Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 25

Μαντλίν Γκλίσον: Επιλογή ποιημάτων

Μεταφράζει η Μαρία Κατσοπούλου
Ήταν η Madeline Gleason εκείνη που υπήρξε «μητέρα» της Αναγέννησης του Σαν Φρανσίσκο, του  ποιητικού κινήματος που δραστηριοποιήθηκε στο χώρο της avant-garde κατά τη δεκαετία του '40. Γεννημένη το 1903 στο Φάργκο της Βόρειας Ντακότα, ξεκίνησε να γράφει ποίηση και να αρθρογραφεί σε τοπικές εφημερίδες του Όρεγκον, όπου μετακόμισε με τον πατέρα της μετά το θάνατο της μητέρας της. Στο Σαν Φρανσίσκο εγκαταστάθηκε το 1934.Το 1944 εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή και τρία χρόνια αργότερα, το 1947, οργάνωσε το Πρώτο Φεστιβάλ Σύγχρονης Ποίησης στη Lucien Labaudt Gallery, μια ποιητική εκδήλωση που έδωσε έναυσμα στη μπητ γενιά να ανθίσει την επόμενη δεκαετία. Μέχρι το τέλος της επίγειας ζωής της, το 1979, υπήρξε ενεργή ποιήτρια, εκδίδοντας πέντε ποιητικές συλλογές, -η έκτη κυκλοφόρησε μετά το θάνατό της- ενώ παράλληλα κινήθηκε στον καλλιτεχνικό χώρο ως ζωγράφος και δραματουργός.

Ο ποιητής και θαυμαστής της Δυτικής Εσωτεριστικής Παράδοσης, Robert Duncan, -ένα πρόσωπο με το οποίο η Madeline Gleason συνεργάστηκε στενά στα πλαίσια του κινήματος στο Σαν Φρανσίσκο και που μέσω αυτού γνωρίστηκε με τη σύντροφο της ζωής της, Mary Greer- ισχυρίστηκε πως η ομότεχνή του «είχε άμεσο, ανοιχτό κανάλι επικοινωνίας με τον Θεό», εξαιτίας της έντονης μουσικότητας και του μυστικιστικού χαρακτήρα των ποιημάτων της.

Πράγματι, η ποίηση της Madeline Gleason είναι μελωδική, κάτι που οφείλεται όχι μόνο στη ρίμα που προκύπτει από τη χρήση του λεξιλογίου της, -όπου και όταν τη χρησιμοποιεί- μα και στην ουσιαστική ενασχόλησή της με το έργο γνωστών μουσικών συνθετών. Η έμπνευσή της αντλείται, θα έλεγε κανείς, από όλο το φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων και τον τρόπο εξωτερίκευσής τους• και, χρησιμοποιώντας εικόνες της φύσης, αποτυπώνει αυτό το ψυχοσύνολο με λέξεις. Με τις μυστικιστικές περιπλανήσεις της ελεγειακής της ποίησης, η ιδρύτρια του Ποιητικού Κέντρου του Σαν Φρανσίσκο αποτελεί μία εκ των σημαντικότερων προσωπικοτήτων στην ιστορία της «γυναικείας γραφής».

Ο ποιητής στο δάσος

Με την Ειρήνη κρυμμένη από αυτόν
Και το έθνος του
Σαν άστρο
Σε έκλειψη,

Ο ποιητής εγκατέλειψε τον τύμβο
Του κόσμου, όπου οι φίλοι του,
Πτωχοί τω πνεύματι, είχαν κατασκηνώσει,
Και κυνήγησε τους στόχους του.

Για μέρες περιπλανήθηκε
Στα Δάση του Μούιρ, ξέχασε
Όσα είχε μάθει από τον κόσμο
Που ήταν ολότελα ακάθαρτος και σάπιος,

Και εφέλκυσε την ειρήνη σ' αυτόν
Από φτέρες, τρυφερούς βλαστούς,
Ανθηρά χορτάρια,
Βότανα, θάμνους και ρίζες γρασιδιού,

Και αφού επέστησε ειρήνη μέσα του,
Είχε την ψευδαίσθηση
Ότι ο κόσμος ήταν σε τάξη
Και οι ανήθικοι πλέον δεν σκευωρούσαν.

Πήρε τα φύλλα μιας δάφνης,
Με στεφάνι στέφθηκε,
και ρέμβασε
Τους μικρούς λόφους γύρω του.

Εμπρός από αυτόν τον ποιητή
Που η δαφνοστεφάνωσή του
Δεν αξίωνε τίποτα
Παρά γερμένα κλαδιά,

Λυγισμένα από τον άνεμο,
Μια φιγούρα εμφανίστηκε και είπε :
«Γύρνα πίσω σε εκείνους που φοβούνται,
μα δεν ξέρουν τι φοβούνται.

«Βγάλε τις δάφνες
και να πήγαινε στο σπίτι και πάλι,
Σώσε εκείνους που ζουν
Στον τύμβο του πόνου.

«Και πες σ’ αυτούς τους φίλους
Τους οποίους έχεις ξεχάσει
Ότι μόνο ο μισός κόσμος
Είναι ακάθαρτος και σάπιος»

Η φιγούρα έφυγε.
Και ο ποιητής στάθηκε
Μόνος, έκπληκτος
Και συγκλονισμένος στο δάσος.

Γύρισε να φύγει ,
Όμως, καθώς έκανε στροφή,
Σκέφτηκε εκείνον τον κυλιόμενο βράχο
Και τον αβοήθητο Σίσυφο.

Το εσωτερικό κάστρο

Αυτή η αόρατη μηχανή που τροφοδοτείται από λέξεις
λειτουργεί γρήγορα, αργά, διστακτικά, δεν αναπαύεται,
συλλέγοντας και σκορπίζοντας καθώς πηγαίνει
τα στολίδια της ψυχής.

Η ανασφάλεια του ποιητή
είναι η ασφάλειά του.
Οι απρόσεκτες ψυχικές κινήσεις του
προς το κινούμενο μηχάνημα
το βάζουν στο ρελαντί
στο κατώφλι
της αγνοίας του:
το εσωτερικό κάστρο.
Μπαίνει, βρίσκει το μεγάλο δωμάτιο γυμνό.
Εκεί επικαλείται εκείνο το δέντρο
του οποίου οι καρποί είναι μαργαριτάρια, μεγάλα σαν μήλα•
πλησιάζει το δέντρο,
μαδά ένα μαργαριτάρι, και σιγοτραγουδά.

Ένας καλός άγιος προσφέρει οδηγίες
για την εκπαίδευσή του,
και ο Βεελζεβούλ εισηγείται
στη γλώσσα της αποπλάνησης.
Και οι δύο φέρνουν τους στρατιώτες και τα άρματά τους,
ένα σύνολο φωνών
που κροταλίζουν μαζί,
ιερές και ανίερες•
Ένα σπινθιροβόλο πυροτέχνημα λέξεων
υψώνεται σαν θυμίαμα χρυσού καπνού.
Άγιος και Βεελζεβούλ ανταγωνίζονται
για την υποταγή του.
Κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσής τους
Ο ποιητής μετατρέπει κάθε πλευρά
σε έναν απατηλό καθρέφτη
προκειμένου να δει το παιδί που είναι,
να χρονομετρά τις μαγικές του ικανότητες
κάτω από την μαργαριταριά.

Στο εσωτερικό κάστρο
όπου η Θηρεσία έμεινε
και όλες οι εκλάμψεις του πνεύματός της παίχτηκαν
σε μια οδυνηρή συγχορδία
στο ίδιο εκείνο μέρος
έρχεται ο ποιητής•
ένα μέρος που εκ περιτροπής
είναι κρύο,
ευχάριστο, ανυπόφορο.
Με την επιρροή της Αφροδίτης στην καρδιά του,
την επιρροή του Κρόνου στο κεφάλι του,
ο ποιητής αυτοκτονεί,
έπειτα ανασταίνεται από τους νεκρούς,
σκαρφαλώνει στην κορυφή του δέντρου•
ενώ γύρω του
εκεί, ολούθε,
πάνω στην αόρατη μηχανή που τροφοδοτείται από λέξεις
ένα σύνολο από φωνές.
Με μανία περιστρέφεται
πυροδοτώντας τις ίδιες του τις καυτές ακτίνες,
και παθιασμένα παραδίδει το δωμάτιο στις φλόγες.


Δείξε μου την ανάσταση

Αυτήν την ομορφιά που φανερώνεται στην καρδιά μου,
Αυτήν την ομορφιά που φανερώνεται στα χέρια μου,
Προσεύχομαι να την κρατήσω.
Μην την αφήσεις να φύγει, ω Κύριε!
Εισάκουσε τις επίμονες απαιτήσεις μου:

Αυτήν την ομορφιά που φανερώνεται στα χείλη και τα μάτια μου,
Άγρια σαν μελωδία εγχόρδων ορχηστρικών,
Θριαμβευτική σαν την κυανή φωνή των ουρανών,
Μαλακή, σαν τη γκρίζα, συσσωρευμένη και αδιάσπαστη ομίχλη.

Η αθωότητά μου στερημένη από κάθε πονηριά
Ικετεύει την ομορφιά να απαλύνει τις ρυτίδες των ατελειών.
Ω, άσε με να την κρατήσω για λίγο.
Έχω δει τον θάνατο. Δείξε μου την ανάσταση.


Αναγέννηση

Η κοιλάδα και ο καμπύλος λόφος
Γίνονται ένα τοπίο επίπεδο και σκληρό
Τόσο ερημικό και ακίνητο.
Εκείνος δεν ακούει το πουλί των αγρών.

Δεν βλέπει τον σκίουρο να πηδά,
Στο ηλιοβασίλεμα τις βιολέτες στη σειρά
Κυματιστό, μαβί ανάχωμα να γίνονται
Σε φτέρης κλίνη πάνω να κινούνται.

Χωρίς πυξίδα, κουφός και τυφλός,
Μπρούμυτα ξαπλώνει κάτω στην πεδιάδα,
Χαμένος στο σκοτάδι του νου του,
Οι μαργαρίτες να πιέζονται στα μάτια του.

Δεν ακούει τον άνεμο που λυγίζει
Το κλωναράκι προς το μέρος του στο γρασίδι,
Αλλά μόνο τον κόσμο του που τελειώνει και ραγίζει
Καθώς η ψυχή του σπάει τον καθρέφτη της.

Ψυχόγυαλο

Ποιος αγαπά και δεν ζαλίζεται,
Όταν στον ίδιο του τον καθρέφτη σαλεύει
Η μορφή εκείνης
Που το ψυχόγυαλο αποκαλεί δικό της.

Δεν είναι η μυστική γη της σκοτεινιάς
Αυτές οι κορνίζες του καθρέφτη,
Όπου ξέγνοιαστοι, σαν παιδιά
Συνεπαρμένα με τα παιχνίδια τους,

Οι εραστές τρέμοντας κοιτάζουν
Πάνω τους και κάτω,
Ενώ σπινθήρες απόκρυφοι,
Φωτίζουν το γυαλί.

Ξαφνικά ο καθρέφτης φλέγεται
Με φωτιά την οποία διασχίζουν
Το Φως τυφλώνει εκεί σαν να
Ανέτειλε ο ήλιος από το γυαλί.


Ξέχασα το όνομά σου

Σε περίμενα
να περπατήσεις μαζί μου
προς τον Ουρανό.
Πολύ μακριά,
πολύ πριν
να γεννηθούμε.

Τρεις νότες
επαναλήφθηκαν:
ΚΟΝΤΑ ΜΑΚΡΙΑ ΠΟΤΕ
Κρουόμενες μαζί
σήμαναν μια οδύνη.

Καταιγίδες άρχισαν στον νου
κι εξαπλώθηκαν στη σάρκα
στροβιλιζόμενες με οργή.

Σε περίμενα
υπομένοντας την ατυχία μου.
Ήθελα να πάω μεμιάς,
να ξεκινήσω την αυγή
της έναρξης,
μα είχα χάσει κάθε αίσθηση
της κατεύθυνσης.

Τα μαλλιά μου άσπρισαν,
Οι αρθρώσεις μου σκλήρυναν,
τα πόδια μου κουτσάθηκαν.
Ποιος ο δρόμος προς τον Ουρανό;
Κι εκεί που υπήρχε αγάπη,
ΚΟΝΤΑ ΜΑΚΡΙΑ ΠΟΤΕ
Ξέχασα το όνομά σου.


Ωστόσο όλα παραμένουν ίδια

Κατά την απόδρασή μας, κάθε νύχτα
Τα σκόρπια βράχια δέχονται χτυπήματα, κύματα υψώνονται
Καμπυλώνοντας τους όρμους• πέρα από το βλέμμα,
Μακριά από την ακτή, το θαλασσοπούλι κλαίει.
Σαν ένα εγερμένο κύμα μετά από ένα άλλο,
Η ελπίδα κάνει άλμα και επικρατεί της σκέψης•
Ό,τι φοβόμασταν να χάσουμε, σώζουμε•
Ό,τι μας διέφευγε, συλλαμβάνεται.

Η καρδιά είναι ανήσυχη και πρέπει να υπομείνει,
Όπως ο σπασμένος βράχος την ταραγμένη θάλασσα
Και την οξύτητα του αλμυρού θαλασσινού αέρα,
Όλο το κρύο, την αλλαγή και την έκπληξη.

Τίποτα δεν κερδίζεται, τίποτα δεν χάνεται,
Τα σχήματα αλλάζουν, ωστόσο όλα παραμένουν ίδια•
Από βράδυ σε βράδυ, προς την ακτή
Νέα έρχονται πουλιά όπως ήρθαν τα παλιά.