάγισσας είναι σεβαστές από όλους, άλλοτε από φόβο και άλλοτε από σεβασμό στις παραδόσεις. Η προσωπικότητα της μάγισσας κυρά Παγώνας, στη Λυγερή επιβεβαιώνει ότι:
Ο γόης και η γόησσα είναι ανάγκη εις τα χωριά, όπως και ο πάρεδρος∙ διά τούτο δεν λείπουν από καθένα δύο και περισσότεροι τοιούτοι, αρσενικοί και θηλυκοί∙ αλλ’ η κυρά Παγώνα ήτο ανωτέρα όλων δια την επιτυχίαν των γοήτρων και τηυν ποικιλίαν των γνώσεών της. Αν η γριά Ζωγάκαινα, λόγου χάριν, ήξευρε να δένη και να λύνη τ΄ αποδέματα κ΄ έφερε τρανόν σημάδι της ικανοτητός της, ορμαθόν κλειδιών εις την ζώνην της∙ και η θεία Κωσταντινιά να ιατρεύη διά βοτάνων τους γεράδες∙ αν ο Πέτρος Νυχάκης, ο επιλεγόμενος Ζούδιαρης, κατώρθωνε να βγάνη από τους ανθρώπους και να καρφώνη είς τους κορμούς των δένδρων τα ζούδια∙ και ο Μαστροθειοχάρης, ο κτίστης, να κτίζη τους ίσκιους των νέων σπιτιών∙ αν η Ασήμω η Μπραζερονύφη, η Ρίχτισσα, ήξευρε να ρίχνη εις τ΄ άστρα και να μαντεύη τα μέλλοντα∙ και η Ρουχιτσοπούλα η Κεβή να βλέπει ως αλαφροίσκιωτη και να συνομιλή με τα στοιχειά, η κυρά Παγώνα, ως μυθική δύναμις, εσσυμάζωνεν όλα ταύτα και άλλα πολλά ακόμη εις τας γεροντικάς χείρας της. Καμιά αρρώστεια δεν ήτο μυστική είς αυτήν[...]
Για τους χωρικούς ο μάγος λύνει πολλά από τα πρακτικά τους προβλήματα και έτσι ενισχύει τη λαϊκή πίστη υπέρ του. Θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε το μάγο του χωριού με τον σημερινό ψυχολόγο. Με τον ίδιο τρόπο που πληρώνουμε τον ψυχολόγο προκειμένου να μας βοηθήσει να λύσουμε τα προβλήματά μας έτσι και οι χωρικοί φροντίζουν εξαιρετικά πολύ την αμοιβή του μάγου και της μάγισσας προκειμένου να επιληφθούν ιδιαίτερα των λύσεων των προβλημάτων τους. Γι’ αυτό και στη Λυγερή:
Αι γυναίκες της γειτονιάς την επεριποιούντο διαδοχικώς∙ [...] Δια τούτο δεν είχεν λόγον η κυρά Παγώνα να φροντίζη περί της παρούσης ζωής κ΄ εφρόντιζεν μόνον περί της μελλούσσης.
Ένας απ’ τους λόγους λοιπόν που παρακινούν τα Υποκείμενα του χωριού να απευθυνθούν στους ντόπιους μάγους είναι αρχικά η ασθένεια και η επιθυμία ίασής της.
Επειδή όμως η μάγισσα όχι μόνο θεραπεύει από την ασθένεια αλλά έχει και όλη την ανιμιστική δύναμη του να την προκαλεί, οι χωριάτες της φέρονται με σεβασμό προκειμένου να προστατευθούν από τη δυσμένειά της:
επήγε να φιλήσει το χέρι και να πάρει την ευχήν της κυρά Παγώνας και να την προσκαλέση εις τον γάμον. Τούτον δεν είχε άλλον σκοπόν παρά να εξουδετερώση την τυχούσαν κακοβουλίαν της οικογένειας Στριμμένου. Διότι η γόησσα, όπως τόσα και τόσα, κατείχε και την δύναμιν του αμποδέματος.(14)
Η μάγισσα λοιπόν στη Λυγερή διαφαίνεται παντοδύναμη. Μετέρχεται για τις θεραπείες της και τη λευκή και τη μαύρη μαγεία, καλώντας ανάλογα με την περίσταση Την Παναγιά τη Δέσποινα(15), τον άι Λευτέρη, την Αγία Βαρβάρα αλλά και την αντίληψην των δαιμόνων, των αριθμών και των εβραϊκών ρητών, αδελφώνουσα τον σταυρόν με την πεντάλφαν και λέξεις του Πιστεύω με βαρύτατας βλασφημίας.
Ακόμα και ο οίκος της μάγισσας είναι επιφορτισμένος με σκοτεινά και δίσημα υλικά: από βότανα μέχρι και αλχημικά αντικείμενα:(16)
Εργαλεία χειρουργικά, κατεσκωριασμένα εξ’αιμάτων και πύου• τολύπας βάμβακος και ξαντού. Μεταξώδη πούπουλα, τ’αποσπώμενα από του στήθους των αγριόχηνων. Χύτραι μικραί μετά μεγάλων έφερον διάφορα εκχειλίσματα και βάμματα και αλοιφάς ικανάς να κατατρώγουν τας σαπισμένας σάρκας, να ρευστοποιούν τα κόκκαλα, ν’αποσυνθέτουν τας τρίχας, να διαχωρίζουν τους υμένας.(17)
Άρα, με το βλέμμα του αφηγητή, η παραδοσιακή κοινωνία παρουσιάζεται να είναι «ιατρικοποιημένη»(18) με τους δικούς της όρους και κανόνες οι οποίοι μολονότι ικανοποιούσαν τους χωρικούς παρέμεναν ωστόσο διαφορετικής οργάνωσης από εκείνους που διείπαν την κοινωνία στα αστικά κέντρα.
Το σπίτι της μάγισσας επίσης, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα είδος νοσοκομείου στο οποίο οι ασθενείς παρέμεναν εως ότου να ανανήψουν. Η μάγισσα τους έτρεφε κιόλας καθιστώντας έτσι μια άτυπη συνθήκη θεραπευόμενου-θεραπευτή:
Έμενον εκεί νοσηλευόμενοι και τροφοδοτούμενοι παρ’ αυτής.(19)

Η έννοια του μάγου στο κείμενο συμβολοποιείται και συμβολίζει ένα υποκείμενο που ανταποκρίνεται στην «φυσική επιλογή»  έτσι όπως αυτή έχει αναπτυχθεί από τη Δαρβινική σκέψη και έτσι, είναι ο ισχυρότερος και το δίκαιο του που επιβιώνουν εις βάρος του πιο αδύναμου. Σύμφωνα με τη Τζίνα Πολίτη(20) μέσα στο φυσικό περιβάλλον ορισμένες πρακτικές της επιβίωσης και της κυριαρχίας τείνουν στην τεχνική του καμουφλάζ, της μίμησης και της μεταμόρφωσης. Αφορούν επίσης ικανότητες και ένστικτα που ελέγχουν ανάλογα με την περίσταση της φυσικές πράξεις για την επικυριαρχία της προσωπικότητας του ατόμου.
Η παραπάνω προσέγγιση της Λυγερής αφορά τον εντόπιο μάγο τον οποίο τον εμπιστευόταν όλο το χωριό αλλά και ο ίδιος πίστευε ακράδαντα στη δύναμη της μαγείας του. Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε τον μάγο ο οποίος δεν ανήκει στην τόπικη κοινωνία παρά έρχεται απ’έξω, διαταράσσει δηλαδή την υπάρχουσα ισορροπία μέσα στα πλαίσια του χωριού και έτσι εξαρχής αναμένουμε είτε ως αναγνώστες είτε ως μελετητές ότι η τοπική κοινωνία θα αντιμετωπίσει τον ξένο μάγο με κλιμακούμενη δυσπιστία εως και εχθρικότητα. Ο Ζητιάνος με την είσοδό του στο χωριό ξυλοκοπείται άγρια.
Το Νυχτερέμι στα Κράβαρα παρουσιάζεται μέσω της συγγραφικής συνθήκης να μην έχει ντόπιο γιατρό ή μάγο. Ήδη λοιπόν έχει δημιουργηθεί το απαραίτητο δραματικό κενό προκειμένου να φανεί στο χωριό ο ζητιάνος-μάγος φορτωμένος με τα βότανά του.
Σύμφωνα με τα ημερολόγια των σημειώσεων του Καρκαβίτσα βλέπουμε ότι όντως στο Νυχτερέμι Θεσσαλίας δεν υπήρχε γιατρός ή μάγος και οι κάτοικοί του είτε πήγαιναν σε γειτονικά χωριά, είτε αφήνονταν στα χέρια του παπά είτε τέλος εμπιστεύονταν τους περιπλανώμενους μάγους-γιατρούς. Ένα τέτοιο παράδειγμα περιπλανώμενου μάγου, είναι η περσόνα του ήρωα του Ζητιάνου ο οποίος όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω έχει βασιστεί αυτοτελώς στις οδοιπορικές σημειώσεις του Καρκαβίτσα:
Και γεμίζει το κεμέρι ο Κραβαρίτης όχι δι’ενός μόνου επαγγέλματος αλλά διά πλείστων όσων. Ιχνηλατεί κ’ευρίσκει τους ανθρώπους• τους εξετάζει από παντού και κατανοεί τα τρωτά των. Και αν δεν ημπορεί να επιτεθή ως τον χριστιανόν επιτίθεται ως τον διάβολον, όπου δεν δύναται να τείνη την χείρα ακονίζει την γλώσσαν• όπου δεν δύναται να γίνει παλικάρι γίνεται δειλός, ύπουλος• όταν δέ ευρίσκη τους φιλελεήμονας, ευρίσκει τους δεισιδαίμονας, τους μωρούς• έχει εις την γλώσσαν το «Ελεήστε, χριστιανοί, το σακάτη»• έχει και εις την σακούλαν το φιδόχορτον, το σερνικοβότανον, το σιδερόχορτο και το βοτάνι της αγάπης• έχει εις τον νουν τους εξορκισμούς και εις το μάτιν την βασκανίαν. Όλα δε αυτά τα προσφέρει εις την ανθρωπότητα, όπου εύρη και όπως εύρη, παντού αναζητών και παντού αγρεύων, αρκεί να ρίπτη εις ασφαλή τόπον την άγραν του, τας εισπράξεις του.(21)
Ο ήρωας του Ζητιάνου, ο Τζιριτόκωστας ή Κώστας Τζιρίτης ήταν υπαρκτό πρόσωπο  με το όνομα Κώστας Τσίρος και ασκούσε το επάγγελμα του ζητιάνου. Γυρνώντας πάλι στις οδοιπορικές σημειώσεις παραθέτουμε τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας μιλάει για τα δύο περιβόητα ζητιανοχώρια των Κραβάρων (το ορεινό τμήμα της επαρχίας Ναυπακτίας) το Μπέρκου και τη Περίστα τα οποία εξήγαγαν επαγγελματίες ζητιάνους-μάγους, οι οποίοι εξασκούνταν καθόλη την παιδική τους ηλικία στο προσοδοφόρο αυτό επάγγελμα:
Και αυτήν την τέχνην ασκούσιν ήδη οι κάτοικοι όλοι του Μπέρκου και Μπερίστα. Είναι ούτοι οι πιστοί θεματοφύλακες των Μαρσών οίτινες εξημέρουν τους αγριωτέρους όφεις, των Μηναγυρτών και Φαρμακομάντεων, οίτινες συνεκράτουν την ροήν του αίματος με το μώλη και το τριπόλιον, τον ασφόδελον και την ιεροβοτάνην και απήλλατον τους δαιμονιώντας δια των Εφεσίων λογίων, των τριχών, ονύχων, ριζών και πτυσμάτων. Υπό το τετριμμένον καππότο και το παχυλόν σκουφάκι και τα χοιρινά σάνδαλα κρύπτεται όλη η πονηρά σοφία των αρχαίων, μεταμορφωμένη είς τον προδιαγραφέντα τύπον του Κραβαρίτου•(22)
Σταδιακά ο ζητιάνος του αφηγήματος ειπεισέρχεται στη ζωή των Καραγκούνηδων κερδίζοντας τον οίκτο των ανδρών μέσω της υποκριτικής κακομοιριάς και αδυναμίας του και έπειτα τραβώντας την προσοχή των γυναικών τους με τις μαγικές του ικανότητες:
Ο Τζιριτόκωστας εγνώριζε πολύ καλά τη μαγική επιρροή που έχουν στις γυναίκες τα μυστήρια και τα σύμβολα.(23)
Ο ακραίος ρασιοναλισμός του ζητιάνου ταράζει τον αστό αναγνώστη ιδιαίτερα όταν βρίσκεται σε αντιπαράθεση όχι μόνο με την ευπιστία αλλά και με τη σκοτεινή πλευρά των χωρικών, λαμβάνουμε έτσι πολύτιμες πληροφορίες για τις μαγικοιατρικές πρακτικές σε απομονωμένα χωριά όπως το Νυχτερέμι:
Οι γυναίκες τόρα στην απομόνωσή τους άφησαν την επιφύλαξη κι εξεμυστηρεύονταν κάθε πάθος και κάθε τους επιθυμία. Πολλές του εζήτησαν τ’άκακα βότανα. Αλλ’οι περισσότερες ήθελαν τους εσμάδες και τα καββαλιστικά σημεία• τα παράδοξα σχήματα και τα τερατώδη μονογράμματα• το αμπόδεμα και το λύμα του• το αβάσκαμα και το γήτεμά του• ο αφανισμός του άσπονδου εχθρού και το κρέμασμα στη λεύκα• και ακόμη των χτηνών ο ψόφος και των αμπελιών το ξέραμα και όλα τα πάθη, όσα ο άνθρωπος μέσα στη χτηνωδία του εγκυμονεί κατά του συνόμοιου του. Αυτός ο ίδιος άρχισε να αισθάνεται ψυχικόν ίλιγγον εμπρός στο τόσο μίσος και την αφάνταστη σκληρότητα, που εκυβερνούσε δεσποτική τις χωριάτικες εκείνες ψυχές.(24)
Ένας ακόμα τόπος που αξίζει να σημειωθεί στην παρούσα ανακοίνωση είναι η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ της θρησκείας η οποία εκπροσωπείται απ’τον παπά και της μαγικής δύναμης η οποία εκπροσωπείται από τον ζητιάνου. Η ακλόνητη πίστη των χωρικών σε υπερφυσικά στοιχεία όπως οι βρυκόλακες τους καθιστούν ευάλωτους απέναντι σε αυτούς που μπορούν να τους  χειραγωγήσουν. Στην προκειμένη περίπτωση ο μάγος που περιγράφει ο συγγραφέας:
Ούτε τα μάγια του επίστευεν, αλλ’ούτε και το βρυκολάκιασμα του παραγιού του. Και όχι γιατί έτυχε καλήτερης ανατροφής, είτε γιατί στον τόπο του δεν έχουν δεισιδαιμονίες. Χωριό της Ελλάδος δεν ημπορεί ακόμη να καυχηθή κανένα για τέτοια πρόοδο.
Στον βρυκόλακα όμως πίστευε ο εκπρόσωπος της θρησκευτικής εξουσίας, ο σχεδόν αγράμματος παπάς. Αυτό δικαιολογείται εφόσον ο παπάς του χωριού ήταν ένας εκ των κατοίκων ενεδυμένος με ράσα. Οι παπάδες εκείνη την εποχή στα χωριά δεν ακολουθούσαν κάποια σχολή έτσι ώστε να απαλλαγούν από τις αιώνιες χωριάτικες προλήψεις. Έτσι, ο συγκεκριμένος παπάς φοβόταν περισσότερο από τους ίδιους τους χωρικούς που έπρεπε να προστατέψει. Η σύμπραξη της χριστιανικής και της δαιμονικής δύναμης συμπυκνώνονται στα λόγια του από κοινού εξορκισμού του βρυκόλακα:
-Φοβήθητι, φύγε, δραπέτευσον, αναχώρησον, δαιμόνιον ακάθαρτον κ’ εναγές!.....αγριοφώναξε ο Παπαρρίζος.
-Ελέφ, ζουχάμ, ρεείλ, χασαμεήλ!......Εφώναξε και ο Τζιριτόκωστας αρχίζοντας τα μαγικά του.(25)
Η είσοδος του ξένου ζητιάνου λοιπόν, καταλύει το παγιωμένο κοινωνικό συμβόλαιο. Ο ξένος μάγος υπερτερεί του γηγενή όχι σε εξυπνάδα και δυνατότητες αλλά σε εμπειρίες νοητικές, εφόσον με τα ταξίδια, του έχει δοθεί η ευκαιρία να διαπιστώσει ιδίοις όμασσι την ανεπάρκεια των μαγικών αλλά και την ισχύ της ψυχολογικής υποβολής.
Ο Ζητιάνος θα μπορούσε να ιδωθεί ως αυτό που έρχεται απ’ έξω, όπως η πρόοδος. Και όπως ο Ζητιάνος κυριάρχησε στην ψυχή και στο σώμα των χωριατών προκαλώντας μέσω της υπόκρισης μόνο κακό έως και θάνατο έτσι και η πρόοδος διαταράσσει την απλοϊκή αλλά μακάρια ησυχία της ελληνικής υπαίθρου.

Κλείνοντας θα λέγαμε ότι ο συγγραφέας στα γραπτά του χρησιμοποιεί το λαϊκό στοιχείο προκειμένου να παράξει τον μύθο. Χρησιμοποιώντας είτε τη βιωματική του εμπειρία είτε τη περιηγητική του δράση δραματοποιεί την πραγματικότητα δίχως να την φτάνει όμως στα πλαίσια του απόλυτα τραγικού, αφού ο βασικός του στόχος είναι η αποκαλυπτική απόδοση του γίγνεσθαι της λαϊκής κοινότητας. Μέσα από τα γραπτά του Καρκαβίτσα συνάγουμε την άποψη ότι έβλεπε τον κόσμο των χωρικών με το μάτι του αστού, μολονότι μελετητές θεωρούν ότι η παγιωμένη παρουσίαση του λαϊκού ελλαδικού χώρου επιλέγεται προκειμένου να αναδειχθεί η γνήσια και ειλικρινής απλότητά της. Όπως παρουσιάσαμε οι λαϊκές πρακτικές είναι πολλές και εκτείνονται σε ευρύ φάσμα ασθενειών και θεραπειών.

Σημείωση: Τελευταία έκδοση του Ζητιάνου του Ανδρέα Καρκαβίτσα είναι αυτή των εκδόσεων Πελεκάνος, το 2011.
Παραπομπές
1. Όπως κάθε λογοτεχνικό κίνημα έτσι και αυτό της ηθογραφίας έχει γνωρίσει πολλές και ποικίλες κριτικές ερμηνείες. Ο Κ. Θ. Δημαράς της αποδίδει μια αρνητική χροιά εξισώνοντάς τη με έναν τύπο κατώτερης λογοτεχνίας λόγω της θεματικής της. Για τον Παναγιώτη Μουλά, η ηθογραφία συνταυτίζεται με το λαογραφικό κίνημα και καθιερώνει έναν διαχωρισμό της σε ηθογραφία ανώτερη και ηθογραφία κατώτερη.  Απ΄την πλευρά του ο Κώστας Στεργιόπουλος εισάγει στη λογοτεχνία τον όρο «ανανεωμένη ηθογραφία»  κάνοντας έτσι διάκριση ανάμεσα στο τι είναι ωφέλιμο και τι ανώφελο στο κίνημα αυτό. Για τον Henri Tonnet στο κίνημα αυτό συνυπάρχουν οι λογοτεχνικές παραγωγές των δυο τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα∙ ο όρος κατά τη γνώμη του, είναι λίγο υποτιμητικός και μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε είδος περιγραφικής λογοτεχνίας που δίνει έμφαση στο λαογραφικό στοιχείο. Ο Χριστόφορος Μηλιώνης στο άρθρο του «Παπαδιαμάντης και ηθογραφία ή ηθογραφίας αναίρεσις» υποστηρίζει ότι ο όρος χρησιμοποιείται απερίσκεπτα από τη λογοτεχνική κριτική δίχως να έχει διασαφηνιστεί πλήρως το περιεχόμενο του όρου εφόσον υπάρχει σύγχυση και με τους όρους ρεαλισμός και νατουραλισμός και προτείνει στην εν κατακλείδα παράγραφό του να διαγραφεί ο εν λόγω όρος. Τέλος, ο Παντελής Βουτούρης αποπειράται να δώσει μια νέα οπτική στην ηθογραφία, διακρίνοντάς την στο τρίπτυχο της αγροτικής ηθογραφίας, στην ειδυλλιακή ηθογραφία και στη ρεαλιστική ηθογραφία. Προτείνει μια θεματοποίηση των συγγραφέων της περιόδου προκειμένου ν΄αναδειχθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός: Angeliki, Dimouli, Le « village » dans les œuvres de Georgios Drossinis et d’ Andréas Karkavitsas, Mémoire de Master 2 soutenu à Sorbonne-ParisIV, 2008, σ. 13-14, (ανέκδοτο).
2. Dimouli, σ. 14.
3. Επαμεινώνδας, Μπαλουμής, Ανδρέας Καρκαβίτσας: ο ανατόμος της λαϊκής κοινότητας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1999, σ. 99.
4. Thanasis, Βarlagiannis, La formation du système sanitaire et hygiénique en Grèce, 1833-1909, υπό εκπόνηση διδακτορική διατριβή στην EHESS.
5. Τζίνα, Πολίτη, Συνομιλώντας με τα κείμενα, Άγρα, Αθήνα, 1996, σ. 77.
6. Πολίτη, σ. 77. Αν και αργότερα ο Καρκαβίτσας ενστερνίστηκε τη δημοτική γράφοντας μάλιστα και τον Αρχαιολόγο εξ’ολοκλήρου στη δημοτική, ωστόσο ο διαχωρισμός που αναφέρουμε αφορά τα προς μελέτη κείμενα για την παρούσα ανακοίνωση, τη Λυγερή και τον Ζητιάνο.
7. Ανδρέας, Kαρκαβίτσας, Τα  Άπαντα εκδομένα, σκόρπια, ανέκδοτα, τμ. Δ΄, αναστύλωσε και έκρινε Γ. Βαλέτας, Γιοβάνης, 1973, σ. 463.
8. ό. π. σ. 463.
9. ό. π. σ. 463-464.
10. ό. π. σ. 464.
11. Ανδρέας, Καρκαβίτσας, Η Λυγερή, Εστία, Αθήνα, 2007, σ. 9.
12. Πολίτη, σ. 67.
13. ό. π., σ. 68.
14. Καρκαβίτσας, Η Λυγερή, σ. 133.
15. ό. π. σ. 11.
16. Πολίτη, σ. 88.
17. ό. π., σ. 20.
18. Barlagiannis
19. Καρκαβίτσας, ό.π. , σ. 12.
20. Τζίνα, Πολίτη, «Η παγίδα της μίμησης στον Ζητιάνο του Α. Καρκαβίτσα», στο: Ο νατουραλισμός στην Ελλάδα: διαστάσεις-μετασχηματισμοί-όρια, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2007, σ.131.
21. Ανδρέας, Kαρκαβίτσας, Τα  Άπαντα εκδομένα, σκόρπια, ανέκδοτα, τμ. Δ΄, αναστύλωσε και έκρινε Γ. Βαλέτας, Γιοβάνης, 1973, σ. 343.
22. Kαρκαβίτσας, ό.π. , σ. 342.
23. Ανδρέας, Καρκαβίτσας, Ο Ζητιάνος, Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1982, σ. 133.
24. Καρκαβίτσας, ό. π. , σ. 141.
25. ό. π., σ. 187.