Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 31

Μεταπολεμικοί ποιητές και κινηματογράφος

μάινας31-λιναρδάκη

photo © Αλέξιος Μάινας

Γράφει η Χριστίνα Λιναρδάκη

Η στάση των μεταπολεμικών ποιητώναπέναντι στον κινηματογράφο είναι ποικίλη: κάποιοι τον είδαν θετικά και ανέπτυξαν καλή σχέση μαζί του, ορισμένοι τον αντιμετώπισαν με επιφύλαξη γιατί τον θεωρούσαν λαϊκό θέαμα και άρα προϊόν υποκουλτούρας, ενώ άλλοι επέδειξαν αμφιθυμία.

Οι δύο νομπελίστες ποιητές μας, Οδυσσέας Ελύτης και Γιώργος Σεφέρης, έχουν και οι δύο γράψει σχετικά. Στο  μελέτημά του «Η ποίηση του κινηματογράφου και ο WaltDisney» που δημοσιεύθηκε το 1938 στο περιοδικό Νέα Γράμματα,  ο Οδ. Ελύτης εκφράζει τον θαυμασμό του για τις ταινίες του Αμερικανού: «Τα sillysymphonics δημιουργήθηκαν σαν μια σειρά τολμηρών μοντέρνων ποιημάτων που το καθένα τους τροποποιεί την πραγματικότητα φτάνοντας στην υπερπραγματικότητα, που το καθένα τους είναι μια ριψοκίνδυνη πράξη του πνεύματος μέσα στις περιοχές του αγνώστου».

Αντίθετα, ο Γιώργος Σεφέρης στο άρθρο του «Η  ποίηση στον κινηματογράφο», το οποίο έγραψε με αφορμή μία ταινία βασισμένη στο  έργο «Φονικό στην εκκλησιά» (Murderinthe Cathedral) του T. S. Eliot, την οποία σκηνοθέτησε ο Αυστριακός George Hoellering το 1951, υποστηρίζει :«Ως τώρα ο κινηματογράφος σήμαινε την παντοδυναμία της εικόνας, ως το αποκοίμισμα της συνείδησης του θεατή. Με το πείραμα της προβολής του “Φονικού στην εκκλησιά” γυρεύουμε να υποτάξουμε την κινούμενη εικόνα στον πνευματικότερο λόγο που ξέρουμε, τον ποιητικό λόγο (...) όμως αναρωτιέμαι μήπως [αυτό] σημαίνει και την αναίρεση του κινηματογράφου: το κυνήγημα μιας χίμαιρας».Το άρθρο δημοσιεύθηκε το 1986 στο περιοδικό Διαβάζω.

Πέρα όμως από κρίσεις και κριτικές, ας δούμε πώς πέρασε ο κινηματογράφος σε αυτό καθεαυτό το ποιητικό σώμα. Είναι γνωστό το σχετικό ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου:

Τα μυστικά του σινεμά
Είναι σαν της ποιήσεως τη μαγεία
Είναι σαν ποταμός που ρέει
Εικών εικών και άλλες εικόνες
Κ αίφνης –διακοπή
Cut! Cut! Coupez!
(Παρών και ο clackman κάθε τόσο)
Κ έπειτα πάλι ο ποταμός
Κ έπειτα πάλι εικόνες
Και ουδέποτε χάνεται ο ειρμός
Όχι στο νόημα μα στη μαγεία
Όσο και αν ρέουν τα καρέ
Βωβού ή ομιλούντος
Σαν ποταμός που ρέει
Ή σαν κορδέλα που εκτυλίσσεται
Φθάνει να ρέει η κάθε εικόνα
Με άκραν συνέπειαν στον εαυτόν της
Φθάνει να ζει πλήρη ζωή η καθε μια
Τα μυστικά του σινεμά
Δεν είναι στο νόημα μα στην αλήθεια που έχουν
Τα ορατά οράματα κινούμενα μπροστά μας
Παράλογα ή λογικά
Τα μυστικά του σινεμά
Είναι και αυτά εικόνες.

Υπάρχουν όμως και άλλα,πιθανώςλιγότερο γνωστά ποιήματα, όπως «Το πρωί και το βράδυ» του Μίλτου Σαχτούρη (από τη συλλογή  Ο Περίπατος, 1960), στο οποίο ο κινηματογράφος παρουσιάζεται ως επιθυμητός χώρος φυγής από τη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα:

Το πρωί
βλέπεις το θάνατο
να κοιτάζει απ΄το παράθυρο
τον κήπο
το σκληρό πουλί
και την ήσυχη γάτα
πάνω στο κλαδί

έξω στο δρόμο
περνάει
τ’ αυτοκίνητο-φάντασμα
ο υποθετικός σοφέρ
ο άνθρωπος με τη σκούπα
τα χρυσά δόντια
γελάει
και το βράδυ
στον κινηματογράφο
βλέπεις
ό,τι δεν είδες το πρωί
το χαρούμενο κηπουρό
το αληθινό αυτοκίνητο
τα φιλιά με το αληθινό ζευγάρι

ότι δεν αγαπάει το θάνατο
ο κινηματογράφος

Με τον ίδιο τρόπο προβάλλει τον κινηματογράφο και ο  Τίτος Πατρίκιος στο ποίημά του «Στον κινηματογράφο»  (συλλογή Μαθητεία, 1963):

Ευγενικά ακουμπάμε δίπλα-δίπλα
γελάμε ή συγκινιόμαστε
ο διώκτης κι ο κυνηγημένος
ο βασανισμένος κι ο βασανιστής
ο εραστής και ο σύζυγος.
Για δυο ώρες μοναχά μες στο σκοτάδι
ήρεμοι, άγνωστοι και φιλικοί.

Ένα άλλο ποίημα, το οποίο ο καθηγητής Ευριπίδης Γαραντούδης θεωρεί το χαρακτηριστικότερο της σχέσης που οι μεταπολεμικοί ποιητές ανέπτυξαν με το σινεμά, είναι του Λουκά Κούσουλα. Γράφτηκε  μεταξύ 1964 και 1977 (απροσδιόριστο πότε ακριβώς) και έχει τον εύγλωττο τίτλο «Θερινός κινηματογράφος»:

Μας πήραν στο λαιμό τους ένα-δυο ονόματα
ηθοποιών.η όλη υπόθεση
απεδείχθη για κλάματα.
Μείναμε ωστόσο. Πού να πηγαίνεις
περασμένη πια η ώρα,
χάνοντας ίσως από πάνω και τη δροσιά,
και τα εισιτήρια καλοπληρωμένα...
Αφρίσει-ξαφρίσει που λέει κι ο λαός.
Το πήραμε εξάλλου ελαφρά.
Ωραίο καλοκαιρινό βράδυ
με τον κόσμο να σμαριάζει χαρούμενος στα μπαλκόνια
και τα ουράνια πάνω μας
ανοιχτά.

Ξεχώριζαν κάτι αστέρια.
Από το ένα στο άλλο, χωρίς
να το καταλάβουμε καλά-καλά,
ανεπαισθήτως λοιπόν σχηματίσαμε,
θαμπή στην ανταύγεια με μια νέα ομορφιά,
τη Μεγάλη Άρκτο ολόκληρη.
Όχι, δεν ήταν μια χαμένη
βραδιά η περιπλάνησή μας στο απρόοπτο
καλοκαιρινό σινεμά.

Βλέπουμε ότι το θερινό σινεμά προσλαμβάνεται σαν ανοιχτός χώρος «κοινωνικής συνάθροισης, που προσφέρει στους θαμώνες του την ευκαιρία για απολαυστική φυγή στη θέαση του νυχτερινού ουρανού», όπως γράφει ο καθηγητής Ε. Γαραντούδης στο μελέτημά του «Ποίηση και κινηματογράφος»,  ακόμη κι αν είναι κακή η ταινία. Προβάλλει δηλαδή τον κινηματογράφο «με ρεαλιστικούς όρους, ως μέσο καθημερινής διασκέδασης, οργανικά ενταγμένο στην ατομική και τη δημόσια ζωή ανθρώπων που πολιτισμικά είναι συμφιλιωμένοι μαζί του, καθώς δεν καλλιεργούν την προσδοκία (βλ. τον στ.9: «Το πήραμε εξάλλου ελαφρά») και δεν έχουν την προκατάληψη ότι ο κινηματογράφος είναι ή πρέπει να γίνει μεγάλη τέχνη, ανάλογη της λογοτεχνίας».

Ενδιαφέρον, για τους αντίθετους λόγους, παρουσιάζει επίσης ένα μικρό και άτιτλο ποίημα που δημοσίευσε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος το 1980 (στη συλλογή του Ιστορίες του γλυκού νερού) και αναφέρεται στον κινηματογράφο. Σε αυτό ο κινηματογράφος παρουσιάζεται αρνητικά ως μία από τις εκδηλώσεις των νέων ηθών που ευτελίζουν την πραγματική ζωή, υποκαθιστώντας τη με κούφια υποκατάστατα:

«καλύτερα να πάμε σινεμά» μου είπε
«βαριέμαι στο δωμάτό σου»

παράξενα παιδιά: προτιμούνε
να καυλώνουν εξ αποστάσεως
παρά εξ επαφής

Τα ποιήματα που παρατέθηκαν παραπάνω έχουν βασικό θέμα τους τον κινηματογράφο. Εάν επιχειρούσαμε να αναφερθούμε και στα ποιήματα που κάνουν απλή μνεία στον κινηματογράφο, ο αριθμός θα ήταν πολύ μεγαλύτερος. Εάν μάλιστα προσθέταμε και τα ποιήματα που μιλούν για αστέρες του κινηματογράφου, ο αριθμός θα έπαυε να είναι διαχειρίσιμος. Ανεξάρτητα λοιπόν από τη στάση που τήρησαν οι ποιητές απέναντι στην έβδομη τέχνη, είναι γεγονός ότι η ύπαρξή της τους απασχόλησε ιδιαίτερα, αξιώνοντας μια θέση στο εκφραστικό τους μέσο.