Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 7

Με το γάντι - Γιώργος Κόκκινος

Η καρφωμένη προσευχή

Ξεκίνησα μιαν ώρα για ένα μακρύ ταξίδι
πιο μακριά να φτάσω απ’ τη δική μου Ιθάκη
εφόδια δεν κράταγα στους ώμους, μήτε στις τσέπες μου ψωμί

αγάπη είχα φορτώσει τις βαλίτσες μου
λατρεία απ’ τη λατρεία μου, στο κόκκινο δισάκι
τεράστια τ’ αποθέματα υπομονής κι ελπίδας μες στα σπλάχνα μου
κομμάτια εφημερίδας μες στις τσέπες
που λέγανε για μια χαμένη αγάπη, που άργησε να ‘ρθει

ο δρόμος που περπάτησα, χιλιόμετρα
με ορθάνοιχτα τα μάτια και τ’ αυτιά να μη τον χάσω

κι όπου έβρισκα μικρές τριανταφυλλιές
προσκύναγα το χώμα τους, κάνοντας μιαν ευχή
να φτάσω μ’ όση δύναμη μου απόμεινε τα μάτια σου

θα έμοιαζα, αλλοτινούς καιρούς, σαν κυνηγός πολύτιμων κι αστραφτερών πλασμάτων
που όμοια τους δεν γέννησε η γη μες στους καιρούς
σαν ένας κλέφτης διαμαντιών στο όρος του Καυκάσου
εκεί που είναι αδύνατο να βρεις τριανταφυλλιές

τα πέταλα συνέλεγα μ’ αγάπη ένα προς ένα
τα φύλασσα σ’ ένα πουγκί πιο ροζ κι από τα χείλη σου
πιο κόκκινα λουλούδια κι απ’ το αίμα του κορμιού σου
πιο πορφυρά κι απ’ τα φιλιά που μ’ έκαναν παιδί

αρώματα δε φτιάχνονται μ’ οσμή παραδεισένια
γιατί όποιος το άρωμά σου έφτασε να πιει
στη ζάλη απ’ το μεθύσι του, κόλλησε η σκιά σου
και γίνηκε κομμάτι απ’ το κορμί σου, το κορμί

συνέλεγα στους σάκους μου αρώματα
να δένουν, να παντρεύονται μ’ αγάπη απ’ την αγάπη
να σμίγουνε, να ενώνονται λατρεία με γινάτι
κουράγιο να βαπτίζονται, καρτέρι, επιθυμία
κι εμείς κάποια νυχτιά να τα φορέσουμε στο σώμα

μα ο δρόμος που κινήσαμε, λέγεται Αθανασία

πολλά τα σταυροδρόμια και μας πλάνεψαν
δεξιά φραγκοσυκιές και βάτα με κοχύλια
πιο πέρα η μαύρη θάλασσα, στην άκρη η ελπίδα

στ’ αριστερά ένα κάστρο με ξερόλες αυλικούς
ιπτάμενους γαϊδάρους, χιμπατζήδες μ’ αλυσίδα

στο δρόμο μου δεν είδα μήτε ιππότες ή σοφούς
πριγκίπισσες με στέμματα, παρά με μια χλαμύδα
που έκρυβε ανεκτίμητα διαμάντια απ’ τους εχθρούς
τριγύρω απ’ την καρδιά, μιαν ηλιαχτίδα

τι άλλο να σου πω; περπάτησα χιλιόμετρα
τ’ αυτιά μου τυμπανίζουνε ακόμα από φωνές
σκληρά τα λόγια που είπανε σε μι’ άγραφη σελίδα
καλύτερα να μου έσχιζαν το σώμα από πετριές

αλλά τι λέω! έτσι δε θα ‘βλεπα ποτέ ξανά τα μάτια σου
δε θ’ άκουγα τον ήχο απ’ τη φωνή σου
θα έμοιαζα με άγγελο τριγύρω απ’ το κορμί σου
να σου φυλάω όνειρα που φτιάχναμε μαζί
τα κάλλη σου να κρύβω, σα γυμνώνεις την ψυχή σου
στον τοίχο, η καρφωμένη προσευχή

τώρα που ζω δε θα γιορτάσω, γιατί λείπεις
λείπω κι εγώ, σαν πεινασμένος σκύλος απ’ το σπίτι σου
τώρα κι αν ζω είμαι νεκρός, μακριά απ’ τη φωνή σου
κι απ’ των χειλιών σου το φιλί, όσο δεν πίνω, σβήνω

είμαι νεκρός γιατί πλησίασα το άπιαστο κι ήθελα να τ’ αρπάξω
κι αφού το άπιαστο δεν πιάνεται, κοίτα πως καταστράφηκα

κράτα μονάχα το πουγγί να με θυμάσαι
κι όταν θα βρίσκεις τμήματα απ’ τις σάρκες μου στους δρόμους που διαβαίνεις
πρόσεξε! τ’ άπιαστα όνειρα να μη μου τα ζηλεύεις

τώρα που ζω δε θα γιορτάσω, γιατί λείπεις
είμαι νεκρός πάνω στον τοίχο, η καρφωμένη προσευχή!

Μαρμαρωμένος Βασιλιάς

Ακόμα αναρωτιέμαι αν μ’ αγάπησες
μα κι αν αγάπησες, πως μπόρεσες να σβήσεις
να λησμονήσεις απ’ τη μνήμη, έτσι απλά
μέσα στο χρόνο τον ασήμαντο
τα δάκρυα της ανημποριάς που κύλησαν στα μάτια σου
ν’ αφήσεις να χαθεί απ’ τα χέρια σου
ο,τι είχες αγαπήσει
κι ανέβαινα σκυφτά τα σκαλοπάτια, βήμα-βήμα
να φτάσω ως τις άκρες των δαχτύλων σου
μα εσύ ήσουν πουθενά, εσύ ήσουν πουθενά
κι εγώ παντού σ’ αγνάντευα
στο ξεχασμένο παρελθόν που σμίξαμε οι δυο μας
στο πικραμένο τώρα που ξεχείλισε λυγμούς
στο τιποτένιο αύριο που θα ‘ρθει κάποιαν ώρα
να σε ραπίσει με τριαντάφυλλα και μαύρα λίλιουμ
που γέμισαν καπνούς
ανέβαινα σκυφτά τα σκαλοπάτια
ολόλευκος, ασάλευτος, μαρμαρωμένος βασιλιάς
που γύρισα τυχαία και καρφώθηκα στα μάτια σου
και τιμωρήθηκα
ήθελα βλέπεις χρόνο να σε πάρω απ’ το χέρι
να σου τα πω με λόγια από τα χείλη μου
υπήρξες στη ζωή μου και υπάρχεις, το πιο λαμπερό αστέρι
μα εσύ ήσουν πουθενά, εσύ ήσουν πουθενά
και ξέχναγα κι ολοένα έχανα ξοπίσω τη μορφή σου
κι ολοένα έφευγε, χανόταν απ’ το βλέμμα μου η ματιά σου
μπορείς να φανταστείς πόσο σ’ αγάπησε αυτό το παλικάρι
και πόσο ακόμα μένω ν’ αγαπώ σκυφτός
μετρώντας ένα-ένα τα σκαλιά της απουσίας σου;

Κρίνο της σιωπής

Το μόνο που ζητώ για να μου πεις
αν μένεις έτσι αμόλυντη όπως σ’ έμαθα
αγνή, σαν ένα κρίνο της σιωπής
που εφύτρωσε στο χώμα του για μένα

θυμάσαι πως μεγάλωνες στα χέρια μου;
τριαντάφυλλο που χάιδευα στα φύλλα
που φίλαγα τα μάτια του και πέθαινα
σε χίλια σ’ αγαπώ του, ονειρεμένα

ετούτη την αγάπη να ‘χω πλάι μου
και τίποτα στον κόσμο, απ’ τ’ άγγιγμά της
οι νύχτες με το σώμα της στα χέρια μου
τρελαίνοντας τα γόνιμα όνειρά της

αλίμονο κι αν άλλαξες στο ελάχιστο
με διάλεξες, σε διάλεξε το εγώ μου
ποτέ μου δε θα ξόδευα τη χάρη μου
ποτέ και τον αμόλυντο εαυτό μου

το μόνο που ζητώ για να μου πεις
κι ας είναι μια κουβέντα τελευταία
γεννιόμαστε απ’ τον έρωτα ΕΜΕΙΣ
ή σβήνουμε, αστέρια από τη μέρα;

Το γράμμα που άργησε να φέρει ο ταχυδρόμος στην καρδιά σου

Δυο-τρία πράγματα ακόμα που δεν είπα και θα φύγω απ’ τη ζωή σου.
Που δε τα μίλησα ποτέ, μήτε με γράμματα τα διάβασες, μήτε άκουσες ποτέ σε ξένο στόμα.
Δυο-τρία γράμματα με κόκκινο από αίμα και του έρωτα μελάνι, με τα πολύχρωμα στιλάκια που μου έγραφες κι εσύ.
Τα φύλαγα προσεχτικά εν’ άλλο Καλοκαίρι, σε μια κόκκινη καρδιά που ράγισε έναν Αύγουστο και που ήλπιζα μαζί, πως θα προλάβουμε του Αυγούστου το φεγγάρι.
Ήταν γιατί, ήσουν εσύ η πρώτη μου αγάπη, εσύ που με ταξίδεψες σε τόπο μακρινό.
Μα δεν κρατώ κακία για όσα πρόσφερες απλόχερα με το ‘να σου το χάδι, μα ευχή μου αυτή η συμφορά μακριά κι από εχθρό.
Ήταν γιατί, πόσο σε έκλαψα ποτέ δε θα το μάθεις, γιατί εσύ μου είπες πρώτη εν’ “Αντίο, σ’ αγαπώ”.
Φόρεσα έτσι ένα ψεύτικο χαμόγελο στην πιο στερνή συνάντηση και είπα για καλό σου, μείνε έτσι μην αλλάξεις.
Μα ήρθε και χαιρέτησα τα μάτια σου, τ’ απόβραδο, με πήρε πίσω απ’ το κατόπι ο εφιάλτης.
Κρύβοντας έντεχνα τα μάτια μου απ’ το κλάμα, να μη με δεις πόσο λυπήθηκα για σένα κι ο,τι είπες, να μη σκεφτείς καθόλου πως χάνοντας εσένα, έχασα κι όλη τη ζωή.
Αυτή την ψεύτικη ή την κάλπικη που φτιάχναμε σα θάλασσα γαλάζια και ρίξαμε τα όνειρα, καράβια να πνιγούνε.
Σε έχασα και έμαθα πόσο στοιχίζει η αγάπη, πόσο κοστίζει ο έρωτας που κόπηκε στα δυο.
Έμαθα πως στα ψέματα στηρίζεται το χάδι, για να ‘χει ο καθένας μας απλά μια συντροφιά.
Γι’ αυτό κοντά σου τώρα, μη ζητάς πάλι να έρθω.
Το παρελθόν είναι σκληρό γι’ αυτούς που το θυμούνται κι όσο γυρίζει πίσω η σκέψη στον καιρό, πικραίνονται σαν πρώτα.
Μπήκα στ’ αμάξι κι έκλεισα την πόρτα, με τα παράθυρα κλειστά κι αμπαρωμένα.
Τα δάκρυα δε νοιάστηκα κι αν βρέχανε τα χέρια, γλιστρούσαν στο τιμόνι με σβηστή τη μηχανή.
Ήτανε βλέπεις πάντοτε που αναζητούσα εμένα, σε κάποια δίδυμη ψυχή τριγύρω απ’ τη ζωή μου.
Ήθελα βλέπεις να τη μοιραστεί μαζί μου.
Το ξέρω, τη μοιράστηκες.
Τον πόνο στην ψυχή;
Σου είχα πει, ας ζήσουμε αυτό που μας συμβαίνει, γιατί ίσως δεν προλάβουμε να δούμε την αυγή.
Στο σπίτι σύρθηκα αργά, είχε νυχτώσει, τα μάτια καθώς κλαίγανε και βάδιζα σκυφτά, να μη με δει ανθρώπου άλλου μάτι, να μη με νιώσει, να μη με λυπηθεί, γι’ αυτά που κλαίει η αγάπη.
Γονάτισα στα τέσσερα και βρόντηξα την πόρτα, δε μ’ ένοιαζε κι αν πρόβαλλε θλιμμένο το φεγγάρι, μονάχα που με πρόδωσε η πρώτη μου αγάπη, δε μ’ ένοιαζε πια τίποτα κι αν φύγω απ’ τη ζωή.
Και πλάνταξα και έκλαιγα στα τέσσερα για ώρες, τα μάτια μου πρηστήκανε, μαυρίσαν απ’ το κλάμα.
Θυμάμαι τηλεφώνησε η θεία μου η Ντολόρες, με ρώτησε τι έπαθα, “έχασα στα χαρτιά”.
Ποτέ δε το περίμενα έτσι να’ ναι η αγάπη, να ‘χει βουλιάξει ολότελα στην πίκρα και στο κλάμα.
Τι να το κάνω δυο βραδιές κι αν πλάγιασα μαζί σου;
Εκείνο που μου έμεινε, μια πίκρα μοναχά.
Ρωτάς λοιπόν και σήμερα γιατί δε σ’ απαντάω;
Σε έψαξα, σε έψαχνα βδομάδες με τ’ Αντίο.
Που ήσουν και κρυβόσουνα γλυκό μου εσύ θηρίο;
Σου έγραφα για μένα τις αλήθειες που ‘χα πει.
Κι εσύ με ένα αντάλλαγμα με έκοψες στα δύο, πιο μακριά από μένα να ζητάς γλυκό φιλί.

Ο Γιώργος Κόκκινος είναι ποιητής. Έργα του κυκλοφορούν αποκλειστικά στο διαδίκτυο.