Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 9

Κόλαση είναι... [(ή) η αναζήτηση του Παραδείσου] (διήγημα) - Έλενα Μίαρη

(1) Ο παραληρηματικός μονόλογος της Άννας περί Κολάσεως

«Κόλαση είναι η Μνήμη που μας δεσμεύει στο χθες και η Λήθη που διαγράφει τα πιο ωραία μας χρόνια.
Κόλαση είναι η στυγνή, πυρακτωμένη έρημος και οι σκαιές χιονισμένες βουνοκορφές.
Κόλαση είναι οι πατούσες που μαγκώνουν στα ασφαλή χώματα κι εκεί ριζώνουν. Είναι κι αυτές, οι μονίμως λαχανιασμένες που δεν μπορούν να πάψουν να τρέχουν.
Κόλαση είναι το στοιχειωμένο πατρικό μας σπίτι και όλες οι αφιλόξενες ξένες πατρίδες.
Κόλαση είναι οι Άλλοι, τα μακάβρια κάτοπτρα στα μάτια τους μέσα. Είναι και η αβάσταχτη μοναξιά της απουσίας τους.
Κόλαση είναι τα ψευδαισθησιογόνα πρίσματα του Έρωτα που διαστρεβλώνουν κάθε αλήθεια στην ζωή μας. Είναι και αυτή η άτεγκη, μονοδιάστατη πραγματικότητα που τρέφεται από την απουσία του.
Κόλαση είναι το κατρακύλισμα της Κατάντιας και η στεγανή πλάνη της Ευημερίας.
Κόλαση είναι η Μονοτονία που μας ξεσκεπάζει τα τροχισμένα δόντια του θανάτου. Είναι και η Έπαρση που τα σκεπάζει με εκείνες τις απατηλές μουσελίνες και τα σβήνει. Κι εμείς πάλι χάνοντας τον θάνατο χάνουμε και τον ορθό δρόμο.
Κόλαση είναι η  ανυπαρξία που σαν παγωμένη ομίχλη αναδεύει από την Σιωπή. Είναι και οι πάντα ανεπαρκείς Λέξεις, αυτά τα αιχμηρά βράχια που ‘ναι σκαλωμένα στο λαρύγγι μας και ποτέ δεν κατάφεραν να εκφράσουν τον βρυχηθμό που σπαράζει μέσα μας.
Κόλαση είναι η  ασφυκτική στασιμότητα της Ασφάλειας. Είναι και τα αλλοπαρμένα του Κίνδυνου δάχτυλα, αυτά που καβαλάμε για να εξαπατηθούμε πως ξεγελάμε τον θάνατο.
Κόλαση είναι η  Ομορφιά που μας υποδουλώνει στο είδωλό της. Είναι και η έλλειψή της που αφαιρεί κάθε ελπίδα πως μπορεί να είμαστε κάτι άλλο εκτός από φθαρτή σάρκα κι οστά.
Κόλαση είναι η Ελπίδα που βασανιστικά μας βαστά από τον γιακά να μην πέσουμε στο χείλος της απελπισίας κι από εκεί να κατρακυλήσουμε στο λαρύγγι της λύτρωσης. Είναι και η έλλειψή της, αυτό το πέτρινο σκοτάδι που μας καταπίνει, μας παραλύει.
Κόλαση είναι ο ακατανόητος, αδιάφορος, άκαρδος Θεός που κατοικεί εκεί πάνω. Είναι και η αδιάλλακτη ματαιότητα της ανυπαρξίας του.
Κόλαση είναι το βαθύ Θεμέλιο που μας καταβροχθίζει στην στερεότητά του. Είναι και ο ατέλειωτος Δρόμος που μας αποσυνθέτει στο πέρας του.
Κόλαση είναι η  το Τέλος που καρτερεί στην Ιθάκη, το τέλος του δρόμου, το τέλος του ταξιδιού, το τέλος του κόσμου. Είναι και η βασανιστική αναζήτησή της.
Κόλαση είναι…»

«Είναι μισοάδειο το ποτήρι σου» Της είπε ο Πέντρο. «Όλα αυτά είναι ο Παράδεισος.»

Παρήγγειλε ακόμα δύο ποτά και άφησε ένα ποτήρι που ξεχείλιζε Παράδεισο στο κενό εμπρός της.

(2) Δεν υπάρχουν αλώβητα νησιά 

Δεν είναι τίποτε άλλο πάρα πότες που άσκοπα περιπλανιούνται κι όλο τρικλίζοντας πορεύονται, μην ξέροντας γιατί. Σε μπαρ φραγμένα με φοινικιές και μπανανόδεντρα, με τα κουνούπια μονίμως να βουίζουν νευρικά γύρω από το κεφάλι τους, μες το κεφάλι τους, σερβιρισμένοι από σερβιτόρους μελαμψούς που στωικά γεμίζουν τα ποτήρια τους και τα αφήνουν στο κενό εμπρός τους, πίνουνε και παραπονιούνται. Συνεχώς παραπονιούνται για όλους εκείνους τους παραδείσους που ανασκάλεψαν σε κάποια άκρη της γης, πως σε λίγες ημέρες, εβδομάδες ίσως, ξεγυμνώθηκαν και τους φανέρωσαν την κόλαση που στα αλήθεια ήταν.

«Κάθε παράδεισος κυοφορεί μια κόλαση» Του είπε μισομεθυσμένη η Άννα.
«Δεν είναι αλήθεια. Όχι δεν μπορεί να είναι αλήθεια!» Τραύλισε αυτός. «Έχω ακούσει για εκείνο το νησί που οι άνθρωποι δεν έχουν προλάβει να το σπιλώσουν ακόμα.»

«Στο Κοζουμέλ για μία ώρα οδηγούσαμε μέσα στην ζούγκλα δίχως να συναντήσουμε ανθρώπων καμώματα» Άρχισε να λέει η Άννα κοιτάζοντας τους ομόκεντρους κύκλους στην επιφάνεια του ποτού της, λες και μιλούσε σε αυτούς.  « Ήταν μια ατέλειωτη στενή ευθεία στρωμένη με χαλίκια, σαν ένα ολόλευκο χαλί που μας οδηγούσε στις Πύλες του Παραδείσου. Καθ όλη την διαδρομή το μόνο που φανέρωνε ζωή ήταν οι ζαβλακωμένοι από τον ήλιο κροκόδειλοι που βαριεστημένα έγερναν τον λαιμό για να σιγουρευτούν ότι μας άκουσαν να περνάμε. Μα δεν έμοιαζε να τους απασχολεί και τόσο. Στο τέλος του δρόμου υπήρχε ένας φάρος ζωσμένος από μια παραλία σπαρμένη με ολόλευκη άμμο και διάφανη γαλάζια θάλασσα. Το τοπίο έμοιαζε απάτητο κι αγνό, έτσι όπως θα ήταν την πρώτη ημέρα της δημιουργίας. Κι ο έρημος φάρος έμοιαζε κι αυτός να ήταν κατασκεύασμα εκείνης της πρώτης ημέρας, σαν το λάβαρο του θεού για την νίκη του ενάντια στο σύμπαν. Μα παρ’ όλα αυτά δεν ήταν ο παράδεισος εκεί.  Είμαι βέβαιη για αυτό, θα τον αναγνώριζα.»

«Θα ’ταν ο φάρος» της είπε αυτός «Που ασελγούσε στον παράδεισό σου.»

Μα δεν ήταν ο φάρος. Ήταν σίγουρη πως δεν ήταν ο φάρος.

«Στο Κο Μακ» Άρχισε να λέει ο Πέντρο κοιτάζοντας τους ομόκεντρους κύκλους στην επιφάνεια του ποτού του, λες και μιλούσε σε αυτούς.  «Ήταν έξι ξύλινες καλύβες δίπλα από την θάλασσα, στο χείλος του παρθένου δάσους. Οι τέσσερις καλύβες ήταν ακατοίκητες. Στην μία έμενα εγώ και σε μια άλλη ένας μακρυμάλλης Ταϊλανδός ξυλουργός γύρω στα είκοσι πέντε, που καθόταν όλη μέρα στο μπαλκόνι του, σκάλιζε ξύλα και κάπνιζε χασίσι. Δεν μιλήσαμε, ούτε καν κοιταχτήκαμε στα μάτια ποτέ. Το τοπίο έμοιαζε απάτητο κι αγνό, έτσι όπως θα ήταν την πρώτη ημέρα της δημιουργίας, και ο ξυλουργός έμοιαζε με τον θεό τον ίδιο που αφότου έφτιαξε το δάσος και την θάλασσα, λαξεύει τον Αδάμ στο ξύλο. Μα παρ’ όλα αυτά δεν ήταν ο παράδεισος εκεί.»

«Ήταν ο Ταϊλανδός ξυλουργός που διακόρευε τον παράδεισό σου.» Του είπε η Άννα.
«Όχι. Όχι, δεν ήταν αυτός» Απάντησε κουνώντας πεισματικά το κεφάλι του ο Πέντρο.   « Σίγουρα δεν ήταν αυτός.»

«Κόλαση είναι οι Άλλοι» Του υπενθύμισε η Άννα.  «Αυτοί που μας περιμένουν στα σπίτια μας κι αυτοί που πίνουν μέσα εδώ έστω κι αν μας αγνοούν. Δεν υπάρχουν αλώβητα νησιά. Ξύπνα! Δεν υπάρχει Παράδεισος.»
«Όχι, όχι! Απόψε είσαι εσύ ο Παράδεισος και είμαι η Κόλαση εγώ. Πάντα ήμουν η Κόλαση εγώ.»

Κοίταξε με τρυφερότητα τα απολογητικά του μάτια.
«Δεν είμαι ο παράδεισος» του ψιθύρισε. «Έχω σμιλευτεί, έχω σφυρηλατηθεί, έχω βρωμήσει πολύ το σώμα, το μυαλό και την ψυχή μου για να είμαι ο παράδεισος. Στ’ αλήθεια, τόσα χρόνια περιπλανάσαι για να τον βρεις και λες να είναι τόσο μικρός, τόσο φοβισμένος, τόσο πλανεμένος όσο εγώ ο Παράδεισός σου;»

Κοίταξε με τρυφερότητα τα απολογητικά της μάτια.
«Τότε» της ψιθύρισε «Δεν μας απομένει άλλη κόλαση από τους εαυτούς μας, κι όσο κι αν ταξιδεύουμε, σε όποια εξωτικά παραδίσεια μέρη θα κρυφοκοιτάμε τον παράδεισο  μέσα από την κλειδαρότρυπα της κόλασης.»

«Τότε γιατί δεν σταματάμε; Γιατί δεν τα παρατάμε; Ποιο το όφελος σαν πλανεμένοι Οδυσσείς  να αναζητάμε μια Ιθάκη που δεν υπάρχει;» Τον ρώτησε…

«Γιατί εκεί που θα σταθείς
Δεν θα ‘ναι η Κόλαση,
Μήτε ο Παράδεισος,
Μα το Πουθενά.»

Της απάντησε.

(3) Ο Αποχωρισμός

«Καλύτερα χώρια στην κόλαση παρά μαζί στην ανυπαρξία» Της είπε και πήρε την βαλίτσα στο ένα χέρι και με το άλλο έκανε να γνέψει αντίο. Έπρεπε κάτι να πει, έτσι κάνουν οι άνθρωποι που φεύγουν, λένε κάτι ασήμαντο ή κάποιο αστείο που μασκαρεύει τον θρήνο του αποχωρισμού.

«Αυτή η βαλίτσα» Είπε ο Πέντρο καθώς δήθεν αδιάφορα την περιεργαζόταν «Έχει να ανοιχτεί έντεκα χρόνια.  Ούτε καν θυμάμαι τι έβαλα εκεί μέσα τότε. Μα για να μην τα χρειάστηκα ποτέ δεν θα έχουν αξία.»
Γέλασε δυνατά και περίμενε να δει κι αυτήν να γελάει.  Εντέλει γέλασε κι αυτή γιατί έτσι πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι. Αγωνιωδώς πρόβαρε στο μυαλό της τα λόγια του αποχωρισμού.  Τι λένε οι άνθρωποι όταν χωρίζουν;

Του έδειξε το ποτήρι της.
«Άδειασε το ποτό μου…» Του είπε.

Ξέσπασαν σε γέλια αμηχανίας. (Ήταν μασκαρεμένες οι ανεπαρκής λέξεις που σφραγίζουν τους αποχωρισμούς.) Έπειτα ο Πέντρο της υποκλίθηκε κι έφυγε βιαστικά προτού την  ακούσει να τον χειροκροτεί.

Έκλεισε η αυλαία, οι προβολείς έσβησαν και η Άννα έμεινε μόνη στην κόλαση να λογομαχεί με τον θυμό της: Πως ο Πέντρο δεν κατάλαβε πως αυτό που ήθελε να του πει ήταν πως
Άδειασαν τα πάντα.

(4) Η βαλίτσα με τα φίδια

Ήταν τότε που το θρόισμα των βημάτων του σβήστηκε παντελώς από της σκέψης της τα αφέγγαρα σοκάκια που άκουσε εκείνη την φωνή να σιγοψιθυρίζει μέσα της. Της έλεγε πως έπρεπε επειγόντως να γυρίσει στο διαμέρισμα. Είχε ξεχάσει μια βρύση ανοιχτή ή μια ηλεκτρική συσκευή, κάτι που δεν μπορούσε να θυμηθεί, μα προαισθανόταν πως αν αυτό το κάτι δεν σφαλιστεί επειγόντως θα ρημάξει τα πάντα, (ή ότι απέμεινε από αυτά τέλος πάντων).
Βγήκε έξω στη δυνατή βροχή κι άρχισε να τρέχει. Σίγουρα δεν ήταν μόνο η καταρρακτώδης νεροποντή των τροπικών χωρών με τα ψευδαισθησιογόνα πρίσματά της που διαστρεβλώνουν τα πάντα που την έκανε να χάσει τον δρόμο που οδηγεί στην πολυκατοικία. Χάθηκε για λίγο μα αυτό δεν την τρόμαξε καθόλου. Το αντίθετο μάλιστα. Μια λυτρωτική ανακούφιση αναπάντεχα την πλημμύρισε, έτσι ακριβώς όπως η νεροποντή που αχόρταγα πλημμύριζε τους σκονισμένους κι έρημους δρόμους.
Ένας νυχτοφύλακας που την είδε να περιφέρεται χαμένη στην δυνατή βροχή την  αναγνώρισε και έτρεξε και την σκέπασε με ένα αδιάβροχο. Κρατώντας την σφιχτά από τους ώμους την οδήγησε στο σπίτι. Αυτή αφέθηκε, αφέθηκε μες στην στεγανή αγκαλιά του, στο σίγουρο βήμα του.

«Πάρε με σπίτι» Του είπε.
Μα αυτό που ήθελε να του πει ήταν:  «Πάρε με όπου θες.  Τα βήματά μου οδήγησε προς οπουδήποτε εκτός από εδώ, εδώ μέσα.»

Την άφησε στην είσοδο του διαμερίσματος και την ρώτησε αν ήθελε κάτι άλλο. Ήθελε να του πει πως, ναι ήθελε κάτι άλλο εκτός από όλα αυτά που νόμιζε πως κατέχει κι όλα αυτά που προσποιούταν πως κυνηγάει.  Μα δεν ήξερε το όνομά του, ούτε καν πως μοιάζει, έστω την υφή, την οσμή του. Μα είχε την ιδέα της γεύσης του κάπου στη μνήμη της αποθηκευμένη. Μα δεν ήταν μνήμη, παραδόξως ήταν ένα όνειρο. Ούτε όνειρο ακριβώς, μα του εμοιάζε. Μα πώς να του έλεγε όλα αυτά, και ποιο το όφελος;
Εντέλει του είπε ότι πρέπει να λένε οι άνθρωποι, πως δεν χρειάζεται τίποτα.

Μόλις ο νυχτοφύλακας γύρισε την πλάτη να φύγει η Άννα άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος και έντρομη αντίκρισε αυτό που της ορμήνεψε η φωνή: Στο χωλ της εισόδου μια βαλίτσα διάπλατα ανοιχτή γεμάτη με φίδια που αργοξυπνούσαν από την χειμέρια νάρκη τους. Πανικοβλημένη την έκλεισε και σέρνοντάς την έτρεξε έξω, πίσω στην τροπική βροχή.

Στην είσοδο  της πολυκατοικίας συνάντησε ξανά τον νυχτοφύλακα να ατενίζει την πλημμύρα.
«Προς τα πού πέφτει ο Παράδεισος;» Τον ρώτησε λαχανιασμένη.
Της έδειξε νοτιοδυτικά.
«Θέλετε κάτι άλλο;» Την ρώτησε.
Ήθελε να τον ρωτήσει αν θέλει να του χαρίσει την βαλίτσα της, μα εντέλει του είπε πως όχι, δεν ήθελε τίποτα άλλο παρά να πορευτεί νοτιοδυτικά. Κι εν μέρει ήταν αλήθεια.

Του υποκλίθηκε κι άρχισε να τρέχει
Ακούγοντας το ξέφρενο χειροκρότημα της τροπικής βροχής.

(5) Η Άννα μονολογεί καθώς πορεύεται Νοτιοδυτικά

«Θα βρεθεί άραγε λίγη λάσπη για εμάς το περίγραμμα από τα ίχνη μας να αποτυπώσει, έστω για λίγο; Ένα κομμάτι χαρτί να γραφτούν λίγες από εκείνες τις λέξεις που τις ευνούχιζαν οι βρόγχοι; Έστω ένας καμβάς ή μια φωτογραφία να βρουν τόπο να  αναπαυθούν τα απομεινάρια από τον πόθο,  την οργή και τα αδιέξοδα που σαν μάσκες αρχαίων τραγωδών στόλιζαν τα πρόσωπά μας; Κάτι τέλος πάντων, γιατί καμιά μνήμη άλλο πια δεν υπάρχει για να μας μνημονεύει έτσι όπως σκορπίζουμε τις υπάρξεις μας στις πέντε του κόσμου ηπείρους, και το κάθε λίγο που μας απαρτίζει βρίσκεται θαμμένο σε μια πόλη που ποτέ ξανά δεν θα επισκεφθούμε, μαζί.   Η σφυρηλάτηση στην Κέρκυρα. Η κοίμηση στο Λονδίνο. Η επανάσταση στην Ντάκα. Ο θάνατος μισός στη Ντουμπάι και ο άλλος μισός οδεύει προς κάποια παγωμένη πολιτεία της Αμερικής. Μισός στην αποπνικτική  ζέστη κι ο άλλος μισός στο αδιαπέραστο κρύο, (Όχι αυτό που σου τρυπάει το κόκκαλο μα το άλλο το ανυπόφερτο κρύο που ροκανίζει την ψυχή και την σκέψη και με όσα παπλώματα κι αν σκεπαστείς ζεστασιά δεν βρίσκεις.). Σε δύο κολάσεις, μέσα από εκεί που μέλλεται να  αναδυθούμε αγνοί και εξαγνισμένοι και με αποκόμματα από παλιές καρτ ποστάλ να αναπλάσουμε τον παράδεισο. Μα τότε χώρια, με άλλους κομπάρσους, σκηνοθέτες και συμπρωταγωνιστές, με θεατές άγνωστους άλλους….
Και στο σενάριο
Μια μουντζούρα στη θέση του ονόματός σου.»

(6) Η ανακάλυψη και η εξολόθρευση του Παραδείσου

Νοτιοδυτικά ξεχύνεται η έρημος… Λίγες μέρες στον παράδεισο πάλι κι έπειτα η κόλαση σαν λάβα ξεράστηκε από μέσα της. Καθισμένη σε έναν αμμόλοφο, κοιτώντας την στυγνότητα της άμμου σκέφτηκε τον Πέντρο να καίγεται σε μια έρημο επικαλυμμένη  με χιόνι. Ούτε εδώ, μα ούτε εκεί ο Παράδεισος.
Στο πλάι της η βαλίτσα χοροπηδούσε.  Τα φίδια έσκουζαν μανιασμένα μέσα της όπως το βρέφος στη μήτρα μιας ετοιμόγεννης γυναίκας που κλωτσάει φωνάζοντας πως ο κόσμος αυτός του ανήκει και πως διψά να δει, να γευτεί, να νιώσει το εκθαμβωτικό φως του.

Κάτω από τον αφόρητο ήλιο μουρμούραγε νανουρίσματα στα ανυπόμονα φίδια της.
«Σςςςς» Τραγουδούσε
«Μην πλανιέστε ανόητα ερπετά,
Το φως τούτο πονάει.
Υπομένετε
Λίγο ακόμα.
Λίγο ακόμα
Κι όλα τούτα θα πάψουν.»

Την βαλίτσα της αγκάλιασε και τους είπε το παραμύθι εκείνο, πως μια φορά κι έναν καιρό στο Λονδίνο τον Παράδεισο δεν βρήκε, μα την βρήκε αυτός. Έτσι στα ξαφνικά μέσα σε μια ανύποπτη στιγμή και δίχως εμφανή λόγο την κατέκλυσε. Ήταν στριμωγμένη σε ένα βαγόνι της Τζουμπιλί γραμμής, ανάμεσα στο αποπνικτικό πλήθος η πρώτη φορά που άρχισε να μεθάει από τις αναθυμιάσεις του ιδρώτα τους και να συνεπαίρνεται από τα αδιάφορα βλέμματά τους.  Την άγγιζαν μα δεν την αισθάνονταν. Την κοιτούσαν μα δεν την έβλεπαν. Το σώμα της δεν ήταν μέσα εκεί παρά μόνο το πνεύμα της, σε μια διάσταση άλλη, μια διάσταση ανθρώπινη, θνητή ως το μεδούλι.
Και ο παράδεισος για μήνες συνέχιζε να την ακολουθεί σε συνωστισμένα καφέ και πάμπς,  αδιάβατους από την πολυκοσμία δρόμους, αποπνιχτικά λεωφορεία και την ακατάπαυστη βοή της πόλης μέσα από το διαμέρισμα.
Ώσπου εκείνη την ημέρα στην Εθνική Πινακοθήκη που πετάριζε σαν διάφανη πεταλούδα ανάμεσα στους επισκέπτες, ολομόναχη στον Παράδεισο, ανάμεσά τους. Μπαινόβγαινε σαν κλέφτης στους πίνακες, από εξιλεωτικό φως του Τέρνερ στον Σαμψών και Δαλιδά του Ρούμπενς να ριγεί στην αφή των μαλλιών της Δαλιδάς και των μαλακών υφασμάτων.  Να γλιστρά από το φως του προσώπου της στο σκοτεινό άγαλμα του Έρωτα που αγκάλιαζε παρακλητικά την Αφροδίτη.  Αυτός να θρηνεί την ήττα κι αυτή την προδοσία. Να χαϊδεύει τον μυώδη αυχένα του Σαμψών και να μπουσουλάει μέχρι το αυτί του.«Ξύπνα! Ξύπνα Σαμψών! Δεν είναι εδώ ο Παράδεισος» Του ψιθύρισε. Να αναρριχάται από το κερί στο χέρι της γριάς με το άδειο το στόμα, στα δάχτυλα του άντρα που πασπάτευαν τα μαλλιά του Σαμψών. Να στέκεται κάτω από το κατώφλι της μισάνοιχτης πόρτας να μοιραστεί λίγη από την λαίμαργη περιέργεια των Φιλισταίων.   Κι έπειτα να γαντζώνεται στην κοπή του ψαλιδιού να κλέψει λίγη από την δύναμη των μαλλιών του.

Και δραπέτευε έτσι μέχρι που εκείνος ο ανόητος άντρας με το εκνευριστικό χαχανητό την σκούντηξε. Δήθεν ενθουσιασμένος αναφώνησε το όνομά της.  Της είπε πως είχαν γνωριστεί πριν χρόνια σε ένα πάρτι κι έπειτα ξημέρωσαν στο σπίτι του.
«Δεν μπορώ, δεν μπορώ να σε θυμηθώ.» Του είπε η Άννα.
Στην πραγματικότητα αυτό που ήθελε να του πει ήταν πως δεν ήθελε να είναι ορατή στην μνήμη του, δεν ήθελε να βρίσκεται στο έλεος της μνήμης και των ματιών κανενός Άλλου.  Μα ο άντρας επέμενε. Συνέχιζε να της θυμίζει το όνομά,  το επάγγελμά και την διεύθυνσή της, την ελιά στο δεξί πλευρό της κοιλιάς της και το σημάδι από το κάψιμο στο πάνω μέρος του αριστερού μπουτιού, την αγαπημένη της στάση και όλες τις εξομολογήσεις της εκείνο το βράδυ.

«Λυπάμαι» Του είπε «Είμαι στον Παράδεισο και εδώ οι άνθρωποι δεν έχουν μνήμες.»
«Δεν υπάρχει Παράδεισος» Της απάντησε με εκείνο το ακατάπαυστο χαχανητό ο άντρας.  «Τουλάχιστον όχι εδώ.»
Ο άντρας έριξε μια ματιά στον πίνακα και άλλη μια τριγύρω του κι έπειτα έφυγε με βήμα αργό, με βήμα σταθερό, σαν δαφνοστεφανωμένος πολεμιστής.

«Ο Παράδεισος δεν είναι εδώ.» Μια γυναίκα με γκρι ταγιέρ και κατακόκκινο κραγιόν ψιθύρισε συνωμοτικά στο αυτί της Άννας λες και της φανερώνει το μεγαλύτερο μυστικό όλων των χιλιετιών.

«Όχι! Δεν μπορεί!» Της είπε η Άννα καθώς έκανε να της δείξει τον μύθο που εκτυλισσόταν μέσα στον πίνακα, μα αυτό που αντίκρισε ήταν μέσα στο κάδρο ένας κομματιασμένος καμβάς και πηχτές σταγόνες νερομπογιάς ανακατεμένες με τρίχες μαλλιών να στάζουν στο πάτωμα. Το μόνο που παρέμενε ξεκάθαρο στον πίνακα ήταν το γυμνό στήθος της Δαλιδάς.

«Μην σε φοβίζει» Επανέλαβε με την ίδια μυστικότητα η γυναίκα στο αυτί της. «Δεν ήταν παρά ένα παιχνίδισμα του νου σου.
Το κάνει καμιά φορά αυτό
Ο νους.»

Βγήκε ζαλισμένη από την πινακοθήκη κι αντίκρισε το πλήθος συνωστισμένο στην Τραφάλγκαρ. Την περίμεναν να βγει. Την γνώριζαν όλοι. Κι από τότε σε κάθε δρομάκι, σε κάθε παμπ, σε κάθε βαγόνι στο Λονδίνο κάθε άνθρωπος της φανέρωνε με το διαπεραστικό βλέμμα του πως τίποτα δεν θα την απελάσει από την κόλασή τους.

Γύρισε σπίτι, πέταξε ότι βρήκε μέσα στην βαλίτσα, την έκλεισε και βγήκε έξω. Ήταν τότε, στην αυλόπορτα του σπιτιού της,  που συνάντησε για πρώτη φορά τον άντρα που της συστήθηκε ως ο Νυχτοφύλακας των Πυλών. Τον ρώτησε κατά που πέφτει ο Παράδεισος κι αυτός της υπέδειξε την Ανατολή. Άρχισε τότε η Άννα να τρέχει προς την Ανατολή ακούγοντας το ξέφρενο χειροκρότημα των λίθων της ιστορίας.

Κι από τότε συνεχίζει να τρέχει…

Γκόετζ έλεγαν τον άντρα με το ψαλίδι στην τσέπη του σακακιού και το δάφνινο στεφάνι. Και πίσω από τον λοβό της σαν έγκαυμα παραμένει ακόμα το περίγραμμα του κραγιόν της άγνωστης γυναίκας. Και ζήσανε αυτοί καλά…

«Κοιμηθείτε φίδια μου γλυκά.
Κοιμηθείτε.
Το φως τούτο πονάει.»

(7) Αναπολώντας τον Πέντρο

«Όταν πίνεις» Τον είχε ρωτήσει «Πόσα από αυτά που λες εννοείς;»
«Όταν φεύγεις» Την είχε ρωτήσει  «Πόσο καιρό παίρνει στους κοχλάζοντες όρκους σου να ξεθυμάνουν; Πόσο σου παίρνει μέχρι να μπορείς να ξεκαρδίζεσαι στα γέλια με την μνήμη της κόλασης που άφησες πίσω σου; Πόσος καιρός μέχρι να γίνεις μια ξένη στην ιστορία σου;»
«Ένα ανοιγόκλειμα των βλεφάρων αρκεί» Του απάντησε «Κι ένας περιπλανώμενος άντρας σε ένα μπαρ σκοτεινό με αγνώστους να με παρασύρει με την σιωπή που ξεγυμνώνει την πολυλογία του, αρκεί, για να μην σε νοσταλγήσω ποτέ, ποτέ ξανά.  Ίσως να ακούγεται σκληρό μα αυτό μου επιβάλει το ένστικτο της επιβίωσης. Είναι αυτή η ισχυρότερη δύναμη του σύμπαντος κι εγώ πως θα μπορούσα να της αντιταχθώ;»

(8) Ερημικές Οπτασίες

Οι φτέρνες της βούλιαξαν βαθιά μέσα στην άμμο. Τα χείλη της στέγνωσαν και η ζέστη της έφερνε τέτοιο παραλήρημα που δεν μπορούσε να θυμηθεί αν τα λόγια αυτά τα είχαν στα αλήθεια ανταλλάξει  ή αν ήταν άλλη μια οπτασία του νου της, μια πήλινη πλάνη σμιλεμένη από τα ροζιασμένα χέρια  του Ένστικτου για να την γλυτώσει από την απελπισία.
Κι έτσι συνέχιζε να ήταν καθ όλο το οδοιπορικό στην έρημο. Κάθε που λύγιζε, κάθε που έλεγε θα αφεθεί, τους αντίκριζε – αυτήν και τον Πέντρο - λίγο πιο πέρα, καθισμένους αντίκρυ σε ένα μπαρ, δυο μισοάδεια ποτήρια μπροστά τους, οι σιλουέτες των άλλων θαμώνων να ξεθωριάζουν γύρω τους καθώς η μουσική της τροπικής βροχής που καταρρακτωδώς έπεφτε στις λαμαρίνες  τους γαλήνευε. Έβλεπε τα στόματά τους να ανοιγοκλείνουν μα ο ήχος της βροχής ήταν τόσο δυνατός που δεν κατάφερνε να αποκρυπτογραφήσει την συνομιλία τους. Σκόρπια λόγια και λειψές προτάσεις  εισέβαλαν στα αυτιά της.
«Όταν πίνεις;» «Όταν φεύγεις…» « Πόσα… Πόσο καιρό… όρκοι … Πόσο σου παίρνει… στα γέλια… την μνήμη της κόλασης… Πόσος καιρός… ξένη… Ένα ανοιγόκλειμα … Του είχε πει… ένας άντρας … Με την σιωπή… με αγνώστους… Αρκεί … να μην σε νοσταλγήσω… Λυπάμαι … Ίσως… Το ένστικτο… η ισχυρότερη δύναμη …πως… να της αντιταχθώ;»

Ένα βήμα, πάντα ένα βήμα ήθελε μέχρι να τους φτάσει. Ένα βήμα. Στο τέλος πάντα ένα της βήμα θρυμμάτιζε τις φωνές τους, όπως τότε που ένα του βήμα θρυμμάτισε το οδοιπορικό τους.

(9) Το ελαιόδεντρο

Σε μια πέτρινη αυλή στην Μπαστάκια είδε ένα ελαιόδεντρο ριζωμένο μέσα στα τούβλα.  Σίμωσε κοντά του και είχε την μυρωδιά,
την μυρωδιά του χωριού της.
Τα κλαδιά του ήταν τα φρεσκοασβεστωμένα καντούνια, ο λιγνός κορμός του το καμπαναριό και οι ρόζοι του όλοι οι γέροι που τα μεσημέρια καθισμένοι στα πεζούλια ανέκφραστοι ατενίζουν την αιωνιότητα να τους προσπερνά.

Άφησε ένα δάκρυ στην ρίζα του, ένα φιλί στην κορφή του, και μια προσευχή στην καρδιά του.

«Θα ήθελα να ήμουν σαν κι εσένα.»
Του είπε.

(10) Το Συναπάντημα

Σε μια πέτρινη αυλή στην Μπαστάκια, είδε καθισμένο έναν άντρα με τα πόδια ριζωμένα στο χιόνι. Στις πατούσες του σαν πιστό σκυλί κούρνιαζε μια βαλίτσα ανοιχτή σαν πληγή. Μέσα της σκουλήκια ροκάνιζαν τα τελευταία απομεινάρια σάρκας σε έναν σωρό οστών. Σίμωσε κοντά του και είχε την μυρωδιά,
την μυρωδιά του Πέντρο.
Τα μάτια του μια μπόρα μανιακή που πάει να ξεσπάσει. Τα χείλη σφιγμένα, με κόπο να καταπίνουν τις λέξεις, τους βρόγχους, τους λυγμούς, τα αδιέξοδα. Και στο πρόσωπό του λαξεμένη η Κόλαση της ψυχής του.

Άφησε ένα δάκρυ στα μαλλιά του, ένα φιλί στο κούτελο του, και ψιθύρισε μια προσευχή στο αυτί του.

«Κοιμήσου, κοιμήσου γλυκά.»
Του είπε
«Το φως ετούτο πονάει…»

«Δες με» της είπε παρακλητικά «Τους Παραδόθηκα, τους μοιάζω.»

«Κόλαση είναι…» Πήγε να του πει
«Ο Παράδεισός τους.» Της είπε, πριν ο νους της τον θρυμματίσει, για πάντα.

Το κάνει καμιά φορά αυτό
Ο νους.

(11) Η Έξοδος

Της αυλής το σκουριασμένο πορτόνι έτριξε σαν δραπέτης λυγμός. Ο νυχτοφύλακας την προϋπάντησε στο επόμενο στενό. Την αγκάλιασε σφιχτά από τους ώμους  έτσι όπως έκανε δύο χρόνια πριν ενώ αυτή πάλι αφέθηκε στο σίγουρο βήμα του.

«Τι κουβαλάς μέσα σε αυτή την βαλίτσα;»  Την ρώτησε
«Ούτε καν θυμάμαι τι στρίμωξα μέσα εκεί δεκατρία χρόνια πριν. Μα για να μην τα χρειάστηκα ποτέ δεν θα έχουν αξία.»
Γέλασε η Άννα, κι έπειτα γέλασε κι ο νυχτοφύλακας γιατί έτσι πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι. Λίγο πριν τις πύλες στα σύνορα της πόλης με την έρημο ο Νυχτοφύλακας στάθηκε.
«Θέλετε κάτι άλλο;» Την ρώτησε.
«Να μου υποδείξεις προς τα πού πέφτει ο Παράδεισος.»
Κι αυτός έδειξε με τον δείχτη Βορειοδυτικά, προς τα εκεί όπου έδυε ένας πελώριος ήλιος, σαν πορτοκαλής ελέφαντας  που αργά και κουρασμένα πέφτει στα γόνατά του για να αποκοιμηθεί.

«Κόλαση είναι…» Έκανε να του πει…
«Ξέρω… Η εύρεση του Παραδείσου.» Απάντησε αυτός συνεχίζοντας να κοιτάει αφηρημένα προς την προς την Δύση.

Του υποκλίθηκε κι άρχισε να τρέχει
Ακούγοντας το ξέφρενο χειροκρότημα της στροβιλιζόμενης άμμου.

Σημ: Βορειοδυτικά ξεπετάγονται οι πέτρινες βουνοκορφές. Λίγες μέρες στον Παράδεισο πάλι κι έπειτα η Κόλαση σαν λάβα ξεράστηκε από μέσα της.