Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 31

Μια «αγκαλιά» για τον Κώστα Ριτσώνη (1946-2015)

ριτσώνης

Γράφει η Αγγελική Δημουλή

Πω! Πω! ωραίο πράγμα αυτό το ποδήλατο που έχεις!» η φράση δεν άνηκε σε κάποιο παδί που είχα συναντήσει στο πάρκο αλλά στον ποιητή Κώστα Ριτσώνη, όταν πρωτογνωριστήκαμε στο άλσος της Κηφισιάς πριν από πέντε περίπου χρόνια. Τον ποιητή που μας άφησε ξαφνικά και νωρίς φέτος το καλοκαίρι.

Φθινόπωρο με ίχνη βαριού καλοκαιριού ακόμα. Είχαμε κλείσει μια συνάντηση εκεί, μιας κι εγώ έμενα στο Μαρούσι κι εκείνος στην Κηφισιά. Νέα ποιήτρια εγώ, άρτι αφιχθείσα στο κλεινόν άστυ μετά από χρόνια στα Παρίσια, αυτά που τόσο αγαπούσε ο Κώστας, να μιλά γι’ αυτά και να μεταφράζει τη λογοτεχνία τους. Ποιητής εκείνος αλλά και εκδότης στα Ποιήματα των Φίλων.

Φτάνοντας, λοιπόν στην Αθήνα, άρχισα να στέλνω τα ποιήματά μου σε όλους τους εκδότες, μικροεκδότες και μεγαλοεκδότες της Αθήνας μπας και τα βγάλω κάπου. Ο Κώστας όχι μόνο απάντησε. Με πήρε και τηλέφωνο ανακοινώνοντάς μου πριν συστηθεί, με τη χαρακτηριστική βαριά φωνή του «σπουδαία ποιήματα, να τα βγάλουμε!». Έτσι βρεθήκαμε στο άλσος εγώ με το ποδήλατό μου κι εκείνος με μια υπερμεγέθη πλαστική σακούλα γεμάτη βιβλία δικά του, άλλων, των εκδόσεών του, οχτασέλιδα, μπιλιέτα.

Τέλος πάντων γέμισα ένα ράφι με τα όσα μου έδωσε. Γιατί ο Κώστας ο Ριτσώνης έδινε. Μοίραζε βιβλία, μοίραζε ιδέες, μοίραζε απλόχερα το χρόνο του σ’ αυτούς που γνώριζε κι εκτιμούσε και σ’ αυτούς που θα γνώριζε, έπινε τα τσιπουράκια του στα ουζερί και περπατούσε την Αθήνα. Ένας πλάνητας του 21ου αιώνα στις αθηναϊκές στοές του κέντρου.

Έμαθα για τις σπουδές στη Θεσσαλονίκη, για τη θητεία του στη Διαγώνιο, τις μέρες του με τον Χριστιανόπουλο, τη δουλειά στο Πέραμα, τα παιδιά και τη γυναίκα του που λάτρευε και τις δράσεις του. Εκδότης, ποιητής αλλά έγραφε και πρόζα, μεταφραστής γάλλων ποιητών-μιας και είχε κι ένα σύντομο πέρασμα από το Παρίσι-ρεμπέτης με μπουζουκάκι που ανελλιπώς ηχογραφούσε τραγουδάκια και ζωγράφος. Τα ρεμπέτικά που έγραφε τα έβγαλε με τον τίτλο «Τραγούδια στα μακάμια» το 2013 από τις εκδόσεις του.

Στις ίδιες εκδόσεις βγάλαμε τελικά και την πρώτη μου ποιητική συλλογή, το «Έρδυλον» με το οποίο συμμετείχαμε στο 1ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών στο Ίδρυμα Μ. Κακογιάννη. Κι ανεβαίνει ο Κώστας στο βήμα κι αρχίζει να μιλάει. Ντόμπρος άνθρωπος, ντόμπρες κουβέντες και καταχειροκροτήθηκε. Απ’ όλους. Και ντρεπόμουνα εγώ του θανατά που με σύστηνε σε όλους «η καταπληκτική ποιήτρια απ’ το Παρίσι». Συνεχίσαμε να βρισκόμαστε σε τακτά χρονικά διαστήματα, μια στο Βάρσο της Κηφισιάς για παγωτό, μια στο ΕΚΕΒΙ απέξω που αγαπούσε για να τους πάει τα φρεσκοτυπωμένα βιβλία του, άλλοτε έξω απ’ την Εθνική Βιβλιοθήκη γιατί «να μωρέ έχει ένα ουζερί παραπέρα» και την τελευταία φορά στο γιουσουρούμ στο Μοναστηράκι για μια μπύρα στο όρθιο, ανάμεσα σε τάσια και μπρίκια. Πάντα μου ‘φερνε βιβλία. Ό, τι θεωρούσε καλό να διαβάσω. Δεν αναλωνόταν σε ανταγωνισμούς και πρωτιές ο Κώστας. Αυτός μ’ έμαθε ότι όταν συναντάς έναν ομότεχνό σου καλό είναι αντί για χειραψία ν’ ανταλλάσσεις βιβλία. Το ‘μαθα και το κράτησα. Και βοηθάει. Γιατί είναι κάτι σα χειρονομία μύησης-αναγνώρισης.

Απ’ την ποίηση του Κώστα Ριτσώνη περιδιαβαίνει ο κόσμος κι ο υπόκοσμος της λογοτεχνίας και των δρόμων κι όλα τα συναισθήματα. Λούμπεν στοιχεία με αθώες καρδιές και πόρνες που σώζουν ζωές με την ύπαρξή τους:

Όλα τα κατάθεσα/στη Mouna Bank/λέν οι ναυτικοί/εννοώντας τις κοινές γυναίκες. Η Τράπεζα Πίστεως/διώχνει την απιστία/η Ergo Bank/την τεμπελιά/Η Mouna Bank/τη μοναξιά. (1)

Το κορμί σου καίει/σαν τη φλόγα της Χαλυβουργικής/και με σκεπάζει/ σαν τον καπνό που μαυρίζει/ Ελευσίνα, Μάντρα, Χαϊδάρι/μολύνει επικίνδυνα/το περιβάλλον της μοναξιάς μου. (2)

Είναι καθαρή/η "παστρικιά" κοπέλα/γιατί έτσι βγάζει το ψωμί της/ενώ το ηθικό κορίτσι/(όλη μέρα στο γραφείο)/δεν πλένεται ποτέ/ούτε ξυρίζεται/καμιά φορά αρωματίζεται/όταν πηγαίνει ραντεβού. (3)

Είναι απτή και γι’ αυτό ευαίσθητη η ποίηση του Κώστα. Υμνεί τους μικρούς του κόσμου τούτου αλλά κραυγάζοντας. Δεν είναι χαμηλόφωνη ποίηση. Σκληρή γιατί είναι αληθινή και γιατί καταπιάνεται με τα αρχετυπικά θέματα του έρωτα, της φιλιάς, του θανάτου και της ζωής.

Κάποιοι ποιητές νομίζουν/πως είναι ένδοξα βιολιά/του Στραντιβάριους/κάποιοι άλλοι ελπίζουν/να γίνουν μπαγλαμαδάκια/σε μια φτωχη/ρεμπέτικη ταβέρνα.

**

Παραπομπές

1. Κώστας Ριτσώνης, Ο ανάπηρος λαχειοπώλης και άλλα ποιήματα, εκδόσεις Διαγωνίου αρ.41, Θεσσαλονίκη 1982.
2. Στο ίδιο
3. Κώστας Ριτσώνης, 151 ποιήματα, Ποιήματα των φίλων, Αθήνα 2011.

**

Βιβλία του Κώστα Ριτσώνη

Ποιητικές συλλογές: Aγκαλιά (εκδόσεις Διαγώνιος 1974, εκδόσεις Πανδώρα 1999, εκδόσεις Ποιήματα των Φίλων 2012), Ανάπηρος λαχειοπώλης (εκδόσεις Διαγώνιος 1982, εκδόσεις Ποιήματα των Φίλων 2012), Φωτισμένο εργοστάσιο (εκδόσεις Ποίηματα των Φίλων 1996, 2012), Πουλιά και ψίχουλα (εκδόσεις Ποίηματα των Φίλων 2001), Βραχνή φωνή (εκδόσεις Ποίηματα των Φίλων 2003), 151 ποιήματα (εκδόσεις Ποίηματα των Φίλων 2011), Τραγούδια στα μακάμια. Πεζά: Τσίλιες (εκδόσεις Ποίηματα των Φίλων 1991, 2011).

**

Σημειώσεις

1. Διαβάστε εδώ ένα άρθρο - μελέτη του Νέστορα Πουλάκου για το έργο του Κώστα Ριτσώνη δημοσιευμένο στο τεύχος 19 του περιοδικού μας.
2. Διαβάστε εδώ 4 ανέκδοτα ποιήματα του Κώστα Ριτσώνη δημοσιευμένα στο τεύχος 17 του περιοδικού μας.