Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 16

Μήτσος Παπανικολάου: Το αλάθητο αισθητήριο


«Μικρή μας παρηγοριά μένει το χαμένο.» Με τούτη τη δήλωση, να συμπυκνώνει ολόκληρη τη γεωμετρία του, ο Μήτσος Παπανικολάου μας εκμυστηρεύεται τα «τραγούδια» της ψυχής του, έτσι όπως γράφτηκαν μες στην τραγικότητα μιας εποχής, στη μετάβαση από το «μέσον» προς το μέλλον. Ο Μήτσος Παπανικολάου, δοσμένος απλόχερα στα πάθη, διατήρησε την ελάχιστη ισορροπία του μέσω της ποίησης. Δεν κατόρθωσε βεβαίως να υπερβεί τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά με βεβαιότητα κατάφερε με έναν κομψό, βαθιά ανθρώπινο τρόπο να περιγράψει τα πιο σκοτεινά τοπία της ψυχής του, έτσι όπως διαμορφώθηκαν από το χρωστήρα μιας τραγικής ιστορικής συγκυρίας. Η απρόσμενη καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού, το ξόδεμα των φίλων και των ανθρώπων σε έναν μάταιο αγώνα, η μοναξιά μιας πόλης που δεν αποτέλεσε ποτέ φιλόξενο τόπο για τον ίδιο, αλλά και η συνειδητή επιλογή του περιθωρίου, διαμόρφωσαν βιωματικά την ποιητική του Μήτσου Παπανικολάου και σχημάτισαν τις λέξεις των στίχων του.


«Πάγωσαν οι μάσκες στις βιτρίνες»,  γράφει ο Παπανικολάου και σε τούτο το στίχο καθρεφτίζεται ολόκληρη η διάψευση των ηθικών και κοινωνικών κανόνων. Η απώλεια του «ανθρώπινου» στοιχείου, συνιστά ίσως το κίνητρο της κραυγής που εκκωφαντικά ακούγεται στο βάθος αυτής της ποίησης. Ο Μήτσος Παπανικολάου, στιχουργώντας μια τόσο θλιμμένη και προσωπική ποίηση, περιγράφει με τα πιο ζωντανά χρώματα τη μελαγχολία ενός ανθρώπου που βίωσε το σκληρό, κοινωνικό αποκλεισμό, την εγκατάλειψη, το αδιέξοδο ενός λανθάνοντος ερωτισμού. Ίσως ενός ανεκπλήρωτου ερωτισμού, μια και τούτο το στοιχείο του «ανολοκλήρωτου» συνιστά την αιτία για την άνευ παράδοση του ποιητή στη δαιμονιώδη μούσα του. Το καβαφικό υπόδειγμα, με την ουδέτερη αναφορά στους πραγματικούς ή τους κατά φαντασίαν εραστές, οι ουδέτερες αναφορές που δεν επιτρέπουν σε καμιά περίπτωση τη διαμόρφωση ξεκάθαρων συμπερασμάτων για τις ερωτικές επιλογές του ποιητή, οι διαρκείς υπόνοιες, έτσι όπως προκύπτουν στους στίχους του, η ειρωνεία, η επίδειξη μιας παροιμιώδους αυτοσυνείδησης. Όλα τούτα εσωκλείονται στην έννοια του «ερωτισμού», όπως εκδηλώνεται και προφέρεται από τον ίδιο τον Μήτσο Παπανικολάου. Άλλοτε η επιλογή σε δεύτερο ενικό πρόσωπο θα καταστήσει την όποια εκφορά επικίνδυνα προσωπική, σαν μια ευθεία αναφορά προς τον αναγνώστη και τα μυστικά του, ίσως και τον ίδιο τον ποιητή που πια έχει απωλέσει τον τρόμο απέναντι στις δίνες του ψυχισμού του και άνευ όρων παραδίνεται στο παρανάλωμά τους.  Στο ποίημα «Φαύνοι», ο Παπανικολάου θα ορίσει την πίστη του, την προσωπική του θρησκεία, θα αναδείξει τον έρωτα ως τη μόνη και στερνή κοινωνία των ανθρώπων, η οποία συντελείται μεταξύ των και συνιστά την έκφραση του πιο βαθιού, του πιο αληθινού δόγματος. Ο θάνατος έρχεται πάντα δεύτερος, πιότερο λυτρωτικός, ίσως γιατί δεν μπορεί και τούτο ποτέ δεν θα συμβεί να μπορέσει δηλαδή να συγκριθεί το χάσμα της απώλειας με τη συνειδητή, την άλλη απώλεια του εαυτού, όπως αποσβένεται μες στο σώμα του άλλου. Ο Παπανικολάου θα ταυτίσει την καθαρή ποίηση που επιδιώκει με τον καθαρό, τον αγνό έρωτα, εκείνον που υπερβαίνει τα εγκόσμια, γίνεται λύτρωση, γίνεται πάθος, ορθώνει το μνημείο της πιο σπουδαίας αυταπάρνησης, της πιο αιώνιας εξάντλησης.  Ο ύπνος που μνημονεύεται σε κάποιο από τα ποίηματά του, δεν είναι παρά ο αρχαιοελληνικός χαρακτήρας, αδελφός του θανάτου, εκείνος που με την καταλυτική του παρουσία μπορεί να γεμίσει ολόκληρη την ύπαρξη, μπορεί να οδηγήσει έπειτα στη σωματική και πνευματική αναγέννηση. Και ίσως ετούτη να είναι η πηγή μιας αδιόρατης αισιοδοξίας που διαφαίνεται στη στιχουργική του Παπανικολάου. Γιατί κανείς δεν υπήρξε ποτέ ποιητής που να μην διατήρησε μέσα του βαθιά μια αισιοδοξία, μια ελπίδα και ας είναι η τελευταία η φρενήρης απάτη των ανθρώπων. Και ας φάνηκαν όλοι τους, ακόμα και οι σπουδαίοι Γάλλοι του 19ου αιώνα τόσο απόλυτα ταπεινωμένοι, τόσο αγωνιώδεις. Είναι γιατί, όπως και ο Παπανικολάου, έτσι και εκείνοι, τηρουμένων των αναλογιών και των εμπειριών, δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τη βαρβαρότητα ενός πολιτισμού, μιας κοινωνίας που ακόμα και σήμερα υποστηρίζει τις επιταγές του συρμο, ενώ από την άλλη επιτρέπει την ύπαρξη ενός σκληρού και ανέσπερου περιθωρίου.  Με τούτο στο νου, ίσως να μπορέσουμε κάποτε να διακρίνουμε τη φωτεινή πλευρά της τραγικής ποίησης. Σε αυτήν ανήκει και η στιχουργική του Παπανικολάου.

Ο Μήτσος Παπανικολάου διαμορφώνει μια ποίηση, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανεξάρτητο προς την παράδοση φαινόμενο. Ο ποιητής θα διατηρήσει τις φόρμες, τους ρυθμούς και τα μέτρα, τις ομοιοκαταληξίες, τον έντονο λυρισμό, το στοιχείο της ειρωνείας, έτσι όπως αναδείχτηκε ως πρωτεύον στην καρυωτακική ποίηση και παρέμεινε καίριο χαρακτηριστικό της εξαιρετικά, παραγωγικής γενιάς του 1930. Ταυτόχρονα όμως, ο Παπανικολάου, πέρα από την αδιαμφισβήτητη ειλικρίνεια με την οποία συντάσει τον ποιητικό του λόγο, εντάσει σε αυτόν και μια τόλμη εκφραστική, αντίστοιχη με την καβαφική. Αναξαρτήτως αν η επιρροή είναι μια διάφανη πραγματικότητα, δεν πρέπει να λησμονούμε πως ο Παπανικολάου, όπως και ο Αλεξανδρινός ταύτισαν σε μεγάλο βαθμό την πολύ προσωπική τους πράξη με το στίχο και δεν επέτρεψαν να κατηγορηθούν για μια ψευδή και ασυγχρόνιστη ποίηση. Η ζωή μερικών ανθρώπων συνιστά άλλωστε μια πρόζα, ένα κείμενο όπου κάθε φράση χωνεύεται μες στην άλλη και δεν έχουν σημασία οι λέξεις, μα μονάχα οι φράσεις, όπως οι πράξεις και μόνο όταν επιστρατεύσουν την περιεκτικότητα της ποιητικής λειτουργίας μπορούν να μεταδώσουν κάποιους από τους σπασμούς τους.  Με το βλέμμα του στραμένο προς τον άνθρωπο ο Παπανικολάου δεν παράγει μια εργαστηριακή ποίηση, αφού δεν έχει ανάγκη από εργαστήρια, έτσί όπως τραγική νιώθει ο ίδιος την ποίηση να τον ορίζει. Οι αυτοαναφορές, ο έντονος λυρισμός, η επιρροή του νεοσυμβολισμού, κατάκτηση της γενιάς του, η νοσταλγία όπως αναδεικνύεται με τη χρήση παρατατικών και επίμονων χρόνων, η υπαρξιακή αγωνία πάντα αντιμέτωπη με τον κυνισμό του χρόνου, η περιεκτικότητα στη χρήση λεκτικών σχημάτων, όλα τούτα χαρακτηρίζουν την ποίηση του Μήτσου Παπανικολάου. Πάντα όμως, λαμπρό, πάνω από όλα τα παραπάνω, στέκει το στοιχείο της ενδοσκόπησης, η οποία επιβάλλει στον ποιητή, να θεωρήσει τα πάντα, ακόμα και την ίδια την ιστορία, ως ένα αποτέλεσμα ανθρώπινων προθέσεων και όχι ως μια ξεχωριστή και αυτόνομη εξέλιξη που ξεπερνά τα ανθρώπινα ή τα καταργεί. Άλλοτε ως πρόζα και άλλοτε ως στίχος, απόλυτα οριζόμενος από τα στοιχεία της ποίησης, ο λόγος του Παπανικολάου συνιστά έναν λόγο μοντέρνο, διακριτικά επικίνδυνο, ανάλογο με τον τρόπο που ο ποιητής αντίκρυσε το βίο του.

Είναι γεγονός πως ο Μήτσος Παπανικολάου, συνιστά έναν ακόμα ποιητή, ο οποίος ζει στη σκιά του Κώστα Καρυωτάκη. Είναι σαφές πως η καρυωτακική ποίηση, η ομώνυμα σχολή, όπως προέκυψε στα χρόνια που ακολούθησαν ξεπερνά σε δυναμική το λόγο άλλων ποιητών της περιόδου, όπως ο Παπανικολάου ή ο Ναπολέων Λαπαθιώτης. Εκείνο όμως που δεν ξεπερνιέται και ποτίζει συνέχεια και ανανεώνει με ένα τρόπο ξεκάθαρα νεανικό την ποίηση του Παπανικολάου ή του Λαπαθιώτη, δεν είναι άλλο από την ικανότητα τους να ζουν ανάλογα με το στίχο τους. Δεν είναι άλλο από το θάρρος που επέδειξαν και εμπρός σε όλα τα εμπόδια της ζωής, κατόρθωσαν να ορθώσουν το ανάστημά του και να αντισταθούν με όρους ποιητικούς. Η μοναξιά τους ήταν απαραίτητη για την ανάδειξη της τραγικότητάς τους. Οι στίχοι τους αληθινοί, δίχως περιττά στολίδια, έγιναν τραγούδια. Και τούτο είναι το πιο σπουδαίο κατόρθωμα μιας ποίησης. Να γίνει τραγούδι, να κάτσει μια μέρα πάνω στα χείλη των ανθρώπων. Και τούτο γιατί όταν το αισθητήριο το πιο λαϊκό επιλέξει ένα στίχο ή έναν ποιητή για να τραγουδήσει τη μοναξιά του, τότε πρέπει να γνωρίζουμε πως βρισκόμαστε εμπρός σε μια σπουδαία ποίηση. Σπουδαία όχι με όρους κριτικούς και τεχνικούς, σαν να έχουμε να κάνουμε με μια κατασκευή ενδιαφέροντος πρακτικού. Μα σπουδαία και σημαντική γιατί συνιστά τον κοινό παρονομαστή της λύπης μας και έτσι εκείνη γίνεται λιγότερη και αντέχεται και ξεγελιέται. Σε ετούτη την ξεχωριστή κατηγορία θα εντάξει ο γράφων την ποίηση του Μήτσου Παπανικολάου. Επιστρατεύοντας το αλάθητο, το λαϊκό του αισθητήριο.