Top menu

Κριτική για τη θεατρική παράσταση "Η Δίκη του Κ."

Γράφει η Κατερίνα Καντσού

Σε ένα λιτό κι αισθητικά μοντέρνο σκηνικό του Θεάτρου Πόρτα παρακολουθούμε το δράμα του Κ. να εξελίσσεται μπροστά μας. Κρατώντας το κείμενο του Κάφκα αυτούσιο, ο Μοσχόπουλος μας ξεναγεί στον σκοτεινό κόσμο του συγγραφέα. Εκεί όπου μπερδεύεται το όνειρο με την πραγματικότητα, οι αισθήσεις με τις ψευδαισθήσεις, το φως με το σκοτάδι, το κωμικό με το τραγικό, η αλήθεια με το ψέμα, η ελπίδα με την ματαιότητα.

Πρωταγωνιστής είναι ο Κ., ένας τραπεζικός υπάλληλος (που είναι στην ουσία ο ίδιος ο συγγραφέας) του οποίου η ζωή αλλάζει άρδην μέσα σε μια μέρα, καθώς του καταλογίζεται μια κατηγορία τη φύση της οποίας δεν μαθαίνει ουσιαστικά ποτέ, όταν ένα πρωινό δύο άνθρωποι μιας άγνωστης ανώτερης αρχής τον συλλαμβάνουν χωρίς να του εξηγήσουν τον λόγο. Μόνος του προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει και παλεύει να λύσει τον γρίφο της κατηγορίας του, βρισκόμενος έτσι όλο και πιο πολύ μπλεγμένος σε ένα σύστημα απ' το οποίο δεν φαίνεται καμιά ελπίδα διαφυγής. Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν από τη ζωή του, άνθρωποι περιθωριακοί, χωρίς υπόσταση, αποκυήματα της φαντασίας του Κάφκα, μιας φαντασίας ζωώδους, παράδοξης, ανεξερεύνητης κι αινιγματικής.

Το έργο διαθέτει πολλαπλά αναγνώσματα. Μπορεί να είναι η αρχή και το τέλος ενός φρικτού ονείρου του ήρωα, ένα κατηγορώ στο σάπιο σύστημα που μας κρατά φυλακισμένους ή απλά η κραυγή ενός απελπισμένου ανθρώπου παραδομένου στο χάος και την αταξία, όπως ακριβώς υπήρξε και ο ψυχικός κόσμος του Κάφκα. Μέσα από τη Δίκη στηλιτεύεται η παράνοια του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος, η αυθαιρεσία των εξουσιαστών έναντι των εξουσιαζόμενων, το αδύνατο του έρωτα, οι άναρχες σχέσεις, η κραυγή για βοήθεια κι εμπιστοσύνη, η μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου.

Ο Μοσχόπουλος κρατάει αναλλοίωτη την αίσθηση όλων αυτών των στοιχείων με τα προσεγμένα σκηνικά του που προσδίδουν το απρόσωπο και ψυχρό περιβάλλον στο οποίο κινείται ο Κ. αδυνατώντας να βρει μια αίσθηση βοήθειας ή φιλικότητας από κάποιον, την γρήγορη δράση μέσα από την σχεδόν χορευτική κίνηση των ηθοποιών  και από τις εναλλαγές των φωτισμών κρατώντας στο ακέραιο την περιρέουσα θεατρικότητα στο έργο του συγγραφέα, τη σφιχτοδεμένη δομή, τους συμβολισμούς, το αμείωτο ενδιαφέρον και την έμπνευση, αποσπώντας αξιοσημείωτες ερμηνείες απ’ όλους τους ηθοποιούς. Ο πρωταγωνιστής Μιχάλης Συριόπουλος ενσαρκώνει με περίσσια χάρη τον μπερδεμένο κι εύθραυστο κόσμο του ήρωα, προσδίδοντάς του ευαλωτότητα και ευαισθησία και σε μας αρκετές δόσεις συγκίνησης και συμπόνοιας. Εν ολίγοις, ένα αποτέλεσμα άρτιο εικαστικά και ερμηνευτικά.

''Λες και η ντροπή θα εξακολουθούσε να υπάρχει και μετά τον θάνατό του''.

Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Θωμά Μοσχόπουλο:

Ο Κάφκα “χρεώνεται” και κάτι για το οποίο ελάχιστοι συγγραφείς θα μπορούσαν να καυχηθούν. Μια νέα λέξη στο παγκόσμιο λεξιλόγιο για να προσδιοριστεί μια πολύ συγκεκριμένη κατάσταση και ατμόσφαιρα. Η λέξη “καφκικός”. Μια λέξη που αυτόματα απαντά στην παραπάνω ερώτηση. Άραγε πόσοι από εμάς θυμούνται εποχές που ο χαρακτηρισμός “καφκικές” να ήταν πιο ταιριαστός; Πολιτικολογούμε; Καθόλου. Ενεργοποιούμε τους πιο σαρδόνιους επιβιωτικούς μηχανισμούς μας. Όπως άλλωστε σημειώνει ο μελετητής του Κάφκα Franz Baumer, ο Κάφκα δεν αρθρώνει “κάποιο πολιτικό δόγμα, αλλά μια πνευματική κατάσταση και μια κριτική ευαισθησία που το κύριο όπλο της είναι η ειρωνεία και το χιούμορ. Η ενασχόληση με τη Δίκη μπορεί να βυθίσει σε γνωστούς- άγνωστους…ονειρικούς κόσμους, να τρομάξει, να διασκεδάσει, να γοητεύσει, να ταράξει, να ανακουφίσει, να προκαλέσει γέλιο ή το ακριβώς αντίθετο;''