Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 22

Λέξεις ελάχιστες για την ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη, του μεγάλου αλήτη του ουρανού

Γράφει ο Νίκος Ερηνάκης
Ουρανός, θάνατος, έρωτας, μοναξιά, πόνος, ελπίδα. Η ποίηση του Σαραντάρη υπήρξε πάντα καθαρή και ερμητική με χρήση απλών λέξεων αλλά γεμάτων ουσία. Γι’ αυτό επιλέγω κι εγώ να αποφύγω κάθε είδους πρόλογο ή τυπική φιλολογική ανάλυση των στίχων του και να μιλήσω για το όραμα και τις ιδέες πίσω από τις λέξεις αλλά μέσα στο ποίημα.  Η ποίηση του Σαραντάρη δεν ασκεί κριτική, δεν ειρωνεύεται —προτείνει. Παρουσιάζει το όραμα της κι αυτό ακριβώς είναι που η εποχή μας χρειάζεται και πάλι από την ποίηση. Δηλαδή πέρα από την προσωπική έκφραση, που πάντα θα υπάρχει, και οφείλει να υπάρχει, και πέρα από την αναφορά σε μια εξατομικευμένη καθημερινότητα, προβάλλει ξεκάθαρη η ανάγκη για έκφραση του συλλογικού, χωρίς όμως να περιορίζεται μόνο σε κοινωνικές ή πολιτικές ή υλιστικές ή μεταφυσικές διαστάσεις, αλλά που αντιθέτως θα πρέπει να τις εμπλέκει όλες μαζί, συλλέγοντας κάθε έκφανση ανθρώπινης ομορφιάς, τρέλας και πόνου σε μια απόπειρα ανασύνθεσης του Όλου.

Τέτοια ποίηση βιώνει ο Σαραντάρης• τέτοια ποίηση γράφει. Αναζητά το απόλυτο• δεν θα μπορούσε άλλωστε να αναζητά τίποτα λιγότερο. Διαβλέπει την απουσία του ιερού στις Δυτικές κοινωνίες και έχοντάς το έμφυτο μέσα του προσπαθεί να το επαναφέρει σε αυτές. Αν η σύγχρονη ελληνική, κι όχι μόνο, ποίηση, ψάχνει διέξοδο από τα ευρηματικά μεν αλλά απλοϊκά δε παιχνιδίσματα αμηχανίας ενώ προσπαθεί να βρει το σκοπό της, τότε η ποίηση του Σαραντάρη μπορεί να αποτελέσει μια από τις κύριες αφετηρίες επαναπροσδιορισμού της. Κι αυτό γιατί ίσως είναι ο μόνος από τους αφανείς της γενιάς του ’30 που αποδεικνύεται τόσο ιδιαίτερος και ταλαντούχος. Αυτό άλλωστε είναι το μεγάλο πλεονέκτημα όσων ποιητών παραμένουν στη σκιά: η σκέψη και η γλώσσα τους διατηρούνται αυθεντικές, φρέσκιες μέχρι τη στιγμή που θα χρειαστούν πραγματικά και η εποχή θα τις αναζητήσει ως ρίζες και μήτρες.

Ο Γιωργός Σαραντάρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1908 και πέθανε στην Αθήνα το 1941, μόλις 33 χρονών. Δεν ήταν απ’αυτούς που επιβιώνουν, το κράμα της ψυχής του δεν ήταν από αυτά που επιζούν στον κόσμο αυτό. Ίσως να τον περίμεναν κι αλλού, πιο όμορφα. Πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στην Ιταλία. Διάβαζε από μικρός φιλοσοφία και λογοτεχνία στα ιταλικά και στα γαλλικά. Στα ελληνικά υπήρξε αυτοδίδακτος και αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον τρόπο που ανέπτυξε την ελληνική σκέψη και γραφή, μορφοποιώντας το ύφος του.


Στην γραφή του πιο πολύ από όλα με γοητεύει ο γάμος της ποίησης με τη φιλοσοφία. Τόσο στις ποιητικές συλλογές του (Οι αγάπες του χρόνου, Ουράνια, Αστέρια, Γράμματα σε μια γυναίκα, Στους φίλους μιας άλλης χαράς) όσο και στα φιλοσοφικά του δοκίμια (Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης, Η παρουσία του ανθρώπου, Δοκίμιο λογικής, σα θεωρία του απόλυτου και του μη απόλυτου) το πάντρεμα ποιητικού οράματος και φιλοσοφικής σκέψης δημιουργείται αβίαστα, σαν να είναι αυτός ο μόνος τρόπος που μπορεί να εκφραστεί, χωρίς διαχωρισμούς, πηγαία και καθολικά. Θυμίζει, παρά τις διαφορές νοηματικού περιεχομένου, το στόχο του Χαίλντερλιν, όταν, σε αντίθεση με το φίλο του Χέγκελ, αφήνει τη φιλοσοφική γραφή για να αναζητήσει την τέλεια έκφραση των ιδεών του μέσα από την ποίηση. Και πιο πρώτα ακόμα, τη γραφή του Ηράκλειτου, που πριν τους σωκρατικούς διαχωρισμούς, είναι ο πρώτος που αφουγκράζεται, κατανοεί, αποδομεί και μετά ανασυνθέτει το Όλο σε μια γραφή που ξεπερνάει τα όρια και δεν μπορεί να καταταχθεί. Ο Γιώργος Μαρινάκης, ο πρώτος βιογράφος του έργου του Σαραντάρη, γράφει: «Ο Γιώργος Σαραντάρης δεν ήταν μονάχα φιλόσοφος ή μονάχα ποιητής ή μονάχα κριτικός, ήταν κάτι περισσότερο από όλα αυτά, ήταν ένας άγιος του πνεύματος».
Ξεχωριστοί γι’ αυτόν συγγραφείς υπήρξαν οι Σαίξπηρ, Μπωντλαίρ, Βερλέν, Ντοστογιέφκι, Τολστόι και Γκόρκι. Κάτι που διαφαίνεται στα γραπτά του όπως και η στενή συγγένεια και επιρροή από τον Ουνγκαρέττι. Σε ένα από τα τετράδια του παραδέχεται πως οι αντιλήψεις του ταυτίζονται με αυτές των Γάλλων συμβολιστών (Μπωντλαιρ, Βερλαιν, Ρεμπώ, Μαλαρμέ). Πέρα από την εκλεκτική συγγένεια που είχε με αυτούς όμως καταφέρνει να βρει την αυθεντικά προσωπική του φωνή από πολύ νωρίς και να μιλήσει εντελώς ξεχωριστά από κάθε άλλον της εποχής του.


Πιθανώς να μην είμαι αρκετά αντικειμενικός για να το κρίνω, αλλά δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ και στην έντονη συγγένεια του Σαραντάρη με τον Γκέοργκ Τρακλ. Αμφότεροι πλέκουν καθηλωτικές εικόνες της φύσης: στατικά σκοτεινά ομιχλώδη τοπία. Κλαριά, λίμνη, παιδί, γυναίκα• όλα βυθισμένα στην ομίχλη. Μέσα σ’ αυτές τις εικόνες κρύβεται η εξήγηση της ύπαρξης και του πόνου της -αυτού του βάρους στους ώμους που μόνο οι πιο ευαίσθητοι μπορούν να αντιληφθούν-. Υπάρχουν ποιήματά του Τρακλ και του Σαραντάρη που μετά την τελευταία τους λέξη, ενώ νομίζεις πως περιγράφηκε απλώς μια εικόνα φυσικού τοπίου, νιώθεις να μην μπορείς να ανασάνεις από τον πόνο στο στήθος και στο στομάχι. Κι αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω ανάλυση ή επεξήγηση• τα έχεις ήδη κατανοήσει με τον τρόπο που θέλησαν οι ίδιοι.
 

Ἡ ὁμίχλη βρίθει
Ἀπὸ ἀνεμῶνες
Κοίτα τὰ κλαριὰ
Τί λίμνη
Τί ἀνυπόμονη καρδιὰ
Βλέπε μέσα
Στὴ σωστὴ σταγόνα
Ποιὰ φόρα
Παίρνει τὸ παιδὶ
Ποιὰ νάρκη
Ἡ γυναῖκα


Η οικογένεια του Σαραντάρη τον πίεζε να σπουδάσει νομικά για να βρει εύκολα εργασία μετά. Τον ίδιο όμως τον απασχολούσε μόνο η ποίηση και η φιλοσοφία. Οι σκέψεις του ήταν τόσο πηγαίες που τις έγραφε διαρκώς παντού, σε περιθώρια εφημερίδων, πακετά τσιγάρων, προσκλήσεις, προγράμματα, για να μην γλιστρήσουν από το μυαλό του και χαθούν, όπως οι έρωτες που έζησε αλλά ποτέ δεν βίωσε. Παρέμεινε σε όλη του τη ζωή συνειδητός αρνητής της εργασίας, κι ας έγραφε στη μητέρα του ότι θα ήθελε να δουλέψει αλλά δεν τα καταφέρνει. Όχι βασισμένος σε κάποια συγκεκριμένη πρακτική ιδεολογία αλλά στην εσωτερική υπαρξιακή ανάγκη για ελευθερία. «Φοβήθηκα μην και καταντήσω τραπεζικός υπάλληλος» αυτή ήταν η απάντηση του όταν από το οικογενειακό του περιβάλλον κατάφεραν να του εξασφαλίσουν μια θέση στην ελληνοιταλική τράπεζα κι αυτός την αρνήθηκε, όπως βέβαια και κάθε άλλη θέση εργασίας που του προτεινόταν. Σαν να ήξερε πως τα χρόνια θα περάσουν γρήγορα και πως δεν αναλογούν πολλά σε αυτόν, βίωσε τον χρόνο ως κάτι πραγματικά σημαντικό για να χαρίζεται σε πράξεις κοινότοπες, χωρίς ουσία, εγκλωβισμένες στην αστική ρουτίνα. Αν και μοιάζει ο χρόνος να μην πήρε ποτέ θέση εχθρού μέσα του, «δεν ονειρεύτηκα ποτέ το χρόνο/ και τη συντροφιά του/ μήτε την απουσία του οσφράνθηκα ποτέ/ σε κάποιο ελάχιστο ηδονικό μου ύπνο».

Να κοιμάσαι νηστικός σε μια σοφίτα
Να είσαι ο τεμπέλης του σπιτιού
Να γίνεσαι σκουπίδι
Όταν ανοίγεται ένα λερωμένο στόμα
Θα σηκώσω το γιακά
Για να φύγω σαν ένας ληστής
Απ' το δικό μου σπίτι
Θα κοιμηθώ στους δρόμους
Για να νιώσω ολάκερη την πολιτεία
Να τουρτουρίζει μαζί μου


Αναζητάει τη μοναξιά και τη σιωπή, αλλά όταν τα βρίσκει μοιάζει να τον πλημμυρίζει μια αλλόκοτη θλίψη. Όμοια με τη θλίψη των εραστών, αυτόν τον μικρό θάνατο, τη στιγμή που τελειώνει ο έρωτας ή τελειώνουν εκείνοι χάρη σ’αυτόν.

Μακριά απ' την κοσμογονία,
με παρατήσανε μοναχό
σαν πτώμα
ή κτήνος

Και περάσανε οι μέρες πάνω μου
στάχτη φέρνοντας και καπνό

Περνούσανε, κι από τον ύπνο
όταν επνιγόμουνα,
έβλεπα τα θολά τραγούδια
τα δάκρυα που είχαν γίνει ουρανός
και τη σιωπή του χρόνου.


Γράφει: «ο θάνατος μονάχα αυτός λέρωσε την ψυχή μας»  κι αλλού «Ἔχω δεῖ τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ μάτια μου/ Μὲ τὰ μάτια μου ἄνοιξα τὰ μάτια του/  Μὲ τὴ γλῶσσα μου μίλησε/ Γίναμε ἀδελφοὶ καὶ κουβεντιάσαμε/ Στρώσαμε τραπέζι καὶ δειπνήσαμε/ Σὰν νὰ ἦταν ὁ καιρὸς ὅλος μπροστά μας/ Καὶ θυμᾶμαι τὸν ἥλιο ποὺ γελοῦσε/ Πού γελοῦσε καὶ δάκρυζε θυμᾶμαι.»

Ουρανός και θάνατος λοιπόν. Σωτηρία και τέλος. Ακόμα κι αν έννοιες ή θεματικές σαν κι αυτές μοιάζουν από παλιά εξαντλημένες, παραμένουν αυτές με τις οποίες μάτωσαν εκείνοι που το πάλεψαν άγρια πάνω από χαρτιά και γραφομηχανές. Όταν λοιπόν κανείς καταπιάνεται μαζί τους και καταφέρνει να μιλήσει αλλιώτικα γι’ αυτές, να τις χορέψει στο χαρτί όπως δεν τις χόρεψε κανείς άλλος πριν, τότε ίσως μπορεί να λέγεται ποιητής. Άλλωστε για ποια ιδέα και ποιο πάθος αξίζει να μιλήσεις, αν δεν μιλήσεις για κάθε είδους έρωτα, για κάθε είδους θάνατο και για κάθε είδους επανάσταση; Ο Σαραντάρης δεν φοβήθηκε να αναμετρηθεί σε αυτό το ύψος και ας ελλόχευε ο κίνδυνος της επανάληψης, της μετριότητας. Έριξε τα ζάρια του ψηλά στον αέρα, όχι κάτω στο χώμα, και τα άρπαξε ο ουρανός και τα κράτησε να ‘χουν να παίζουν μόλις συναντηθούν.

Ο αγαπημένος ουρανός,
τόσο αφελής, τόσο αγαθός,
με το άπλετό του φως
μας ενοχλεί ,
δεν συγχωρεί,  
να ερωτευτούμε την ζωή με προθυμία


Άλλωστε «Αλήτες του ουρανού»  αποκαλεί τον Βρεττάκο και την Μελισσάνθη στην κριτική για το έργο τους που δημοσιεύει στην «Καθημερινή» το 1939.

Το ρομαντικό στοιχείο κολυμπάει διαρκώς ανάμεσα στους στίχους του, άλλοτε έντονα λες κι είναι χειμώνας και τα νερά παγωμένα και άλλοτε απαλά σαν να ναι Αύγουστος και τα νερά απλώς δροσίζουν. Μερικές φορές σαν πάνω από την ίδια θάλασσα να μπλέκονται κι οι δύο εποχές μαζί:

Μιλώ γιατί υπάρχει ένας ουρανός που με ακούει
Μιλώ γιατί μιλούν τα μάτια σου
Και δεν υπάρχει θάλασσα δεν υπάρχει χώρα
Όπου τα μάτια σου δε μιλούν

Τα μάτια σου μιλούνε και εγώ χορεύω,
Λίγη δροσιά μιλούν, κι εγώ χορεύω


και

Σαν άσπρο σύννεφο η σκιά σου σκεπάζει τον ύπνο,
Που σε ένα δυσεύρετο παράδεισο κοιμάμαι,
Ακούω πως τραγουδάς κάτω από τον ήλιο
Μα μες στη φωνή σου λιγώνω και δεν βλέπω τον ουρανό

Ο Μάνος Χατζηδάκις με το αυθεντικό αισθητήριο του ένιωσε τις λεπτές χορδές που άγγιξε ο Σαραντάρης και μελοποίησε το ποίημα του “Ποιος ειν’τρελλός από έρωτα”: Ποιος ειν’τρελλός από έρωτα/ ας κάνει λάκκους την αυγή/να πάμε εκεί/ να πιούμε τη βροχή.

Δεν τον κέρδισε κανένας συγκεκριμένος πολιτικός χώρος, καμία συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία, αν και την ποίηση του διακατέχει μια κοινωνική και πολιτική ευαισθησία συχνά μεγαλύτερη από αυτήν των περισσότερων από τους κομματικά ενταγμένους συγγραφείς της εποχής. Υπήρξε αρκετά διορατικός για να αναφέρει στον Τσαρούχη πως «Η Ευρώπη είναι ένα μεγάλο κοιμητήριο. Η Ευρώπη δεν έχει Αγάπη και δεν πιστεύει στην Ανάσταση.» Ο ίδιος δεν πίστευε στην αξία των πολιτικών, ούτε στα έργα τους, εξύψωνε μόνο τον ποιητή, «Ο ποιητής είναι ανώτερος από τον πολιτικό, μιλάει για πράγματα που είναι αιώνια ενώ ο πολιτικός  για τα πρόσκαιρα». Το να παραμένεις ποιητής είναι για εκείνον ο μόνος τίμιος αγώνας μέσα στη συνθήκη της ύπαρξης:
Δὲν εἴμαστε ποιητὲς σημαίνει φεύγουμε
Σημαίνει ἐγκαταλείπουμε τὸν ἀγῶνα
Παρατᾶμε τὴ χαρὰ στοὺς ἀνίδεους
Τὶς γυναῖκες στὰ φιλιὰ τοῦ ἀνέμου
Καὶ στὴ σκόνη τοῦ καιροῦ
Σημαίνει πὼς φοβούμαστε
Καὶ ἡ ζωή μᾶς ἔγινε ξένη
Ὁ θάνατος βραχνὰς


Η ποίηση ταυτίζεται με τη ζωή του σε τέτοιο σημείο που μη μπορώντας να εξηγήσει τη ζωή δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε την ποίηση. Του αρκεί που βιώνει την ουσία της, που νιώθει την αυθεντική εμπειρία της. Σ’ έναν κόσμο που έχει από κοινού θεωρήσει το παράλογο λογικό, ψυχές σαν του Σαραντάρη που σχεδόν ενστικτωδώς κατανοούν το αληθινό, αυτοαμφισβητούνται σε σημείο που να νομίζουν πως είναι αυτές οι παράλογες κι όχι ο κόσμος έξω. «Δὲ μπορῶ νὰ βρῶ πιά, τί θέλει νὰ πεῖ ποίηση. Μοῦ διαφεύγει. Τὸ ἤξερα, ἀλλὰ τώρα μου διαφεύγει. Ἂν κάποιος μου ρωτήσει αὐτὴ τὴ στιγμή, θὰ ντροπιαστῶ. Γιατί ἐξακολουθῶ νὰ εἶμαι ἐνδόμυχα βέβαιος πὼς ἡ ποίηση εἶναι μιὰ οὐσία, ἀπαράλλαχτα ὅπως καὶ ἡ ζωή. Καὶ κρύβω, κρύβομαι, κάτι κρύβω, ἀπὸ κάποιον κρύβομαι. Σὰ ν' ἀρχίζω νὰ γίνομαι τρελός, καὶ νὰ ντρέπομαι. Ἀλλὰ ἡ ποίηση; Κάποιος θὰ σταθεῖ ἱκανὸς νὰ πεῖ στοὺς ἄλλους, ὄχι σ' ἐμένα ποὺ ἂν καὶ τὸ ξέρω φεύγω, τί εἶναι ποίηση!»

Όταν κατέφτασε στην Αθήνα οι ομότεχνοί του μοιάζει να χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα ανάμεσα στους ανθρώπους που αναπτύσσουν μια αληθινή, αυθεντική γραφή και τους σύγχρονους τους, οι οποίοι είτε αμήχανα προσπαθούν να την επισκιάσουν είτε παραδέχονται το μεγαλείο της. ‘Ετσι και τον Σαραντάρη, είτε τον αγνόησαν επιδεικτικά, σαν κάτι να τους τάραζε στη γραφή του, είτε τον θαύμασαν βαθιά.  Ο Ελύτης σίγουρα άνηκε στην δεύτερη κατηγορία.  Άλλωστε στο Σαραντάρη εμπιστεύθηκε τα πρώτα του ποιήματα κι εκείνος μόλις τα διάβασε βρήκε τον Κατσίμπαλη και του ανέφερε: «Γεννήθηκε ένας μεγάλος ποιητής». Ο Σαραντάρης είχε μοναδικό αισθητήριο, κύριο χαρακτηριστικό κάθε ανθρώπου με αυθεντικό ταλέντο.  Ποιος άλλωστε μίλησε για τον Καβάφη πιο εύστοχα με ένα μόνο στίχο, «Ο Αντώνιος της ποίησης σου η Αλεξάνδρεια».

Ο Ελύτης θα γράψει αργότερα για τον Σαραντάρη στα Ανοιχτά χαρτιά» το ‘74: «Δεν έχω γνωρίσει μορφή πνευματικού ανθρώπου αγνότερη από τη δική του… ζούσε με το τίποτα και δεν του χρειαζότανε τίποτα άλλο έξω από την Ποίηση… Έτσι όμως είχε φτάσει στο σημείο να μπορεί να υψώνει τα ασθενικά του μάτια ως τις Πλατωνικές Ουσίες… επί τέλους να κάποιος αδικημένος από τη φύση, φτωχός, έρημος που στρέφει το κάτοπτρο από την ύβρη της ζωής προς το θαύμα της…». Και συνεχίζει με οργή και παράπονο: «Θέλω να καταγγείλω  το επιστρατευτικό σύστημα της εποχής εκείνης και που, άγνωστο πως,  κατάφερνε να κρατά στα γραφεία και τις επιμελητείες όλα εκείνα τα χοντρόπετσα θηρία των Αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστέλνει στην πρώτη γραμμή άνθρωπο σαν αυτό το  αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη, σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της. Ήταν σχεδόν μια δολοφονία».

Ακόμα πιο πολύ όμως -ίσως επειδή αναφορές στα παραπάνω αποσπάσματα έχουν γίνει πολλές φορές- με συγκινεί ο χαρακτηρισμός που δίνει ο Ελύτης στον Σαραντάρη στο ποίημα που έγραψε γι’ αυτόν το 1955 δίνοντας για τίτλο το όνομα του. Τον αποκαλεί: αιρετικό της ύλης. Αυτό ήταν ο Σαραντάρης, από τον τρόπο που ήθελε να κρατήσει ιδεατούς τους έρωτες του μέχρι τον τρόπο που κοιτούσε πάντα τον ουρανό και ποτέ το χώμα. Πάλευε να διώξει από πάνω του κάθε αίσθηση ύλης και κυρίως κάθε θέληση για ύλη.  Τον Αύγουστο του 1940 γράφει την τελευταία μελέτη που ονομάζει "Γύρω από την κριτική" όπου αναφέρει: «Ο ευσυνείδητος κριτικός λέγει μονάχα, δείχνοντας τον ποιητή' - Αυτός είναι! Ακούστε τον' είναι ίδιος μ' εμάς, όμως είναι βέβαιος για κάτι που δεν γεμίζει ακόμα τις δικές μας καρδιές' γι' αυτόν η αιωνιότητα είναι τόσο προσιτή, όπως για σας η φύση. Ακούστε τον' δεν θα φοβάστε πια τους φυσικούς νόμους. Οι φυσικοί νόμοι θα γίνουν για εσάς νόμοι του Θεού!» Συνεπής πάντα με όσα έγραφε το ίδιο έκανε κι αυτός για τον Ελύτη.

Ο Σαραντάρης έφτασε στην Ελλάδα το ’31, διδάκτορας πλέον της Νομικής, για να εκπληρώσει τη  στρατιωτική του θητεία, όχι από υποχρέωση, αλλά από ευαισθησία, από ρομαντισμό κι όπως θα αποδειχθεί αργότερα από πηγαία αντίσταση στο φασισμό. Το καλοκαίρι του ‘40 θα εκμυστηρεύτει στο Δεσποτόπουλο: «Φοβάμαι ότι θα γίνει πόλεμος, θα μας επιστρατεύσουν, δε φοβάμαι μη σκοτωθώ αλλά μη σκοτώσω».  Στο αλβανικό μέτωπο αρρωσταίνει βαριά από κοιλιακό τύφο. Την Άνοιξη πεθαίνει. «Είμαστε  όλοι   μαζί»,  έλεγε, «Όμως μόνος του ο καθένας αντιμετωπίζει το απρόσωπο σύμπαν» και γράφει κάποιους μήνες πριν πεθάνει, «Όταν εξετάσουμε καλά τον εαυτό μας , βλέπουμε ότι είμαστε καμωμένοι από ουρανό.  Είμαστε καμωμένοι και από γη αλλά η γη ταξιδεύει μέσα μας , χωρίς να ρίχνει  ρίζες , ενώ ο ουρανός μένει. Όποιος πιστεύει στο Θεό γίνεται ουρανός μέσα στον ουρανό, η αιωνιότητά του αποκαλύφθηκε…»

Άλλωστε, όπως έγραψε ο ίδιος, «Η ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ». Αν αφήσουμε το αυθεντικό κομμάτι, που κρύβεται στο συνονθύλευμα που κουβαλάμε μέσα μας κι ονομάζουμε εαυτό, να κοιμηθεί, τότε η ποίηση έχει χαθεί. Όπως κι αν αφήσουμε την ποίηση να κοιμηθεί, θα έχουμε ήδη χάσει το πολυτιμότερο κομμάτι του εαυτού μας.  «Έφυγε η ζωή μας ή έφυγαν πουλιά απ’ την παλάμη του Θεού;» ρώτησε ο Σαραντάρης. Έφυγαν πουλιά, αλλά δεν πειράζει θα επιστρέψουν. Kι αν δεν επιστρέψουν, τουλάχιστον θα είναι πια ελεύθερα. Ελεύθερα από τη ζωή, από την ύλη, από καθετί που μας κρύβει τον ουρανό. Μα μέχρι να σε συναντήσουμε σ’ αυτόν τον ουρανό περιφρονητή της ύλης και σεμνέ αλήτη των ιδεών, δεν θα φύγουμε, δεν θα εγκαταλείψουμε τον αγώνα, δεν θα παρατήσουμε τη χαρά στους ανίδεους και τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου και στη σκόνη του καιρού.  Γιατί «η καρδιά μας είναι ένα κύμα που δεν σπάει στην ακρογιαλιά… Καὶ ἀθόρυβα σκαλίζει τὸ ἀνάγλυφο ἑνὸς πόθου, ποὺ δὲν ξέρει ἀπογοήτευση καὶ ἀγνοεῖ τὴν ἡσυχία.»

Σημείωση: Το κείμενο γράφτηκε για την εκδήλωση στον Γιώργο Σαραντάρη, που διεξήχθη στις 13 Δεκεμβρίου 2012 στο art bar Ποιήματα και Εγκλήματα, στο Μοναστηράκι, στα πλαίσια του δεύτερου κύκλου εκδηλώσεων Ποιητές στη Σκια, που επιμελείται ο Γιώργος Μπλάνας και διοργανώνουν οι Εκδόσεις Γαβριηλίδης και το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ. Θα περιληφθεί στη συλλογική έκδοση Ποιητές στη Σκια Κύκλος Β', που θα κυκλοφορήσουν οι Εκδόσεις Γαβριηλίδης το φθινόπωρο του 2013.