Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 16

Μια αληθινή ιστορία (διήγημα) - Σωτήρης Μπαμπατζιμόπουλος

Ας πούμε ότι η ιστορία ξεκινάει κάπως έτσι. Εκείνη την ημέρα δεν είχα κάνει απολύτως τίποτα. Ξύπνησα μεσημέρι, πέρασα όλο το απόγευμα στο μπαλκόνι σκεφτόμενος ποια πράγματα πήγαν στραβά, γιατί πήγαν στραβά κι αν όντως τελικά πήγαν στραβά, αν έκανα χίλια λάθη ή απλώς έτσι ήθελα να τα βλέπω εγώ. Στο τέλος κουράστηκα να κάθομαι και βγήκα έξω. Περπάτησα μέχρι το καφενείο στη διπλανή γειτονιά. Είχε αρκετό κόσμο. Παρήγγειλα έναν καφέ.Ας πούμε ότι η ιστορία ξεκινάει στο καφενείο.

Χάζευα ένα περιοδικό. Περνούσα τα άρθρα, απέφευγα επιμελώς τις λέξεις και επικεντρωνόμουν στις φωτογραφίες. Κυρίως πρόσεχα τα μοντέλα που διαφήμιζαν ό,τι να ‘ναι. Ο καφές ήταν έτσι κι έτσι. Δεν ξέρω γιατί πίνω καφέ. Δεν μ’ αρέσει. Ποτέ δεν μ’ άρεσε. Ποτέ δεν ήπια έναν καφέ και είπα: «να, μάλιστα, αυτός ο καφές μου αρέσει». Υποθέτω πως τον συνήθισα. Όπως και πολλά άλλα πράγματα. Άναψα τσιγάρο.

Ας πούμε ότι η ιστορία ξεκινάει τώρα.

Όχι, δεν άναψα τσιγάρο. Δεν είχα τσιγάρα, δεν καπνίζω, ποτέ μου δεν κάπνισα ούτε ένα τσιγάρο. Δεν ξέρω γιατί το είπα. Άφησα το περιοδικό. Είχε μπόλικο κόσμο. Κι όπου υπάρχει κόσμος υπάρχει βαβούρα. Πολλές φωνές. Δεν έβγαζα ούτε μια λέξη. Κυρίως άντρες και μερικές γυναίκες. Οι μισές τουλάχιστον από αυτές σιωπηλές. Κάποιες κοιτούσαν τους άντρες. Η μια χαμογελούσε. Ίσως αμήχανα. Η μια έξυνε τη γάμπα της. Η μια είχε όμορφο σβέρκο. Και ήταν κι εκείνος ο άντρας που καθόταν μόνος του.

Ας πούμε ότι η ιστορία ξεκινάει με αυτόν τον άντρα.

Φορούσε γυαλιά. Δεν είχε τίποτα μπροστά του παρά μόνο ένα φλιτζάνι το οποίο είχε παραμερίσει. Καθόταν δίπλα στην τζαμαρία. Κανείς θα περίμενε πως εκείνος ο άντρας θα κοιτούσε έξω ή πως θα έριχνε νευρικές ματιές στο ρολόι του ή στο κινητό του. Κι όμως. Εκείνος δεν έκανε τίποτα. Λίγες φορές έχω δει κάποιον να μην κάνει τίποτα για τόση ώρα. Και τότε έβγαλε τα γυαλιά του και τ’ άφησε στην άκρη.

Ας πούμε ότι ίσως η ιστορία ξεκινάει τώρα με τον άντρα να βγάζει τα γυαλιά του. Προσέξτε.

Ο άντρας έπιασε τις δυο πλευρές του τραπεζιού λες και θα το σήκωνε με όλη του τη δύναμη. Αλλά δεν το έκανε. Αντί γι’ αυτό χτύπησε το κεφάλι του στο τραπέζι. Και το φλιτζάνι αναπήδησε. Όλοι σταμάτησαν τις ασχολίες τους. Οι γυναίκες, οι άντρες, ο σερβιτόρος, ένα αγόρι που πήγαινε τουαλέτα. Όλοι γύρισαν προς το μέρος του. Όλοι αναρωτήθηκαν τι έγινε. Όλοι ήθελαν να δουν. Και τότε, Μπαμ!

Τελικά μάλλον τώρα αρχίζει η ιστορία. Ακούστε.

Χτύπησε για δεύτερη φορά το κεφάλι του στο τραπέζι και το φλιτζάνι έπεσε κάτω κι έσπασε. Το μέτωπό του είχε κοκκινίσει και αίμα βγήκε από τα ρουθούνια. Στο επόμενο χτύπημα πρέπει να έσπασε η μύτη. Όλοι κοιτούσαν μαγεμένοι. Κι εγώ μαζί. ΜΠΑΜ! Κρατούσε ένα σταθερό τέμπο. Τρία ή τέσσερα δευτερόλεπτα μεσολαβούσαν σε κάθε χτύπημα. Και η ορμή παρέμενε αμείωτη. Ίσως μάλιστα σιγά σιγά να ανέβαζε ένταση. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Συνέχιζε. Το πρόσωπό του έσπασε, το ζυγωματικό του προεξείχε και υπήρχε πολύ αίμα. Σωστό μακελειό. Καμιά φορά θαρρούσες πως μπορούσες να ακούσεις κάτι να σπάει. Φανταστείτε πως όλος ο κόσμος είχε παγώσει. Και μόνο αυτός ακουγόταν, μόνο αυτός συνέχιζε. Στα χέρια του πετάγονταν οι φλέβες από το σφίξιμο. Ο λαιμός του είχε μπλαβιάσει. Στο πρόσωπό του πλέον δεν υπήρχαν χαρακτηριστικά. Μονάχα μια βαθυκόκκινη υγρή μουντζούρα. Το πείσμα του ακλόνητο. Έδωσε ακόμα μία, κι άλλη μία και δώσ’ του εκεί να καταλάβει. Φαινόταν πως είχε κουραστεί. Φαινόταν πως είχε χάσει πολύ αίμα. Φαινόταν πως όλα μέσα του είχαν θρυψαλιάσει. Δόντια δεν είχε πλέον. Και τότε σαν να κοντοστάθηκε. Σαν να χάλασε το τέμπο που με τόση ευλάβεια κρατούσε και σαν να πέρασαν περισσότερα δευτερόλεπτα.

Τώρα αρχίζει η ιστορία. Θα δείτε.

Δεν ήταν ότι τον ενοχλούσε ο κόσμος που τον κοιτούσε, χαμπάρι δεν έπαιρνε. Ούτε ότι πονούσε τόσο πολύ που λύγισε και τα παράτησε. Όλοι περιμέναμε να δούμε. Κρεμόμασταν πάνω του. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο γρήγορα που την ένιωθα να βαράει στο λαιμό. Μάζευε δυνάμεις. Αυτό έκανε. Συγκέντρωνε ό,τι είχε μείνει μέσα του, απ’ όπου μπορούσε να μαζέψει κάτι, οτιδήποτε, για να τα δώσει όλα στο τελευταίο και τελειωτικό χτύπημα. Έπαιρνε φόρα σαν αγρίμι. Και τότε το έκανε. Το μεγάλο χτύπημα. Με όλο του το είναι. Το κεφάλι πάνω στο τραπέζι. Συνθλίφτηκε. Δεν κουνήθηκε. Έμεινε με το κεφάλι πάνω στο ματωμένο τραπέζι. Κι όλοι συνεχίζαμε ακίνητοι.

Και τώρα θα σας πω πως αρχίζει πραγματικά η ιστορία.

Ένας κάποιος, δεν ξέρω ποιος, χειροκρότησε. Ήταν ένα παλαμάκι δειλό που το ακολούθησε ένα δεύτερο πιο θερμό και ψυχωμένο. Και μετά ένα τρίτο θαρραλέο. Και μετά χωρίς κανείς να μπορεί να το ελέγξει, ένα φρενήρες χειροκρότημα. Όλοι στα πόδια μας πλέον, όσοι καθόμασταν σηκωθήκαμε και χειροκροτούσαμε με όλη μας τη δύναμη, έτσουζαν οι παλάμες, αλλά δεν σταματούσαμε, και κάποιος πρέπει να φώναξε «Μπράβο», σίγουρα το έκανε, το άκουσα μέσα στο χειροκρότημα, και το χειροκρότημα έβγαινε από τα στήθια μας πλέον με περηφάνια, κι εγώ με το ζόρι συγκρατούσα τα δάκρυά μου, προφανώς είχα βουρκώσει, και οι γυναίκες, οι άντρες, όλοι χειροκροτούσαμε τον άντρα που στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, όποιες κι αν ήταν αυτές, σε αυτόν που δεν έκανε πίσω, που δεν δείλιασε, που δεν φοβήθηκε να εκτεθεί, που το πήγε μέχρι τέλους, που απέδειξε ποιος είναι.

O Σωτήρης Μπαμπατζιμόπουλος γεννήθηκε το 1980 στη Θεσσαλονίκη. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και συλλογές. Το 2009 συνεργάστηκε με τον Γιάννη Παλαβό και κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Τόπος η διπλή νουβέλα Σαν Άνγκρε - Τα δάκρυα της Φον Μπράουν.