Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 31

Μεχμέτ Γιασίν: Άγγελοι εκδικητές

γιασίν

Άγγελοι εκδικητές. Ανθολόγιο ποιημάτων, Μεχμέτ Γιασίν, μτφρ. Ζ.Δ. Αϊναλής, εκδόσεις Vakxikon.gr 2015

Υπομονετικές γυναίκες

Για μέρες φυλλομετρούσε τα βιβλία υπομονετικά
αναζητώντας ένα ποίημα τον τίτλο του οποίου είχε ξεχάσει

Ι
Η γυναίκα κατοικούσε σ’ ένα παλιό μυθιστόρημα
Ελληνικοί και Ρώσικοι στίχοι μπλέκονταν στα γόνατά της
όπως οι απαλές μπάλες μαλλιού του δίχρωμου πουλόβερ
που έμπλεκε για τον άντρα της
ενόσω περίμενε…
Το άνθος του Κωνσταντίνου φερμένο από την Αλεξάνδρεια
άνοιγε από μόνο του κάπου λησμονημένο
κι η κάμαρη ευωδίαζε με το γιασεμί του Γιεσένιν.

ΙΙ
Οι ζωές τους ήτανε μια απίθανη μυθοπλασία
μητέρα, πατέρας και παιδιά ζώντας όλοι κάτω απ’ την ίδια στέγη
τρώγοντας μαζί, για παράδειγμα,
ο σύζυγος και η σύζυγος κάθε βράδυ κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι.
Προσπαθούσα να καταλάβω το λόγο για όλ’ αυτά:
Γιατί στα κουδούνια γράφανε τα ονόματα των ανδρών;
Από καιρού εις καιρόν μια γυναίκα έριχνε κλεφτές ματιές απ’ το μπαλκόνι
περιμένοντας να δει τον άντρα της –
αυτή ήταν που έπλενε τα πιάτα και μπάλωνε τα ρούχα
κι άκουγε σιωπηλά τα παράπονα…
Κι όμως αυτοί οι άνδρες, πατέρες, σύζυγοι, γιοι,
ούτε που ‘διναν καμιά σημασία όταν ξάπλωναν
στα πάλλευκα κι ευωδιαστά σεντόνια με τη ψιλή δαντέλα.
Κι εγώ η ίδια ταυτιζόμουν με τους άνδρες ήρωες στα μυθιστορήματα
ήθελα τη ζωή τακτική και νοικοκυρεμένη
και γυρνώντας στο σπίτι να βρίσκω το επώνυμο μου στο κουδούνι.
Αλλά αυτοί που ήταν μες στο σπίτι ενοχλούνταν από τα πηγαινέλα μου
εκτός πια κι όταν, έχοντας βαρεθεί τους εαυτούς τους,
προσβλέποντας στη φαντασίωση,
μ’ επιζητούσαν για μία τόσο σύντομη στιγμή όσο κι η συνουσία.

ΙΙΙ
Δεν ήμουν γιος κανενός
ούτε και σύζυγος. [Δεν μιλώ με κανέναν]
Γι αυτό και η αγαπημένη μου δεν έφερε στον κόσμο το παιδί μου.
Κι η μάνα μου πέθανε πολύ αργά, δηλαδή εννοώ πολύ νωρίς
κι όσο για τα ετεροθαλή αδέλφια μου,
το δίχως άλλο, κάπου ζούνε.
Εγώ [Δεν μιλώ με κανέναν] ήμουν ο πατέρας του πατέρα μου
έβρισκα τις γιαγιάδες μόνο μέσα στα παραμύθια
και μια φορά μάλιστα είδα τον παππού του Σερμίν.
Δεν είχα ποτέ έναν συγγενή που να μπορώ να δανειστώ.
[Δεν μιλώ με κανέναν] Μια φορά
με φιλοξένησε ένας μικρανεψιός της μάνας μου
απ’ την ντροπή μου κόντεψα να πεθάνω.
Τώρα, μην πιστέψετε που τα γράφω όλα αυτά για να γκρινιάξω
είναι ίσως και που βαριέμαι λιγάκι απόψε καθώς η αγαπημένη μου είναι στο σύζυγο της
εγώ θα ‘θελα να μιλήσω σε κάποιον αλλά δεν υπάρχει κανείς στο ξενοδοχείο
έτσι γράφω ποιήματα.

IV
Όπως μια μητέρα προστατεύει το γιο της από τον άντρα της
έτσι
προστατεύανε πάντα τους συζύγους τους από μένα.
– Ξέραν να τσακώνονται αδιάκοπα με τις πεθερές τους
για το ποια ήταν πράγματι η μητέρα των συζύγων-γιων τους. –
Όπως τα πιο κοινότυπα φυτά εσωτερικού χώρου
καθηλωμένα σ’ ένα ραγισμένο βάζο
επιμένουν να επαίρονται για την ομορφιά τους
έτσι
κι αυτές καυχιόνταν για τις ανύπαρκτες αρετές των συζύγων τους
σαν μια φιλοφρόνηση προς τους εαυτούς τους.

V
Σαν την Κασσάνδρα οι παντρεμένες γυναίκες πικραμένες
υφαίνανε το δικό τους μαύρο νήμα της μοίρας
κι όταν ακόμα ήξεραν πολύ καλά τι είχε γραφεί
διάβαζαν πάντα το ίδιο μυθιστόρημα
λέγοντας από μέσα τους πως τη φορά αυτή ίσως
το τέλος της ιστορίας να ήταν διαφορετικό
μα ήταν αυτές που άλλαζαν
και όχι το βιβλίο με την επιμονή τους γι’ αλλαγή.

VI
… Αυτές, κι εννοώ οι δικές μας Κύπριες γυναίκες10
[των οποίων οι γιαγιάδες στα χωριά
‘καναν τους άντρες τους να ιδρύσουν το κόμμα της εργατικής τάξης]
μοναχικές πυρκαγιές με το βλέμμα απόμακρο σαν τη Ρωσία
εστάλησαν απ’ τις μανάδες τους να μελετήσουν το Κράτος και Επανάσταση
για να γίνουν καλές νοικοκυρές
και κατόπι ν’ αφοσιωθούν στην ποίηση.
Έπειτα… [και για μια στιγμή
περνάν μπροστά απ’ τα μάτια μου τα πρόσωπα από καμιά κατοσταριά από δαύτες]

Όποια και ν’ αναλογίζεσαι, έν’ άλλο ποίημα ξεκινά
αλλά τελειώνει με τον ίδιο τρόπο.

VII
Καθόσον έμαθα στο τέλος απ’ έξω κι ανακατωτά
αυτό το διασκευασμένο από Ρώσικα μυθιστορήματα στα Ελληνικά θεατρικό
είπα αποχαιρετώντας το θέατρο:
«Μάλιστα, κυρία μου, εγώ ζω τη ζωή μου, εσείς;
Η αγάπη σας δεν ήταν παρά ένα πρόσχημα.
Σύντομα θα σκοτωθώ απ’ το δικό μου θάνατο,
ως απόδειξη πως είμαι γνήσιος ποιητής.
Αλλά πείτε μου, σας παρακαλώ, εσείς το θάνατο τίνος θα πεθάνετε;»

Λευκωσία, 1991