Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 16

Μάρθα / Ο χωρισμός (διηγήματα) - Τάσος Ψάρρης

Μάρθα

Ο ουρανός άνοιξε στα δύο μπουμπουνίζοντας. Η Μάρθα ένιωσε το βάρος που την πλάκωνε να την εγκαταλείπει και διέκρινε μια σκιά να τρέχει έξω από τη σπηλιά και να χάνεται στην καταιγίδα. Χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να βεβαιωθεί, όσα χρειάστηκε για να σκουπίσει τα δάκρυά της με το γυμνό χέρι. Σηκώθηκε με κόπο, και πατώντας ξυπόλητη στην επίπεδη επιφάνεια, κατευθύνθηκε προς την είσοδο της σπηλιάς, την αρχή της βροχής. Έβγαλε διστακτικά το κεφάλι, οι σταγόνες τη χαστούκισαν. Τον είδε μακριά, να τρέχει ανάμεσα από τις υδάτινες λόγχες πετώντας πάνω από την άμμο, και να γίνεται όλο και πιο αχνός, όλο και πιο μικρός. Έκλεισε τα μάτια. Δεν είναι τυχαίο, μονολόγησε, και το στόμα της γέμισε με νερό. Βγήκε έξω και άρχισε να τρέχει. Έτρεχε σαν τρελή, με το βλέμμα στραμμένο προς τα κάτω, αντικρίζοντας στην άμμο όχι τα ίχνη του, όπως περίμενε, αλλά μεγάλα, ίσια βέλη που της έδειχναν τον δρόμο και δεν έλεγαν να σβήσουν, κι εκείνη τα ακολουθούσε χωρίς να αναρωτιέται ούτε μια στιγμή –δεν είναι ώρα για ανασφάλειες, σκέφτηκε–, υπακούοντας σε μια εσωτερική φωνή που τη διέταζε, την έσπρωχνε, την καθοδηγούσε. Τα λεπτά της πέλματα, που μέχρι τότε μόνο τη σκληρή πέτρα του βράχου είχαν γνωρίσει, βυθίζονταν αθόρυβα στη λάσπη.

Όταν έφτασε στα φοινικόδεντρα, η βροχή σταμάτησε. Έσκυψε λαχανιασμένη πιάνοντας τα γόνατά της, και σκούπισε τα μάγουλα στους ώμους, πιο πολύ μια κίνηση αμηχανίας ήταν. Δεν είχε χαθεί, τα βέλη την είχαν καθοδηγήσει. Πλησίασε το πρώτο δέντρο. Ένα άσπρο σημάδι λαμπίρισε στο ύψος των ματιών της, κι όσο εκείνη προχωρούσε, τόσο αυτό μεγάλωνε, και η Μάρθα πίεζε ολοένα τα μάτια για να δει. Έφτασε κοντά. Ήταν ένα κομμάτι χαρτί στερεωμένο με μια ασημένια καρφίτσα στον κορμό. Η Μάρθα αναγνώρισε αμέσως την καρφίτσα που είχε χάσει πριν από λίγο στην τρικυμία της σπηλιάς. Το χαρτί ανέμιζε στο αεράκι που είχε διαδεχτεί την μπόρα, και ήταν στεγνό –τι περίεργο!–, εντελώς στεγνό. Κόλλησε το πρόσωπο στο χαρτί και διάβασε:
«Σοβαρέψου· είσαι μεγάλο κορίτσι πια».

Ο χωρισμός


Για τον Ιάκωβο η κατάσταση είχε φτάσει πια στο απροχώρητο, και εκνευριζόταν γιατί ήξερε ότι δεν έφταιγε ο ίδιος –αν ήταν έτσι, δεν θα δίσταζε να το παραδεχτεί. Η Σαμπίνα θα έφευγε το επόμενο βράδυ, ο Ιάκωβος θυμόταν καλά εκείνη τη μέρα που του το είχε ανακοινώσει, εντελώς ανύποπτα και κάπως ψυχρά, και είχε νιώσει μεγάλη απογοήτευση, όχι επειδή θα έφευγε, δεν ήταν αυτό που τον στεναχωρούσε: ο Ιάκωβος ήταν απογοητευμένος γιατί δεν τον είχε προετοιμάσει, όπως όφειλε να κάνει, δεν του είχε δώσει κάποια ένδειξη, ένα σημάδι που να μαρτυρούσε ότι ο χρόνος του είχε λήξει κι ότι δεν είχε σκοπό να περιμένει να βαρεθούν ο ένας τον άλλον. Είχε εξαφανιστεί πετώντας του στα μούτρα ένα αντίο, χωρίς να μπει στον κόπο να του εξηγήσει, χωρίς να καταδεχτεί να σηκώσει από τότε ούτε μια φορά το τηλέφωνο για να τον ρωτήσει τι κάνει, αν είχε συμβιβαστεί με το πεπρωμένο ή συνέχιζε να ελπίζει, να του ζητήσει τη γνώμη του για το ταξίδι, να αστειευτούν ακόμα –όσο κι αν είναι δύσκολο να αστειευτεί κανείς μ’ έναν χωρισμό–, να θυμηθούν τα παλιά, να μιλήσουν για τα τρένα (του Ιάκωβου του άρεσαν τα τρένα), να ρυθμίσουν μαζί τις λεπτομέρειες της αναχώρησης, έτσι όπως συνέβαινε τόσο καιρό. Όμως το είχε αποφασίσει, θα πήγαινε στον σταθμό, είχε όλες τις πληροφορίες στη διάθεσή του, ώρα αναχώρησης, αριθμό δρομολογίου και συρμού, αποβάθρα, ακόμα και τη θέση όπου θα καθόταν η Σαμπίνα ήξερε, κι όλα αυτά χάρη στην προνοητικότητά του να τη ρωτήσει, γιατί εκείνη λέξη δεν έβγαλε. Τα είχε όλα οργανωμένα στο μυαλό του, θα πήγαινε νωρίς το απόγευμα και θα την περίμενε πίσω από το σταθμαρχείο, ήταν ένα σημείο που τον βόλευε και κάλυπτε τις απαιτήσεις του. Τη στιγμή που θα την έβλεπε να φτάνει, θα σκαρφάλωνε στα κάγκελα και θα εξαφανιζόταν μ’ ένα σάλτο, ενώ αν η ώρα περνούσε και δεν έλεγε να φανεί, θα περίμενε καρτερικά, είχε αστείρευτη υπομονή ο Ιάκωβος και νά που ήρθε η ώρα να του φανεί χρήσιμη. Μόνο ένα πράγμα τον προβλημάτιζε: τι θα γινόταν αν τη στιγμή που εκείνος έφτανε στον σταθμό, το τρένο είχε μόλις φύγει, αν το μόνο που θα προλάβαινε να δει ήταν το περίγραμμα του τελευταίου βαγονιού, είτε γιατί θα είχε λάθος πληροφορίες (ένα συναίσθημα καχυποψίας τον πλημμύρισε) είτε λόγω κάποιας ασυνεννοησίας ανάμεσα στον μηχανοδηγό και τον σταθμάρχη –ο σταθμάρχης δεν είχε τη φήμη του πιο έξυπνου ανθρώπου στην πόλη, μια φορά μάλιστα τον είχε πάρει ο ύπνος στο γραφειάκι του. Τι θα έκανε τότε ο Ιάκωβος; Τον έπιανε κρύος ιδρώτας σ’ αύτη τη σκέψη, κι όσο κι αν δεν το θεωρούσε πολύ πιθανό, πηγαινοερχόταν ταραγμένος υπό τους ήχους των κρεβατιών που έτριζαν στα διπλανά δωμάτια και του ακορντεόν που χαλούσε τον κόσμο στον δρόμο.

Τότε χτύπησε η πόρτα.

O Τάσος Ψάρρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975. Σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Λέστερ. Επίσης σπούδασε μετάφραση στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης, όπου παρακολούθησε και μαθήματα δημιουργικής γραφής. Το 2004 συμμετείχε και βραβεύτηκε στην Ολυμπιάδα Γραμμάτων. Διηγήματα και ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και άρθρα του σε εφημερίδες και στο διαδίκτυο.