Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 31

Μαρία Ψωμά-Πετρίδου: Δεύτερο ζευγάρι φτερά

ars_poetica

Δεύτερο ζευγάρι φτερά, μυθιστόρημα, Μαρία Ψωμά-Πετρίδου, εκδόσεις Ars Poetica 2015

*

2 – Μάιος 2009

«Πάλι ξέχασε τα κλειδιά του σπιτιού!» δυσανασχετεί η Λίνα, βλέποντας το μπρελόκ κρεμασμένο πλάι στην εξώπορτα. «Εσύ κι η αφηρημάδα σου, βρε Λευτέρη!» μουρμουρίζει βγαίνοντας στον κήπο. Φοράει τα γάντια να κόψει χόρτα, να φυτέψει τα εποχιακά, να ρίξει λίπασμα. Ο Μάιος είναι μήνας που απαιτεί πολύ απασχόληση. Κλάδεμα, κούρεμα, ξεχορτάριασμα. Εδώ κι έναν χρόνο έχει παρατήσει το κτήμα ζούγκλα ν’ ακολουθεί την ψυχή της.

Τώρα δουλεύει εντατικά, έχοντας το αυτί της στον δρόμο, να προλάβει ν’ ακούσει το αυτοκίνητο για να μαζέψει τον Μαξ. Η χαρά της επιστροφής το τρελαίνει το ζωντανό, το βάζει σε κίνδυνο. Γαυγίζει, πηδάει τον φράχτη, χοροπηδάει πάνω κάτω. «Ρε, τρελάρα!» θα τον χαιρετήσει ο Λευτέρης μπαίνοντας στο παρκινγκ, κι ο Μαξ θα σηκωθεί στα πίσω πόδια να του γλείψει το πρόσωπο. Μόλις θα πιάσει το βλέμμα του τη Λίνα μες στις λάσπες, «Τι χαμπάρια, αγρότισσα;» θα της φωνάξει, «Άντε! Τέλειωνε με το μποστάνι σου. Ο καιρός είναι για θάλασσα το Σαββατοκύριακο» θα της υπενθυμίσει.

Χαμογελάει η Λίνα καθώς σκάβει. Ο Μαξ στριφογυρίζει ανήσυχος ανάμεσα στα φυτά. Στιγμές, στέκεται μπροστά της, την κοιτάει απορημένα… Και οι δυο προσμένουν αυτόν που δεν θα ’ρθει, στ’ αχνάρια του επαναλαμβανόμενου μοτίβου τόσων χρόνων.

«Πράγματι…» μονολογεί, «έφτασε ο καιρός για το σκάφος». Αρμύρα γεμίζει τα ρουθούνια της. Ο φλοίσβος της χαϊδεύει το ιδρωμένο κορμί. Το «Silver» λικνίζεται στο νερό. Πλάι της ο Λευτέρης με γεμάτο το δίχτυ, στάζει υγρασία, ευχαρίστηση από κάθε πόρο. «Άρχισε να ετοιμάζεις ουζάκι, αγρότισσα. Πλούσια η ψαριά σήμερα. Θα φωνάξω και τα παιδιά από δίπλα, να κάνουμε τσιμπούσι» λέει και την καταβρέχει τινάζοντας το σώμα του για να τη νευριάσει. Η Λίνα αποδέχεται τα νερά, άνυδρο χώμα. Τις επόμενες μέρες πρέπει οπωσδήποτε να πάει ν’ ανοίξει το σκάφος, να το συντηρήσει. Ποιος ξέρει σε τι κατάσταση θα το βρει; Ο Λευτέρης θα εξοργίζονταν με την εγκατάλειψη.

Καταφυγή του η θάλασσα. Δεύτερο σπίτι του. Μέσα της λύνονταν, ημέρευε. Αν είχε βράγχια, θα έμενε εκεί, στη χλωρίδα της. Κατανοούσε τα νάζια, τους θυμούς, τις απαιτήσεις της. Βουτούσε κι αφομοιώνονταν στον κόσμο της. Δεν χόρταινε να την εξερευνά με το ψαροτούφεκο ή το πηδάλιο στα χέρια.

Στην επικράτειά της πήγε τη Λίνα από τις πρώτες μέρες της σχέσης τους. Στις αμμουδιές της εξερευνούσαν ο ένας τον άλλο. Στους κυματισμούς της ταξίδευαν. Αγκαλιά απολάμβαναν τα μυστηριακά ηλιοβασιλέματα. Η μαγεία της αύρας της τους έδενε. Ο Λευτέρης τη μυούσε αργά, τελετουργικά. Αν και φύτρα χοϊκή, η Λίνα βουτούσε συνεπαρμένη.

Πώς άλλωστε; Εκεί ο Λευτέρης ενσάρκωνε τ’ όνομά του. Στο βραδινό της σούρσιμο, μια νύχτα Αυγούστου στην Αμουλιανή, ξαναμμένοι μπροστά στη φωτιά, είπαν «Σ’ αγαπώ». Πήραν να μοιράζονται τη ζωή τους ως τα τότε. Εκείνος της μίλησε για τον θάνατο της μαμάς του στα 12 του χρόνια. Τη μορφή της που ξεθώριαζε πια, τη χροιά της φωνή της που δεν ανακαλούσε. Εκείνη μίλησε για το ατύχημα που άφησε στον τόπο τους γονείς της, πριν τρία χρόνια, κι έμεινε ολομόναχη στα 18 της να βιώσει απώλεια κι επιβίωση. Μάχονταν σκληρά από τότε ν’ αντιμετωπίσει και τα δυο.

Ο έρωτας, η θάλασσα, η εξομολόγηση ανακάτευαν τις κλωστές τους σε μονό κουβάρι.

Ο Λευτέρης τής άπλωνε την ιστορία του, νοτισμένη με αρμύρα, μυρωδιές θαλασσινές. Της παρουσίασε τους δυο μεγαλύτερους αδελφούς του, τη θεία Γιώτα που τον νοιάζονταν σαν μάνα, τον πατέρα του που τον θαύμαζε κι ήθελε όσο τίποτε να του μοιάσει, να τον ξεπεράσει κάποια στιγμή. Ήταν ο μόνος από τους τρεις που είχε κληρονομήσει τη λατρεία του για το νερό… «Καπετάν-Γιάννη» τον φώναζαν όλοι στην αγορά, ενώ έφτιαχνε παπούτσια. Από τη χαμένη πατρίδα στα βάθη της Μικράς Ασίας κουβάλησε τις δυο του αγάπες, την τέχνη του και τη θάλασσα, όπως και το πείσμα και το μεράκι για πρόοδο.

Στη δίνη των γεγονότων ο πατέρας είχε καταστραφεί τρεις φορές. Την πρώτη, δωδεκάχρονο αγόρι στον διωγμό, όταν ξεριζώθηκε απ’ τον τόπο του μονάχα με τα ρούχα που φορούσε και τη φαμίλια του ξεκληρισμένη. Αργότερα στον πόλεμο σαν μηδενίστηκαν με το κραχ, απ’ τη μια μέρα στην άλλη, όλες του οι οικονομίες, πάνω που προόδευε το μικρό υποδηματοποιείο που ’χε στήσει με τόσες στερήσεις. Φτου κι απ’ την αρχή, πήρε να ράβει μόνος του παπούτσια, με δέρματα που μάζευε η Φωφώ γυρνώντας μέρες τα χωριά με το γαϊδούρι. Τελευταία, πάνω που είχανε αγγίξει την άνθηση και την ευημερία, σαν αρρώστησε βαριά αυτή η πολύτιμη σύντροφός του, έχασε τον μπούσουλα, τον έλεγχο της δουλειάς. Αποκόπηκε από τις απαιτήσεις της αγοράς, τα γυρίσματα στη μόδα. Μόλις το αντιλήφθηκε, μες στο πένθος του, πέταξε όλο το εμπόρευμα για να φτιάξει καινούργιο. «Απ’ τη ζημία, κέρδος δεν βγαίνει» διαπίστωσε και τόλμησε.

Ο Λευτέρης με τη Λίνα πλάι στο μουρμούρισμα της θάλασσας, έμπαιναν ήρωες στο παραμύθι τους. Κι όπως η πλοκή προχωρούσε, ένα βράδυ με μπουρίνι, αγκαλιασμένοι όπως ήταν μέσα στη σκηνή που φούσκωνε στον άνεμο κι έμπαζε βροχή, ο Λευτέρης την έσφιξε επάνω του, έβγαλε έναν αστερία από τον σάκο του και της πρότεινε με κάθε επισημότητα γάμο.

«Σ’ αγαπάω, Λευτέρη!» φωνάζει τώρα δυνατά η Λίνα, μόνη ανάμεσα στα φυτά της. Αιφνιδιασμένη από την αυθόρμητη εξωτερίκευση, περιφέρει ένα γύρω το βλέμμα, μην τυχόν την άκουσε κάποιος από τους γείτονες. Μόνο ο Μαξ τρέχει προς το μέρος της. Στήνεται απέναντί της γαυγίζοντας.

Απ’ τον χρόνο κι έπειτα, επανειλημμένα έχει εισπράξει την απαίτηση από τους δικούς της ανθρώπους «να το ξεπεράσει…» Ακόμη και ο Γεώργιος την έχει διατάξει: «Πάρ’ το απόφαση! Ο μπαμπάς πέθανε!»

Θαρρείς με τη θλίψη της, τους υπενθυμίζει κάτι ενοχλητικό που πρέπει να διαγραφεί σαν να μην υπήρξε. Όποιος όμως πεθαίνει δεν παύει και να υπάρχει.

Η Λίνα έχει αποτραβηχτεί στο αδιάφορο ενδιάμεσο του παρελθόντος-παρόντος, καταφεύγοντας συχνά στο πρώτο. Αυτή είναι πλέον ο φορέας του Λευτέρη. Τον εμπεριέχει περισσότερο από τον καθένα και αντιπαρατίθεται με πείσμα στην επικράτηση της λήθης.

«Συμφωνείς, τρελάρα;» ρωτάει τον Μαξ, που σπεύδει να κουνήσει όλος χαρά την ουρά του.

Δεν ρωτάει όμως και την Ιστορία, που αυτόν τον Μάιο φουσκώνει ήδη πανιά…

[…]