Top menu

Λέσχη ανάγνωσης Μαΐου: 6 προτάσεις βιβλίων

Η συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει για τον Μάιο:

Ευημερία χωρίς ανάπτυξη, δοκίμιο, Θεόδωρος Π. Λιανός, εκδόσεις Gutenberg 2016

Ο καθηγητής κύριος Λιανός στην εισαγωγική αναφορά του πρόσφατα εκδοθέντος βιβλίου του, “Ευημερία χωρίς Ανάπτυξη”, προχωρά στη θεωρητική ανάλυση της οικονομικής επιστήμης όπως αρθρώνεται στις μέρες μας σύνθετος και διόλου επεξηγηματικός της επικαιρότητας. Όλες οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις για τη συλλογική ανάπτυξη μιας κοινωνίας αποτυπώνονται στο ενδιαφέρον έργο των εκδόσεων Gutenberg . Η επίκαιρη ρητορική και οι θεματικές που έχουν προκύψει τα χρόνια της ελληνικής κρίσης, συνιστούν ίσως μια υπόγεια αφορμή. Ωστόσο, η επιστημονικότητα με την οποία διατυπώνονται οι απόψεις του καθηγητή και η πρωτοτυπία της μελέτης του  προστίθενται στην αξία του βιβλίου. Ακριβώς αυτό το είδος της γνώσης και η μέθοδος με την οποία μεταδίδεται στον αναγνώστη διαμορφώνει ένα ολόκληρο είδος δοκιμιακού λόγου που σε ένα μεγάλο βαθμό κατορθώνει να αποκωδικοποιήσει ένα πεδίο ραγδαίας ανάπτυξης, όπως η οικονομία και το οποίο έχει κατακλύσει το ενδιαφέρον του κοινού. Σε ένα σύνθετο περιβάλλον που παρουσιάζει ως βασικό του χαρακτηριστικό τον υψηλό βαθμό παγκοσμιοποίησης, εγχειρίδια όπως αυτό του  κυρίου Λιανού  μπορούν και μεταφράζουν τα καίρια σημεία , όχι μόνο των αιτιών που οδήγησαν στην ελληνική περιπέτεια αλλά και όσων λύσεων ή ιδεών μπορούν να εφαρμοστούν σε ένα μακροοικονομικό περιβάλλον.

“Ο πλούτος της γης”, “Κατανάλωση και Πληθυσμός”, πεδία που αφορούν στις έννοιες της ανάγκης και της επιθυμίας καθώς και ευρύτερες, ιδεολογικές αναφορές συνθέτουν μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του συγγράμματος. Ζητήματα με κοινωνικό πρόσημο, όπως η ευτυχία περιλαμβάνονται στις δοκιμές του καθηγητή. Απόψεις που αντλούν απ΄το αρχαιοελληνικό μέτρο, θεμελιακές αξίες που τέθηκαν στην ερευνητική ανάλυση εμβληματικών μορφών όπως ο Ράσελ, ο Επίκτητος, ο Αριστοτέλης και ο Μιλ, τροφοδοτούν τις απόψεις του καθηγητή Λιανού και το ενδιαφέρον του γύρω από τις πιο ανθρώπινες προεκτάσεις της οικονομικής ευημερίας. Η μέθοδος του συγγραφέα φέρνει σε συνδιαλλαγή το σήμερα και το χθες, το ρυθμό και την εποποιία των κοινωνιών μέσα απ΄το ιστορικό και πολιτιστικό τους αποτύπωμα. Πρόθεσή του είναι να φέρει σε επαφή την χειμαζόμενη, ιδεολογικά ελληνική κοινωνία με τις πνευματικές τοποθετήσεις του δυτικού κόσμου, όπως φιλτράρονται στην εγχώρια πραγματικότητα του αιώνιου διλήμματος. Δύση ή Ανατολή. Σ΄αυτό το ερώτημα απαντά ο καθηγητής Λιανός, καταθέτοντας την ίδια στιγμή έναν πρωτοποριακό λόγο.

Στον ανεπτυγμένο, δυτικό κόσμο το ζητούμενο δεν είναι άλλο από τη διαμόρφωση ενός κοινωνικού μοντέλου που θα εγγυάται, τόσο τη δυνατότητα κάλυψης των διαρκώς αυξανόμενων αναγκών και επιθυμιών αλλά και την απρόσκοπτη εφαρμογή νέων πολιτικών με άξονες την οικονομία και την οικολογία. Ειδικώς για τη δεύτερη αυτή συνισταμένη του μοντέλου που προτείνεται και από τον κύριο Λιανό ο όρος μπορεί να εξειδικευτεί σε σχέση με την επιβάρυνση που προκαλεί η παγκόσμια, πληθυσμιακή αύξηση στις φυσικές πηγές του πλανήτη. Οι διαθέσιμοι πόροι που κατασπαταλώνται δίχως να είναι ακόμη δυνατή η ολοκληρωτική αντικατάστασή τους, η τεχνολογία που προς το παρόν προσανατολίζεται στην έννοια της παροχής υπηρεσιών, κρατώντας μια απόσταση από τη συλλογική, κοινωνική ανάγκη, συνιστούν παραμέτρους του μοντέλου που έρχεται στο φως στο “Ευημερία χωρίς Ανάπτυξη.” Μια σύντομη ματιά στις μαθηματικές αναλύσεις του καθηγητή γύρω απ΄το ζήτημα της ανεξέλεγκτης αύξησης του πληθυσμού, αρκεί για να γίνει κατανοητό το μέγεθος του κινδύνου, αναφορικά με την ορθολογική και συνετή εκμετάλευση των φυσικών πόρων. Οι θέσεις του καθηγητή συμπυκνώνονται στην ανάγκη μείωσης του παγκόσμιου πληθυσμού με βάση στοχευμένες πολυετείς πολιτικές κοινωνικού, ελεγκτικού χαρακτήρα.

Παρά τις απόψεις που μπορούν να διατυπωθούν ως αντίλογος στο μοντέλο που προτείνει ο κύριος Λιανός, η πρωτοτυπία του δεν μειώνεται. Είναι γεγονός πως μια τέτοια, επιστημονικά θεμελιωμένη πρόταση μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με την έννοια των ατομικών δικαιωμάτων ενώ και η εφαρμογή της σε επίπεδο εθνών θα απαιτούσε σημαντικές, νομικές μεταρρυθμίσεις. Ο ρεαλισμός της πρότασης Λιανού αμφισβητείται  από την παράβλεψη των κοινωνικών προεκτάσεων που θα είχε μια τέτοια πολιτική σε παγκόσμιο επίπεδο. Όλα τα παραπάνω είναι δυνατόν να αποδυναμώνουν ενδεχομένως την πρόταση του αξιότιμου καθηγητή, δίχως όμως να αμφισβητείται από κανέναν η ανάγκη να τεθεί σε έλεγχο η αύξηση του πληθυσμού και οι διαρκές μεταβολές στη σύνθεσή του ανά τον κόσμο.

Πολιτική του ενός παιδιού ή αλλιώς δέσμη υποστηρικτών μέτρων συνιστούν το βασικό υλιό της επιχειρηματολογίας του κυρίου Λιανού. Μια κοινωνία απαλλαγμένη από τις μεταφυσικές της ιδεοληψίες, όπως αυτές μεταφράζονται στους κόλπους της θρησκειολογίας  και με όπλο την τεχνολογική εξέλιξη μπορεί και επιβάλλεται να ελέγξει το μέγεθος του πληθυσμού, φέρνοντας στο φως όλες εκείνες τις πολιτικές που διατηρούν ένα οικολογικό πρόσημο. Ένα χρηματιστήριο δικαιωμάτων τεκνοποίησης είναι αυτό που προτείνεται στο πρωτότυπο έργο του κυρίου Λιανού, λαμβάνοντας υπόψη τα επιχειρήματα που στέκουν στο πλευρό ή αντίθετα με το βιβλίο του καθηγητή. Απομένουν ίσως πολλά για να τεθεί υπό το  πρίσμα μιας πιο ενδελεχούς μελέτης η άποψή του, ωστόσο βιβλία όπως αυτό που φέρνουν στα ράφια οι εκδόσεις Gutenberg, επιβεβαιώνουν την ευρύτητα της εγχώριας, επιστημονικής σκέψης αλλά και το βαθμό διασύνδεσης και αλληλεπίδρασης του επιστημονικού τομέα σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο κύριος Λιανός εισάγει νέους προβληματισμούς στην επαρχιακής λογικής, ελληνική κοινωνία. Παρόμοιες αναζητήσεις που ξεπερνούν τα όρια του ελληνικού προβλήματος μπορούν και δείχνουν το δρόμο για τους προβληματισμούς που πρέπει να θέτει η επιστημονική κοινότητα προκειμένου να δικαιώσει το λόγο της και να ευθυγραμμίσει την εντόπια κοινωνία με τις προκλήσεις του νέου αιώνα.

Απόστολος Θηβαίος

*

Εγώ, απέναντι, ποίηση, Νίκη Κωνσταντοπούλου, εκδόσεις Βακχικόν 2017

Η Νίκη Κωνσταντοπούλου γεννήθηκε στην Πάτρα. Σπούδασε Γαλλική Γλώσσα και Φιλολογία στο ΕΚΠΑ και συνέχισε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στη Γαλλία. Έχει εργαστεί ως καθηγήτρια Γαλλικών στη δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση. Άρθρα της και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα διαδικτυακά και έντυπα περιοδικά καθώς και σε γαλλικά βιβλία. Έχει δημοσιεύσει δύο ποιητικές συλλογές: η πρώτη τιτλοφορείται  «Απόψε νιώθω μια ντροπή» και κυκλοφόρησε το 2014 από τις εκδόσεις Περί Τεχνών. H δεύτερη συλλογή της Νίκης με τίτλο, «Εγώ, απέναντι» που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2017 από τις εκδόσεις vakxikon.gr.

Η συλλογή αποτελείται από 23 ποιήματα σε μικρή φόρμα. Η αφήγηση εναλλάσσεται μεταξύ πρώτου, δεύτερου και τρίτου προσώπου. Το ποιητικό υποκείμενο ταυτίζεται με τον τίτλο και τίθεται ΑΠΕΝΑΝΤΙ απομακρυσμένο από το αντικείμενο του πόθου, απέναντι από τα καθημερινά τεκταινόμενα, απέναντι από τις μνήμες του ή ακόμα και απέναντι από την ίδια του τη  ζωή. Η επιλογή του επιρρήματος απέναντι από την ποιήτρια δεν είναι τυχαία γιατί έτσι βρίσκεται αρκετά μακριά ωστέ να υποφέρει από τις ελλείψεις και τις ματαιώσεις αλλά και αρκετά κοντά ώστε να τις παρατηρεί εξονυχιστικά.

Η αυτοαναφορικότητα είναι σπασμωδική και γρήγορη στα ποιήματα. Το ποιητικό Εγώ εμφανίζεται συχνά να αφηγείται ή άλλοτε να υπόκειται σ’ ένα Εσύ που όπως ανέφερε  και η Νίκη σε μια πρόσφατη σύνεντευξή της, γίνεται Ένα, γίνεται Όλο και φτιάχνει το Απόλυτο.  

Ο λόγος είναι λιτός και περιγραφικός χωρίς υπερβολές στη χρήση σχημάτων λόγου και στα σημεία στίξης. Οι λέξεις είναι καλοδουλεμένες, συχνά δίσημες,  που απαιτούν από τον αναγνώστη κόπο και γνώσεις ώστε να γίνουν απολύτως κατανοητές. Για παράδειγμα στο ποίημα «Ο σκύλος ο Κουέπ» ο τίτλος δεν παραπέμπει απλώς στην ονοματοποιία ενός σκύλου αλλά αναφέρεται στο φάρμακο κουεπίν-φάρμακο για την ψύχωση. Η Νίκη με ευαισθησία και προσοχή μοιάζει να ισορροπεί με άνεση πάνω στη λεπτή γραμμή που ενώνει το λογικό με το παράλογο, το αγκαλιάζει και το κάνει ποίημα.

Οι ποιητικές οπτικές που διακρίνονται είναι πολλές. Η μοναξιά, η εγκατάλειψη, η ψυχική ασθένεια, τα κοινωνικά προβλήματα, ο έρωτας. Η εικονοποιία δημιουργείται με μια ροή που μοιάζει φυσική συνέπεια λέξεων που έχουν διαλεχτεί προσεκτικά και με κόπο.

Τα ποιήματα έχουν μια υποψία πρόζας που επιτρέπουν στον αναγνώστη να περιηγηθεί μαζί με το ποιητικό υποκείμενο σε σχεδόν αυτοτελείς ιστορίες. Επίσης σε πολλά ποιήματα η ποιήτρια υπερβαίνοντας τη γραμική αφήγηση μας δείχνει ένα τώρα κι ένα μετά...Τα ποιήματα μοιάζουν με μικρές εκμυστηρεύσεις.

Η συλλογή ξεκινάει με το ποίημα ΑΛΟΓΟ ΚΟΥΡΣΑΣ όπου στον στίχο είμαι πάλι στο σημείο μηδέν δηλώνεται η έναρξη της συλλογής με την πρόθεση της ποιήτριας να περιδιαβεί σημεία-σταθμούς της εσωτερικής και της εξωτερικής ζωής της. Και όντως τα ποιήματα με τη σειρά που είναι βαλμένα στη συλλογή είναι σαν να αποτελούν τους σταθμούς μιας διαδρομής. Η συλλογή/διαδρομή κλείνει με το ποίημα ΜΑΣΚΕΣ που εκφράζει και την ψυχική διάθεση της ποιήτριας μετά από την ολοκλήρωση της κούρσας που ξεκίνησε:

ΜΑΣΚΕΣ

Με μάσκες ήρθαμε
Με μάσκες φεύγουμε
Κάποιοι στο ενδιάμεσο μάς τις τράβηξαν
Κι έτσι μπορέσαμε να δούμε κάτι απ’ τον εαυτό μας.

Η Νίκη Κωσταντοπούλου στήνει έντεχνα ένα παιχνίδι αντικατοπτρισμών μεταξύ του ΕΙΝΑΙ, του ΕΊΜΑΙ, του ΆΛΛΟΥ και του ΦΑΙΝΕΣΘΑΙ που καθιστά τη συλλογή πολυεπίπεδη καθώς μπορεί να διαβαστεί είτε δηλωτικά είτε αναφορικά είτε στον άξονα της συγχρονίας είτε στον άξονα της διαχρονίας.
 
Η ποιητική δράση γίνεται σε χώρους ανοιχτούς/εξωτερικούς που όμως αφορμόνται από μια εσωτερική ανάγκη/σκέψη της ποιήτριας. Έτσι συνδιάζει το κλειστό με το ανοιχτό και το μέσα με το έξω.Ο σκηνικός χώρος δεν είναι θολός αλλά φωτεινός. Η ποιήτρια εμμένει στις περιγραφές της και τις εκθέτει ολοζώντανες με δραματική ταχύτητα. Για παράδειγμα στο ποίημα Η ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ η ποιήτρια, ήδη από τον τίτλο ξεκινάει από κάτι που συμβαίνει στο μυαλό σε σχέση με τον εξωτερικό κόσμο, μας καταγράφει μια ρεαλιστική ιστορία που όμως κόβεται από αφοριστικές ποιητικές διαπιστώσεις υπαρξιακής διάστασης:

Η ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ

Όσο πιο κοντά φτάνεις τόσο το πιστεύεις•
Μπαίνεις στην ουρά που μυρίζει ιδρώτα
πρόσωπα απελπισμένα στέκονται ώρες όρθια
κάνουν ένα βήμα να φτάσουν πιο κοντά
σε σπρώχνουν ασυναίσθητα με αγένεια
που δεν λογαριάζουν
μα ούτε κι εσύ
όλοι είμαστε θύματα παρατετταγμένα.
Κάποιοι έχουν παιδιά στην κοιλιά
ο πίσω σε σπρώχνει ξανά
κι όσο πλησιάζεις, μια απατηλή χαρά
μειδιά, σε ειρωνεύεται.
Μέχρι που φτάνεις και καταλαβαίνεις.

Ξεγελάστηκες πάλι.

Φεύγεις με την ικανοποίηση της δοκιμασίας
και το ανικανοποίητο της ψυχής
μέχρι την επόμενη μάταιη φορά
που θα βρεθείς στην ουρά.
Η ψευδαίσθηση έχει πορεία
ιδρώτα και επανάληψη.

Η ποιήτρια θέτει τίτλους οι οποιοι ορίζονται τοπικά αλλά όχι χρονικά κι αυτό είναι ένα από τα σημεία που καθιστούν ελκυστική την ποίηση της Νίκης. Τα ποιήματα της συλλογής αυτής είναι σύγχρονα αλλά δεν είναι μοντέρνα• ως μοντέρνο νοούμε αυτό που διαρκεί λίγο και ξεπερνιεται γρήγορα. Είναι ποιήματα που βρίσκουν και θα βρίσκουν εφαρμογή σε κάθε άνθρωπο που αναζητεί να διαβάσει αλλιώς την καθημερινότητά του, που προσπαθεί να ερμηνεύσει τις απώλειες και να δικαιολογήσει την υπαρξή του. Στο ποίημα ΕΝΑ ΑΚΟΜΑ ΒΡΑΔΥ η ποιήτρια συνοψίζει σε λίγους μόλις στίχους τη ματαιότητα της καθημερινής ρουτίνας όταν αυτή δεν έχει συνοδοιπόρο ή τουλάχιστον κάποιον αποδέκτη ώστε να την κάνει υποφερτή. Με σχεδόν δραματικό ρεαλισμό καθηλώνει τον αναγνώστη με τη χειρουργική ματιά της μοναξιάς ενός ανθρώπου. Δεν ξέρουμε αν πρόκειται για άντρα ή γυναίκα, νέο η γέρο, ξέρουμε μονάχα τη μοναξιά ενός ανθρώπου που τη σέρνει στο σπίτι με αφοπλιστική ακρίβεια, στις 9:10 κάθε βράδυ.

ΕΝΑ ΑΚΟΜΑ ΒΡΑΔΥ

Με το βλέμμα στο κενό
έβαλε το κλειδί στην πόρτα
κίνηση μηχανική
συγκεκριμένη
ασθενική.
Κάθε μέρα 9:10.
Κίνηση εναρμονισμένη
επανειλημμένη.
Έβαλε το παλτό στην ντουλάπα
κίνηση περιποιητική
ως προς το παλτό πιο πολύ.
Έβαλε το μεσημεριανό φαγητό
στο φούρνο μικροκυμάτων
κίνηση καταθλιπτική
το ξαναζεσταμένο πιάτο.
Έβγαλε τα παπούτσια
κι έκατσε στον καναπέ
κίνηση καθοριστική
για την έκβαση της βραδιάς.
Έβαλε την τηλεόραση για συντροφιά
κίνηση απελπιστική της μοναξιάς.

Μια πολύ ενδιαφέρουσα παράμετρος στην ποιητική συλλογή ΕΓΩ, ΑΠΕΝΑΝΤΙ είναι η έννοια του βιωμένου χρόνου. Ο Μπερξόν περιγράφει το χρόνο σαν μια διάρκεια, σαν το νερό ενός ποταμού που κινείται και μεταβάλλεται διαρκώς. Έπλασε τον όρο la durée vecue, η βιωμένη διάρκεια και τον διαχώρισε στο νοητικό χρόνο της διάνοιας και στον υπαρξιακό, τον καθαυτό ψυχολογικό χρόνο . Η αληθινή κατεύθυνση του χρόνου, λοιπόν, είναι αυτή που πηγαίνει από την απομονωμένη στιγμή στη χρονική συνέχεια. Ο χρόνος στην ποιητική συλλογή της Νίκης Κωσταντοπούλου ακολουθεί αυτή την πορεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ποίημα Η ΝΤΟΥΛΑΠΑ στο οποιο η στιγμή μετουσιώνεται σε βιωμένη εικόνα αποτυπώνοντας τελικά μια ολόκληρη ζωή:

ΣΤΗΝ ΝΤΟΥΛΑΠΑ

Στην ντουλάπα του σπιτιού μου
βάζαμε άτακτα όλα μας τα ρούχα-όπως τις σκέψεις μας.
Στριμώχναμε τα παλιά•
πάνω πάνω ήταν τα νέα για να ξεχνάμε.
Παλιά παλτά του πατέρα μου
Που μύριζαν αλκοόλ και τσιγάρο
όπως τα νιάτα του.
Παλιές φούστες της μάνας μου
χρωματιστές με λουλούδια
που μύριζαν άκρατο ρομαντισμό.
Παλιές τσάντες που αποθήκευες ευκολότερα
τα αντικείμενα που μαρτυρούσαν.
Στην ντουλάπα του σπιτιού μου
στο δεξί φύλλο χαμηλά
υπήρχαν πολλά μικρά κουρελάκια
στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο.
Εκεί γεννούσε η γάτα μας
ενώ εμείς αφαιρούσαμε κομμάτια μνήμες.
Μετά παίρναμε αγκαλιά τα μικρά
και σωπαίναμε για ώρες.  
 
Στη συλλογή υπάρχουν δύο ποιήματα στα οποια εντοπίζεται η διακειμενικότητα με δύο διαφορετικούς τρόπους. Είναι πολύ σηματικό να παρατηρούμε τις διακειμενικές αναφορές που θέτει η ποιήτρια γιατί μας βοηθάει αφενός να νοηματοδοτήσουμε το κείμενο και να το δούμε υπό ακόμα ένα πρίσμα, υπό το πρίσμα δηλαδή του παλιότερου κειμένου, που ο συγγραφέας επέλεξε να συμπεριλάβει με οποιονδήποτε τρόπο στο κείμενό του. Οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας μιλούν για «συνομιλία των κειμένων μεταξύ τους» όπως η Julia Kristeva κάνει λόγο για τη διακειμενικότητα,  και γράφει: «Βλέπουμε λογοτέχνες που όσο γυρεύουν να διατυπώσουν το αναντικατάστατο που φέρνουν μέσα τους, τόσο αισθάνονται δυνατότερες συγγένειες με δημιουργούς έξω από την περιοχή της γλώσσας τους, που με τη σειρά τους, τούς βοηθούν να βρουν, μέσα στην εθνική τους παράδοση, τις πιο πρωτότυπες και τις λιγότερο εξαντλημένες πηγές». Σημειώνει στη συνέχεια ότι ο Μπωντλαίρ. διαβάζοντας τον Πόου, έβρισκε φράσεις ολόκληρες διατυπωμένες όπως ο ίδιος τις είχε σκεφτεί.  

Επιστρέφοντας στο έργο της Νίκης παρατηρούμε ότι στο ποίημα ΣΤΟΝ CHARLES BAUDELAIRE αναφέρεται ευθέως στον ποιητή μ’ένα ποίημα που εξαίρει την ποιητική δημιουργία του μέσα στο spleen της εποχής που έγραψε. Το ποίημα χωρίς να μιμείται αναπαριστά ωστόσο με πλήρη επιτυχία την μπωντλερική θλίψη να συνδιαλέγεται με την ποιήτρια χτίζοντας μια γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ του τότε και του τώρα, του εκεί και του εδώ, αποτελώντας  άρτιο παράδειγμα ολοκληρωμένης ποίησης:

ΣΤΟΝ CHARLES BAUDELAIRE

Θέλω για σένα να σκαλίσω τον τοίχο
σαν τον μαστοράκο του στίχου
ταπεινό ον γονατίζω μπροστά σου
σε ιερό προσκύνημα μπαίνω με υπερηφάνεια.

Δεν έχω καλά νέα να σου πω
τα άνθη του κακού ακόμα ανθίζουν
και σαν πληγές κακοφορμίζουν
σκορπίζοντας κίτρινο υγρό παντού.

Εγώ πάντα στα μαύρα ντυμένη
λέω άπειρες φορές το όνομά σου
μέχρι τα χείλη μου να ματώσουν
κόκκινο στη νύχτα
που έχει πάψει από καιρό να αιμορραγεί.

Με έκφραση ημίτρελη, σαλή
θα σηκώσω με νηφαλιότητα το ποτήρι μου
και θα πιω στην υγειά του ποιητή
που δεν γνωρίζει θάνατο κι ευτυχία.

Στο ποίημα ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ η ποιήτρια παραθέτει ως υπότιτλο τρεις στίχους του ποιητή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς του Νίκου Καρούζου:

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
                      Μην του μιλάτε είναι άνεργος
                      τα χέρια στις τσέπες του
                      σαν δυό χειροβομβίδες.

Προσόντα άριστα
Χαρακτήρας φιλότιμος κι εργατικός
Αγγλικά λίγα
Προϋπηρεσία από τα 19
Ανώνυμος και ανέλπιδος
Ετών 25
Οικογενειακά προβλήματα πολλά
Και ανεργία 3 έτη
Περιθώρια μηδενικά

Βλέπουμε λοιπόν ότι οι διάφορες ματαιώσεις στη ζωή του ατόμου συμπλέκονται με τις κοινωνικές και τις ποιητικές ανατροπές. Οι ματαιώσεις αυτές συμβαίνουν με την αναμέτρηση του ατόμου με τους ισοπεδωτικούς κρατικούς μηχανισμούς. Το ποιητικό υποκείμενο προσπαθεί να καταλάβει έναν κόσμο παράλογο και διεκδικεί μια ύστατη αξιοπρέπεια.Σημαδεύεται από την επίγνωση μιας ισόβιας καταδίκης για εγκλήματα που δεν έχει διαπράξει, την αίσθηση της ενοχής απέναντι στον ανολοκλήρωτο εαυτό, τη χαμένη συλλογικότητα και τη σύγχυση που προκαλούν οι μηχανισμοί της ιστορίας και της κοινωνίας.  Η ποιήτρια βιώνει το τραύμα της διάψευσης της σύγχρονης κοινωνίας με αλληγορικές αναφορές στην «πλαστική» καθημερινότητα. Μέσω των επάλληλων τραυμάτων που βιώνει το ποιητικό υποκείμενο από την επαφή με τους άλλους, από την τριβή με την καθημερινότητα  αλλά και τη συμβίωση με τον εαυτό και τον άλλο, η Νίκη Κωσταντοπούλου συνομιλεί και με άλλους ποιητές της γενιάς της αλλά ανοίγει και ένα παράθυρο στο χρόνο συνομιλώντας με ποιητές από διαφορετικές εποχές και χώρες. Όταν πρωτοδιάβασα τη συλλογή η εκλεκτική συγγένεια μεταξύ της Νίκης και του  Σουηδού Νομπελίστα ποιητή Τόμας Τρανστρόμερ ήταν εκπληκτική σε πολλά επίπεδα.

Κλείνοντας λοιπόν, θα λέγαμε ότι η σχεδόν δωρική συλλογή της Νίκης Κωσταντοπούλου, Εγώ, απέναντι, έχει πέτυχει το στόχο της. Έχει προβληματίσει τον αναγνώστη, έχει συναντηθεί με μεγάλες ιδέες, έχει αναδείξει φιλοσοφικούς προβληματισμούς υπαρξιακού τύπου. Και εκεί ακριβώς είναι που η συλλογή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καμική και υπαρξιστική καθώς τελικά το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος αποκρυπτογραφώντας τα σημάδια που του προσφέρονται.

Αγγελική Δημουλή

*

Χειρόγραφες ενοχικές αποκαλύψεις / Καρμικές συναντήσεις, μυθιστορήματα, Σωτηρία Λέκκα, εκδόσεις Ownbook, 2016

Έρωτας, χρόνος, επιθυμία, φθορά. Τα σονέτα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ χαρακτηρίζονται απ΄όλη την ένταση και την πικρή γεύση που αφήνουν τα χνάρια μας στους δρόμους της ζωής. Το σώμα που λατρεύτηκε, οι φωτιές που στερεύουν τις ζωές μας, η ανθρωπιά μας που δοκιμάζεται μες στη δίνη της επιθυμίας. Κάτι σαν τη δική μας Beatrix του Τάκη Παπατσώνη όταν εμφανίζεται ξαφνικά στις διαδρομές μας προσδίδοντας στον πόνο  τ΄όνειρώδες και τ΄οραματικό.

Μ΄αυτά τα εφόδια, με την αίσθηση και τη χάρη της αγάπης η Σωτηρία Λέκκα πλουτίζει την εγχώρια μυθιστοριογραφία με δυο βαθύτατα ανθρώπινα έργα. “Χειρόγραφες Ενοχικές Αποκαλύψεις” και “Καρμικές Συναντήσεις” οι τίτλοι των βιβλίων της συγγραφέως που πλουτίζει την εργογραφία του εκδοτικού οίκου Ownbook. Οι νέες απαιτήσεις της εποχής μας και οι ποικίλες απαιτήσεις των δημιουργών οδήγησαν στην εμφάνιση νέων, εκδοτικών επιχειρήσεων που φιλοδοξούν να παρουσιάσουν στο ελληνικό κοινό τις νέες φωνές, μεταφράζοντας την εποχή μας και θέτοντας στο προσκήνιο την ανθρώπινη ψυχολογία, όπως διαμορφώνεται στις σύγχρονες, γεμάτους κινδύνους και ευκαιρίας πολιτείες.

Κεντρικά πρόσωπα στα έργα της Λέκκα ακέραιοι άνθρωποι που ζήτησαν και εκπλήρωσαν μες στις πυρκαγιές της εποχής μας εκείνο το μοίρασμα που σημαίνει πάντα ο εαυτός μας. Μορφές χειραφετημένες, αφοσιωμένες στα πιο προσωπικά τους όνειρα, στοιχηματίζουν την ισορροπία τους σε μια πτώση ελεύθερη και ευτυχισμένη. Το βάθος των χαρακτήρων της, η ένταση της ζωής τους, η μυθιστορία που κρύβει απ΄τα φώτα ένα ολόκληρο, μυστικό σύμπαν, η ψυχή που βαπτίζεται μες στην επιθυμία για πρώτη και τελευταία φορά γυρεύοντας να εκπληρώσει τους στίχους ενός ποιήματος, το τέλος ενός έρωτα. Η Λέκκα με την πολυετή προσφορά της στον συνάνθρωπο και την ανάγκη του μοιάζει να γνωρίζει καλά όλα εκείνα τα υπόγεια στρώματα, όλα τα πετρώματα που μαρτυρούν τα ίχνη μιας επίπονης διαδρομής. Τα μυθιστορήματά της, μικρά σε έκταση, προικισμένα με το μυστήριο και την ανθρωπιά που γυρεύει η κάθαρση των ηρώων της διακρίνονται εξαρχής μες στη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή. Περιπτώσεις όπως της Σωτηρίας Λέκκα επιβεβαιώνουν όλους εκείνους που υποστηρίζουν πως η ελληνική γραφή γυρεύει πάντα να πει μια ιστορία. Γυρεύει να γίνει άνθρωπος και ιδέα, γυρεύει το είδος του έρωτα που αγγίζει την ομορφιά μέσα μας. Ένα αίσθημα πρωτίστως πνευματικό, αντίθετο στα ρεύματα της εποχής που λατρεύουν την επιφάνεια και υποκύπτουν ενώπιόν της. Οι μορφές των έργων της που πρόσφατα κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Ownbook κουβαλούν το καθημερινό τους φορτίο. Φθάνουν ως τ΄ακρότατο όριο ζητώντας ν΄αποκαλυφθεί εκείνο το θαυμαστό πραγματικό που συνθέτει αυτόν τον κόσμο.  Ζητώντας το είδος του σπάνιου, του αειθαλούς έρωτα που δοκιμάζεται και αντέχει και υπάρχει οι ηρωίδες και οι ήρωες της Λέκκα ανατρέπουν τις ζωές τους, αποκαλύπτοντας το πρόσωπό τους πίσω απ΄τις καλύπτρες, μακριά απ΄τα ξέφρενα ρολόγια και τους ολοκαίνουριους ρυθμούς. Άνθρωποι που γεύτηκαν την επιτυχία, που εκπλήρωσαν κάθε τους φιλοδοξία για να παραδοθούν άνευ όρων στο αίσθημα που για μια φορά μονάχα μας κατακλύζει, χαράζοντας βαθιά καρδιές και μάτια. Τέτοια είναι τα πρόσωπα, τόσο στις “Συναντήσεις” όσο και στις “Καρμικές Αποκαλύψεις.” Αυτοί οι έρωτες που θάλλουν στα μυθιστορήματα της Σωτηρίας Λέκκα θα κερδίσουν για πάντα τ΄ανθρώπινα. Οι μορφές της δεν συγκρίνονται με τίποτε, οι μορφές της συνιστούν ένα βήμα και μια ιδέα πέρα απ΄το θάνατο. Τίποτε και ποτέ δεν θα μπορούσε να κερδίσει σ΄ομορφιά και λάμψη το αίσθημα που χαράζεται πάνω στ΄ακρότατο λευκό της ανθρώπινης ψυχής για να μεταβάλει κάποτε οριστικά τη θέαση αυτού του κόσμου.

Η Σωτηρία Λέκκα με τα δυο παρθενικά της βιβλία  έρχεται να συμπληρώσει τη σύντομη αλλά ικανότατη γενιά Ελλήνων μυθιστοριογράφων. Η απόσταση απ΄την εποχή και τα επίκαιρα ζητούμενα δεν συνιστά μια εγγενής αδυναμία αυτών των φιλόδοξων έργων. Άλλωστε η εποχή που διανύουμε αναμένεται ν΄αφήσει το δαχτυλικό της αποτύπωμα όταν πια θα έχει σφραγιστεί οριστικά η έκβασή της. Η συγγραφέας στρέφει τα νώτα της στις ανθρώπινες ιστορίες, στην ένταση του έρωτα και την αποκάλυψη που μας προσμένει μες στ΄ορατό  για να παραβιάσει κάθε μας ασφάλεια Που μπορεί και ανατρέπει τάξεις και κανόνες, ανακτώντας τη θέση του στη ζωή μας. Προσθέτοντας στη φαντασία μας που εκκλιπαρεί για λίγη εξουσία και λίγη ζωή.

Ο Πέτρος που υπήρξε ως άνθρωπος ευφυής, η Έλλη και η δωδεκάτη του Μάη που πάντα φθάνει, συμπυκνώνουν τις ιστορίες της Σωτηρίας Λέκκα, δείχνοντας τον δρόμο στον αναγνώστη που γυρεύει την έκπληξη και το θάμπος μέσα απ΄τις διαδρομές μιας ιστορίας. Κοινός παρονομαστής των μορφών που διατρέχουν τους ισημερίνους της, αυτό το αιώνιο, σαιξπηρικό θάρρος που δεν θα σβήσει ποτέ. Κάτι σαν τους αιώνια νεαρούς στίχους του Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα, όταν γίνεται λόγος για ποίηση. Δηλαδή για ζωή.

Υποδεχόμαστε με πραγματικό ενδιαφέρον τις ιστορίες της Σωτηρίας Λέκκα και ευελπιστούμε στην εκδοτική συνέχεια που τελικά στον καιρό μας καθορίζει τα πράγματα. Ο τρόπος της προφορικός, όπως οι πιο προσωπικές απ΄τις συλλαβές μας.

Απόστολος Θηβαίος

*

Το άρωμα των ταξιδιών, ποίηση, Ευγενία Ηλιοπούλου, εκδόσεις Εκάτη 2016

Αρκετοί άνθρωποι είχαν την δυνατότητα να ταξιδέψουν ανά τον κόσμο, πριν την κρίση, αλλά ακόμα και σήμερα, είτε για να γνωρίσουν νέους τόπους, είτε για να ξεφύγουν από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, συνεχίζουν να πραγματοποιούν ταξίδια, ανάλογα με τα χρονικά περιθώρια και την οικονομική τους κατάσταση. Όμως, ενώ, αρκετοί άνθρωποι ταξιδεύουν, λίγοι είναι εκείνοι, που θα αποφασίσουν να μεταφέρουν στο χαρτί τις ταξιδιωτικές τους εμπειρίες.
       
Είχαμε, λοιπόν, την ευκαιρία να διαβάσουμε το βιβλίο της Ευγενίας Ηλιοπούλου: «Το άρωμα των ταξιδιών», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εκάτη» και διαπιστώσαμε πως δίκαια του αξίζει μια θέση δίπλα στα μεγάλα έργα της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας.
       
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη: Το πρώτο μέρος τιτλοφορείται «Ανά τον κόσμο» και περιλαμβάνει τα ταξίδια, που έκανε η συγγραφέας στο εξωτερικό, από την κοντινή Ρουμανία μέχρι την Αργεντινή, τη Βραζιλία και το Περού. Η περιγραφή των τοπίων είναι απαράμιλλη, ενώ περιγράφονται αδρά οι διάφοροι πολιτισμοί, οι κάτοικοι, οι συμπεριφορές, τα ήθη και τα έθιμα κάθε τόπου. Σε ορισμένα σημεία περιγράφεται και η ταλαιπωρία, που πέρασε η Ευγενία Ηλιοπούλου με χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Σε αρκετά σημεία η σύγκριση με την Ελλάδα είναι αναπόφευκτη, ενώ κάπου-κάπου βρίσκουμε και κάποιες κοινωνικοπολιτικές αναφορές, όπου έχουν ενδιαφέρον, άσχετα με το αν συμφωνούμε ή όχι.
      
Το δεύτερο μέρος τιτλοφορείται «Ανά την Ελλάδα» και περιλαμβάνει τα ταξίδια, που έκανε η συγγραφέας στην Ελλάδα. Εδώ, οι περιγραφές είναι πιο οικείες και τα τοπία περιγράφονται με αδρές πινελιές. Η Ευγενία Ηλιοπούλου γράφει κάπως περισσότερα κοινωνικοπολιτικά σχόλια και διαμαρτύρεται για τις βρώμικες γωνιές με τα πολλά σκουπίδια, που πετιούνται, όπου να ‘ναι και, που κανείς δεν τα μαζεύει. Σε αυτό το μέρος περιγράφονται και συνοικίες της Αττικής, όπως η Νέα Ιωνία, ενώ υπάρχουν και καθαρά κεφάλαια κοινωνικού προβληματισμού, όπως το: Αφού οι άλλοι το έκαναν…», που ξεφεύγουν εντελώς από τον ταξιδιωτικό χαρακτήρα του βιβλίου.
       
Και στα δύο μέρη του βιβλίου οι περιγραφές είναι γλαφυρές και προσελκύουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη έτσι ώστε να φτάσει ως το τέλος του.
       
Συμπερασματικά, «Το άρωμα των ταξιδιών» της Ευγενίας Ηλιοπούλου μας μάγεψε και μπορεί να μην είχαμε την τύχη ή τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουμε τόσα ταξίδια, αλλά με όσα μελίρρυτα διαβάσαμε, νιώθουμε σα να ταξιδέψαμε μαζί της.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

*

Πατρίδες αλησμόνητες - Μικρά Ασία, Πόντος, κείμενα, Συλλογικό, εκδόσεις Παπαδόπουλος 2016

Υπάρχουν στη λογοτεχνία κείμενα που τα διαβάζεις μόνο και μόνο για διασκέδαση. Είναι κείμενα που προσφέρονται για χαλάρωση στις διακοπές ή για μια σχετική ξεκούραση της ψυχής από τον κάματο της καθημερινότητας. Προσφέρουν και αυτά με τον τρόπο τους στην ανάπτυξη του πνεύματος, όμως όχι σε τέτοιο βαθμό που να τα κατατάσσεις στα κείμενα που θα ήθελες να ξαναδείς ή που θα θυμάσαι μετά από καιρό. Υπάρχουν, από την άλλη πλευρά, και κείμενα που σε καθηλώνουν με την ανάγνωσή τους, που σε παρακινούν να προβληματιστείς και να διευρύνεις τους ορίζοντές σου ή που απλά από μόνα τους σε βοηθούν να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Αυτά τα κείμενα θέλεις να τα θυμάσαι, σε τέτοια κείμενα επιθυμείς να επανέρχεσαι ξανά και ξανά. Πολύ περισσότερο το επιδιώκεις κάτι τέτοιο, όταν το περιεχόμενό τους είναι από εκείνα που μπορούν να συνδυάσουν και τις δύο αρετές.

Μια συλλογή από τέτοια κείμενα κυκλοφόρησε σχετικά  πρόσφατα από τις εκδόσεις «Παπαδόπουλος», με τον εύγλωττο τίτλο «Πατρίδες αλησμόνητες: Μικρά Ασία – Πόντος». Στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνονται διηγήματα των Θωμά Κοροβίνη, Έλενας Αρτζανίδου, Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη, Δήμητρας Πυργελή, Εύης  Τσιτιρίδου-Χριστοφορίδου και  Μαραγαρίτας  Μυλωνάκη-Κοντογιάννη. Όπως σαφώς προδιαγράφεται από τον τίτλο του βιβλίου, κεντρικός άξονας των διηγημάτων είναι οι λεγόμενες «χαμένες» αλλά πάντα αλησμόνητες πατρίδες της Μικράς Ασίας και του Πόντου, εκείνες ακριβώς που υπέστησαν το μεγάλο βάρος της καταστροφής του 1922, εκείνες που αποτέλεσαν την αφετηρία ανθρώπων που, με την έλευσή τους στην Ελλάδα συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάπτυξη και ανόρθωση της χώρας, χωρίς όμως να ξεχνούν τις ρίζες τους και την προέλευσή τους. Πρόκειται για ιστορίες γεμάτες νοσταλγία και αισιόδοξα μηνύματα που μας ταξιδεύουν νοερά σε εκείνες τις αλησμόνητες πατρίδες.

Η ιστορία του Θωμά Κοροβίνη αναφέρεται στον μικρό Λεβάντε, έναν πιτσιρίκο φραγκολεβαντίνικης καταγωγής που, μέσα στη δίνη της καταστροφής στη Σμύρνη, καταφέρνει να διασωθεί, έχοντας εξασφαλίσει ένα μυστικό που μπορεί να του δώσει ώθηση και να τον οδηγήσει σε επιτυχίες. Ο συγγραφέας κατορθώνει να διαγράψει με ζωηρά χρώματα την ψυχοσύνθεση και το χαρακτήρα του μικρού, επιμένοντας στις ικανότητές του, χωρίς να χάνει όμως και την προσέγγιση του ιστορικού πυρήνα της υπόθεσης. Μια συγκινητική ιστορία με αισιόδοξα μηνύματα.

Η Έλενα Αρτζανίδου αφιερώνει τη δική της ιστορία στη μνήμη όλων των Ποντίων, στη γιαγιά της αλλά και σε όλες και όλους τους Πόντιους που κατάφεραν να φτάσουν στη νέα πατρίδα και να δημιουργήσουν. Περιγράφει όχι μόνο τις δυσκολίες που επέφερε η γενοκτονία των Ποντίων σε όσους κατάφεραν να επιβιώσουν και να μετακινηθούν, αλλά, πολύ περισσότερο, μεταφέρει ακριβώς τη διαδικασία της διατήρησης στη μνήμη άσβεστης της νοσταλγίας για μια πατρίδα που ακόμα και εκείνοι που δεν τη βίωσαν, επιθυμούν διακαώς να τη γνωρίσουν.

Ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, πάντα ανήσυχος και ευαισθητοποιημένος, αναζητά τους μηχανισμούς της μνήμης όχι μόνο σε αυτούς που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γενέθλια γη, αλλά και σε εκείνους που εκόντες-άκοντες έμειναν πίσω. Το διήγημά του, με τίτλο «Η τελευταία πράξη», είναι ένα μικρό διαμάντι αφηγηματικής δεινότητας που κατορθώνει να ξετυλίξει ένα μίτο μυστηρίου με συγκινησιακό υπόβαθρο φορτισμένο μεν, όχι όμως προκατειλημμένο. Παρόλο που καταπιάνεται με ένα δύσκολο θέμα, το αναπτύσσει με επιτυχία και τελικά αφήνει ένα αίσθημα που αποτυπώνει την αριστοτελική «κάθαρσιν» της αρχαίας τραγωδίας.

Η Δήμητρα Πυργελή, με αφετηρία μια πραγματική ιστορία ενός μαχητικού δασκάλου που συνέβαλε ώστε να ιδρυθεί δημοτικό σχολείο προσφύγων στην Ξάνθη, ανασυστήνει τις προσπάθειες όλων εκείνων των ανθρώπων που «έκλεισαν» τα σπίτια τους και «έθαψαν» τις ζωές τους για να αναστήσουν το μέλλον των παιδιών τους και των γενεών που θα ακολουθούσαν. Στους ανθρώπους αυτούς ακριβώς αφιερώνει τη σφιχτοδεμένη και συγκινητική ιστορία της.

Η Εύη Τσιτιρίδου-Χριστοφορίδου συνδυάζει ένα παραδοσιακό παραμύθι του Πόντου με μια ιστορία αγάπης δύο νέων που δε μπόρεσε να τους χωρίσει ο «δράκος» του ξεριζωμού. Το διήγημά της αφορμάται από προσωπικά βιώματα και ανακαλεί στη μνήμη ποντιακές παραδόσεις και τραγούδια.

Η Μαργαρίτα Μυλωνάκη-Κοντογιάννη ανακαλεί στη μνήμη τον πόνο της προσφυγιάς, την απονιά της ξενιτιάς αλλά και τη δυσκολία της αποδοχής από τους ντόπιους. Θίγει κι αυτή ένα δύσκολο θέμα χωρίς να ξεφεύγει από τα αφηγηματικά μονοπάτια και χωρίς υπερβολές.

Η συνολική προσπάθεια διαπνέεται από προσεκτική βιβλιοδεσία, άριστη εικονογράφηση (από τους Γιώργο Παπασταθόπουλο και Αλέξανδρο Τζάλλα) και θα ικανοποιήσει και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη!

Κώστας Κωσταβασίλης

*

Το επικίνδυνο της λήθης, ποίηση, Μανώλης Μπίστας, εκδόσεις ΑΩ 2017

[…]Προσφάτως τη µαταιότητα ανακάλυψε.
Γράφοντας µαύρα, βρίσκει το λευκό.
Ευαίσθητος, σφάγιο µε καρδιά
ειλικρινής, άκοµψη αλήθεια
επιπόλαιος, πολλαπλώς εσταυρωµένος[…]

Διαβάζοντας τον τρόπο που συστήνεται ο Μανώλης Μπίστας στο πρωτότυπο αυτοβιογραφικό σημείωμά του, μένω στο οξύμωρο «Γράφοντας µαύρα, βρίσκει το λευκό». Είναι, νομίζω, μια καλή αφετηρία για να δούμε την ποίηση αυτή της απουσίας των χρωμάτων. Γιατί το μεν μαύρο αποτελεί την ενσάρκωση αυτής της απουσίας, καθώς όλα βυθίζονται μέσα του και καταργούνται, ενώ το λευκό έχει βέβαια τη φωτεινότητα αλλά στερείται όλων των αποχρώσεων. Απόλυτες αχρωματικές αξίες λοιπόν. Όλα αυτά βέβαια, αν μιλάμε για ζωγραφικές απεικονίσεις. Εδώ, όμως, έχουμε ποίηση. Έτσι αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο συσχετισμός με τον κόσμο των χρωμάτων, καθόσον μας οδηγεί με την απαραίτητη μεταφορικότητα στο ποιητικό τοπίο.

Είναι αλήθεια (όσοι ασχολούνται βιωματικά με τα γραψίματα το γνωρίζουν) ότι η γραφή συχνά αυτονομείται και ακολουθεί τον δικό της δρόμο αγνοώντας επιδεικτικά την αρχική βούληση (ακόμα και έμπνευση) του γράφοντος. Για να το πούμε απλά, δεν ξέρεις πού θα καταλήξει η ιδέα σου. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια αρχική σκέψη/ερμηνεία  της παράδοξης μετάλλαξης των χρωμάτων:

Σάββατο•
μένω  μόνος και γράφω
ποιήματα σε αμέτρητες
κόλλες χαρτιού που
το πάτωμα ασπρίζουν.

Πολλά γράφεις, περισσότερα ακόμα σκίζεις και πετάς. Επιμένεις, ωστόσο, και ακολουθείς την επιλογή (γιατί, κατά βάση, επιλογή είναι η ποίηση) να βρίσκεσαι διαρκώς στις όχθες:

[…]εκεί θάβρεις το μονοπάτι με τις μυρωδιές.

Ο Μανώλης Μπίστας, στην πρώτη του αυτή αναμέτρηση με τον ποιητικό λόγο (τουλάχιστον εκδοτικά) μας προτείνει μια θέα στον κόσμο του, η οποία ασχέτως του βαθμού πρόσληψης από τον αναγνώστη (αυτή πάντοτε είναι απρόσμενη και εντελώς προσωπική) έχει ένα αναμφισβήτητο νοηματικό βάρος, έχει άποψη, και τολμά να το δηλώνει:

Σχεδόν όλοι εκεί,
καθένας μια ξεχωριστή γραμμή ζωής•
βιώματα με αποκλειστικότητα και
πνευματική ιδιοκτησία.

Ο κόσμος του είναι τα πράγματα που τον περιτριγυρίζουν όλο μνήμες δικές του αλλά και δικές τους:

Αγαπώ τα παλιά σεντούκια
κι έχω πολλά,
μα τούτο το μοναχικό
πιο όμορφο απ’ όλα είναι.

τα σπίτια που αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου αδιαφορώντας για τις καταργημένες εικόνες της νιότης του:

Στην αγλαή αυλή
κάποτε έπαιζαν παιδιά.
Το σκουριασμένο λουκέτο
φυλακίζει συναισθήματα.

οι άνθρωποι κυρίως, που κάποτε ζούσαν εδώ αλλά τώρα μόνον σαν οπτασίες μιας άλλης εποχής στοιχειώνουν τα χαλάσματα:

Τρόμαξαν οι άνθρωποι κι έφυγαν βιαστικά.
Τώρα μόνο μεθυσμένα ξωτικά και ξεχασμένες νεράιδες
στα χαλάσματα, τα ζυμωμένα με σκοτάδι.

Ο χρόνος είναι που δένει όλα αυτά σε μια εικόνα. Αυτός που φθείρει και αλλοιώνει, ταυτόχρονα επιμένει να διατηρεί μνημονικά κατάλοιπα που πάνε πίσω πολύ παλιά στα αρχαία αφηγημένα των μύθων. Εκεί που μπορεί ξαφνικά να συναντήσεις μια Ελένη, που ποτέ δεν έφτασε στη Τροία (σε ένα διάλογο με κείνο το «αδειανό πουκάμισο»), άλλοτε πάλι μια καρτερική Πηνελόπη, σαν δικαιολογία επιστροφής στα πάτρια εδάφη, από καιρό λησμονημένα έτσι κι αλλιώς. Εκεί όμως δίπλα σ’ αυτά τα μυθικά πρόσωπα έρχονται και οι δικές του, οι προσωπικές απώλειες. Ο μύθος καταργείται, όταν η οδύνη έχει τα χαρακτηριστικά του οικείου προσώπου. Εκεί θα πορευτεί μόνος, με τη μοναχικότητα του πρώτου προσώπου να κανοναρχεί τον στίχο και να αποφασίζει σε τούτο το εξαιρετικό:

Εγώ τους νεκρούς μου,
αυτούς που αγάπησα πολύ,
δεν τους έχω θάψει.

Επιλογή, λοιπόν, πάλι  σ’ αυτή την ποίηση που προκαλεί με την ευθύτητα και την αποφασιστικότητά της να ανατρέψει κατά το δοκούν τη σειρά του κόσμου. Οι νεκρές πια παρουσίες, οι απόντες, θα ντυθούν στα λευκά (ξανά η εισβολή του λευκού να γυρεύει ερμηνεία πειστική) και θα συνομιλήσουν μαζί με τον ποιητή, που ενορχηστρώνει γύρω του όσα νιώθει απαραίτητα συμπληρώματα της ζωής του. Μήπως έτσι κατανοούμε καλύτερα πώς το μαύρο μεταλλάσσεται σε λευκό; Αυτή η ποίηση θα μπορούσε να είναι αισιόδοξη; Ξαναγυρνώ στο αρχικό αυτοβιογραφικό σημείωμα, σ’ εκείνο το: «Ευαίσθητος, σφάγιο µε καρδιά», που μοιάζει τώρα να δημιουργεί άλλο ένα οξύμωρο έτσι όπως συνδιαλέγεται με τα ποιήματα. Πάλι εισβάλλει αυτό το καταργημένο χρώμα, το μαύρο. Δίπλα στο λευκό, που για μια στιγμή μάς ξεγέλασε και μας άνοιξε παράθυρο σε μια αισιοδοξία τόσο σύντομη.

Πρέπει όμως να αποφασίσω αν αυτός ο λόγος είναι μαύρος ή λευκός, ή και τα δύο μαζί ενδεχομένως. Και λέω, με την αυθαιρεσία του αναγνώστη (εφάμιλλη της αθωότητας με την οποία προσεγγίζει τα κείμενα), πως αν κατορθώσει να υπερβεί τον εαυτό του αυτός ο ποιητής, αν δώσει μια προέκταση  της δικής του οπτικής, ώστε να φθάσει τον πόνο του άλλου, αν τελικά προτείνει μια στάση ζωής που να μην αφορά μόνο τη δική του θέα στα πράγματα, τότε το λευκό θα υπερισχύσει αναμφισβήτητα και θα καταπιεί όλο το μαύρο, σε μια ενδιαφέρουσα χρωματική ανατροπή. Σ’ αυτό το σημείο βοηθάει ο τίτλος της συλλογής. Ποιος κίνδυνος ελλοχεύει πίσω από τη λήθη; Ξεχνάμε διαρκώς και νομίζουμε ότι έτσι πατάμε πιο γερά στο σημερινό σαθρό κατασκεύασμα της ζωής μας. Χάνουμε ολοένα και πιο πολύ το νήμα που μας κρατάει όρθιους. Θα πει ο ποιητής:

Μην πλανάσαι Ιησού, ίσμεν γαρ τι ποιούμεν

Η επίγνωση, όμως, είναι το πρώτο βήμα για την πλήρη γνώση, το τοπίο ξεκαθαρίζει. Έτσι τώρα μπορεί ο ποιητής να πει μετά λόγου γνώσεως:

Δύσκολες οι μέρες που θα ’ρθουν,
μη ξεχάσεις όμως, μη ξεχάσεις,
γιατί εμείς ξεχάσαμε…

Δεν έχει καμία σημασία ότι τα λόγια αυτά απευθύνονται στο μικρό κορίτσι, το προσφυγόπαιδο. Άλλωστε όλοι πρόσφυγες, φυγάδες είμαστε σε ένα ατελείωτο κυνηγητό, να ψάχνουμε τον εαυτό μας, τον «πολλαπλά εσταυρωμένο», κατά τον ποιητή. Αυτός πάντως μας είπε την αλήθεια, την άρθρωσε μέσα από ένα μαύρο τοπίο, την έφερε στο φως ντυμένη στα λευκά. Όσο την κοιτάζουμε, τόσο ξεκαθαρίζει η εικόνα. Η μνήμη είναι που θα μας σώσει, αν πρόκειται να σωθούμε. Η λήθη κρύβει τον εγγενή κίνδυνο της αυτοκατάργησης του εαυτού μας. Και τούτο το μήνυμα θα το θεωρήσουμε θετικό, θα το δούμε με το ψήγμα αισιοδοξίας που του αναλογεί. Εν τέλει ο Μανώλης Μπίστας μας οδήγησε μέσα από την κλίμακα των γκρίζων (σε μείξη του μαύρου με το λευκό) σε μια θέαση του δύσκολου αλλά ίσως εφικτού. Διακρίνω τώρα τη διαφορά στην εικόνα του εξωφύλλου (έργο του Γιώργου Αγγελή) και στην ίδια πάλι εικόνα, όπως επιμένει δύο φορές (μία στο εσώφυλλο και μία στην τελευταία σελίδα), και αξιολογώ την εισβολή του κόκκινου χρώματος που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις δύο ανδρικές φιγούρες. Είναι το ίδιο κόκκινο που γράφει τα γράμματα του τίτλου. Σημειολογικά η λήθη σηματοδοτεί τον κίνδυνο, όπως και το κόκκινο που φυσικά αιχμαλωτίζει το βλέμμα μας, όπως κοιτάζουμε την εικόνα. Σαφές το μήνυμα.

Διώνη Δημητριάδου